Μουσικη

Sivert Høyem: «Είμαι πιο σίγουρος για τον εαυτό μου και το απολαμβάνω»

Ο frontman των Madrugada μιλάει για το νέο του προσωπικό άλμπουμ «On An Island» και ταξιδεύει στον χρόνο

Δημήτρης Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 899
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Sivert Hoyem: Συνέντευξη με τον frontman των Madrugada για το νέο του προσωπικό άλμπουμ «On An Island» που κυκλοφορεί στις 26 Ιανουαρίου 2024

Στον πρώτο συναρπαστικό δίσκο της νέας χρονιάς, ο Sivert Høyem φέρνει πολύ κοντά το indie rock με τη folk μουσική δημιουργώντας τραγούδια για την αυτo-ανακάλυψη, την απώλεια και την αγάπη. Εσωστρέφεια και στίχοι που προέκυψαν έπειτα από ενδοσκόπηση πρωταγωνιστούν στο καθηλωτικό ηχητικό τοπίο που δημιουργούν οι ντελικάτες ακουστικές και οι βαρύτονες κιθάρες σε συνδυασμό με την ατμοσφαιρική ενορχήστρωση. Λίγες ώρες μετά την Πρωτοχρονιά, ο Sivert Høyem άνοιξε την κάμερα και την καρδιά του.

Ο Sivert Hoyem για το νέο του προσωπικό άλμπουμ «On An Island»

Καλή χρονιά! Έχουν περάσει τρία χρόνια από την τελευταία φορά που συζητήσαμε για το EP «Roses Of Neurosis». Έχουν συμβεί τόσα πολλά από τότε και ο νέος χρόνος μάς βρίσκει με μία νέα επερχόμενη προσωπική σας κυκλοφορία, το άλμπουμ «On An Island» που θα ξεκινήσει το ταξίδι του στις 26 Ιανουαρίου. Κοιτώντας πίσω στο 2023, τι θα λέγατε και τι περιμένετε από τη χρονιά που μόλις ξεκίνησε;
Είμαι αισιόδοξος για το νέο άλμπουμ και ανυπομονώ να βρεθώ ξανά στον δρόμο. Το 2023 με βρήκε με αρκετό ελεύθερο χρόνο, κάτι που δεν συμβαδίζει με την προσωπικότητά μου. Δεν κάναμε περιοδεία με τους Madrugada την άνοιξη, παρά μόνο μία έντονη και περιεκτική καλοκαιρινή τρίμηνη περιοδεία, και το φθινόπωρο με βρήκε επίσης λιγότερο παραγωγικό και σε υπολειτουργία, οπότε πραγματικά ανυπομονώ να ξαναβγώ εκεί έξω. Όσο μεγαλώνω, τόσο συνειδητοποιώ ότι «πρέπει» να είμαι σε κίνηση. Το performing παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Για τον εαυτό μου έχω υψηλές προσδοκίες για τη νέα χρονιά, για την περιοδεία που έχουμε προγραμματίσει και για όσα θα συμβούν αργότερα. Λόγω και της σύνθεσης κομματιών –έχω γράψει αρκετά– υπάρχει έντονος ενθουσιασμός. Ο κόσμος είναι ένα τρομακτικό μέρος για την ώρα. Αλλά υποθέτω θα μιλήσουμε γι’ αυτό στην πορεία, ίσως.

