- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μπίλι Χόλιντεϊ: Σαν σήμερα 7 Απριλίου το 1915 γεννήθηκε η θρυλική τραγουδίστρια της τζαζ και των μπλουζ - Οι μουσικοί θρίαμβοι και οι προσωπικές τραγωδίες της.
Όταν η Μπίλι Χόλιντεϊ περιόδευσε στην Αγγλία το 1954, πήγε για ψώνια στο Νότιγχαμ πριν από τη συναυλία της στο Αστόρια Μπόλρουμ. Διάλεξε μερικές πιτζάμες και πήγε στον πάγκο του τοπικού Marks & Spencer για να πληρώσει. Η πωλήτρια σοκαρίστηκε όταν είδε μια 38χρονη μαύρη γυναίκα να σηκώνει τη φούστα της και να βγάζει ένα ρολό χαρτονομίσματα από την καλτσοδέτα της. «Είναι πιο ασφαλή εκεί», είπε γελώντας δυνατά η «Lady Day» της τζαζ, η οποία γεννήθηκε σαν σήμερα το 1915.
Μπίλι Χόλιντεϊ: Σαν σήμερα η γέννηση μιας από τις μεγαλύτερες τραγουδίστριες
Η Μπίλι Χόλιντεϊ ήταν μια προσωπικότητα χωρίς όμοιο: Μια άγρια, ειλικρινής και δυναμική γυναίκα, η οποία έτυχε επίσης να είναι μια από τις μεγαλύτερες τραγουδίστριες που έζησαν ποτέ.
Στοιχείο που κάνει λυπηρότερο το γεγονός ότι οι τελευταίες της ημέρες ήταν τόσο οδυνηρές, καθώς και ότι πέθανε υπό εξευτελιστικές συνθήκες τα ξημερώματα της 17ης Ιουλίου 1959, στο Metropolitan Hospital του Χάρλεμ. Είχε συλληφθεί στο κρεβάτι του νοσοκομείου τις προηγούμενες πέντε εβδομάδες.
Ήταν αδύναμη, λιποβαρής, κατάκοιτη και προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με την καρδιά και το συκώτι της τη στιγμή που η αστυνομία βρήκε έναν μικρό φάκελο από αλουμινόχαρτο που περιείχε ηρωίνη σε ένα διαφορετικό σημείο του δωματίου. Υπήρχαν πολλές υποψίες ότι τα ναρκωτικά είχαν «φυτευτεί».
Ανακρίθηκε από ντετέκτιβ της δίωξης ναρκωτικών. Τα βιβλία, τα λουλούδια, το ραδιόφωνο και το πικάπ της κατασχέθηκαν. Της πήραν δακτυλικά αποτυπώματα χωρίς τη συγκατάθεσή της. Ήταν μόλις 44 ετών όταν η καρδιά της έσβησε.
Η τραγουδίστρια που είχε ηχογραφήσει κλασικές συνθέσεις, όπως το «God Bless the Child» και τον ύμνο των πολιτικών δικαιωμάτων «Strange Fruit» είχε μόνο 70 σεντς στον τραπεζικό της λογαριασμό όταν πέθανε.
Ωστόσο παρέμενε συνεπής στις δια βίου συνήθειές της, και ακόμη και στο νοσοκομείο είχε κάποια έτοιμα μετρητά δεμένα στο πόδι της. Ήταν η ίδια μέχρι το τέλος, αστειευόμενη με έναν μουσικό την παραμονή του θανάτου της, εκφράζοντας την επιθυμία να της γράψουν ένα νέο τραγούδι με τίτλο «Bless Your Bones». Το ίδιο διάστημα εκμυστηρευόταν επίσης σε φίλους ότι σκεφτόταν σοβαρά να μετακομίσει στην Αγγλία και να αγοράσει ένα σπίτι στο Λονδίνο.
Πριν εισαχθεί στο νοσοκομείο, το όνομα στο κουδούνι της πόρτας της έγραφε Ελεονόρα Φάγκαν, το ίδιο που χρησιμοποιούσε ως παιδί που μεγάλωνε σε ένα μικρό σπίτι στη Βαλτιμόρη.
