Μουσικη

Οι Fujiya & Miyagi είναι έτοιμοι να ξανασυστηθούν στην Αθήνα

Μια συζήτηση με τον τραγουδιστή και κιθαρίστα της μπάντας David Best για το σχήμα που κόντρα στα προγνωστικά κατάφερε να γίνει αυτό που ονειρευόταν

Τάνια Σκραπαλιώρη
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη Fujiya & Miyagi: O frontman του σχήματος David Best μιλάει στην Athens Voice πριν τη συναυλία τους στο Fuzz Live Music Club, το Σάββατο 2 Δεκεμβρίου.

Κάποια τραγούδια είναι έρωτας με την πρώτη ματιά, ή καλύτερα με το πρώτο play. Το συναίσθημα, σωματικό και νοητικό, που σου δημιουργούν είναι τόσο κεραυνοβόλο που ξεκλειδώνει τη θετική προδιάθεσή σου για ολόκληρο το σύμπαν της μπάντας ή του καλλιτέχνη που το έχει δημιουργήσει. Ψάχνεις παθιασμένα να μάθεις περισσότερα γι’ αυτόν, ψάχνεις να ακούσεις κι άλλα, κι άλλα, πας μπρος πίσω στη δισκογραφία, ψάχνεις να αναπαράξεις την εντύπωση αυτού του πρώτου κεραυνοβολήματος. Πολύ συχνά δεν χρειάζεται καν να πρόκειται για ένα από τα «αντικειμενικά» μεγαλύτερα κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ. Αυτό που χρειάζεται είναι αυτό το υποκειμενικό «κάτι», το vibe, ο κόσμος που μπορεί να σε βάλει μια απλή ακολουθία από απλά beats, δυο τρεις χαρακτηριστικοί στίχοι, μια παράξενη γκρούβα.

Αυτό το «κάτι» το είχε σίγουρα για εμένα και τον εικοσάχρονο εαυτό μου το «Knickerbocker». Ποιοι ήταν αυτοί οι τύποι με το μυστήριο, ιαπωνικό όνομα που είχαν φτιάξει ό, τι πιο κοντινό σε pop φαντασίωση των CAN μπορούσε κανείς να συλλάβει; Παγωτό βανίλια φράουλα, παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, το φάντασμα ενός τραγικού τηλεοπτικού ειδώλου. CAN, LCD Soundsystem, Giorgio Moroder. Ηλετρονική, ροκ, disco, funk, kraut. Το «Knickerbocker» σε ασταμάτητα back-to-back με το «Vitamin C» και το «Losing My Edge». Μετά από αμέτρητα plays η ερώτηση σε μια εποχή χωρίς Shazam και χωρίς διαδίκτυο στη σημερινή του έκταση παραμένει: Ποιοι είναι αυτοί οι τύποι;

Κόντρα σε όλα τα προγνωστικά οι Fujiya & Miyagi είναι ένα σχήμα από το Brighton που το 2000 ξεκίνησαν με ένα sampler από το παράσπιτο των γωνιών του Steve Lewis χωρίς καμία προοπτική επιτυχίας και με αργή και σταθερή δουλειά κατάφεραν να γίνουν αυτό που ονειρεύονταν: μια επαγγελματική μπάντα που μπορεί ζει από τη μουσική της. Τόσο απλό. Σε αυτά τα είκοσι χρόνια κυκλοφόρησαν εννέα albums, μεταξύ των οποίων τα εξαιρετικά «Transparent Things» (2006) και «Lightbulbs» (2006) και είδαν τη μουσική τους να φιγουράρει από διαφημιστικά πρώτης γραμμής μέχρι εμβληματικές σειρές όπως το «Breaking Bad» και το «Succession». Η live απόδοσή τους ξεκλειδώνει τα μεγαλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης, περιοδείες με New Order και The Fall και μια μόνιμη τακτική πρόσκληση για τις μεγάλες σκηνές και χώρες από τις οποίες έχουν περάσει έστω και μία φορά. Τα τραγούδια τους μπαίνουν στις playlists των eclectic ραδιοφώνων – σε ό, τι αφορά τα ελληνικά αντίστοιχα ραδιόφωνα μια από τις πιο ευτυχείς και meaningful προσθήκες στις λίστες των πολύπαθων λιστών των σύγχρονων «εναλλακτικών» ραδιοσταθμών.