Πώς προέκυψε ο τίτλος του άλμπουμ; Ποιο ήταν το «νησί» για αυτήν την έμπνευση, κυριολεκτικά ή μεταφορικά; Έχει να κάνει με το Nyksund, το ψαροχώρι στο οποίο μαζί με τους συνεργάτες σας μετακομίσατε στο παλιό σπίτι της ενορίας Zoar, τον Σεπτέμβριο του 2021, αν δεν κάνω λάθος, στήνοντας ένα αυτοσχέδιο στούντιο;
Ναι, κατέληξα στον τίτλο πολύ γρήγορα. Αμέσως μόλις βρήκαμε πώς θα κινηθούμε με τον δίσκο και αποφασίστηκε να πάμε στο Nyksund. Στη μουσική και τους στίχους μου δεν έχω επηρεαστεί πολύ από το μέρος που μεγάλωσα, γιατί το ξεκίνημά μου στη μουσική ήταν ταυτόχρονα και η έξοδός μου από εκεί. Κατάγομαι από ένα πολύ μικρό τόπο και κοιτώντας πίσω αισθανόμουν πάντοτε πως οτιδήποτε ενδιαφέρον και συναρπαστικό συνέβαινε κάπου αλλού. Θέλαμε να δούμε τον κόσμο και νομίζαμε ότι η μουσική μας ήταν αστική μουσική, επιθυμούσαμε τις μεγάλες πόλεις – Λονδίνο, Νέα Υόρκη, τέτοια μέρη. Αυτό το καταφέραμε. Σε αυτό το project όμως ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό. Ίσως φταίει ότι μεγαλώνω λιγάκι. Έχω βιώσει πράγματα, έχω εκπληρώσει πολλά από όσα ήθελα να κάνω όταν ήμουν νεότερος και έχω ζήσει ήδη αρκετά. Υπάρχει ένα στοιχείο νοσταλγίας σε αυτό το άλμπουμ, το οποίο μου βγήκε φυσικά. Ο τόπος καταγωγής μου έχει πολλά κοντινά τέτοια στοιχεία. Είναι εξαιρετικά απλό, προέρχομαι από νησί. Θα ηχογραφούσαμε στο Nyksund που βρίσκεται πολύ κοντά στον τόπο μου. Όταν το σκέφτηκα, μου φάνηκε τέλειο.

Πριν ξεκινήσετε δεν είχε γραφτεί τίποτα και όλη η δουλειά βγήκε αυθόρμητα και αβίαστα. Έχουν μάλιστα συμπεριληφθεί όλα στον δίσκο, ακόμα και οι τυχαίοι θόρυβοι, όπως το τρίξιμο των ξύλων… Πόσο σας απελευθέρωσε αυτή η απόφαση;
Έμοιαζε με τον πιο σωστό τρόπο να γίνει η δουλειά. Λιγοστοί άνθρωποι που παίζουν μουσική μέχρι να βγει το σωστό αποτέλεσμα – χωρίς χάσιμο χρόνου για την επίτευξη της τελειότητας. Το «τέλειο», έτσι κι αλλιώς, δεν είναι ποτέ «τέλειο» – ούτε για τη μουσική. Δεν υπάρχει λάθος και σωστό. Πάντοτε το ένιωθα αυτό, όσο περισσότερο προσπαθεί κάποιος να τελειοποιήσει ένα κομμάτι τόσο περισσότερο χάνεται η μαγεία του. Τουλάχιστον αυτό ισχύει για μένα. Ίσως υπάρχει διαφορά για τον ακροατή αλλά, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, όλο αυτό δεν το κάνω για κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό μου. Είναι ο μόνος δρόμος, μόνο έτσι το απολαμβάνω, όταν γράφω μουσική που ο ίδιος επιθυμώ να ακούω. Ναι, ήταν απελευθερωτικό και απολαυστικό. Δουλεύω με μερικούς από τους καλύτερούς μου φίλους και ήταν σπουδαίο να βρεθούμε εκεί, μόνοι μας, επί 14 ημέρες. Ήταν το τέλειο μέρος διαφυγής για να κάνεις κάτι τέτοιο.

Η Ιστορία με συνοδεύει σχεδόν όλη μου τη ζωή, είναι η οπτική μου στον κόσμο

Έχω την αίσθηση πως υπάρχουν τραγούδια σε αυτό το άλμπουμ που εξερευνούν το self-discovery. Τι ανακαλύψατε τα τελευταία χρόνια για τον εαυτό σας που δεν γνωρίζατε;
Δεν ξέρω… υποθέτω το νοσταλγικό στοιχείο σε αυτό το άλμπουμ είναι κάτι που με εξέπληξε λίγο. Γιατί πάντοτε πίστευα ότι ήμουν κάποιος που κοιτούσα μόνο μπροστά. Οπότε ήταν κάτι καινούργιο που πιθανότατα όμως ήταν πάντα εκεί, χωμένο στη μουσική μου, αλλά εγώ δεν του είχα δώσει την απαιτούμενη προσοχή. Έχουμε, λοιπόν, το βλέμμα προς τα πίσω. Πέρα από αυτό, δεν ξέρω τι γνωρίζω πια. Ορίστε άλλη μία αποκάλυψη για μένα!