Τα παιδικά χρόνια της Μπίλι Χόλιντεϊ
Είχε γεννηθεί στη Φιλαδέλφεια στις 7 Απριλίου 1915, καρπός της σχέσης των εφήβων Σέιντι Φάγκαν και Κλάρενς Χόλιντεϊ. Χώρισαν όταν ήταν πολύ μικρή.
Τα παιδικά της χρόνια σημαδεύτηκαν από τη βαναυσότητα. Κακοποιήθηκε σεξουαλικά από έναν γείτονα και πέρασε δύσκολα στο καθολικό αναμορφωτήριο στη Βαλτιμόρη, όπου μεταξύ άλλων αναγκάστηκε να περάσει μια νύχτα σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο με το πτώμα ενός παιδιού σε ένα φέρετρο ως ποινή για την κακή συμπεριφορά της, και συνέχισε να κερδίζει τα προς το ζην σε μια σειρά από ταπεινές δουλειές.
Ισχυρίστηκε επίσης ότι εργάστηκε ως πόρνη σε έναν οίκο ανοχής στη Βαλτιμόρη. «Έκανα κόλπα ως call girl, αλλά αποφάσισα ότι δεν θα γίνω υπηρέτρια κανενός», έγραφε στα συχνά αναξιόπιστα απομνημονεύματά της, «Lady Sings the Blues».
Το 1929, η Σέιντι και η κόρη της μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη. Η μητέρα δούλευε ως καμαριέρα και το έφηβο παιδί της αμοιβόταν τρίβοντας πατώματα. Η Μπίλι Χόλιντεϊ κέρδισε την πρώτη της ευκαιρία όταν ζήτησε δουλειά ως χορεύτρια στο «Jerry Preston's Log Cabin». Αν και απέτυχε στην ακρόαση, ο πιανίστας, ο οποίος τη λυπήθηκε, τη ρώτησε αν μπορούσε να τραγουδήσει.
Το κορίτσι που είχε μεγαλώσει λατρεύοντας τη μουσική της Μπέσι Σμιθ και του Λούις Άρμστρονγκ ερμήνευσε μια εξαιρετική εκδοχή του «Body and Soul» και προσλήφθηκε αμέσως για δύο δολάρια τη βραδιά.
Η νεαρή τραγουδίστρια ήταν βλάσφημη, αδάμαστη, αλκοολική, απρόβλεπτη και ατρόμητη. Αφού υπέγραψε με τον Τζο Γκλέιζερ, μάνατζερ του Λούις Άρμστρονγκ, αντιστάθηκε στις νουθεσίες να απαλύνει το ερμηνευτικό στιλ της. «Άκου, μπ@στ@ρδε», είπε στον Γκλέιζερ, «θα τραγουδήσω με τον τρόπο μου».
Τα βίαια ξεσπάσματα δεν της ήταν άγνωστα. Αφού προσλήφθηκε στο Grand Terrace του Σικάγο τον Ιούνιο του 1936 με μισθό 75 δολάρια την εβδομάδα, ο ιδιοκτήτης του κλαμπ της είπε ότι δεν του άρεσε το στιλ της στο τραγούδι. Ουρλιάζοντας μετά από μια παράσταση, «Γιατί να σε πληρώνω για να μου καταστρέφεις το σόου; Όλοι λένε ότι τραγουδάς πολύ αργά. Φύγε!», η Μπίλι Χόλιντεϊ απάντησε εκσφενδονίζοντας τα έπιπλα του γραφείου του, πριν βγει έξω.
«Strange Fruit»: Το τραγούδι - ύμνος του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα
Η Χόλιντεϊ πάντοτε ότι ήθελε η φωνή της να ακούγεται σαν μουσικό όργανο και χάρηκε όταν ο Μάιλς Ντέιβις επαίνεσε το στιλ της λέγοντας: «Η Μπίλι Χόλιντεϊ δεν χρειάζεται πραγματικά τρομπέτα ακούγεται έτσι ούτως ή άλλως».
