- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Φίλιππος Ράσκοβιτς: Ανάμεσα στο Βίλνιους και την Αθήνα
Η Μαρία Ταρσούδη, η Κωνσταντίνα Στρατιώτη και ο Φίλιππος Μαυρίδης μιλούν με τον συνθέτη με αφορμή την εκδήλωση «Μια Γέφυρα Μουσικής Πάνω από τη Συγγρού, vol.9»
«Μια Γέφυρα Μουσικής Πάνω από τη Συγγρού, vol.9»: Ο συνθέτης Φίλιππος Ράσκοβιτς μιλάει για τη συμμετοχή του στην εκδήλωση, την μουσική του πορεία, τη σύνθεση «Νανούρισμα»
Συναντήσαμε τον συνθέτη Φίλιππο Ράσκοβιτς και κουβεντιάσαμε για την μουσική του πορεία αλλά και για την καινούρια του σύνθεση που ονόμασε Νανούρισμα. Το έργο αυτό το συνέθεσε εμπνεόμενος από τον πολιτισμό της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου και θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο κοινό στις 8 Μαρτίου. Είναι γραμμένο για βιόλα και ακορντεόν και θα το ερμηνεύσουν δύο καταξιωμένες μουσικοί, η Ελευθερία Τόγια και η Άρτεμις Βαβάτσικα σε συναυλία της εκδήλωσης «Μια Γέφυρα Μουσικής Πάνω από τη Συγγρού, vol.9», μια σύμπραξη μεταξύ της Στέγης του ιδρύματος Ωνάση και του Πάντειου Πανεπιστημίου που λαμβάνει χώρα για 9η συνεχόμενη χρονιά.
Ο Φίλιππος Ράσκοβιτς μιλάει για την εκδήλωση «Μια Γέφυρα Μουσικής Πάνω από τη Συγγρού, vol.9»
Κύριε Ράσκοβιτς, πώς ξεκίνησε και στη συνέχεια πώς εξελίχθηκε η πορεία σας στη μουσική;
Η πορεία μου στη μουσική ξεκίνησε από νεαρή ηλικία. Παίζω πιάνο από τα πέντε μου περίπου. Ξεκίνησα από ένα πιάνο που υπήρχε στο σπίτι και έπαιζα συνέχεια. Μετά ξεκίνησα μαθήματα. Έτσι μπήκα στον κόσμο της μουσικής, μέσα από την κλασική μουσική κυρίως, με κάποιο, ας πούμε, background οικογενειακό. Ακούγαμε πολλή μουσική στο σπίτι, υπήρχαν πάρα πολλά ακούσματα και μία ελευθερία στον τρόπο που γίνονταν τα μαθήματα. Υπήρχε μια ευελιξία στο τι μουσική θα μπορούσα να παίξω, ακόμα και στα πέντε – έξι μου. Σαν έφηβος στο σχολείο, επίσης, ξεκίνησα να παίζω σε μπάντες. Έπαιζα τύμπανα, είχαμε μια πανκ μπάντα, είχαμε μια μέταλ μπάντα, παίζαμε σε υπόγεια, στο κέντρο της Αθήνας, και ασχοληθήκαμε αρκετά με την οργάνωση underground live στην Αθήνα. Και αυτό επίσης βοήθησε πάρα πολύ, το να παίζεις σε κάποια μουσικά σχήματα με άλλους ανθρώπους, έχεις διαδράσεις. Βοήθησε πάρα πολύ και αυτό στον τρόπο που δουλεύω και στον τρόπο που γράφω μουσική.
Ο αυτοσχεδιασμός στο πιάνο ήταν κάτι που κάπως το συνάντησα σχεδόν από μόνος μου. Δηλαδή άκουγα τζαζ και διάφορα είδη, καθόμουν αρκετά στο πιάνο και υπήρχε αυτή η ευελιξία στο πιάνο. Δηλαδή ότι δεν χρειάζομαι την παρτιτούρα, και δοκίμαζα πράγματα να δω αν ακούγονται ωραία, και άμα δεν ακούγονται, τι μπορώ να κάνω διαφορετικά. Μιμήσεις από ηχογραφήσεις, τέτοια πράγματα. Σε κάποιο σημείο κατέληξα ότι θέλω να δημιουργήσω και συνθέσεις.
