Μουσικη

O billy woods και η βιομηχανία της νοσταλγίας

Τι μας είπε ο χαρισματικός ράπερ που αποθεώνουν οι κριτικοί και ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Κωστής Νικηφοράκης
ΤΕΥΧΟΣ 906
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

billy woods: Ο αμερικανός ράπερ επισκέφτηκε την Αθήνα για live και μάς μίλησε για την εμπειρία του, τη μουσική και τον κόσμο.

Ο billy woods είναι ένας ράπερ που αψηφά την εύκολη κατηγοριοποίηση – δηλώνει την Ουάσινγκτον ως γενέτειρά του, αλλά έχει περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του στη Νέα Υόρκη. Γεννήθηκε στις ΗΠΑ, αλλά πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στη Νότιο Αφρική και την Καραϊβική, δεύτερο παιδί ενός μαρξιστή πολιτικού από τη Ζιμπάμπουε και μιας τζαμαϊκανής καθηγήτριας αγγλικής φιλολογίας. Στο μικρόφωνο, ο  woods είναι αινιγματικός, διαθέτοντας πολύπλευρη ροή και την ικανότητα όχι μόνο να αντιμετωπίζει θέματα που άλλοι καλλιτέχνες δεν θα ακουμπούσαν καν, αλλά και να κριτικάρει με τη δική του μοναδική ματιά το status quo. Αυτό που βάζει τον billy woods μπροστά από τον ανταγωνισμό είναι η συναρπαστική αφήγησή του. Τον Μάιο του 2023 κυκλοφόρησε το άλμπουμ του με τίτλο «Maps», σε συνεργασία με τον παραγωγό Kenny Segal, το οποίο αποθεώθηκε από κριτικούς και κορυφαία δημοσιογραφικά μέσα.

Στο στέρεο παίζει Mötley Crüe, πάνω στο μπαρ ένα ουίσκι με πάγο και μια μπίρα για μένα, ο Στέφανος αρπάζει μια στέκα και σπάει. Αυτή η σκηνή θα μπορούσε να εκτυλίσσεται οποιαδήποτε στιγμή τα τελευταία 30-40 χρόνια. Αλλά και πάλι όχι, Εξάρχεια 2024, λίγο πριν τη μετρό εποχή. Κάποια πράγματα όμως είναι ακόμη εκεί, το θρυλικό An Club και το γεμάτο νοσταλγία καφέ μπαρ δίπλα, με τα μπιλιάρδα, τα φλιπεράκια και τη φωτογραφία του Lemmy να παίζει μπιλιάρδο, φορώντας σιδηρούν σταυρό και hot pants… Σε λίγες ώρες, ο billy woods θα ανέβει για πρώτη φορά στη σκηνή του An Club, όπως έκαναν κάποιες δεκαετίες πριν οι Αντίδραση, οι Πίσσα και Πούπουλα, αλλά και ο Kool Keith και οι Slum Village πιο πρόσφατα. «Άρα παίρνω δίχρωμες» λέω στον Στέφανο. «Όχι δεν μπήκε καμία, μπορείς να διαλέξεις». «Είμαι άσχετος από μπιλιάρδο» του λέω, «Eγώ είμαι πολύ καλός» μου λέει, «αλλά τώρα δεν με νοιάζει». Ψυχοθεραπεία πριν το live, να φύγει η νευρικότητα. Ένα αμάξι σταματάει στη μέση της Σολομού, «Πάμε, ήρθε» μου λέει ο Στεφ. «Γεια σας είμαι, ο woods»...

Λίγα λεπτά αργότερα κατηφορίζουμε με τον μεγάλο billy woods τη Σολομού στον δρόμο για το Φαραώ: «Πάλι καλά που κατάφερα να έρθω παρ’ ότι έχασα την πτήση μου» μας λέει. «Ντάξει, τώρα είσαι εδώ» του απαντάω εγώ, «θα μείνεις μέχρι τη Δευτέρα, έτσι δεν είναι;» «Όχι. Έπρεπε να αλλάξω το εισιτήριό μου και φεύγω Κυριακή τελικά. Η μητέρα των παιδιών μου έχει ραντεβού στον γιατρό την Τρίτη και πρέπει να κρατήσω τα παιδιά» μου λέει ο woods.

Κοιτάει δεξιά αριστερά και πάνω κάτω καθώς προχωράμε, σαν να θέλει να ρουφήξει όλη την πόλη σε δευτερόλεπτα: «Ξέρεις τι μου θυμίζει η Αθήνα; Την Τζαμάικα. Αυτές οι παραμελημένες πολυκατοικίες, ναι, μου θυμίζουν την Τζαμάικα – είναι η μητέρα μου από εκεί. Έχει και κάτι από Βερολίνο, αυτό το μποέμ vibe. Ξέρεις, στη Σκανδιναβία τα πάντα μοιάζουν τόσο τέλεια, εδώ φαίνονται λίγο χαοτικά» σχολιάζει. «Ισχύει σε έναν βαθμό» λέω στον woods, αλλά υπάρχει μια ασυνέπεια που χαρακτηρίζει την Αθήνα. Τη μια στιγμή αισθάνεσαι ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις και την άλλη παθαίνεις ασφυξία από την υπερβολική αστυνόμευση.