Είναι υπεύθυνη για μερικές από τις καλύτερες ηχογραφήσεις τζαζ τραγουδιών που έγιναν ποτέ. Ενδεικτικό στοιχείο για την αίγλη που προσέδωσε σε τόσες πολλές συνθέσεις, το γεγονός ότι ακόμη και οι ειδικοί διχάζονται για την καλύτερη δουλειά της.
Ο θρύλος της Motown, Μπέρι Γκόρντι, πιστεύει ότι είναι το «God Bless the Child», μια ηχογράφηση για την οποία είπε: «Μου μίλησε και κατά κάποιο τρόπο άλλαξε τη σκέψη μου για τη ζωή». Για τον ποιητή Φίλιπ Λάρκιν, ήταν η διασκευή της στο «These Foolish Things».
Για τους περισσότερους ωστόσο είναι το «Strange Fruit», ένα τραγούδι που περιγράφει το λιντσάρισμα και τη φρίκη του ρατσισμού, το οποίο έγινε ύμνος του πρώιμου κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα.
Η Μπίλι Χόλιντεϊ άρχισε να τραγουδά το «Strange Fruit» το 1939, ως τελευταίο τραγούδι των συναυλιών της στο Cafe Society, χωρίς ανκόρ. Η δισκογραφική της εταιρεία, Columbia Records, δεν ήταν πρόθυμη να κυκλοφορήσει ένα τραγούδι τέτοιου περιεχομένου, αλλά ευτυχώς έδωσε την άδεια στη Χόλιντεϊ να το ηχογραφήσει για λογαριασμό του φίλου της Μιλτ Γκάμπλερ στη δισκογραφική εταιρία Commodore. Η ηχογράφηση, που έγινε τον Απρίλιο του 1939, θεωρείται ορόσημο στο παλμαρέ των τραγουδιών διαμαρτυρίας.
Η Μπίλι Χόλιντεϊ δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί την επικαιρότητα στην εποχή της και ως μαύρη τραγουδίστρια, υπερασπίστηκε τον εαυτό της με τρόπο που δεν είχε προηγούμενο στα μέσα του εικοστού αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν την προσέβαλε φυλετικά ένας αξιωματικός του ναυτικού, εγκατέλειψε τη σκηνή, έχοντας πρώτα σπάσει ένα μπουκάλι μπίρας και απειλώντας τον με αυτό.
Σκληρά ναρκωτικά και σωματική κατάρρευση
Αν και λατρεύτηκε από τους μουσικούς της τζαζ, μέχρι το 1939 ουσιαστικά αγνοήθηκε από το ευρύ κοινό. Ο κλαρινετίστας Άρτι Σο πίστευε ότι αυτό πλήγωνε την υπερηφάνειά της και είπε ότι πίστευε ότι η αποτυχία της να συγκεντρώσει ένα μαζικό κοινό «ήταν έμμεση αιτία του γιατί πήρε ναρκωτικά για να απαλύνει τον πόνο».
Το πραγματικό πρόβλημα ανέκυψε όταν η Χόλιντεϊ, η οποία ήταν επίσης λάτρης του ουίσκι, συνδέθηκε με τον Τζο Γκάι, έναν τρομπετίστα εθισμένο στο όπιο. Μετά το όπιο, που επηρέασε τη φωνή της και της προκαλούσε τακτικούς εμετούς, η επιλογή του δηλητηρίου της έγινε η ηρωίνη.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1940, έχοντας πίσω της έναν αποτυχημένο γάμο με τον καταχρηστικό Τζίμι Μονρό, ξόδευε 500 δολάρια την εβδομάδα για ναρκωτικά. Το 1947, εισήλθε οικειοθελώς σε κλινική για να προσπαθήσει να κόψει τη συνήθεια. Λίγες εβδομάδες αργότερα έκανε χρήση ξανά. Μέρες αφότου συμμετείχε σε μια συναυλία υψηλού κύρους με τον Λούις Άρμστρονγκ, συνελήφθη από τη Δίωξη Ναρκωτικών του Αστυνομικού Τμήματος της Νέας Υόρκης στο ξενοδοχείο Γκράμπιον, όταν βρήκαν 16 κάψουλες ηρωίνης στο καλσόν της.