Το τραγούδι «The Rust» είναι τόσο έντονο και τρυφερό ταυτόχρονα, μας προϊδεάζει σίγουρα για έναν πολύ εκφραστικό δίσκο. Επτά λεπτά και σαρανταεπτά δευτερόλεπτα γεμάτα μελωδίες, λυρισμό και κορυφώσεις… Τι πυροδότησε τη δημιουργία του;
Ήταν ένα από τα πρώτα που έγραψα όταν είχα εικόνα του συνολικού concept και του μέρους που θα κάναμε την ηχογράφηση. Αυτό μου έδωσε μεγάλη έμπνευση και έγραψα πολλά τραγούδια του δίσκου. Τα σημαντικότερα για το ύφος αυτού του άλμπουμ είναι το πρώτο τραγούδι «On an Island» και το «Two Green Feathers» που ακολουθεί. Και τα δύο γράφτηκαν σε ένα απόγευμα. Συζητούσα με τον μηχανικό ήχου για ένα ταξίδι στη βόρεια Νορβηγία και απλώς άρχισα να παίζω, με αποτέλεσμα να προκύψουν τρία τραγούδια. Το concept πίσω από όλο αυτό, η έμπνευση μέρους της μουσικής, ήταν από το φιλμ του Jim Jarmusch με την Tilda Swinton (σ.σ. το «Only Lovers Left Alive»). Δεν ξέρω τι σκέφτηκα για αυτή την ταινία, αλλά λάτρεψα τη μουσική της. Το κομμάτι, λοιπόν, έχει πάρει ένα ύφος από εκεί, οι στίχοι είναι καινούργιοι για μένα, γιατί όσα γράφω αφορούν όσα με απασχολούν, είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζω ώστε να βρω τις λέξεις για τη μουσική μου. Αυτή τη φορά ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό και προέκυψε με πιο αφηγηματική μορφή, σαν ιστορία, γύρω από δύο ανθρώπους που έμεναν σε ένα σπίτι το οποίο γκρεμιζόταν γύρω τους. Αν επισκεφτείς τη βόρεια Νορβηγία ή κάποια αγροτική περιοχή –υποθέτω το έχετε και στην Ελλάδα αυτό, τον ήλιο, τη θάλασσα– όλα λειτουργούν εναντίον σου γιατί σε τραβούν κοντά τους και πρέπει να είσαι αληθινά συγκεντρωμένος για να μην αρχίσεις να καταρρέεις.

Αισθάνεστε πως οι σπουδές σας στην Ιστορία σάς βοήθησαν ως storyteller ή όχι; Τι πιστεύετε πως σας έμαθε η μελέτη της Ιστορίας;
Σε ένα επίπεδο μπορείς να χωρίσεις τους ανθρώπους σε δύο στρατόπεδα, σε όσους ενδιαφέρονται για την Ιστορία και σε όσους δεν ενδιαφέρονται. Αυτό είναι πολύ ξεκάθαρο, είναι θέμα νοοτροπίας. Για μένα, το ενδιαφέρον για άλλους κόσμους ξεκίνησε όταν άρχισα να ασχολούμαι και με τη μουσική – ακόμα και αν πρόκειται για τον δικό μας το παρελθόν, είναι τόσο μακριά που κατά βάση πυροδοτεί τη φαντασία σου σχετικά με το πώς ήταν οι άνθρωποι τότε. Η Ιστορία με συνοδεύει σχεδόν όλη μου τη ζωή, είναι η οπτική μου στον κόσμο. Οι μεγαλύτεροι δημιουργοί τραγουδιών, όπως ο Bob Dylan, ξεκάθαρα βλέπουν τον κόσμο ως ένα μεγαλύτερο μέρος από το «εδώ και τώρα». Αυτό το έπαιρνα και από τον Shane MacGowan που πέθανε πριν από μερικές εβδομάδες, μελετούσα τη μουσική του και ήταν πάντα σημαντικός για μένα – το καταλάβαινες στον πλούτο των στίχων του, γνώριζε το παρελθόν, καταλάβαινε ότι όλα προέρχονται από κάπου. Η μουσική του περιείχε ελπίδα.