Μετά από 22 χρόνια σταθερής και γειωμένης πορείας οι Fujiya & Miyagi συνεχίζουν όπως πάνω κάτω ξεκίνησαν, με τον σταθερό πυρήνα των David Best και Steve Lewis να συνεχίζει κι αυτός όπως ξεκίνησε σε εκείνο το μικροσκοπικό σπιτάκι των γονιών του δεύτερου. Έχουν κυκλοφορήσει αισίως το ένατο, πολύ καλό album τους «Slight Variations», ετοιμάζουν το δέκατο και ετοιμάζονται για μια ακόμη χειμερινή περιοδεία, που θα τους φέρει για πρώτη φορά και στην Ελλάδα, στις 2 Δεκεμβρίου, στο Fuzz Live Music Club.

Στην άλλη άκρη του Zoom ο David Best με ένα φλιτζάνι τσάι από την κουζίνα του σπιτιού του στο Hove μας λέει ότι απολαμβάνει την οικογενειακή εστία πριν την αναχώρηση της μπάντας για την Κίνα. Η κουβέντα ξεκινάει -από τι άλλο;- από τον indie μύθο του ονόματος τους.

Είναι η αλήθεια ότι διαλέξατε το όνομα «Fujiya & Miyagi» επειδή θέλατε να σας περάσουν για Ιάπωνες;
Όχι ακριβώς έτσι αλλά και κάπως έτσι. Κατά τη διάρκεια των 90s όλοι στην Αγγλία ήταν πορωμένοι με τους Beastie Boys αλλά και με την ιαπωνική κουλτούρα, τα ρομπότ κλπ. Από εκεί ήταν και οι δικές μας αναφορές, δεν ήμασταν μια «κλασική» μπάντα, δεν είχαμε ντράμερ ή μπασίστα, είχαμε ηλεκτρονικό στοιχείο. Πειραματιζόμασταν, δεν κάναμε live shows, πιστεύαμε ότι δεν είχαμε προοπτική να ηχογραφήσουμε, οπότε δεν μας ένοιαζε και πολύ πώς θα μας λένε. Παράλληλα ψάχναμε κάτι για να κάνουμε pitch τους εαυτούς μας και νομίζω ήμουν εγώ που έριξα την ιδέα να διαλέξουμε ένα «ιαπωνικό» όνομα. Με το πέρασμα του χρόνου νομίζω ότι ήταν μια επιλογή που δεν μας έκανε καλό, ακούγεται ίσως πιο «ανόητο» όνομα σε σχέση με τη μουσική μας και το ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια - όχι ότι είμαστε σοβαροί και κοστουμάτοι, τίποτα τέτοιο αλλά κατάλαβες. Υποθέτω ότι είναι από αυτά τα ανόητα πράγματα που κάνεις καμιά φορά λάθος όταν ξεκινάς νέος.

