Μουσικη

Billie Holiday: Η κυρία, το «Strange Fruit» και τα blues

«Είτε όμως καβάλαγα ποδήλατα είτε σφουγγάριζα το βρόμικο πάτωμα του μπάνιου, μ’ άρεσε πάντα να τραγουδάω. Όπου υπήρχε μέρος που ακουγότανε μουσική, πήγαινα»

giorgos-florakis.jpg
Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 913
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
H Billie Holiday και τα blues μέσα από τη μουσική της και τα βιβλία που γράφτηκαν για την τραγουδίστρια.
© Michael Ochs Archives / Getty Images / Ideal Image

H Billie Holiday και τα blues μέσα από τη μουσική της και τα βιβλία που γράφτηκαν για την τραγουδίστρια.

Ακριβώς 109 χρόνια από την ημέρα που γεννήθηκε, στις 7 Απριλίου, έπιασα να ξαναδιαβάσω την αυτοβιογραφία της. Και δεν έκλεισα το βιβλίο μέχρι που το τελείωσα.

Η αλήθεια είναι ότι τον χειμώνα του 1984-1985 που πρωτοκυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της Billie Holiday στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα, η σχέση μου με την τζαζ ήταν στην απόλυτη αρχή της. Ήμουν αφιερωμένος περισσότερο σ’ έναν σκοτεινό new wave ήχο που περιλάμβανε τους Joy Division, τους Cure, τους Birthday Party, τους Bauhaus, το πρώτο προσωπικό του Nick Cave, τις κυκλοφορίες της 4AD, τέτοια πράγματα. Το θετικό ήταν ότι λόγω δουλειάς στα δισκοπωλεία, τσαλαβουτούσα παντού και δεν απέκλεια ούτε ήχους ούτε διαβάσματα. Δεν είχα κανένα πρόβλημα να ακούσω στη σειρά το «Powerslave» των Maiden, τους δίσκους του Young και του Cohen, τα «Μπαράκια» του Γερμανού και τα albums της Λένας Πλάτωνος. Όμως η τζαζ παρέμενε μια δύσκολη υπόθεση.

Η πρώτη γνωριμία της γενιάς μου με τη τζαζ –όσων ακόμη δεν είχαμε κλείσει ούτε τα 16– έγινε με τη συναυλία της Ella Fitzgerald στον Λυκαβηττό. Όχι πως ήμουν εκεί, ευτυχώς όμως κάποια στιγμή την έδειξε η τηλεόραση και πρέπει να την επανέλαβε αρκετές φορές. Ύστερα, ήταν ο Sun Ra τον χειμώνα του 1984 στον Ορφέα, όπου ενώ δεν είχα τις γνώσεις να συνειδητοποιήσω τι τέρατα έβλεπα επί σκηνής (Marshall Allen, John Gilmore και φυσικά ο ίδιος ο Sun Ra) ούτε τι ακριβώς παπάδες έπαιζαν, μπορούσα να μοιραστώ την αίσθηση ότι κάτι σπουδαίο εκτυλισσόταν στ’ αυτιά μου. Θυμάμαι ότι βγήκα έξω διαλυμένος από ένα δέος που μου ανακάτευε πλήρως το στομάχι, την ίδια αίσθηση που είχα όταν είδα, πολλά χρόνια αργότερα, τον John Zorn στο Παλλάς – κι ας είχα τότε πια αρκετά καλύτερη σχέση με τη τζαζ.

Η Billie Holiday ήταν ένα σχετικά απλό ακρόαμα –σε σχέση με τον Sun Ra–, ειδικά αφότου είχε εμπεδωθεί, περισσότερο τηλεοπτικά παρά δισκογραφικά, η Fitzgerald. Όμως τα τραγούδια της τα άκουσα σοβαρά, μετά από την ανάγνωση του βιβλίου. Τη μετάφραση της αυτοβιογραφίας της Billie Holiday, «Η κυρία τραγουδάει τα blues», είχε κάνει η Ιουλία Ραλλίδη που θαύμαζα από τα κείμενά της στον «Ήχο» και τον «Σχολιαστή», περιοδικά που αγόραζα ανελλιπώς εκείνη την εποχή. Μια μετάφραση ωμή που είμαι βέβαιος ότι ταιριάζει ιδιαίτερα με τον σχεδόν προφορικό τρόπο της Billie.

Το πρώτο σημείο που είχα σημειώσει σ’ εκείνη την πρώτη έκδοση, ήταν στη σελίδα 15: «Είτε όμως καβάλαγα ποδήλατα είτε σφουγγάριζα το βρόμικο πάτωμα του μπάνιου, μ’ άρεσε πάντα να τραγουδάω. Όπου υπήρχε μέρος που ακουγότανε μουσική, πήγαινα».

Έτσι όπως ήταν «Σοβαρό όσο κι η ζωή σου» –τίτλος βιβλίου της Valerie Wilmer, επίσης πάνω στη τζαζ, που είχε την ίδια εποχή περίπου κυκλοφορήσει από την Praxis του Κώστα Γιαννουλόπουλου– να βγάλεις άκρη με τη Holiday ειδικά και με την τζαζ ευρύτερα, δεν είχες παρά να βάζεις στο πικ απ του δισκάδικου, έστω και για λίγο, όσες ορχήστρες και μουσικούς αναφέρονταν στο βιβλίο κι όσα τραγούδια μπορούσες να βρεις.

Ο πατέρας της Billie (μουσικός κι αυτός) πέθανε στα 39 του, όταν ένα νοσοκομείο αποκλειστικά για λευκούς, στο Τέξας, αρνήθηκε να τον δεχτεί. Η Billie αφιέρωσε σ’ εκείνον το «Strange Fruit», ένα μεγάλο τραγούδι, βαθιά θλιμμένο και την ίδια στιγμή άγρια θυμωμένο. «Μου πλακώνει την καρδιά κάθε φορά που το τραγουδάω. Μου θυμίζει πώς πέθανε ο Μπαμπάς. Και πρέπει να συνεχίσω να το τραγουδάω, όχι μόνο γιατί το ζητάει ο κόσμος αλλά γιατί είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο του Μπαμπά, τα πράγματα που τον σκότωσαν συνεχίζουν να συμβαίνουν στον Νότο».

Η μαμά της πέθανε στα 38 της, όταν η Billie ήταν μόλις 25 ετών. «Δεν θα ’φτανε ποτέ της τα τέσσερα κεράκια στην τούρτα γενεθλίων. Κι εγώ το ίδιο θα κάνω. Θα μείνω στα τριάντα οκτώ, ίσως σαράντα – το πολύ. Ποτέ της δεν νοιάστηκε τι λέγανε τα ημερολόγια, ούτε κι εγώ. Υπάρχουνε φορές που αισθάνομαι είκοσι χρονών και φορές που αισθάνομαι διακοσίων, κι όταν έρθεις σ’ αυτό το σημείο, τότε καμιά αριθμητική δεν γίνεται να σε σπιντάρει ή να σε κάνει να κόψεις ταχύτητα».

Τελικά, έφυγε στα σαράντα τέσσερα. Κι εσύ βάζεις έναν δίσκο στο πικ απ, το «Songs For Distingué Lovers» του 1958 για παράδειγμα, και διαβάζεις πάλι από την αρχή.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.