- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιώργος Μαρίνος και Σταμάτης Κραουνάκης: Μόνον Άντρες
Σοβαρά και αστεία περιστατικά με τον Γ. Μαρίνο και τον Σ. Κραουνάκη, για την εποχή που κυκλοφόρησε ο μοναδικός δίσκος με γκέι θεματολογία
Γιώργος Μαρίνος και Σταμάτης Κραουνάκης: Μόνον Άντρες, οι στίχοι για τον μοναδικό δίσκο με γκέι θεματολογία και η ομοφυλοφιλία τη δεκαετία του ’80
Ήταν πολύ δύσκολο, για να μην πω βασανιστικό, να είσαι ομοφυλόφιλος τη δεκαετία του ’80. Και λέω ομοφυλόφιλος και όχι γκέι, γιατί πολλοί από εμάς εκείνη την εποχή δεν ήμασταν καθόλου «χαρούμενοι», ήμασταν μελαγχολικοί και καταπιεσμένοι. Η κοινωνία μας αντιμετώπιζε χλευαστικά, μας αποκαλούσαν «κίναιδους», «πούστηδες», «αδελφές», «ανώμαλους» και άλλα πολλά. Οι μανάδες μας, έτρεμαν στην ιδέα ότι μπορεί το αγοράκι τους να γίνει «κουνιστός», «τοιούτος», «ντιγκιντάγκας». Στον στρατό τιμωρούσαν τους ομοφυλόφιλους, στις δημόσιες υπηρεσίες μπορούσαν να σε απολύσουν ή να σε υποβιβάσουν από τη θέση σου, ενώ η Εκκλησία το θεωρούσε (και το θεωρεί) θανάσιμο αμάρτημα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το 1977 η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή έφερε για ψήφιση στη Βουλή ένα νομοσχέδιο «Περί της εξ αφροδισίων νοσημάτων προστασίας και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» το οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, προέβλεπε μέχρι και εξορία στη Μακρόνησο για όσους ήταν πιθανοί φορείς αφροδισίων νόσων. Αυτό το νομοσχέδιο ένωσε μια ομάδα ομοφυλοφίλων και τρανς ατόμων και στις 25 Απριλίου 1977 συγκεντρώθηκαν στο θέατρο Λουζιτάνια και δημιούργησαν το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδας, το ΑΚΟΕ. Πνευματικό παιδί του ΑΚΟΕ και μοναδικός καθοδηγητής των γκέι της εποχής, ήταν το περιοδικό Αμφί, με άρθρα, ψηφίσματα και δηλώσεις συμπαράστασης επώνυμων καλλιτεχνών, πολιτικών, συγγραφέων.
Από τον Καβάφη στον Φρέντι Μέρκιουρι: H αναδρομή του Γιώργου Παυριανού
Στον κύκλο των ομοφυλοφίλων ήταν δύσκολο να υπάρξεις, εκτός αν ήσουν γνωστός και αναγνωρισμένος. Όλοι οι υπόλοιποι, αν θέλαμε να είμαστε καθωσπρέπει αδελφές, έπρεπε να μάθουμε απ’ έξω όλα τα ποιήματα του Καβάφη, όλα τα τραγούδια του Χατζιδάκι, να δούμε όλες τις παραστάσεις του Κάρολου Κουν. Δεν υπήρχαν τότε Ίντερνετ και κινητά, τι λέω; Εδώ για να βάλεις τηλέφωνο στο σπίτι σου περίμενες χρόνια! Ό,τι μαθαίναμε από τον έξω κόσμο το μαθαίναμε από τις ταινίες και τους δίσκους. Ο Παζολίνι έγινε ο θεός μας, ο Μπόουι το είδωλό μας.