Οπότε αρκετά μετά, γύρω στα 18, ξεκίνησα να κάνω μαθήματα σύνθεσης με τον Ferris Currey, και ξεκινήσαμε να δουλεύουμε περισσότερο με την παρτιτούρα, με όργανα ορχηστρικά, είτε με μουσική δωματίου, είτε πιο ορχηστρικά, ενώ παράλληλα προχωρούσαν και στο πιάνο οι κλασικές σπουδές, με μία βλέψη να σπουδάσω σύνθεση στο εξωτερικό. Όλα αυτά τα πράγματα λίγο-πολύ συνέβαιναν ταυτόχρονα. Κάπου τότε αποφάσισα ότι θέλω να μπω στη Βασιλική Ακαδημία στο Λονδίνο και να ξεκινήσει έτσι όλη αυτή η προετοιμασία η οποία κατέληξε κιόλας στο να πάω.
Ήμουνα έξι χρόνια στο Λονδίνο για προπτυχιακό και μεταπτυχιακό. Ήταν αρκετά ενδιαφέρον γιατί είχα αρκετά ακούσματα στην ηλεκτρονική μουσική, σε τζαζ, αλλά και στη σύγχρονη κλασική μουσική του 21ου αιώνα. Ταυτόχρονα συνέχισα να παίζω πιάνο σε αυτοσχεδιαστικό περιεχόμενο, αλλά περισσότερο για εμένα. Σε αυτά τα χρόνια σπουδών είχα έναν δάσκαλο πολύ καλό, τον Rubens Askenar, και μου έδωσε και αυτός ευελιξία. Μου λέει, «Τι θες; Να δουλέψεις με εικαστικούς; Να κάνεις installations; Θέλεις να κάνεις προγραμματισμό; Ηλεκτροακουστική μουσική; Θέλεις να βάλεις αυτοσχεδιασμό μέσα στη σύνθεση;». Μου έδωσε πάρα πολλές παλέτες και πάρα πολλή ευελιξία στο τι μπορώ να κάνω, και τι εργαλεία μπορώ να χρησιμοποιήσω, και στο πώς μπορώ να το εκφράσω αυτό, που είναι αρκετά σημαντικό να σου δίνει τα εργαλεία ο καθηγητής, αλλά ταυτόχρονα να σου δίνει και μία ελευθερία.
Μετά τη σχολή, ξαφνικά βρίσκεις αυτήν την ελευθερία ότι μπορείς να κάνεις και να επιλέξεις περίπου ό,τι θέλεις. Με το που τελείωσα τις σπουδές ήρθε ο covid, και μέσα στον covid βρέθηκα ξαφνικά να είμαι πολύ μέσα στο σπίτι και να αρχίζω να δοκιμάζω πράγματα που είχα πολύ καιρό στο μυαλό μου ότι θέλω να κάνω. Ταυτόχρονα απέκτησα και μια μεγαλύτερη άνεση στο χειρισμό του πιάνου, μετά από είκοσι πέντε χρόνια που έπαιζα σε συναυλίες πιάνου με αυτοσχεδιασμό. Προσπαθώ να υπάρχει μια αίσθηση σύνθεσης μέσα στον αυτοσχεδιασμό, χρησιμοποιώντας ξανά ακούσματα και τεχνικές που έχω συναντήσει είτε σε κλασική μουσική, είτε σε τζαζ, διάφορα ηχοχρώματα. Και να δημιουργώ μια αφηγηματικότητα στην σύνθεση.
