- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σαν σήμερα ο Μπρους Σπρίνγκστιν εμφανίζεται ζωντανά στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ των ΗΠΑ
Σαν σήμερα, στις 9 Μαΐου 1974, ο Μπρους Σπρίνγκστιν εμφανίζεται ζωντανά στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ των ΗΠΑ και ο δημοσιογράφος Τζον Λάντο γράφει στο περιοδικό Rolling Stone: «Είδα το μέλλον του ροκ και ονομάζεται Μπρους Σπρίνγκστιν».
Μπρους Σπρίνγκστιν: Τα πρώτα χρόνια
Το 1964, ο Σπρίνγκστιν είδε τους Beatles στην τηλεόραση και συγκεκριμένα στο The Ed Sullivan Show και αμέσως αγόρασε την πρώτη του κιθάρα για 18,95 δολάρια. Στη συνέχεια, άρχισε να εμφανίζεται ζωντανά σε μικρούς χώρους με μια μπάντα που ονομάστηκε Rogues.
Αργότερα το ίδιο έτος, η μητέρα του πήρε ένα δάνειο για να του αγοράσει μια κιθάρα Kent των 60 δολαρίων, μια κίνηση που αργότερα ανέφερε στο τραγούδι του «The Wish». Το 1965, εντάχθηκε στην εταιρία Tex and Marion Vinyard, οι οποίοι ήταν χορηγοί νέων συγκροτημάτων στην πόλη. Τον βοήθησαν να γίνει ο βασικός κιθαρίστας και στη συνέχεια ένας από τους βασικούς τραγουδιστές των Castiles.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Σπρίνγκστιν έπαιξε για λίγο σε ένα power trio γνωστό ως Earth, σε διάφορα κλαμπ στο Νιου Τζέρσεϋ και ως headliners στο Hotel Diplomat στην Νέα Υόρκη.
Από το 1969 έως τις αρχές του 1971, ο Σπρίνγκστιν έκανε πολλές συναυλίες με το συγκρότημα Child, το οποίο αργότερα άλλαξε το όνομά του σε Steel Mill και περιλάμβανε τους Danny Federici, Vini Lopez, Vinnie Roslin και αργότερα τους Steven Van Zandt και Robbin Thompson.
Σε μια κριτική του τον Ιανουάριο του 1970 για το σόου των Steel Mill στο club The Matrix Της Καλιφόρνια, ο μουσικός κριτικός Φίλιπ Έλγουντ έγραψε στο San Francisco Examiner ότι «ποτέ δεν είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ από ένα εντελώς άγνωστο ταλέντο».
Ο Έλγουντ επαίνεσε τη «συνεκτική μουσικότητα» του συγκροτήματος και αποκάλεσε τον Σπρίνγκστιν «έναν εντυπωσιακό συνθέτη». Στο San Mateo της Καλιφόρνια, οι Steel Mill ηχογράφησαν τρία original τραγούδια του Springsteen με την Pacific Recording.
Όσο ο Σπρίνγκστιν προσπαθούσε να βρει τον μοναδικό και γνήσιο μουσικό του στυλ, έπαιζε με τα συγκροτήματα Dr. Zoom & the Sonic Boom από τις αρχές έως τα μέσα του 1971, τους Sundance Blues Band στα μέσα του 1971 και τους Bruce Springsteen Band από μέσα του 1971 έως τα μέσα του 1972.
Η ικανότητά του στη σύνθεση τραγουδιών περιελάμβανε, όπως το περιέγραψε η δισκογραφική του εταιρεία, «περισσότερες λέξεις σε μεμονωμένα τραγούδια από όσες άλλοι καλλιτέχνες έχουν σε ολόκληρα άλμπουμ». Οι ικανότητές του τράβηξαν την προσοχή σημαντικών ανθρώπων της μουσικής βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένων των μάνατζερ Μάικ Άπελ και Τζιμ Κρέτικος, οι οποίοι με τη σειρά τους τον έφεραν σε επαφή με τον κυνηγό ταλέντων Τζον Χάμοντ, της Columbia Records.
Τον Οκτώβριο του 1972, ο Σπρίνγκστιν σχημάτισε ένα νέο συγκρότημα για την ηχογράφηση του ντεμπούτου άλμπουμ του, «Greetings from Asbury Park, NJ». Το συγκρότημα έγινε τελικά γνωστό ως E Street Band, αν και το όνομα δεν χρησιμοποιήθηκε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1974.
Ο Σπρίνγκστιν απέκτησε το παρατσούκλι «the Boss» κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αφού είχε αναλάβει να εισπράττει το νυχτοκάματο του συγκροτήματος και να το μοιράζει στους υπόλοιπους της μπάντας. Το παρατσούκλι προήλθε επίσης από το παιχνίδι Monopoly, το οποία έπαιζε ο Σπρίνγκστιν με άλλους μουσικούς.
1972–1974: Η σύγκριση με τον Μπομπ Ντύλαν
Ο Σπρίνγκστιν υπέγραψε στην Columbia Records το 1972, αφού είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον του Τζον Χάμοντ, ο οποίος είχε υπογράψει τον Μπομπ Ντύλαν στην ίδια εταιρεία μια δεκαετία νωρίτερα.
Παρά τις ελπίδες των στελεχών της Columbia Records ότι ο Σπρίνγκστιν θα ηχογραφούσε ένα ακουστικό άλμπουμ, ο τραγουδιστής έφερε μαζί του πολλούς από τους συναδέλφους του από το Νιου Τζέρσεϊ, οι οποίοι αργότερα θα σχημάτιζαν τους E Street Band.