Όμως τα βράδια, αφού είχαμε ακούσει έναν δίσκο του Φρέντι Μέρκιουρι ή είχαμε δει μια ταινία του Φασμπίντερ, βγαίναμε σαν τα σαλιγκάρια – άλλοι για το Ζάππειο όπου γινόταν μεγάλο υπαίθριο ψωνιστήρι και άλλοι για τα λιγοστά gay bars της Πλάκας, το «Μύκονος», τα «Ζώδια», τον «Αλέκο». Εκεί χορεύαμε με τις τραγουδάρες της εποχής, λέγαμε καλιαρντά αστεία και γελάγαμε με την καρδιά μας, φλερτάραμε, κάναμε φιλίες, εφήμερες σχέσεις, δεσμούς. Η αστυνομία έκανε συχνά εφόδους, έλεγχο ταυτοτήτων και προσαγωγές στο αστυνομικό τμήμα του Μακρυγιάννη, αλλά σιγά τα λάχανα! Όλα αυτά τα βλέπαμε περισσότερο από την αστεία πλευρά. Για να καταλάβετε, είχαμε περάσει μια ανεπανάληπτη, τρελή νύχτα με τον Γιώργο Μανιώτη, στα κρατητήρια του τμήματος και είμαι σίγουρος ότι πολλά από όσα συνέβησαν εκείνη τη βραδιά, τον ενέπνευσαν να γράψει μετά το έργο «Ο λάκκος της αμαρτίας».
Η εποχή της Μέδουσας
Στην αρχή της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, αριστερά, σε μια πάροδο, υπήρχε ένα υπόγειο μαγαζί που λεγόταν «Μέδουσα». Εκεί εμφανιζόταν ο Γιώργος Μαρίνος. Σπουδαίος καλλιτέχνης, ένα μείγμα Χορν και Μαρινέλλας(!), είχε δημιουργήσει ένα δικό του είδος διασκέδασης, ένα καλλιτεχνικό πρόγραμμα, με τραγούδια, παρλάτες, μιμήσεις, χορευτικά και με γκέι ατμόσφαιρα. Ο Μαρίνος ήταν (και παραμένει) μυθικό πρόσωπο για όλους. Είχε δηλώσει από νωρίς στην οικογένειά του και μετά, όταν έγινε γνωστός, παραδέχτηκε και δημόσια πως είναι ομοφυλόφιλος. Αυτό, μαζί με το μεγάλο του ταλέντο, τον έκανε ήρωα στα μάτια μας, γιατί είχε θάρρος και τσαμπουκά που εμείς δεν είχαμε. Είχε δημιουργήσει έναν κύκλο φανατικών θαυμαστών που δεν ήταν μόνο γκέι. Στρέιτ άντρες και γυναίκες τον λάτρευαν επίσης. Θυμάμαι κάτι καλοστεκούμενες κυρίες (ο Μαρίνος τις έλεγε «γούνες» γιατί οι περισσότερες φορούσαν κάτι κοντές γούνες), να έρχονται συγκινημένες στο καμαρίνι του και να του λένε: «Εσείς κύριε Μαρίνο, είστε πιο άντρας από τους άντρες!» Γύριζε, με κοίταζε και όταν έφευγαν με ρωτούσε δήθεν αθώα: «Μωρή, ακούς τι λένε; Μήπως έγινα τζάμπα πούστης;»
Τον Οκτώβριο του 1981 το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, με το σύνθημα «Αλλαγή εδώ και τώρα», ανέβηκε στην εξουσία. Το αίτημα για αλλαγή κυριαρχούσε παντού. Οι ομοφυλόφιλοι θεώρησαν ότι έφτασε η στιγμή για να αλλάξει κάτι και για αυτούς. Το ΑΚΟΕ, το Αμφί, αλλά και σε συγκεντρώσεις, ομιλίες, εκδηλώσεις, πίεζαν προς όλες τις πλευρές να πάψει να διώκεται ποινικά η ομοφυλοφιλία μεταξύ συναινούντων ενηλίκων. Εκείνη την εποχή, με τη μεσολάβηση του ηθοποιού και φίλου μου Μηνά Κωνσταντόπουλου, γνώρισα τον Γιώργο Μαρίνο.
Πήγα στο καμαρίνι του που μοσχομύριζε από τη Lagerfeld κολόνια του. Με δέχτηκε ευγενικά και μου ζήτησε να κάνω στα ελληνικά τους στίχους από το «Walk on the wild side» του Λου Ριντ. Μετά από πολλές προσπάθειες, που μου έβγαλε και του έβγαλα την ψυχή, το έκανα επιτέλους με τίτλο «Η κραυγή του τρόμου». Ήταν το πρώτο μου τραγούδι που ακουγόταν δημόσια – κατά κάποιον τρόπο ο Μαρίνος είναι νονός μου, αυτός με έβγαλε στο επάγγελμα του στιχουργού. Γνωριστήκαμε καλύτερα, πήγαινα στην παράσταση κάθε βράδυ, καθόμουν και τον θαύμαζα και μετά στο καμαρίνι, έβλεπα συγκινημένες αδελφές να τον αγκαλιάζουν, τις «γούνες» να του λένε ότι είναι πιο άντρας από τους άντρες και γνωστούς καλλιτέχνες να του δίνουν συγχαρητήρια.