Τα τελευταία τρία χρόνια δουλεύω πολύ περισσότερο με ηλεκτροακουστική και με installations, με παιδιά που ήταν στην Καλών Τεχνών, με video art, οπτικοακουστικές εγκαταστάσεις, δηλαδή περισσότερο με synthesizers και ηλεκτροακουστικά όργανα και πολύ περισσότερο με τον αυτοσχεδιασμό. Αυτό που έχω βρει είναι ότι είναι αρκετά κοντά σε εμένα και στη σύνθεση, δηλαδή αυτός ο τρόπος λειτουργίας της πρακτικότητας που έχει ένας ειρμός, μια άμεση ανατροφοδότηση για αυτό που παίζεις και αυτό που γράφεις. Έχω μετακομίσει τώρα στη Λιθουανία, είμαι στο Βίλνιους, που είναι δίπλα στην Πολωνία, που έχει και εκεί μια πολύ έντονη μουσική σκηνή. Επιπλέον, ασχολούμαι με τον πειραματικό κινηματογράφο. Το πιάνο αρχίζω και το δοκιμάζω με διάφορα άλλα σύνολα, δηλαδή έχουμε ένα τρίο με σαξόφωνο και κοντραμπάσο, έχουμε ένα άλλο με συνθεσάιζερ και πιάνο, και ταυτόχρονα, όποτε βρίσκεται η ευκαιρία, σε συναντήσεις με ανθρώπους που παίζουν μουσικά όργανα, να υπάρχουν και στιγμές σύνθεσης. Αυτή είναι η πορεία μου στη μουσική περίπου.
Πώς έχουν επηρεάσει τη μουσική σας και το έργο σας γενικότερα, οι δύο πολιτισμοί στη ζωή σας –ο Ελληνικός και ο Λιθουανικός– αλλά και τα ταξίδια που έχετε κάνει;
Η κάθε πόλη και η κάθε χώρα έχει και την τοπική της καλλιτεχνική σκηνή. Αυτό που για εμένα είναι πολύ ενδιαφέρον, είτε όταν μένω σε αυτές τις χώρες, είτε όταν ταξιδεύω για μια συναυλία, είναι να καταλάβω ποια είναι αυτή η τοπική σκηνή, την ιδιαιτερότητά της και τους ανθρώπους της. Μπορεί, για παράδειγμα, να δημιουργήσω κάποιες συνεργασίες ή απλά να πάρω κάποια νέα ακούσματα. Σε κάποιες χώρες θα συναντήσετε ακόμα ότι υπάρχει διαφορετική διαδραστικότητα, διαφορετικοί συναυλιακοί χώροι. Οπότε με τα ταξίδια και με τις επισκέψεις σε διάφορα μέρη μεγαλώνει κάπως ακόμα περισσότερο η παλέτα των ακουσμάτων και των ανθρώπων που γνωρίζεις. Είναι πολύ σημαντικό, είτε παίζεις μόνο αυτοσχεδιαστικά σόλο, είτε παίζεις με άλλους, να έχεις συναντήσεις με διαφορετικούς καλλιτέχνες, με άλλους μουσικούς, με άλλους εικαστικούς, σε οποιονδήποτε τομέα και αν είναι. Αυτό είναι κάτι που το κάθε ταξίδι σου επιτρέπει να επιτύχεις . Ο κάθε «λαός», πολύ γενικά, έχει και διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας και αυτό μεταφράζεται και στα μουσικά πράγματα.