Οι πρώτες αναμνήσεις της σύνδεσής μου με τη μουσική είναι να βρίσκομαι στο πάτωμα και να φτιάχνω LEGO ακούγοντας Bruce Springsteen και το «Reckless» του Bryan Adams. Ήμουν πολύ τυχερός...

Ποιες είναι οι σκέψεις σας όταν συνειδητοποιείτε ότι χιλιάδες άνθρωποι ακούν και συνδέονται καθημερινά με τη μουσική σας;
Δεν το σκέφτομαι πολύ, αν και περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν. Είναι σημαντικό να το θυμάται κανείς μερικές φορές, γιατί το να είναι κάποιος καλλιτέχνης σημαίνει πολλή ενδοσκόπηση και πλήρη αναστάτωση όταν δεν προκύπτουν ιδέες για νέο υλικό, οπότε είναι ανακουφιστικό να γνωρίζεις ότι άνθρωποι εκεί έξω ακούν τη μουσική σου. Παρατηρώ καλλιτέχνες που έχουν απόλυτη γνώση του status τους και δεν μου αρέσει. Αισθάνομαι ωστόσο πολύ τυχερός για το ότι όλος αυτός ο κόσμος ακούει τη μουσική μου από τη στιγμή που ξεκίνησα, με παρηγορεί. Μου αρέσει που ενδιαφέρονται συνολικά και όχι μόνο για κάποια σινγκλ μου, είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο. 

Θυμάστε την πρώτη φορά που ακούσατε ένα τραγούδι σας στο ραδιόφωνο;
Δεν θυμάμαι, όμως θα πρέπει να ήταν κάποιο από το πρώτο EP των Madrugada. Δεν υπήρχε μόνο ένα που ακουγόταν, έπαιζαν όλα. Πάντως μας θυμάμαι να παίζουμε το «Strange Color Blue» στην τηλεόραση για πρώτη φορά. Όταν το είδα, ήμουν πολύ υπερήφανος για ό,τι κάναμε. Ήμασταν μία πολύ «επισφαλής» μπάντα για να διαλυθούμε, τεχνικά μιλώντας, το πνεύμα μας όμως ήταν πολύ καθαρό και αυτό μας κράτησε μαζί.

Ποιο νησί από όσα έχετε επισκεφτεί σας έχει εντυπωσιάσει περισσότερο; Υποθέτω έχετε ταξιδέψει πολύ στη ζωή σας με τις περιοδείες των Madrugada…
Ναι, ένα ελληνικό νησί που θέλω να επιστρέψω είναι η Πάτμος, είχα περάσει χρόνο εκεί ως παιδί. Ως έφηβος, βρέθηκα εκεί 1-2 φορές με τον μπαμπά μου για διακοπές.

Τι θυμάστε από την Πάτμο;
Ότι δεν ήταν καθόλου τουριστική. Θυμάμαι και κάποιους ψαράδες που μας πήγαν σε παραλίες πιο απομακρυσμένες, πανέμορφες. Έχω ωραίες αναμνήσεις και εικόνες.

Θυμάστε τις φιλοδοξίες που είχατε ως έφηβος; Πώς σας επηρέασε το οικογενειακό σας περιβάλλον στη σχέση σας με τη μουσική;
Δεν ήμουν φιλόδοξος σε σχέση με τη μουσική, μέχρι που γνώρισα τα παιδιά από τους Madrugada. Όμως γνώριζα ότι μπορώ να ανέβω στη σκηνή και να τραγουδήσω, ήταν προφανές ότι είχα ταλέντο από την πρώτη στιγμή. Δεν το σκεφτόμουν όμως. Τραγουδούσα στον εαυτό μου και το κάνω ακόμα. Οι πρώτες αναμνήσεις της σύνδεσής μου με τη μουσική είναι να βρίσκομαι στο πάτωμα και να φτιάχνω LEGO ακούγοντας Bruce Springsteen και το «Reckless» του Bryan Adams. Ήμουν πολύ τυχερός που αυτά τα άλμπουμ κυκλοφόρησαν στα 9 μου και ήταν ψηλά στα charts. Παραμένουν φανταστικά. Είχα την πλήρη στήριξη της οικογένειάς μου όταν άρχισα να έχω φιλοδοξίες και όταν μπήκα στην μπάντα. Η μαμά μου με πήγαινε όπου ήθελα, γιατί δεν είχα δίπλωμα οδήγησης. Σήμερα τα παιδιά  φαίνονται στοχοπροσηλωμένα, στα 90s περιφερόμασταν άσκοπα. Υπήρχε ωστόσο ένα καλό περιβάλλον για μουσική.