Ένα βράδυ ο Γιώργος Μαργαρίτης του είπε το αμίμητο: «Μαρίνο, είσαι μεγάλος σοουγούμαν!»
Από τον «Άντρα» στον «Μόνον Άντρες»
Στη «Μέδουσα» τραγουδούσε μαζί του και ο Κώστας Τουρνάς. Κάποια στιγμή έλεγε ένα τραγούδι «Ο Αχιλλέας από το Κάιρο». Στο ρεφρέν, εκεί που τραγουδούσε «Είναι κάτι παιδιά που δεν γίνονται άντρες, θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου» γινόταν από κάτω χαλασμός. Το άκουγε από το καμαρίνι του ο Μαρίνος και ζήλευε. «Να, ένα τέτοιο τραγούδι δεν μπορείς να μου γράψεις;» με ρώταγε συνέχεια. «Μπορώ, αλλά με ποιον συνθέτη;» «Με τον Σταμάτη Κραουνάκη! Έχει κάνει δύο καταπληκτικούς δίσκους, “Τα σκουριασμένα χείλια” και το “Σαριμπιντάμ θα πει τρελαίνομαι”. Τον ξέρεις;» «Πώς δεν τον ξέρω! Ο Σταμάτης είναι φίλος μου και συμφοιτητής μου στην Πάντειο» «Ε, τότε φέρτον μια μέρα να δει το πρόγραμμα και να τον γνωρίσω!» Πήγαμε, γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο!
Δεν είχα ξαναδεί τον Μαρίνο να θαυμάζει έτσι έναν συνθέτη, ούτε όμως και τον Κραουνάκη να λατρεύει έτσι έναν καλλιτέχνη. Και έτσι, αδελφωμένοι όλοι, μέσα σε ένα κλίμα γενικής ευφορίας αλλά και επαναστατικότητας, αποφασίσαμε να κάνουμε τον πρώτο μεγάλο δίσκο στην ελληνική δισκογραφία, ένα LP –όπως λέγαμε τότε τους μεγάλους δίσκους βινυλίου– με αποκλειστικά γκέι περιεχόμενο. «Υπάρχει ένα τραγούδι της Ζιλιέτ Γκρεκό που λέγεται “La femme” (Η γυναίκα). Ο δικός μας δίσκος θα λέγεται «Ο Άντρας» και θα έχει μέσα τραγούδια μόνο για άντρες!» μας λέει ο Μαρίνος. Ήταν καλός τίτλος, αλλά ήθελε κάτι ακόμα, ένα υπονοούμενο. Τον καιρό εκείνο έξω από τις τουαλέτες έγραφαν «Μόνον Άντρες» ή «Μόνον Γυναίκες». Σε μερικές από αυτές τις τουαλέτες που έγραφαν «Μόνον Άντρες», γίνονταν τα Σόδομα και τα Γόμορα. Όσοι δεν είχαν δικό τους δωμάτιο ή λεφτά για το ξενοδοχείο, εκεί έβγαζαν τα μάτια τους. Έτσι αποφασίσαμε ότι ήταν πιο τραβηχτικό και πιο γκέι να λέγεται ο δίσκος «Μόνον Άντρες».
