Μουσικη

Steve Albini 1962 – 2024: Ευχαριστούμε για τον Θόρυβο

Χωρίς αυτόν ένα ολόκληρο κεφάλαιο της αισθητικής του ήχου δεν θα είχε καν γραφτεί
Τάνια Σκραπαλιώρη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Steve Albini: Αποχαιρετισμός σε μια σπουδαία μουσική προσωπικότητα

Αν η 3η Φεβρουαρίου του 1959 -ημέρα της συντριβής του αεροσκάφους στο οποίο επέβαιναν οι Buddy Holly, Ritchie Valens και J. P. Richardson (The Big Bopper) πάνω στο άνθος της ηλικίας και της καριέρας τους- έμεινε γνωστή στα μουσικά χρονικά με το περιφραστικό nickname «the day that music died» και σημάδεψε ως τέτοια τη γενιά του rock n roll, η 8η Μαΐου του 2024 θα γίνει πιθανότατα ό, τι πιο κοντά στο σύγχρονο αντίστοιχο της γενιάς που ενηλικιώθηκε μουσικά τις δεκαετίες των 80s και των 90s βαδίζοντας πάνω στην punk rock τοξωτή γέφυρα που ένωσε τον νέο, δημιουργικό θόρυβο της εποχής εκείνης με το κοντινό ή μακρινό μέλλον όταν οτιδήποτε συναφές θα τσουβαλιαζόταν κάτω από την τόσο αμφιλεγόμενη για πολλούς, τόσο βολική για ακόμα περισσότερους ταμπέλα του «alternative rock».

Πέθανε ο Steve Albini από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 61 ετών

O μουσικός, παραγωγός (δεν του άρεσε έως «μισούσε» να του αποδίδεται αυτή η ιδιότητα), audio engineer (με αυτήν ήταν εντάξει) και «μουσικογραφιάς» Steve Albini πέθανε αιφνίδια από καρδιακή προσβολή την Τετάρτη 8 Μαίου του 2024 σε ηλικία 61 ετών, στο μόνο μέρος που θα έβγαζε νόημα, δηλαδή στο studio του, το «παιδί του» Electrical Audio στο Σικάγο, λίγο πριν το νέο album των Shellac που ανακοινώθηκε τον περασμένο Μάρτιο δει το φως της κυκλοφορίας. Ο θάνατός του έσκασε σαν βόμβα στη μερικώς απονευρωμένη πια από τα απανωτά RIPs και τα επικήδεια shows για τα μάτια των followers γωνιά του διαδικτύου και των social media που επιμένει να ασχολείται με τη μουσική, τουλάχιστον στους θαμώνες της που ασπάστηκαν έστω και κάποια στιγμή στη ζωή τους αυτού του είδους τον θόρυβο τον οποίο υπηρέτησε και διαμόρφωσε -έστω και χωρίς να το έχει στην προγραμματική του ατζέντα- ο Steve Albini.

Βαφτισμένος στη φωτιά των Ramones και των Sex Pistols ο Steve Albini υπήρξε μάλλον από εκείνες τις περιπτώσεις ανθρώπων για τους οποίους η μουσική ήταν ο αδιαπραγμάτευτος δρόμος της φυσικής επιλογής τους, περνώντας από όλες τις σχετικές δευτερογενείς πιάτσες: συγκροτήματα και promoting, DJing και μουσικός τύπος, στούντιο ηχογραφήσεων και το δικό του record label. Πέρασε την εφηβεία του παίζοντας σε διάφορες λιγότερο, περισσότερο ή καθόλου γνωστές μπάντες, αξιοποίησε το πτυχίο του στη δημοσιογραφία με στήλες σε fanzines όπως το «Matter» που άφησαν εποχή ξεκίνησε να ηχογραφεί μπάντες και μουσικούς το 1981, την ίδια περίπου περίοδο που θα φτιάξει τους Big Black.

Τα προσωπικά του μουσικά projects – μπάντες είναι το καθένα μια κατηγορία μόνο του: Big Black, The Rapeman, Shellac – η συνήθεια που (μας) έγινε λατρεία στο αγαπημένο (του) Primavera. Δίσκοι όπως η πρώτη αναπνοή του EP «Lungs», το «Atomizer», το «Songs About Fucking» μιλάνε από μόνοι τους. Οι δε παραγωγές του φωνάζουν από μόνες τους από τις πλέον χιλιοτραγουδισμένες στους indie κύκλους, όπως το «Surfer Rosa» και το «In Utero» που τον έκαναν μαζικά γνωστό ως τον «παραγωγό των Pixies και Nirvana» ή το «Rid of Me» της PJ Jarvey μέχρι τις λιγότερο ίσως γνωστές αλλά εξίσου σημαντικές – βλέπε τη μοναδική από πολλές απόψεις συνεργασία των Jimmy Page και Robert Plant στο «Walking into Clarksdale», το υποδόριο φιλί της ζωής στους Fleshtones με το «Laboratory of Sound» ή για τους «επιμένουμε ελληνικά» το «Jet Lag» των «δικών» μας Bokomolech.