Ξεκινάτε μία νέα περιοδεία με πρώτο σταθμό στις 11 Φεβρουαρίου στο Oslo Opera House… Πώς σας άλλαξαν τα ταξίδια που κάνετε για να μοιράζεστε τη μουσική σας με το κοινό;
Απολαμβάνω τα ταξίδια όλο και περισσότερο, είναι ένα κομμάτι της ζωής μου που, όπως είπα και πιο πριν, το χρειαζόμουν. Να είμαι σε κίνηση, να προχωρώ, χρειαζόμουν προσδοκία για να κάνουμε μία συναυλία όσο καλύτερη μπορούσαμε, όλο αυτό είναι μια δύναμη στη ζωή μου. Απολαμβάνω να ταξιδεύω, διασφαλίζω ότι με περιβάλλουν έντιμοι άνθρωποι, μια μεγάλη «συμμορία» φίλων που ταξιδεύει, το εκτιμώ αυτό. Και αυτή η εκτίμηση για τη ζωή μεγαλώνει συνεχώς όσο μεγαλώνω και εγώ.

Τι σας εξιτάρει περισσότερο κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας;
Η συνολική εμπειρία. Τώρα πια δίνω μεγάλη προσοχή στο κοινό που με ακούει. Συνήθιζα να είμαι με τα μάτια κλειστά σαν τον Mark Lanegan, σε τέτοιο στιλ, όμως τώρα μετακινούμαι, είμαι πιο σίγουρος για τον εαυτό μου και το απολαμβάνω. Είναι σαν ένα αίσθημα εναγκαλισμού με τον ήχο και με την εμπειρία δημιουργίας μουσικής. Όλα αυτά εμπεριέχουν ένα πνευματικό, σχεδόν, στοιχείο.

Σκέφτεστε κάποιον ιδιαίτερο χώρο στη χώρα μας στον οποίο θα θέλατε να εμφανιστείτε στο πλαίσιο της περιοδείας του «On An Island»;
Είμαστε ακόμα σε αναζήτηση χώρου για την Ελλάδα. Όταν ξαναέρθω δεν θα ήθελα να παίξω σε έναν τεράστιο χώρο, θα ήθελα να είναι ένα κάπως μεγάλο club που θα βρεθώ και θα τραγουδήσω όπως τις παλιές ημέρες, για να μπορέσει και το κοινό να πιει ένα ποτό αν θελήσει. Θα δούμε τι θα κάνουμε στη συνέχεια, αλλά για την ώρα είναι αυτό.