Όλο το βάρος έπεσε αρχικά πάνω μου. Εγώ έπρεπε να γράψω τους στίχους, μετά θα περνούσαν από έγκριση του Μαρίνου και ο Κραουνάκης θα τους μελοποιούσε. Δεν δουλεύαμε ανεξάρτητα. Πήγαινα συχνά στο σπίτι του Κραουνάκη, στη Βούλα, καθόμασταν με τις ώρες, μελοποιούσε τους στίχους, έκανε διορθώσεις και μετά ανεβαίναμε με την αρχαία βέσπα του, στο σπίτι του Μαρίνου στον Νέο Βουτζά. Εκεί λέγαμε ιδέες, ιστορίες, ανέκδοτα, το φτιάχναμε και οι τρεις το τραγούδι, γινόταν ζωντανή συνεργασία. Τρώγαμε τον άμπακο, παίζαμε χαρτιά ή στα pacman που είχε στο υπόγειο, και το βραδάκι έρχονταν διάφοροι γνωστοί και άγνωστοι να τον επισκεφτούν. Θυμάμαι ένα απόγευμα ήρθε ένας επιχειρηματίας για να του προτείνει να αφήσει τη «Μέδουσα» και να πάει στο μαγαζί του. Κουβαλούσε και μια μεγάλη καφέ βαλίτσα. Την άνοιξε μπροστά του και ήταν γεμάτη πάκα τα χιλιάρικα! Ο Μαρίνος τα έχασε προς στιγμήν και μετά αγρίεψε: «Τι είναι αυτά χιλιάρικα, αγάπη μου; Δεν μπορείς να καταλάβεις πως με προσβάλλεις;» Και τον έδιωξε κακήν κακώς. Ένα άλλο βράδυ, ο Δημήτρης Μητροπάνος ήπιε σερί τρία μπουκάλια ουίσκι! «Δεν έχεις άλλο;» τον ρώταγε. «Όχι, αγάπη μου, μου ρήμαξες την κάβα. Τρία μπουκάλια είχα, τα ρούφηξες!», του είπε αυστηρά και τηλεφώνησε να έρθει ταξί να πάει τον Μητροπάνο στο σπίτι του.
Πάντως, όλα αυτά τα περιστατικά, όλες οι συζητήσεις και τα σχέδια, στο τέλος κατέληγαν στην ίδια επωδό: «Άντε μωρή Παύρη, γράψε κανά στίχο!» Έγραφα, αλλά ήταν η πρώτη μου δισκογραφική δουλειά, μου έπαιρνε ώρες και μέρες για να βρω μια ωραία ιδέα, μια ωραία ομοιοκαταληξία. Έτσι, όταν τελείωσαν οι παραστάσεις στη «Μέδουσα», ο Μαρίνος, για να με έχει υπό έλεγχο, με κάλεσε στο σπίτι του και έμεινα εκεί όλο το καλοκαίρι του 1983. Το ψυχολογικό μαρτύριο που πέρασα εκείνο το καλοκαίρι, να μην το περάσει στιχουργός! Ήμουν 27 χρονών, είχα ελάχιστες ερωτικές εμπειρίες και αυτές ήταν οι πιο πολλές ρομανικές. Ο Μαρίνος όμως, αλλά και ο Κραουνάκης, ήθελαν στίχους τολμηρούς, που να έχουν μέσα σεξ, χιούμορ, να είναι αντεργκράουντ και σουρεαλιστικοί. Έτσι, εκτός από τις δικές του ιστορίες που μου αφηγήθηκε, όλες άτυχες, με δραματικό τέλος, ο Μαρίνος ανέλαβε να μου δείξει ένα γκέι σκηνικό, που δεν το ήξερα.
Αρχίσαμε να πηγαίνουμε σε κακόφημα μπαρ που σύχναζαν τεκνά, αδελφές, τρανς, όμορφα αγόρια που συνόδευαν αιωνόβιες γριές. Έβλεπα σημεία και τέρατα. Η απαγόρευση, η καταπίεση και το κυνηγητό είχαν δημιουργήσει στους γκέι μια συμπεριφορά που ισορροπούσε ανάμεσα στο γελοίο και στο τραγικό. Ένα βράδυ, σε ένα μπαρ, μια τρανς κάρφωσε ένα πιρούνι στο μπούτι της και φώναζε σε έναν φαντάρο: «Μη φεύγεις, Τάκη, μη φεύγεις! Θα πεθάνω από αιμορραγία!» Μια άλλη, έβγαλε τη μασέλα της, την έβαλε κορώνα στο κεφάλι της και είπε στο τεκνό που την συνόδευε «Να πας στο διάολο, ρε! Εδώ μέσα εγώ είμαι η βασίλισσα!»
Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή
Βέβαια, δεν ήταν παντού έτσι. Υπήρχαν και ευχάριστα μέρη που μπορούσες να διασκεδάσεις μέσα σε μια γκέι ατμόσφαιρα, κυριλέ, χωρίς φωνές και δράματα. Τα πρωτεία κατείχε φυσικά η «Μέδουσα». Για να μπεις μέσα έπρεπε να ήσουν καλοντυμένος και περιποιημένος, να έχεις κλείσει τραπέζι και να πας στο μαγαζί στην ώρα σου. Μπορούσες να φας – είχε υπέροχο φιλέτο. Ο Μαρίνος πολλές φορές όταν έβλεπε κάποια να τρώει συνεχώς της έλεγε: «Άσε κάτω το πιρούνι μωρή, θα πω τώρα ένα αστείο, μην σου κάτσει το φαΐ στον λαιμό!» Υπήρχε όμως και η ταβέρνα των αδελφών Μπαρμπούτσογλου στο Παγκράτι. Ήταν δύο αδελφές, που ενώ σερβίριζαν τους υπέροχους κοκκινιστούς κεφτέδες, έκαναν συγχρόνως και σώου με τους πελάτες. Πήγαμε στον Γιώργο Χάλαρη, που έκανε drag show. Kάποια στιγμή εμφανιζόταν ως Μελίνα Μερκούρη, τραγουδούσε το «Είμαι μια Ρωμιά» και έβγαζε από το σουτιέν της μια ελληνική σημαία που την ανέμιζε. Από κάτω το κοινό τον αποθέωνε. Πήγαμε και στον Δαρζέντα, όπου είδα μια αλησμόνητη σκηνή. Μια τρανς, έβγαινε από μια φυλακή και άρχιζε να γδύνεται, ώσπου στο τέλος αποκαλυπτόταν πως ήταν άντρας. Καλά θα μου πείτε, σιγά το πράγμα! Όμως τι μουσική ακουγόταν όσο διαρκούσε το στριπτίζ; Το «Σαν βγω από αυτή την φυλακή» του Διονύση Σαββόπουλου! Επηρεασμένος από όλη αυτή την τρανς κατάσταση, έγραψα το τραγούδι «Τσικίτα Τιμπώ», ένας άντρας που ταυτίζεται με την περσόνα που υποδύεται. Στο τραγούδι, όταν το μελοποίησε ο Κραουνάκης, έβαλε και τρία «Τακ-τακ-τακ!» στο τέλος κάθε ρεφρέν. Μέχρι τώρα νόμιζα ότι το έβαλε για να θυμίζει τον ήχο των τακουνιών της Τσικίτας. Πρόσφατα μου αποκάλυψε, ότι το έβαλε για να θυμίζει το «Τακ-τακ-τακ!» που λέγαμε έξω από την πόρτα της τουαλέτας για να σιγουρευτούμε ότι μέσα είναι κάποιος δικός μας ή κάποιος ξένος.
Ένα βράδυ πήγαμε στο μαγαζί που τραγουδούσε ο Κώστας Καφάσης. Καθίσαμε πρώτη σειρά, παραγγείλαμε και μετά από κάθε τραγούδι χειροκροτούσαμε. Κάποια στιγμή ο Καφάσης σταμάτησε το τραγούδι: «Τι χειροκροτάς, ρε Μαρίνο; Στη Σκάλα του Μιλάνου βρίσκεσαι;» «Αγάπη μου, για να σε τιμήσω το έκανα!», του απαντάει ταραγμένος ο Μαρίνος. «Αν θέλεις να με τιμήσεις, ρίξε κανά λουλούδι, να δουλέψουνε και οι λουλουδούδες!» του απαντάει ο Καφάσης. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Μαρίνος αγόρασε όλα τα καλάθια και τον έπνιξε στο λελουδικό. Κάποια στιγμή, εκεί που ακούγαμε το «Γέλα κυρία μου» γυρνάει και μου λέει: «Να, ένα τέτοιο τραγούδι, σε γκέι εκδοχή, δεν μπορείς να μου γράψεις;» «Τι να λέει δηλαδή; Γέλα κύριέ μου;» «Όχι, βρε αγάπη μου! Να λέει ας πούμε, «Γέλα μαλάκα!», κάτι επιθετικό!» Έκατσα και του έγραψα ένα που είχε τίτλο «Γέλα παλιάτσο» όμως το απέρριψε γιατί ήταν πολύ «της Παντείου». Έτσι έλεγε τους κουλτουριάρικους στίχους.