Μιλώντας για τις διαφορετικές μουσικές που έχετε γνωρίσει, ποιες είναι οι μουσικές σας επιρροές ως συνθέτης; Έχετε κάποιους αγαπημένους καλλιτέχνες;
Δύσκολη ερώτηση, αλλά θα προσπαθήσω να απαντήσω, γιατί είναι πάρα πολλά και σε διαφορετικά πεδία. Ας πούμε στο πιάνο, στον αυτοσχεδιασμό, επειδή είναι η σύνθεση, μετά είναι το πιάνο και μετά είναι τα άλλα τα ηλεκτροακουστικά. Στον αυτοσχεδιασμό τουλάχιστον, τους Debussy και Ravel, που είναι πολύ κλασικά ονόματα ως συνθέτες στο πιάνο, τους λατρεύω για την ευελιξία και τα ηχοχρώματα που μπορούν να δώσουν στο παίξιμο του πιάνου. Αλλά στον αυτοσχεδιασμό στο πιάνο, για παράδειγμα, τους χρησιμοποιώ πάρα πολύ, όπως και τον Μεσσιάν αλλά και μεταγενέστερους Γάλλους συνθέτες, όπως ο Gérard Grisey, ας πούμε. Αυτός ο πυρήνας, των Ravel και Debussy, στον τρόπο που ξεκλειδώνουν ουσιαστικά τον ήχο του πιάνου, μεταφράζεται πάρα πολύ ωραία σε πιο σύγχρονα πλαίσια. Δηλαδή παίρνω στοιχεία άλλων μουσικών και τα ενσωματώνω. Στη σύνθεση τώρα είναι κάτι αντίστοιχο· μου αρέσει ιδιαίτερα, και τελευταία χρησιμοποιώ όχι μόνο παραδοσιακή μουσική, αλλά στοιχεία, μελωδίες και τέτοια πράγματα, που τα ενορχηστρώνω, είτε είναι κάποια νανουρίσματα από τη Γεωργία που βρήκα, είτε, καμιά φορά, υλικό που δεν φαίνεται τόσο ατόφιο στην παρτιτούρα, αλλά το χρησιμοποιώ ας πούμε σαν ένα ξεκίνημα. Μετά είναι κάποιοι συνθέτριες που με ενδιαφέρει η δουλειά τους, η Helena Albron και η Kali Malone. Τώρα συνθέτες που ακούω, δηλαδή τον Στραβίνσκι και άλλους τέτοιους τιτάνες, εννοείται είναι πολύ κοντά, απλά δεν ξέρω αν μεταφράζεται -δηλαδή, ακούγεται- στη μουσική που κάνω.
Στην πορεία σας ως συνθέτης, ως μουσικός, ποιες ήταν οι δυσκολίες που έχετε αντιμετωπίσει στην καριέρα σας ως σήμερα;
Υπάρχει η καλλιτεχνική δυσκολία, γενικά η μουσική μόνο δεν είναι κάτι πολύ δύσκολο, είναι κάτι που χρειάζεται όχι μόνο μελέτη, αλλά επίσης χρειάζεται μια σταθερότητα, μια συνέχεια, δηλαδή συναυλίες, όχι αρκετά συχνές, αλλά να υπάρχει μια σταθερότητα σε αυτό που παρουσιάζεις. Πρέπει να έχεις κάποιο όραμα κάποιο τέτοιο στοιχείο που θέλεις να παρουσιάσεις σε κάποιο κοινό, και αυτό να το κάνεις με κάποιους σταθερούς ρυθμούς.
Καμιά φορά είναι μέχρι κιόλας να συνηθίσεις. Πολλές φορές πια ο κόσμος της μουσικής λειτουργεί με χορηγίες. Μπορεί να χρειαστεί να χωρίσει κανείς τον εαυτό του μουσικά γιατί υπάρχει και η πραγματικότητα του βιοπορισμού μέσω της μουσικής, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν και τα μουσικά projects που θέλεις να κάνεις εσύ. Αλλά και εμένα και αυτοί οι δύο τομείς τυχαίνει να μου αρέσουν πολύ, δηλαδή διδάσκω μουσική, κάνω και μαθήματα μουσικής σύνθεσης, αλλά ταυτόχρονα κάνω και τα δικά μου τα project. Αυτό είναι σε ένα πιο πρακτικό επίπεδο. Αλλά σε ένα καλλιτεχνικό επίπεδο, αυτό είναι που δυσκολευόμουν να βρω στη σχολή: μια ταυτότητα που να τη νιώθεις ότι είναι αυθεντική στον εαυτό σου. Και να τη συνειδητοποιήσεις, ή τουλάχιστον να προσπαθήσεις να τη συνειδητοποιήσεις (γιατί αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο). Και να υπάρχει αυτή η σταθερότητα - με πάρα πολλούς διαφορετικούς τρόπους - στο τι υλοποιείς, είτε από σύνθεση, είτε από αυτοσχεδιασμό, είτε μέχρι και το φεστιβάλ. Όλα αυτά, δηλαδή, ήταν για μένα καλλιτεχνικοί δίοδοι για να εκφραστεί αυτό το όραμα και να υπάρχει μια ειλικρίνεια στον εαυτό σου στο πώς, ποια είναι αυτή η πορεία. Είναι αρκετά δύσκολο αυτό που θέλω να περιγράψω, αλλά ουσιαστικά μια ειλικρίνεια στον εαυτό σου πώς θέλεις να την εκφράσεις.