Πώς αισθάνεστε για την αυξανόμενη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στη μουσική; Θα σκεφτόσασταν να τη χρησιμοποιήσετε;
Δεν ξέρω πώς χρησιμοποιείται, αν και έχω ακούσει τις φήμες για τη χρήση της σε τραγούδι των Beatles. Δεν μπορώ να δω τι χώρο μπορεί να έχει στη μουσική. Πρόκειται για μια αντίθεση, εμείς εφηύραμε όλα αυτά τα εργαλεία για να φροντίζουν τις κακοτεχνίες, όχι για να κάνουν μουσική. Δεν βγάζει νόημα για μένα, όμως μερικοί μπορεί να βρουν υλικό που θα τους ενθουσιάσει μέσα από εκεί – αν ο David Bowie ζούσε πιθανότατα θα το είχε αποδεχτεί. Ήταν εξυπνότερος από εμένα. Εγώ δεν βλέπω τίποτα το θετικό, αν και βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα – δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί σε 1-2 χρόνια. Οι πρώτοι καλλιτέχνες που θα απειληθούν από τη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης είναι όσοι γράφουν σχηματισμένη μουσική (formulated) – πολλή ποπ σήμερα έχει γραφτεί από 20 παιδιά μέσα σε ένα δωμάτιο που το καθένα έχει πετάξει μια πιασάρικη φράση, οπότε όλο αυτό λειτουργεί σαν ένας ανθρώπινος αλγόριθμος. Και η μουσική που ακούω όταν πηγαίνω γυμναστήριο, η ποπ μουσική των ημερών μας, είναι χειρότερη από ποτέ γιατί έχει φτιαχτεί για να την ακούν μαζικά. Αυτή η μουσική μπορεί να φτιαχτεί και από ρομπότ, δεν με απασχολεί. Για καλλιτέχνες όπως εγώ όμως διαφέρει, δεν με αφορά καθόλου.

Έχει περάσει μία δεκαετία από την ξεχωριστή συνεργασία σας με τους Satyricon στο σπουδαίο τραγούδι «Phoenix». Αλήθεια, πώς προέκυψε η συμμετοχή σας και πώς ταιριάξατε δημιουργικά με τον Sigurd Wongraven; Είστε φίλοι; Υπάρχει περίπτωση να σας ακούσουμε να συνεργάζεστε ξανά στο μέλλον;
Είναι πιθανό να ξανασυμβεί, και ναι, είμαστε φίλοι. Ήμουν πολύ τυχερός όταν με κάλεσε, νεότερος άκουγα metal, αλλά όχι black metal. Δεν είχα καμία γνώση στo black metal, μέχρι που άρχισα να ακούω λίγη τέτοια μουσική όταν δούλευα το άλμπουμ μου «Long Slow Distance» το 2011, οπότε το 2009-2010 ξεκίνησε το ενδιαφέρον μου γι’ αυτό το είδος, και γενικότερα για πιο progressive μουσική και πιο θορυβώδη πράγματα, άρα εκεί εντάχθηκε και το black metal. Όταν με κάλεσε ο Sigurd με είχε ακούσει σε κάποια tracks του «Long Slow Distance» στην τηλεόραση. Ήθελε να ξέρει αν μπορούσα να τραγουδήσω τέτοια κομμάτια και καταλήξαμε να διαμορφώσουμε μαζί αυτό το κομμάτι. Ήταν μακρά διαδικασία, εκείνος δουλεύει πολύ διαφορετικά, εγώ κάθομαι με την κιθάρα μου και παίζω ό,τι και όπως αισθάνομαι. Μας πήρε χρόνο να κάνουμε το τραγούδι, όμως τα καταφέραμε και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Από τότε έχω πολύ κοινό με μπλουζάκια Satyricon και Mayhem στις συναυλίες μου, το οποίο θεωρώ τρομερά cool, γιατί οι άνθρωποι που είναι χωμένοι στο black metal, είναι άνθρωποι που γνωρίζουν και είναι αφοσιωμένοι στη μουσική. Είναι ακριβώς αυτοί που θέλεις να έχεις στις συναυλίες σου.

Πώς εξηγείτε τη δημοφιλία του black metal;
Είναι το μοναδικό αυθεντικό μουσικό είδος στη Νορβηγία. Οι Νορβηγοί είναι υπερήφανοι γι’ αυτό. Είναι mainstream, αλλά δύσκολο να εξηγήσεις γιατί είναι τόσο δημοφιλές – υποθέτω είναι πιο δημοφιλές εκτός Νορβηγίας. Είναι μια μικροσκοπική χώρα και είναι ωραίο να συναντάς μερικούς από αυτούς τους τύπους, όπως τους Darkthrone, είναι πολύ υπερήφανοι για την κληρονομιά του black metal και ξέρουν την αξία του.

Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου, Sivert. Ανυπομονώ να ακούσω ολόκληρο το νέο άλμπουμ σε μερικές μέρες. Καλή χρονιά με υγεία και ευημερία!
Ευχαριστώ, πραγματικά απόλαυσα τη συνομιλία μαζί σου.