Στα τσοντάδικα της Ομόνοιας
Τα λόγια του «Μόνο Άντρες» βγήκαν σχετικά εύκολα. Οι περισσότεροι στίχοι είναι αληθινές ιστορίες από εμπειρίες μου και εμπειρίες φίλων. Οι «Άντρες που τρελαίνονται τη μέρα, που πυροβολούν στον αέρα, που αυτοκτονούν με μηχανές, κι εκλιπαρούνε την σιωπή σου», είναι πραγματικά πρόσωπα. Πολύ με βοήθησε σε αυτό το τραγούδι και ο Σταμάτης, γιατί εγώ είχα γράψει ένα ολόκληρο κατεβατό, αυτός το μάζεψε και το μελοποίησε με μια θεατρικότητα που ταίριαζε γάντι στον Μαρίνο, ενώ ο Νίκος Δανίκας το ενορχήστρωσε έξοχα, με ένα σαξόφωνο να κλαίει στο βάθος.
«Κάνε και ένα τραγούδι πιο αντεργκράουντ, πιο βρόμικο! Γιατί δεν κάνεις ένα για τα σινεμά που παίζουν τσόντες;» επέμενε ο Μαρίνος. Γύρω από την Ομόνοια υπήρχαν κάτι σκοτεινά σινεμά, το «Σταρ», ο «Αρίων», το «Κοσμοπολίτ» που έπαιζαν τσόντες. Δεν είχα πάει ποτέ. Παρακάλεσα έναν φίλο που ήξερε από αυτά, να πάμε. «Τι ώρα αρχίζουν;» τον ρώτησα. Γέλασε. «Αγάπη μου, παίζουν από το πρωί μέχρι το βράδυ! Μη φανταστείς ότι παίζουν κανονική ταινία. Παίζουν μια ταινία του Μπρους Λι και κατά διαστήματα την κόβουν και παίζουν τσόντες». Πήγαμε στο «Ομόνοια», πίσω από το Hondos Center. Έξω από το σινεμά είχε μια ταμπέλα που έγραφε: 2 ΕΡΓΑ 2. Μου έκανε εντύπωση που το 2 ήταν μπροστά και πίσω από τη λέξη ΕΡΓΑ. Η μια ταινία που έπαιζε ήταν Μπρους Λι, η άλλη «Το μικρόφωνο της Αλίκης» με την Τίνα Σπάθη. Κόψαμε εισιτήριο, μπήκαμε, οι θεατές έβλεπαν την τσόντα και τον έπαιζαν, άλλοι κάπνιζαν, άλλοι έτρωγαν σουβλάκια. Ο χώρος μύριζε απαίσια. Δεν πρόλαβα να κάτσω και εμφανίστηκε μια ταξιθέτρια που άρχισε να ψεκάζει τον χώρο με κάτι σαν φτηνή κολώνια, σαν κατσαριδοκτόνο, σαν αποσμητικό, δεν μπορούσα να καταλάβω. Οι αδελφές τριγυρνούσαν στην αίθουσα σαν τις σφήκες, άλλαζαν θέσεις, πήγαιναν από κάθισμα σε κάθισμα, ανεβοκατέβαιναν στον διάδρομο, έπαιρναν πόζες και έψαχναν να βρουν άντρες ερεθισμένους και διαθέσιμους για σεξ.
«Σήκω, πάμε στις τουαλέτες, εκεί γίνεται το μεγάλο πανηγύρι!» μου λέει ο φίλος μου. Πήγαμε στις τουαλέτες, είχαν χαμηλό φωτισμό, βρόμαγαν φρικτά, αλλά καμιά δεκαριά άντρες δεν έδιναν σημασία σε όλα αυτά, το γλένταγαν με την ψυχή τους. Ήταν κυριολεκτικά ο ένας πίσω από τον άλλον! Έφυγα τρέχοντας. Είχα δει αρκετά. Λίγες μέρες μετά, όλες αυτές οι εικόνες μου ήρθαν στο μυαλό και έκατσα κι έγραψα το τραγούδι «Στο σινεμά». Εκεί έβαλα και έναν στίχο που ακόμα και τώρα, 40 χρόνια μετά, μου θυμίζει τις τουαλέτες του «Ομόνοια»: «Μες στο “Ανδρών” η αγωνία, μυρίζει σπέρμα και αμμωνία...»