Ποιες ήταν οι πρώτες σκέψεις που κάνατε όταν σας προτάθηκε να συνθέσετε ένα έργο επηρεασμένο από την ιαπωνική κουλτούρα για το φεστιβάλ της Στέγης;
Οι πρώτες σκέψεις γενικά ήταν σαφώς από την κουλτούρα της Ιαπωνίας, αλλά το πολύ βασικό που ξεκινάει κιόλας είναι τα όργανα. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ σαν πρόταση και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα η επιλογή του ακορντεόν και της βιόλας, που είναι και τα δύο δυτικά ευρωπαϊκά όργανα. Και οι μουσικοί που θα παίξουν έχουν σημασία για εμένα – η Ελευθερία Τόγια (βιόλα) και η Άρτεμις Βαβάτσικα (ακορντεόν). Η συνεργασία με τις μουσικούς αλλά και τα όργανα μου κέρδισαν πάρα πολύ το ενδιαφέρον. Και ήθελα να σκεφτώ, και αυτό και έκανα, πώς μπορώ να ενσωματώσω τον δικό μου μουσικό κόσμο με κάποιες επιρροές από την Ιαπωνία. Αυτό που σκέφτηκα επίσης είναι ότι άμα χρησιμοποιήσω πολιτιστικό στοιχείο από κάπου αλλού, ίσως κάποιες φορές δεν θέλω να είναι και πολύ εμφανές. Δηλαδή μπορεί να υπάρχει αυτό το στοιχείο μέσα, αλλά δεν χρειάζεται να είναι “in your face”. Χρησιμοποίησα, ας πούμε, κάποιες μελωδίες Ιαπωνικών νανουρισμάτων, αλλά το κομμάτι από μόνο του δεν είναι ένα αφιέρωμα στην Ιαπωνική κουλτούρα. Αλλά ναι, είναι οι δύο πυρήνες, δηλαδή και το concept του πως μπορούσα να το φέρω στο δικό μου μουσικό κόσμο, αλλά και τα όργανα και οι μουσικοί.
Θα θέλατε να μας πείτε κάποιες πηγές έμπνευσης που χρησιμοποιήσατε κατά τη σύνθεση, αυτού του έργου;
Συγκεκριμένα με το ακορντεόν, που είναι ένα όργανο που μου αρέσει πάρα πολύ γιατί ουσιαστικά είναι σαν ένα μικρό εκκλησιαστικό όργανο. Υπάρχει μια συνθέτης που λέγεται Pauline Oliveros, που είναι ένας πυρήνας-τιτάνας σε σχέση με ένα δίσκο που λέγεται accordion and voice, όπου ακούγονται πολύ απλωμένες συγχορδίες και αυτοσχεδιασμοί με την φωνή. Άλλη μια επιρροή που έχω είναι από κάποιες συνθέσεις για όργανα της Kali Malone, ιδιαίτερα από μια συλλογή που λέγεται The Sacrificial Code και έχει επίσης κάποιες πολύ όμορφες συγχορδίες. Οι βάσεις της σύνθεσης του έργου μου ήρθαν από τις συγχορδίες του ακορντεόν και πώς μπορούν σιγά-σιγά να μεταφερθούν στο πιάνο. Αυτές ήταν οι επιρροές σε σχέση με το ακορντεόν. Και με τη βιόλα νομίζω επηρεάστηκα αρκετά. Αυτές ήταν οι δύο βασικές επιρροές.