«Τι θα πιείτε;» μου λέει ο Γκλεμπ, ο μπάρμαν του Φαραώ. Ο woods παραγγέλνει ένα ντάκιρι, εγώ παίρνω μια μπίρα. Εξηγώ στον woods ότι ο Γκλεμπ είχε δικό του μπαρ στην Ουκρανία και ότι ετοιμαζόταν να ανοίξει το δεύτερο όταν ξέσπασε ο πόλεμος… Η συζήτηση κάπως πάει στην Ιαπωνία: «Ένα από τα αγαπημένα μου μέρη στον κόσμο να παίζω είναι το Τόκιο» μου λέει ο woods. «Τα κάνουν όλα τόσο τέλεια. Ξέρεις, φτιάχνουν τζιν αμερικάνικου στιλ καλύτερα από τα ίδια τα αμερικάνικα! Πριν από μια συναυλία στο Τόκιο ζήτησα σε ένα μπαρ ένα Cognac75 – μια παραλλαγή του κλασικού French75. “Όχι δεν μπορούμε να το φτιάξουμε”, μου λένε από το μπαρ. Xρειάστηκε να κάνουν μια μίνι σύσκεψη για να αποφασίσουν ότι τελικά δεν μπορούν να μου το σερβίρουν γιατί δεν ήταν στον κατάλογο και άρα δεν θα ήταν τέλειο! Respect δεν λέω, αλλά προσωπικά δεν θα μπορούσα να ζω έτσι».

Fast forward μερικές ώρες, Κυριακή, λίγο πριν ο woods φύγει για αεροδρόμιο. Οδηγάω νότια, στα μέρη μου. Το μυαλό μου ταξιδεύει... Πώς να ήτανε παλιά στις Τζιτζιφιές, δίπλα στη θάλασσα; Τη δεκαετία του 1950 πρέπει να κολυμπούσαν εδώ μπροστά. Στρίβω αριστερά Θησέως, λίγο πριν την ντίσκο Boom Boom, έφτασα στα Άργουρα. Ο woods μας είπε ότι έχει μανία με τα θαλασσινά και μας ζήτησε να τον πάμε κάπου να δοκιμάσει πριν φύγει. Ο κυρ Νίκος φέρνει το ένα πιάτο μετά το άλλο – μύδια, στρείδια, γαρίδες με φράουλες. «Είναι πάρα πολύ ωραίο το φαγητό σας» του λέει ο woods. Ο Στέφανος μας λέει ότι όταν πρωτοάνοιξε το μαγαζί πριν χρόνια δεν μάζευε τόσο κόσμο και είχε απογοητευτεί ο κυρ Νίκος, τώρα ήταν τίγκα δεν έπεφτε καρφίτσα.

«Τι είναι αυτά, Νίκο;» ρωτάει ο Στεφ. «Είναι χηνόμυδα, τα νύχια του δράκου ή του διαβόλου, έτσι τα λένε. Τα βρίσκεις στην Πορτογαλία, τη Βόρεια Αφρική κολλημένα σε απόκρυμνους βράχους. Θεωρείται πολύ γκουρμέ πιάτο, κάποιοι τα κάνουν με ζελέδες με τέτοια πράγματα, εγώ δεν τα πειράζω, λίγο βράσιμο και αυτό είναι» απαντά ο κύριος Νίκος. «Στη Νέα Υόρκη πού θα πρότεινες να πάει κανείς να φάει ψάρια και θαλασσινά;» ρωτάει ο Στέφ τον woods. «Είναι ένα μέρος στο Queens ενός Αιγύπτιου που λέγεται “Abuqir”. Μπαίνεις, διαλέγεις τι θέλεις να φας και στα φτιάχνει επί τόπου. Δεν του λες πώς να τα κάνει, τα μικρά ψάρια γίνονται στο τηγάνι, άλλα στη σχάρα κ.λπ.».

Κάποιος στο τραπέζι πετάει το όνομα Μαρίνα Σάττι και προσπαθούμε να εξηγήσουμε στον woods το στιλ μουσικής που κάνει, μια μείξη ηλεκτρονικού με κάτι πιο παραδοσιακό. Κάπως σαν τη Rosalia, εξηγεί ο Στεφ, αλλά με διαφορετικά συστατικά. «Θα γίνει τεράστια τώρα με τη Eurovision» συνεχίζει. «Τι είναι η Eurovision; Κάτι σαν τα Grammys;» ρωτάει ο woods. «Όχι. Κάτι σαν διαγωνισμός τραγουδιού». «American Idol;» ρωτάει πάλι. «Ούτε».