Για κάποιον λόγο, ο Μαρίνος το χασίς το έλεγε «Τζέζαμπελ». Ίσως να ήταν παραφθορά της ταινίας «Τζέζεμπελ» με την Μπέτι Ντέιβις. Ο ίδιος δεν έπαιρνε ναρκωτικά, κάπνιζε όμως πολύ, Davidoff. Έπινε ελάχιστα, συνήθως ένα Cutty Sark νερωμένο, αλλά έπινε πολύ νερό. Και τα ξημερώματα, για να μπορέσει να κοιμηθεί, έπαιρνε πάντα ένα βαρύ υπνωτικό χάπι. Με έβλεπε λοιπόν εμένα που έστριβα τσιγάρα και απορούσε: «Δεν μπορώ να καταλάβω τι ευχαρίστηση βρίσκεις με το Τζέζαμπελ! Εγώ αν έκανα Τζέζαμπελ, θα κοιμόμουν όλη μέρα. Εσύ καπνίζεις Τζέζαμπελ και γίνεσαι σαν οσία». Τζέζαμπελ από εδώ, Τζέζαμπελ από εκεί, έκατσα και έγραψα τον «Βίο της οσίας Τζέζαμπελ». Μια ιστορία για μια ντιζέζ που έγινε οσία και που στη μνήμη της καπνίζουν μια ουσία. Αν έχεις το κλειδί, ότι Τζέζαμπελ σημαίνει χασίς, το τραγούδι σου φαίνεται πολύ αστείο, αν δεν το ξέρεις, σου φαίνεται λίγο ακατανόητο. Εδώ ο Κραουνάκης έγραψε μια τρελή ανατολίτικη μουσική, που ξεκινάει και σταματάει απότομα. Έτσι, σε κάνει να περιμένεις τη συνέχεια. Όμως και ο Νίκος Δανίκας έβαλε πολλά μοντέρνα ενορχηστρωτικά κόλπα και ευρήματα.
Οπλαρχηγός Ελένη
Είχα κάνει 4 τραγούδια και εκεί κόλλησα. Είχα μπουχτίσει από την τόση πουστία. Δεν ήταν πάντα γοητευτική. Οι γκέι, όπως όλοι οι άνθρωποι, ήταν ευγενικοί και χυδαίοι, καλοί και κακοί, πλούσιοι και φτωχοί, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, κυριλέ και φρικιά. Δεν μπορούσα να τους βάλω στιχουργικά σε ένα καλούπι, ούτε να γράψω για τις 1.000 αποχρώσεις του γκέι. Το καλοκαίρι του 1983 τελείωνε και ο δίσκος είχε μόνο 4 τραγούδια. Ευτυχώς εμφανίστηκε ο Γιώργος Ευσταθίου που έγραψε άλλα 4, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το «Ξενοδοχείον Κέκρωψ», με την καβαφική του ατμόσφαιρα. Ο Κραουνάκης έγραψε άλλα 3, στίχους και μουσική, με κορυφαία την «Οπλαρχηγό Ελένη», όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά η κυρίαρχη μορφή της μάνας. Για όλους εμάς που μας είχε γεννήσει και μας είχε αναθρέψει η φυσική μας μητέρα, η γνώμη της για την ομοφυλοφιλία μας, η αντίθεση ή η αποδοχή της, ήταν καθοριστική για τις επιλογές μας. Η μάνα ήταν το πρόσωπο που στοίχειωνε όλους τους ομοφυλόφιλους. Την αγαπούσαμε και τη μισούσαμε συγχρόνως. Γι’ αυτό και ο στίχος του Σταμάτη «Αχ! αμάν, αμάν μανούλα, κοριτσάκι μου γλυκό, σκέπασέ με, σκότωσέ με, σε μισώ και σ΄αγαπώ» μπορεί να είναι σκληρός είναι όμως τόσο αληθινός.