Ποιο είναι το αφήγημα του έργου σας αυτού;
Είναι σαν νανούρισμα. Είναι λίγο σκοτεινό για νανούρισμα, άλλα ξεκινάει με μια παρουσία μελωδίας, μετά με μια εξέλιξή της σε διαφορετικές εκδοχές των συγχορδιών και απλά τελειώνει. Είναι ένα τέτοιο αφήγημα, γιατί έτσι είναι αρκετά και ο τρόπος που συνθέτω. Δηλαδή ποτέ δεν δημιουργώ παίρνοντας ως δεδομένο ότι αυτή θα είναι η δομή μου και θα πατήσω πάνω σε αυτό. Πάω έτσι και μετά ξαναγυρνάω και σουλουπώνω πράγματα, ξανά και ξανά, και λέω «α! αυτό θα ταιριάζει εκεί», και κάνω ένα παζλ. Αλλά το αφήγημα είναι ένα ΑΒΑ, σαν νανούρισμα ουσιαστικά.
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό που διαπερνά το κομμάτι, ποια είναι η ιδιαιτερότητά του που το κάνει ξεχωριστό;
Μια επιρροή από αυτό το Γεωργιανό νανούρισμα με Ιαπωνικά στοιχεία, που έχω βάλει και τα κοινά ηχοτοπία και ηχοχρώματα που δημιουργεί η βιόλα με το ακορντεόν σαν άκουσμα. Αυτό. Είναι σαν ένα πειραγμένο νανούρισμα για βιόλα και ακορντεόν. Είναι αυτή η ιδιαιτερότητά του.
Θα θέλατε να μας πείτε δυο λόγια για την σύνθεση του έργου σας;
Σαν σύνθεση, πάρα πολύ τα όργανα δουλεύουνε μαζί. Ήταν μια απόπειρα που ήθελα να κάνω, ουσιαστικά η βιόλα να είναι σαν επέκταση του ακορντεόν. Η βιόλα είναι ένα όργανο μεταξύ βιολιού και βιολοντσέλο. Έχει πολλούς αρμονικούς, πολλά ενδιαφέροντα ηχοχρώματα.
Συνάντησα κιόλας και άλλες επιρροές. Είχα συμφοιτητές στην ακαδημία που είχαν ένα ντουέτο. Λέγονται Diphonon, είναι και αυτοί βιόλα και ακορντεόν. Οπότε είχα πάρει κάποια ακούσματα από το πόσο κοινούς ήχους έχουν στην πραγματικότητα αυτά τα δύο όργανα. Και δε λειτουργεί με την έννοια ότι το ακορντεόν κάνει συνοδεία και η βιόλα παίζει τη μελωδία. Είναι σαν να πηγαίνουν μαζί, χέρι-χέρι. Και υπάρχει σε αυτό μια ΑΒΑ δομή. Υπάρχει ένα σταδιακό χτίσιμο. Δηλαδή, ξεκινάει μόνο με τη βιόλα και σιγά-σιγά αρχίζει και χτίζει, και χτίζει, και χτίζει μέχρι που φτάνει στο τέλος. Τελειώνει στο αποκορύφωμα. Και το έργο είναι γενικά δύο ιδέες. Δηλαδή είναι η μελωδία, και μετά όλα αυτά τα ηχοτοπία τα κοινά. Είναι δύο ιδέες που σταδιακά εξελίσσονται μέχρι που το κομμάτι τελειώνει.
Θέλετε να μας πείτε ποιες είναι οι προσδοκίες σας για το αύριο, γιατί είστε και πολυπράγμων… Ασχολείστε με πολλά projects.
