Μουσικη

Για να τελειώνουμε (ή έστω) να… αρχίζουμε με το ζήτημα της Κριτικής

Ο Καντ μιλώντας περί Αισθητικής θέτει τρεις βασικές κατηγορίες

Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 897
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ζήτημα της Κριτικής και η οπτική του φιλόσοφου Ιμάνουελ Καντ - Ένας οδηγός για τις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς

Έχουν ειπωθεί πολλά πάνω στο ζήτημα της Κριτικής. Όταν όμως θέλεις να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα –ειδικά όταν επίκεινται και οι λίστες με τα ΚΑΛΥΤΕΡΑ της χρονιάς– δεν έχεις παρά να επιστρέψεις σ’ έναν φιλόσοφο που η οπτική του δεν σου έκανε ποτέ: στον Ιμάνουελ Καντ.

Και… λογικό να μη σου κάνει. Τα ζητήματα ηθικής που έθετε, ο ιδεαλισμός του, όλη η προβληματική του περί Θεού –άσε και το γλωσσικό μπλέξιμο–, προφανώς σ’ έστελναν αλλού. Έλα όμως που πέρα από την «Κριτική του πρακτικού λόγου» και την «Κριτική του καθαρού λόγου», ο Καντ γράφει και μια τρίτη Κριτική, την «Κριτική της αισθητικής κρίσης» ή την «Κριτική της κριτικής δύναμης», όπως τη μεταφράζει ο Κώστας Ανδρουλιδάκης για τις εκδόσεις Ιδεόγραμμα. Βέβαια, ως καθηγητής Φιλοσοφίας, και μάλιστα στο Μόναχο, ο Ανδρουλιδάκης μεταφράζει σε μια γλώσσα που στη σύνταξή της μοιάζει περισσότερο με αρχαία παρά με νέα ελληνικά –λόγω και της συνάφειας με τα γερμανικά– οπότε προστιθέμενης και της στριφνότητας του λόγου του Καντ, έχεις πρόβλημα. Αλλά με τις τόσες αντικρουόμενες και σε πολλά σημεία ατελείς οπτικές στο ζήτημα της Κριτικής, αν θέλεις να ξεκαθαρίσεις τα βασικά, ο Καντ σε βοηθάει τελικά.

Αφήνοντας τις επιμέρους αναλυτικές, συχνά σχολαστικές, επισημάνσεις του Καντ, το πρώτο ζήτημα είναι ότι η Κριτική αφορά την ένταξη του μερικού στο γενικό. Την ένταξη δηλαδή ενός δίσκου, ενός βιβλίου, ενός πίνακα στην ευρύτερη κατηγορία των δίσκων, των βιβλίων, των πινάκων. Κι αν αυτό ήταν εύκολο το 1790 –τα έργα τέχνης ήταν σχετικά λίγα, άρα θα μπορούσε ευκολότερα να συγκροτήσει κανείς το σώμα του γενικού– σήμερα είναι αρκετά δυσκολότερο. Το απόλυτο παγκόσμιο γενικό είναι χαοτικό. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν και καθόλου δίκαιο να συγκριθεί, για παράδειγμα, το νέο album ενός Έλληνα τραγουδοποιού με την 9η του Beethoven. Άρα, σήμερα μπορούμε να μιλήσουμε απλώς για την ένταξη του μερικού στο γενικότερο. Το γενικότερο θα μπορούσε στο πιο πάνω παράδειγμα να είναι το ελληνικό τραγούδι ή το σώμα της μουσικής που προκύπτει από τους τραγουδοποιούς όλου του κόσμου ή απλούστερα, από τους τραγουδοποιούς της Ελλάδας. Εμείς επιλέγουμε για ποιο γενικό θα μιλήσουμε αλλά και το ίδιο το έργο: μέσα σε ποιο γενικό ζητά –ή αντέχει– εκείνο να ενταχθεί.

Ο Καντ μιλώντας περί Αισθητικής θέτει τρεις βασικές κατηγορίες: Πρώτα το Ευχάριστο ως αυτό που απλώς μας ικανοποιεί, γνώμη που κρατάμε για τον εαυτό μας. Το Ωραίο ως αυτό που πραγματικά μας αρέσει και είμαστε έτοιμοι να το υποστηρίξουμε στις μερικότερες ομάδες που ανήκουμε και τέλος, το Καλό, ως αυτό που εγκρίνουμε και εκτιμάμε επειδή έχει αντικειμενική αξία και είμαστε έτοιμοι να επιχειρηματολογήσουμε σε ολόκληρο τον κόσμο περί της αξίας αυτής. Ο Καντ προχωράει και γίνεται για πρώτη φορά απόλυτα υποκειμενικός όταν επιπλέον θέτει και την ποιότητα του Υψηλού. Το Υψηλό είναι αυτό που μας συγκινεί στον υπέρτατο βαθμό και δημιουργεί ένα ξεχείλισμα των συναισθημάτων μας, ας πούμε μπροστά σε έναν δίσκο, ένα βιβλίο, έναν πίνακα.

Αν και νιώθω ότι ο Καντ ορίζει τέλεια τα ζητήματα της Κριτικής –ακόμη κι όταν τα στοιχεία που εκείνος θέτει απλοποιούνται όπως πιο πάνω– είναι απαραίτητο να σημειώσουμε δύο πράγματα που δεν θα μπορούσε εκείνος να σκεφτεί λόγω εποχής: Το ένα είναι τα niche κοινά, τα οποία έχουν πολύ συγκεκριμένα, μερικότερα, και συχνά διαφοροποιημένα, ενδιαφέροντα από αυτά της ευρύτερης κοινωνίας –του mainstream, ας πούμε πρόχειρα–, πράγμα που σημαίνει ότι το Γενικό –το Γενικότερο στην προκειμένη περίπτωση–, μπορεί να είναι διαφορετικό ανά niche κοινό. Το δεύτερο είναι τα προσωπικά βιώματα, ή και τραύματα, που παίζουν τεράστιο ρόλο ως προς τη συγκίνηση που σχετίζεται με το Υψηλό. Έτσι, σήμερα μπορούμε να διακρίνουμε αναβαθμούς στη συγκίνηση που προκαλεί ένας δίσκος, ένα βιβλίο ή ένας πίνακας. Έτσι, καθένας από εμάς ορίζει, ενδεχομένως και άθελά του, μια προσωπική –υποκειμενική– κλίμακα ως προς το Υψηλό. Φυσικά ο Καντ θα μας σκότωνε αν τολμούσαμε να μιλήσουμε για Υψηλότερο ή λιγότερο Υψηλό, αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει κι εκείνος δεν είναι πλέον στη ζωή.

Με εργαλείο τη φαινομενικά απλή αλλά βαθύτατα τεκμηριωμένη «Κριτική της αισθητικής κρίσης» του Ιμάνουελ Καντ, επιλέγοντας όποια στοιχεία της μας φαίνονται πιο χρήσιμα, ως άνθρωποι της μεταμοντέρνας συνθήκης, μπορούμε στον επόμενο τόνο να επιλέξουμε τους Καλύτερους δίσκους –ή και τους Υψηλότερους– της χρονιάς που μας πέρασε. Η συνέχεια επί της οθόνης…

Έργο μεικτής τεχνικής του Γιώργου Φλωράκη για τη στήλη του Σημειώσεις Ενός Μονομανούς