Έλειπε ένα ακόμα τραγούδι για να συμπληρωθεί ο δίσκος – συνήθως τα LP είχαν 12 τραγούδια. Ο Μαρίνος ήθελε να είναι χαρούμενο κι έτσι το «Τζάμπα κόπος! Τζάμπα κόπος! Μμμμ! ωραίος τρόπος!» που έφερε η Λίνα Νικολακοπούλου, ήταν ιδανικό. Μπήκαμε στο στούντιο για να ηχογραφήσουμε κι εκεί ο Κραουνάκης τράβηξε μαρτύρια. Ο Μαρίνος τον κοίταζε με λατρεία στα μάτια και του έλεγε: «Αγάπη μου, αγάπη μου, όπως μου τα διδάξεις εσύ θα τα πω τα τραγούδια». Φυσικά, όταν άρχιζε η ηχογράφηση τα έλεγε με τον δικό του τρόπο. Άλλες φορές πάλι κόλλαγε σε μια λέξη, άλλες ήταν βραχνιασμένος, άλλες ματιασμένος, μια φορά με έδιωξε από το στούντιο γιατί κουβαλούσα, όπως μου είπε, αρνητικά vibes. Μέρες, εβδομάδες, μήνες, κράτησε αυτή η ηχογράφηση. Κι εδώ θα πρέπει να τιμήσω τη μνήμη ενός σπουδαίου παραγωγού, του Γιώργου Μακράκη. Όχι μόνο άντεξε όλη αυτή την ψυχοφθόρα διαδικασία της ηχογράφησης του δίσκου, αλλά κατόρθωσε να πείσει και την εταιρεία MINOS-EMI να τον κυκλοφορήσει.
«Μόνον Άντρες»: Ένας δίσκος πιο μπροστά από την εποχή του
Κυκλοφόρησε το 1983, με μια εκφραστική φωτογραφία του Μαρίνου. Την είχε τραβήξει ο Ντίνος Διαμαντόπουλος, αλλά η ιδέα και το concept ήταν του Νίκου Μουρατίδη. Το art direction του εξωφύλλου ήταν της Άννας Πανουργιά. Ήταν ένας διπλός δίσκος και όπως τον άνοιγες, στο εσώφυλλο, έβλεπες τις σκιές του Μαρίνου και του Κραουνάκη και από κάτω αφιερώσεις στη μάνα τους. Δεν ακούστηκε πουθενά αυτή η δουλειά. Ούτε στο ραδιόφωνο, ούτε στην τηλεόραση. Ο Μαρίνος έδωσε δυο τρεις συνεντεύξεις για να τον υποστηρίξει αλλά οι πωλήσεις ήταν χαμηλές. Βρισκόμαστε στο 1983, στην Ελλάδα κυβερνούσε το φαλλοκρατικό ΠΑΣΟΚ, αν σε έβλεπαν στον δρόμο ή στο σπίτι να κρατάς αυτόν τον δίσκο αμέσως καρφωνόσουν. Γι’ αυτό και πολλοί προτιμούσαν να τον αγοράσουν σε κασέτα. Από την άλλη, το Aids είχε αρχίσει να θερίζει γνωστούς και αγνώστους ομοφυλόφιλους σε όλο τον κόσμο, ήταν πολύ δύσκολο για στρέιτ και γκέι να γελάσουν με το χιούμορ της Οσίας Τζέζαμπελ ή να συγκινηθούν με την Τσικίτα Τιμπώ και την Οπλαρχηγό Ελένη. Είχαν άλλους, φίλους και γνωστούς να κλάψουν, που τους είχε ρημάξει η επιδημία. Ακόμα και όταν έγινε παράσταση, το κοινό την παρακολουθούσε λίγο μουδιασμένο.
Το «Μόνον Άντρες» ήταν ένας δίσκος πιο μπροστά από την εποχή του. Και αφού έγινε cult, με τις νέες νομοθεσίες και τα ευεργετικά μέτρα για τους ομοφυλόφιλους, τα νέα παιδιά τον ανακάλυψαν κι άρχισαν να ακούνε τα τραγούδια του, χωρίς τις δικές μας ενοχές, τις φοβίες και τα κόμπλεξ. Έτσι κι αλλιώς, το ΑΚΟΕ έχει γίνει ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, τα πορνό σινεμά έγιναν τσόντες στο Ίντερνετ, τα παλιά γκέι μπαρ έκλεισαν, η Τσικίτα Τιμπώ έγινε Ζάκι Ο και ο Γιώργος Μαρίνος δεν τραγουδάει πια στη «Μέδουσα». «Ο τίτλος φταίει!» μου είπε μια μέρα που συζητούσαμε γιατί δεν πούλησε ο δίσκος. «Αντί για “Μόνον Άντρες” έπρεπε να τον πούμε “Μόνο Λούγκρες”! Εκεί να δεις τι θα γινόταν! Θα τον αγόραζαν οι αδελφές σαν ζεστό ψωμάκι!»
*Ακούστε εδώ τα Podcast «Μυθικά Πρόσωπα» του Γιώργου Παυριανού