Για μένα προσωπικά, πολύ γενικά, μου αρέσει πάρα πολύ αυτό που κάνω. Και θα ήθελα να συνεχίσω με αυτό το όραμα, και με αυτό το πάθος, να εξελίσσω το αυτοσχεδιαστικό, αλλά και να συνεργάζομαι με άλλους μουσικούς. Νιώθω κιόλας ότι βρήκα στα τελευταία δύο χρόνια αυτήν την ταυτότητα. Ξαφνικά έγινε μια έκρηξη και αρχίζει και εξελίσσεται. Γενικά, μου αρέσουν και τα ανεξάρτητα/αυτοοργανωμένα φεστιβάλ, η προώθηση γενικά της πιο underground κουλτούρας της σκηνής, και στην Αθήνα που επικρατεί πάρα πολύ και σε άλλα μέρη, και αυτές τις συνδέσεις με άλλους ανθρώπους. Τώρα προσδοκίες για το μέλλον. Είμαστε μια εποχή που γενικά στις τέχνες υπάρχει πάρα πάρα πολλή παραγωγή, αλλά νιώθεις καμιά φορά -στην Ελλάδα θα πω συγκεκριμένα- ότι υπάρχει μια καταπίεση, για αυτό και πολλά πράγματα γίνονται ανεξάρτητα ή σε underground χώρους και δεν ξέρω γω τι. Αλλά είμαι αρκετά οπτιμιστής στο πως εξελίσσεται. Και αυτό που είπαμε κιόλας πριν με τα ταξίδια, ξαφνικά γίνονται πάρα πολλές συνδέσεις με μένα μέσα στην Ευρώπη με διάφορες σκηνές που είναι πολύ ενθαρρυντικό. Οπότε, ας πούμε, σε προσωπικό επίπεδο με το πιάνο και λοιπά να εξελιχθεί, και με το φεστιβάλ, με κάθε οργάνωση που κάνουμε, γίνεται όλο και καλύτερα όλο και λίγο και πιο μεγάλη με πιο πολλή σταθερότητα, οπότε είναι συνέχεια αυτών που γίνονται ουσιαστικά.
Για το τέλος θα θέλατε κάτι να συμπληρώσετε;
Ότι για μένα τουλάχιστον, η αίσθηση που έχω είναι ότι κάποια διαφορετικά στοιχεία, ας πούμε διαφορετικοί τομείς μουσικής έκφρασης, για μένα κάπως όλα αυτά κουμπώνουν μεταξύ τους. Ο αυτοσχεδιασμός, η κλασική μουσική, η σύγχρονη σύνθεση, το ραδιόφωνο. Ότι για μένα κάπως όλα αυτά έρχονται… έρχονται μαζί.
«Γέφυρα Μουσικής πάνω από τη Συγγρού» vol.9: Το πρόγραμμα
ΠΕΜΠΤΗ 7 ΜΑΡΤΙΟΥ
1η συναυλία | 20:30 | Αφιέρωμα στον Maurice Ohana
- Νίκη Χαρλαύτη (γενν. 1987): “doRon eauTomb” για βιολί και τσέλο, ανάθεση της Στέγης (2023)*
- Henri Dutilleux (1916–2013): “3 Strophes sur le nom de Sacher”, για σόλο τσέλο (1976)
- Maurice Ohana (1913–1992): “Syrtes”, για τσέλο και πιάνο (1970)**
- Manuel de Falla (1876–1946): Κοντσέρτο για τσέμπαλο (ή πιάνο) και 5 όργανα (1923-26)
Ειρήνη Κρικώνη: βιολί, Δημήτρης Καραγιαννακίδης: τσέλο, Αντώνης Τσαχτάνης: κλαρινέτο (μέλη του Oros Ensemble)
Μαριλένα Σουρή: πιάνο, Βαγγέλης Σταθουλόπουλος: φλάουτο, Γιάννης Τσελίκας: όμποε
2η συναυλία | 21:30 | African pianism
- Ayo Bankole (1935-1976, Νιγηρία): Piano Sonata no. 2 “The Passion” (1959) **
- Egun Variations (1970 περίπου)**
- Christian Onyeji (γενν. 1967, Νιγηρία): “Ufie, Igbo dance” (2008) **