Καταδικάστηκε σε ένα χρόνο και μία ημέρα στο ομοσπονδιακό Σωφρονιστικό Ίδρυμα Γυναικών στο Άλντερσον της Δυτικής Βιρτζίνια. Οι δίσκοι της απαγορεύτηκαν στους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Η θεραπεία του εθισμού στη φυλακή ήταν, είπε, «σαν να περνάς από την κόλαση».
Η τελευταία υπόκλιση
Αφού βγήκε από τη φυλακή, προσπάθησε να σταματήσει τη χρήση της βελόνας, αλλά η λύση της ήταν να αυξήσει την πρόσληψη αλκοόλ. Σύντομα κατανάλωνε δύο μπουκάλια οινοπνευματωδών την ημέρα.
Η Χόλιντεϊ λάτρευε να βρίσκεται μπροστά στην κάμερα. Είχε εμφανιστεί ως έξτρα σε μια ταινία του Πολ Ρόμπσον σε νεαρή ηλικία και ήταν τρομερά ενθουσιασμένη όταν γνώρισε τον Όρσον Γουέλς, την εποχή που ετοιμαζόταν να γυρίσει τον «Πολίτη Κέιν». Ο Γουέλς, ο οποίος άφηνε τη Χόλιντεϊ να τον παρακολουθεί να εργάζεται στις πρόβες της ταινίας, της έλεγε ότι συνομιλούσε με τον Ντιουκ Έλινγκτον, για μια ταινία τζαζ θεματικής, με τίτλο «It's All True». Ο σπουδαίος ηθοποιός και σκηνοθέτης ήθελε τους δυο τους ως βασικούς συντελεστές του εγχειρήματός του, το οποίο δυστυχώς δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Όταν περιόδευσε στην Αγγλία για πρώτη φορά το 1954, ήταν ενθουσιασμένη. Αν και η υποδοχή της από τους δημοσιογράφους ήταν εχθρική (στην πρώτη της συνέντευξη Τύπου στο ξενοδοχείο Πικαντίλι ένας δημοσιογράφος άνοιξε τη διαδικασία ρωτώντας: «Παίρνεις ακόμη ναρκωτικά;»), παρέμεινε αισιόδοξη.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν επέστρεψε στην Αμερική. Το βάρος της έπεσε δραματικά. Ο δόκτωρ Χέρμπερτ Χέντερσον, που την είδε όταν έπαιζε στο Black Hawk Club στο Σαν Φρανσίσκο τον Σεπτέμβριο του 1958, της είπε ότι είχε κίρρωση του ήπατος.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, οι θαυμαστές της στο Φεστιβάλ Τζαζ του Μοντερέι σοκαρίστηκαν από την οστεώδη εμφάνισή της. Ήταν συρρικνωμένη μέχρι το κόκαλο. Σε μια τελευταία, απελπισμένη προσπάθεια να κερδίσει κάποια χρήματα, επέστρεψε στην Ευρώπη. Αποδοκιμάστηκε από το κοινό του Μιλάνου. Στην τελευταία της παράσταση, στο θέατρο Φίνιξ στο Γκρίνουιτς Βίλατζ στις 25 Μαΐου 1959, χρειάστηκε να τη βοηθήσουν να αποσυρθεί από τη σκηνή μετά από δύο τραγούδια.
Παρά το θλιβερό τέλος της, αξίζει κάθε έπαινο που της αποδίδει έως σήμερα το κοινό, καθώς και άλλοι τραγουδιστές και μουσικοί. «Η Μπίλι Χόλιντεϊ είναι η μεγαλύτερη ενιαία μουσική επιρροή μου. Η “Lady Day” είναι αναμφισβήτητα η πιο σημαντική επιρροή στο τραγούδι στην Αμερική τα τελευταία 20 χρόνια», δήλωνε ο Φρανκ Σινάτρα, λίγο πριν τον θάνατό της.
(Με πληροφορίες της Belfast Telegraph)