Το ντεμπούτο του άλμπουμ «Greetings from Asbury Park, NJ», που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1973, απέσπασε καλές κριτικές, αν και οι πωλήσεις του ήταν χαμηλές.
Λόγω του στιχουργικού λυρισμού και της μουσικής με folk ρίζες, με κομμάτια όπως τα «Blinded by the Light» και «For You» και λόγω της σχέσης του με τον Χάμοντ και την Columbia Records, οι κριτικοί αρχικά συνέκριναν τον Σπρίνγκστιν με τον Μπομπ Ντύλαν.
«Τραγουδάει με μια φρεσκάδα και με μια επείγουσα ανάγκη που δεν έχω ακούσει από τότε που με συγκλόνισε το Like a Rolling Stone», έγραψε ο εκδότης του περιοδικού Crawdaddy, Πίτερ Νόμπλερ, τον Μάρτιο του 1973.
Το δεύτερο άλμπουμ του Σπρίνγκστιν, «The Wild, the Innocent & the E Street Shuffle», κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1973, εννέα μήνες μετά το «Greetings from Asbury Park». Όπως το ντεμπούτο άλμπουμ του Σπρίνγκστιν, το «The Wild, the Innocent & the E Street Shuffle» γνώρισε την αποδοχή των κριτικών αλλά είχε περιορισμένη εμπορική επιτυχία.
Τα τραγούδια του Σπρίνγκστιν έγιναν πιο πομπώδη με τους E Street Band να παρέχουν μια λιγότερο folk και πιο rhythm and blues ατμόσφαιρα ταυτόχρονα με στίχους που ρομαντικοποιούσαν μια ξένοιαστη εφηβική ζωή στους δρόμους.
Τα τραγούδια «4th of July, Asbury Park (Sandy)» και «Incident on 57th Street» έγιναν τα αγαπημένα των θαυμαστών του, ενώ το «Rosalita (Come Out Tonight)» συνεχίζει μέχρι σήμερα και είναι από τα αγαπημένα των συναυλιών του.
Το «Rosalita» είναι το ένατο πιο παιγμένο τραγούδι στον κατάλογο συναυλιών του Σπρίνγκστιν. Από τον Ιούνιο του 2020, έχει παιχτεί ζωντανά 809 φορές.
Η συναυλία του Σπρίνγκστιν στο Harvard Square Theatre
Αφού είδε την εμφάνιση του Σπρίνγκστιν στο Harvard Square Theatre, ο μουσικός κριτικός Τζον Λάντο έγραψε στο περιοδικό Rolling Stone, «Είδα το μέλλον του ροκ εν ρολ και το όνομά του είναι Μπρους Σπρίνγκστιν». Ο Σπρίνγκστιν είχε συναντήσει τον Λάντο στη Βοστώνη έναν μήνα πριν και οι δυο τους έγιναν φίλοι. Ο Λάντο στη συνέχεια έγινε ο συμπαραγωγός του επόμενου άλμπουμ του Σπρίνγκστιν, «Born to Run», τον Φεβρουάριο του 1975.
Ήταν ίσως η τελευταία προσπάθεια του Σπρίνγκστιν για έναν εμπορικά βιώσιμο δίσκο, με τον τραγουδιστή να «κολλάει» στη διαδικασία ηχογράφησης, ενώ προσπαθούσε να πετύχει μια παραγωγή «Wall of Sound». Όταν ο μάνατζέρ του, Μάικ Άπελ, έστειλε μια πρώιμη μίξη του «Born to Run» σε σχεδόν δώδεκα ραδιοφωνικούς σταθμούς, η αγωνία για το τελικό αποτέλεσμα κορυφωνόταν πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ.
Το άλμπουμ χρειάστηκε πάνω από 14 μήνες για να ηχογραφηθεί, ενώ έξι μήνες χρειάστηκαν μόνο για την ηχογράφηση του ομότιτλου κομματιού. Τα μέλη των E Street Band, David Sancious και Ernest Carter, αποχώρησαν μετά την ολοκλήρωση του «Born to Run» και αντικαταστάθηκαν από τον Roy Bittan και τον Max Weinberg στο πιάνο και τα ντραμς, αντίστοιχα. Ο Σπρίνγκστιν εκνευρισμένος και απογοητευμένος καθ' όλη τη διάρκεια των συνεδριών, δήλωνε ότι άκουγε «ήχους στο κεφάλι του» που δεν μπορούσε να εξηγήσει στους άλλους στο στούντιο.
Είχε να αντιμετωπίσει επίσης και δύο παραγωγούς που είχαν αντίθετες απόψεις, τις οποίες ο Σπρίνγκστιν έπρεπε να συναντήσει κάπου στη μέση. Η μίξη του «Born to Run» διήρκεσε μέχρι τις 20 Ιουλίου 1975, λίγο πριν ξεκινήσει η περιοδεία.
Το «Born to Run» πέρασε από mastering ενώ το συγκρότημα ήταν στο δρόμο. Ο Σπρίνγκστιν ήταν έξαλλος με την αρχική ηχογράφηση, πετώντας την στην πισίνα του ξενοδοχείου που έμενε. Σκέφτηκε να διαγράψει ολόκληρο το project και να το ηχογραφήσει ξανά ζωντανά πριν του αλλάξει γνώμη ο Λάντο. Ο Σπρίνγκστιν άκουσε δεκάδες διαφορετικές εκδοχές του άλμπουμ όσο ήταν στο δρόμο και τις απέρριψε όλες, εγκρίνοντας την τελική στις αρχές Αυγούστου 1975.