- Grant McLachlan (γενν. 1956, Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία): “Senzeni na?” (2022) **
- Mokale Koapeng (γενν. 1963, Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία): “Prelude” (2009) **
- Fred Onovwerosuoke (γενν. 1960, Γκάνα): “24 Studies in African Rhythms”: “Aye dance 1”, “Aye dance 3”, “Pende”, “Sanza”, “Raging River dance 2” (2007) **
- Akin Euba (1935–2020, Νιγηρία): “Yoruba Songs Without Words”: “Ore meta”, για πιάνο και κρουστά (1959/1975) **
Rebeca Omordia: πιάνο
Συμμετέχει η Σοφία Κάκκου: κρουστά
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 8 ΜΑΡΤΙΟΥ
1η συναυλία | 20:30 | Μουσική για φλάουτο από την Αργεντινή και τη Βραζιλία
- Gundega Šmite (γενν. 1977, Λετονία): “Dreamworks”, ανάθεση της Στέγης (2023)*
- Αργεντινή
- Damián Gorandi (γενν. 1991): “…is coming” για ηλεκτρονικά (2019) **
- Rocío Cano Valiño (γενν. 1991): “Antanáklasi I” για φλάουτο και επεξεργασμένους ήχους (2019) **
Βραζιλία
- Edson Zampronha (γενν. 1963): “Modelagem III” (1995) **
- Chiquinha Gonzaga (1847–1935): “Gaúcho – Corta-Jaca” (1895) **
- Osvaldo Lacerda (1927–2011): “Improviso 1” (1974) **
- Heitor Villa Lobos (1887–1959): “Chôros No. 2”, για φλάουτο και κλαρινέτο (1924)
Θεοδώρα Ιορδανίδου: φλάουτο
Συμμετέχουν ο Αντώνης Τσαχτάνης: κλαρινέτο και η Σοφία Κάκκου (κρουστά)
2η συναυλία | 21:30 | Μουσική για βιόλα και ακορντεόν από την Ιαπωνία
- Υuji Takahashi (γενν. 1938): “Like Swans Leaving the Lake”, για βιόλα και ακορντεόν (1995)
- Toshio Hosokawa (γενν. 1955): “Melodia”, για σόλο ακορντεόν (1979)
Ελευθερία Τόγια και Άρτεμις Βαβάτσικα, ελεύθερος αυτοσχεδιασμός πάνω σε θέματα ιαπωνικής μουσικής
- Misato Mochizuki (γενν. 1969): “Intermezzi V”, για βιόλα και ακορντεόν (2012) **
- Φίλιππος Ράσκοβιτς (γενν. 1994, Ελλάδα/Σερβία): “Nanourisma”, για βιόλα και ακορντεόν, ανάθεση της Στέγης (2023)*
Ελευθερία Τόγια: βιόλα, Άρτεμις Βαβάτσικα: ακορντεόν
* Παγκόσμια πρώτη εκτέλεση
** Πρώτη εκτέλεση στην Ελλάδα
ΣΑΒΒΑΤΟ 9 ΜΑΡΤΙΟΥ
African Pianism Masterclass | 18:00 - 21:00
Τοποθεσία: Studio -3, Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
H πιανίστα Rebeca Omordia, μετά το ρεσιτάλ της με έργα Αφρικανών συνθετών στο πλαίσιο της «Γέφυρας Μουσικής πάνω από τη Συγγρού» στις 7 Μαρτίου, θα κάνει μια παρουσίαση αυτού του πλούσιου και άγνωστου στην Ελλάδα πιανιστικού ρεπερτορίου, ενώ θα διδάξει και μερικά επιλεγμένα έργα σε πιανίστριες και πιανίστες από το σεμινάριο «Το πιάνο στον 20ό και 21ο αιώνα» του Ωδείου Αθηνών. Tα έργα προέρχονται από την πεντάτομη συλλογή "Piano Music of Africa and the African Diaspora", σε επιμέλεια του William H. Chapman Nyaho (Oxford University Press).