Και η λίστα δύσκολα βρίσκει τέλος: The Breeders και Jesus Lizard αλλά και Low, Godspeed! You Black Emperor και άλλοι και άλλοι. Όπως λέγεται στα προφίλ αυτής της γενιάς του θορύβου αυτές τις ημέρες οι μισοί και παραπάνω από τους δίσκους «που μας μεγάλωσαν» έχουν κάπου στα αυλάκια τους το δακτυλικό αποτύπωμα του Steve Albini. Με βάση ένα παρόμοιο κριτήριο άλλωστε έγινε και ο «παραγωγός των Nirvana» το 1983 , όπως διηγούνται ο David Grohl και ο Krist Novoselic στον Conan OBrien παρουσία του ίδιου του Albini: ο Kurt Cobain τον «είχε βάλει στο μάτι» γιατί ο Albini είχε ηχοχραφήσει δύο από τους τρεις αγαπημένους του δίσκους εκείνη την εποχή, το «Surfer Rosa» των Pixies και το «Pod» των Breeders. Μετά τα διάφορα πηγαινέλα ανακοινώσεων προθέσεων ο Steve Albini δέχτηκε τη δουλειά και σφράγισε για την μπάντα που τα είχε ήδη αλλάξει όλα το μεγάλο, σκοτεινό της αριστούργημα.

Τhe Albini Sound: Μηχανικός, όχι παραγωγός

Ποιος είναι όμως αυτός ο Albini signature ήχος; Ξυσίματα και θόρυβος, πενήντα μαγικές αποχρώσεις του γκρίζου. Ακατέργαστη, φυσική συνύπαρξη των μελών της μπάντας, πλήρης εκμετάλλευση του μικρόκοσμου του δωματίου ηχογράφησης. Φυσικό reverb, ξερές κιθάρες που πολλές φορές δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη. Αναλογικές μέθοδοι να θριαμβεύουν επί των πειρασμών των θαυμαστών, καινούριων φτιασιδιών και trendy εφέ και των φτηνών εναλλακτικών τύπου DAT (Digital Audio Tape). Βουλωμένα αυτιά στις ποπ σειρήνες – for better or worse. Μία και μόνη διάσταση η οποία όμως εξερευνάται και αποδίδεται σε απίστευτα βάθη αποκτώντας έτσι μέσω μιας απροσδιόριστης σκουληκότρυπας περισσότερες. Αυτά με τη γραμματική ερμηνεία του ήχου.

Γιατί με τη φιλοσοφική ερμηνεία αυτός ο ήχος δεν θα μπορούσε παρά να προέλθει από έναν άνθρωπο που αντιμετώπισε τον εαυτό του ως εργάτη και τεχνίτη του ήχου και όχι ως authority του, ως μηχανικό ηχογράφησης και όχι ως παραγωγό. Ως εκείνον δηλαδή που δουλειά του είναι να ξέρει να ηχογραφεί και όχι απλώς να μιλάει ακατάπαυστα στο studio, να βοηθάει την μπάντα να συλλάβει τον ήχο της, αφήνοντας την να τον διαμορφώσει η ίδια, να είναι η μπάντα παραγωγός του εαυτού της. Ίσως για αυτό δεν καταδέχτηκε δικαιώματα παραγωγού που σε περιπτώσεις όπως το «In Utero» θα εξασφάλιζαν και τα εγγόνια του, ίσως γι’ αυτό πληρωνόταν απλώς με μια κατ’ αποκοπή αμοιβή, «σαν υδραυλικός» όπως χαρακτηριστικά έγραψε στην επιστολή του προς την μπάντα το 1992 εξηγώντας τη φιλοσοφία της δουλειάς του.

«Στις μέρες μας μας η μόνη προϋπόθεση για να είναι κάποιος ένας ολοκληρωμένος παραγωγός, είναι να ισχυριστεί ό, τι είναι. Για αυτό λίγοι audio engineers που σέβονται τον αυτό τους θα επέτρεπαν να τους αποκαλέσουν παραγωγούς» έγραφε ο Steve Albini παραφράζοντας ακούσια για τις ανάγκες της προσωπικής μουσικής του κοσμοθεωρίας αυτό που σε αυτή τη γωνιά της Βαλκανικής γνωρίζουμε πολύ καλά ως «ό,τι δηλώσεις είσαι». Και αυτό ακριβώς είναι ένα μέρος του προβλήματος με τη μουσική.