Η συζήτηση πάει στην αυθεντικότητα και την εθνική ταυτότητα. Eξηγούμε στον woods ότι η έννοια της ελληνικότητας έχει αλλάξει, έχει αλλοιωθεί από τις απανωτές κρίσεις. Όπως μου είπε ένα φίλος πρόσφατα, οι Έλληνες έχουν γίνει μέσα καρδιά… Ή μήπως απλά πέφτουμε στην παγίδα της νοσταλγίας μιας εποχής που δεν υπήρξε ποτέ, σκέφτομαι. Τον 18ο αιώνα η νοσταλγία θεωρείτο αρρώστια: νόστος, «επιστροφή» και άλγος, «πόνος, θλίψη». Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Johannes Hofer, έναν φοιτητή Ιατρικής για να περιγράψει αυτό που βίωναν Eλβετοί μισθοφόροι. Τα συμπτώματα της πάθησης περιλάμβαναν λιποθυμία, υψηλό πυρετό, μέχρι και θάνατο. Όπως μου θύμισε ο καθηγητής Κώστας Μαρωνίτης πρόσφατα σε μια συζήτηση στη Στέγη, σε μια σκηνή του «Apocalypse Now» γινόμαστε μάρτυρες του πώς «μέσα από τη δημοφιλή αισθητική του strip club, ο αμερικανικός στρατός στο Βιετνάμ ανακατασκευάζει οικεία περιβάλλοντα για τους στρατιώτες για να απαλύνει τον πόνο της βίαιης μετατόπισης στη Νοτιοανατολική Ασία, της εθνικής ήττας και υποχώρησης και για τη διαμόρφωση μιας αντρικής ταυτότητας που βασίζεται στη βία και τον μισογυνισμό». Βασικό συστατικό της νοσταλγίας είναι να έχει κάτι το φτιαχτό, το τεχνητό, το φανταστικό.

«Αυτό που κανένας δημοσιογράφος δεν έχει ρωτήσει ποτέ τον Τραμπ είναι ποια εποχή εννοεί όταν λέει “Make America Great Again”. Μιλάει για μια εποχή που δεν υπήρξε ποτέ και οι οπαδοί του ταυτίζονται και μοιάζουν να νοσταλγούν κάτι που δεν υπάρχει» λέει ο Woods.

Είναι όπως η νοσταλγία των 90s που γίνεται με κάπως φτιαχτό τρόπο. Όλοι έχουν επανεφεύρει το παρελθόν τους, και κάνουν σαν οι πάντες στα 90s να άκουγαν Α Tribe Called Quest – το ότι η Paula Abdul ήταν στα charts το ξεχνάνε!

«Woods, πώς σου φάνηκε το live εχθές; Σου άρεσε;» «Εξαρτάται τι ακριβώς εννοείς όταν με ρωτάς αν μου άρεσε. Έκανα τα λιγότερο δυνατά λάθη, άρα σε γενικές γραμμές ήταν καλό. Άκουγα πολύ καλά στη σκηνή και αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα. Μου άρεσε πολύ ο χώρος, μου θύμισε downtown Νέα Υόρκη μιας συγκεκριμένης περιόδου. Έμοιαζε αμφιθεατρικός και είχε βάθος δεξιά και αριστερά. Μ’ αρέσει να βρίσκω με τα μάτια μου σημεία στο κοινό και να επανέρχομαι σε αυτά κατά τη διάρκεια της συναυλίας». Του αναφέρω ότι μου φάνηκε πως η συναυλία κύλησε αβίαστα, σαν νερό – ούτε που κατάλαβα πού πήγαν ενενήντα λεπτά. «Πιο κοντά στα εβδομήντα πέντε, ογδόντα» με διορθώνει ο woods, «κάποιες αλλαγές ήταν οι ίδιες όπως στα άλμπουμ μου, οπότε λειτουργούν καλά. Οι υπόλοιπες εναλλαγές λειτουργούν επίσης καλά ηχητικά μεταξύ τους, από Armand Hammer, Hiding Places, Year Zero με τον Danny Brown, μέχρι τα πιο vibey νούμερα όπως το Pollo Rico».

«Πόση ώρα είναι από εδώ το αεροδρόμιο;» ρωτά. «37 λεπτά. Να βγάλουμε μερικές φωτογραφίες» πετάχτηκα εγώ. «Ok, πρέπει να τις βγάλουμε όμως τώρα», λέει ο woods με αποφασιστικότητα. Δεν έχανε άλλη πτήση με τίποτα, ειδικά αυτή για το JFK.