Face the Music: To Πρόβλημα με τη Μουσική

Ο ριζοσπαστισμός και ο αντικομφορμισμός του Steve Albini ως outsider πνευματικού leader των ροκ κύκλων ξεκινάει να εκδηλώνεται ενεργά και παρουσιάζεται συμπυκνωμένος στο ιδιαίτερο δοκίμιο του “The Problem With Music” που δημοσιεύτηκε το 1993, την ίδια χρόνια με το κύκνειο άσμα της μπάντας που έκανε τα στελέχη των δισκογραφικών να βλέπουν δολάρια σε κάθε συγκρότημα που περνούσε τυχαία απ’ έξω και του οποίου το demo πριν τους Nirvana θα πέταγαν χωρίς δεύτερη σκέψη στα σκουπίδια.

Για τον Steve Albini το πρόβλημα με τη μουσική συνοψίζεται στον τρόπο που λειτουργεί το value chain της μουσικής βιομηχανίας, προσανατολισμένο στη μεγιστοποίηση του κέρδους για όλους τους εμπλεκόμενους (ακόμα και οι merchandisers των T-shirts) εκτός από τον ίδιο τον μουσικό, την ίδια τη μπάντα – «ξεχνώντας» εκούσια ότι στην περίπτωση της τέχνης ο δημιουργός του προϊόντος είναι όχι μόνο το αντικείμενο αλλά και το υποκείμενό του. Α ναι και ό, τι οι πάντες προσπαθούν να κάνουν τους πάντες να ακούγονται σαν τους Beatles.

Το πρόβλημα με τη μουσική έλυσε για τον Steve Albini -τουλάχιστον κατά το πρώτο σκέλος- η έλευση και εξάπλωση του Διαδικτύου, το οποίο «απελευθέρωσε» το μουσικό προϊόν από τον έλεγχο του εταιρικού κόσμου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο key note speech του στο συνέδριο «Face the Music» το 2014 -αποτιμώντας την πρώτη σαρωτική δεκαετία της νέας μουσικής εποχής- «η μουσική έγινε από κάτι δυσεύρετο και ακριβό σε κάτι που ήταν παγκόσμια διαθέσιμο για όλους κι αυτό είναι φανταστικό». Θα είχε ενδιαφέρον μια επικαιροποιημένη Albini ομιλία του 2024 στην οποία θα έθιγε τους τρόπους με τους οποίους το «τέρας» το οποίο ο Albini έβλεπε στο σύστημα που προσπαθούσε «να βρει τρόπο να κάνει το Internet να δουλέψει για όλους» κατάφερε όπως φαίνεται να ποδηγετήσει τα περισσότερα και μεγαλύτερα νέα κανάλια επικοινωνίας των καλλιτεχνών με το κοινό τους αλλά όπως ήρθαν τα πράγματα μόνο να τη φανταστούμε μπορούμε.

Αισθητική και ηθική του ήχου

Στην ιστορία της φιλοσοφίας δύο είναι οι κυρίαρχες προσεγγίσεις που θέτουν στο μικροσκόπιο την αξία ενός έργου τέχνης και το πώς αυτή πρέπει να αποτιμάται. Ο καντιανής προέλευσης αισθητισμός σύμφωνα με τον οποίο η αξία της τέχνης βρίσκεται στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεξαρτήτως οποιασδήποτε εξωγενούς αξιακής φόρτισης εξωτερικών παραγόντων και η πλατωνική παράδοση σύμφωνα με την οποία η τέχνη προσδιορίζεται τελολογικά από τον σκοπό της και προορισμός της είναι η νοητική και συγκινησιακή διέγερση του αποδέκτη της.

Για τη σχολή αυτή οι αισθητικές ιδιότητες ενός έργου θα πρέπει να οδηγούν στη γνώση, περιλαμβανομένης και της ηθικής γνώσης, και να συνδέονται με αρχές και αρετές όπως η συνέπεια και η αλήθεια. Μελετώντας τον τρόπο που λειτουργούσε ως μη-με-λέτε-παραγωγό ο Steve Albini, μελετώντας το «Problem with Music» και την εικονοκλαστική επιστολή του στον μουσικοκριτικό Billy Wyman στο Chicago Reader (με την οποία διαμαρτυρόταν έντονα για το overpraising του σε ντόπιες μπάντες που ανάξιες των διθυράμβων του -μεταξύ των οποίων και οι Smashing Pumkins- υπογράφοντας με ένα εύγλωττο fuck you) κάτι μας λέει ότι στο ερώτημα του κατά πόσο η ηθική κρίση συνιστά μέρος της αισθητικής αποτίμησης ενός έργου ο Albini θα ψήφιζε Πλάτωνα.

Δεν υπάρχουν, δεν έχουν απομείνει και πολλοί εκεί έξω για τους οποίους να μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι χωρίς αυτούς ένα ολόκληρο κεφάλαιο ήχου, αισθητικής αλλά και ηθικής της μουσικής δημιουργίας δεν θα είχε γραφτεί καν στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής. O Steve Albini ήταν, αν μη τι άλλο, ένας από αυτούς τους λίγους.

Thank you for the Noise.