Δεν ξέρω αν θα το έλεγα ανόητο, για εμένα λειτούργησε περισσότερο ως μυστήριο, θυμάμαι να ακούω το «Knickerbocker» και να αναρωτιέμαι ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι τύποι.
Ναι υποθέτω ότι υπήρχε και λίγο μυστήριο. Η αλήθεια πάντως είναι ότι δυσκολευτήκαμε πολύ να βρούμε ακόμα και αυτό το όνομα. Θυμάμαι όταν ξεκινούσαμε ότι συγκατοικούσαμε με τον Steve (Steve Lewis) στο πίσω διαμέρισμα του σπιτιού των γονιών του για να εξοικονομήσουμε χρήματα και να αγοράσουμε το πρώτο μας sampler. Μοιραζόμασταν αυτόν τον μικροσκοπικό χώρο και στον τοίχο είχαμε ένα τεράστιο πόστερ των Beastie Boys και σε αυτό απεικονιζόταν μεταξύ άλλων κι ένα παλιό πικάπ μάρκας Fujiya. Οπότε λέω στον Steve, «Οκέι, εσύ θα είσαι ο Fujiya και εγώ θα είμαι ο Miyagi από το Karate Kid». Το λατρεύαμε το Karate Kid μικροί, όλα τα παιδιά τότε ήθελαν να γίνουν είτε Ε.Τ. είτε Mr. Miyagi. Οπότε κάπως έτσι χρησιμοποιήσαμε τις παιδικές μας αναμνήσεις για να βρούμε ένα όνομα -όπως άλλωστε κάνουμε συχνά με τα τραγούδια μας. Το «Κnickebocker» είναι ακριβώς αυτή η παιδική μου ανάμνηση, να είμαι παιδί, να τρώω αυτό το παγωτό, το Knickerbocker Glory, βλέποντας στην τηλεόραση τη Lena Zavaroni. Αλλά για να επιστρέψω στο όνομα ναι υπήρχε αυτό το μυστήριο αλλά υποθέτω ότι δημιούργησε περισσότερες ερωτήσεις από όσες ίσως θα θέλαμε, περισσότερες ερωτήσεις από απαντήσεις.

Ο όλος ήχος σας είναι πολύ ιδιαίτερος. Weird funk, kraut επιρροές, disco μοτίβα στο βάθος. Πώς προέκυψε αυτό το χαρμάνι;
Όπως συμβαίνει συνήθως ξεκινήσαμε κι εμείς με κάποιες βασικές επιρροές, τους δίσκους που αγαπούσαμε, που ήταν ουσιαστικά η συλλογή των δίσκων μας και μετά όταν αρχίσαμε να γράφουμε, αρχίσαμε να εμπνέουμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας, συνεχίζοντας να χτίζοντας αυτόν τον ήχο. Λατρεύω τους CAN, είναι η αγαπημένη μου πάντα, αλλά αγαπούσαμε πολύ και τους Sly & the Family Stone, τους Parliament. Ενώ ο Steve ήταν πολύ επηρεασμένος από τον Aphex Twin, τον Squarepusher και όλον τον ήχο του Detroit. Οπότε προσπαθήσαμε να συνδυάσουμε όλα αυτά τα στοιχεία. Αυτό που κάναμε όταν ξεκινήσαμε ήταν να έχουμε ένα σχέδιο, έναν «χάρτη» όλων αυτών που δεν θέλαμε να είμαστε, και αυτό μας προσδιόριζε. Θέλαμε όλα να είναι ακριβή, να είναι στη θέση τους, να μην υπάρχουν επιδεικτικές φλυαρίες. Και μέσα από αυτούς τους περιορισμούς που θέσαμε στους εαυτούς μας γίναμε αυτό που είμαστε. Όταν ξεκινάει μια μπάντα όλοι τη ρωτάνε ποιος είναι ο ήχος της αλλά η αλήθεια είναι ότι συχνά παίρνει αρκετό χρόνο να τον χτίσεις. Εμάς μας πήρε αρκετό χρόνο, μας πήρε τρία χρόνια για να κάνουμε δύο τραγούδια. Είχαμε και το θέμα των φωνητικών, δεν είμαι φυσικός τραγουδιστής, μου αρέσει να γράφω λέξεις, αλλά δεν τραγουδάω. Αλλά βρήκαμε το εύρημα των ψιθύρων, κι αυτό δάνειο από τους CAN. Και είκοσι χρόνια μετά είμαστε ακόμα εδώ, και κάνουμε αυτό που είμαστε ακόμα.

...λέω να τα καταφέρω μόνος μου σήμερα. Θα διαβάσω το βιβλίο μου, θα κάνω μια βόλτα. Είναι πολύ πιο «υγιεινό» από το να σκρολάρω ατελείωτα.

Μπορεί να σας πήρε αρκετό χρόνο αλλά τελικά καταφέρατε να σας προσέξουν. Από ό, τι κατάλαβα όμως από την αρχή της κουβέντας δεν είναι κάτι που πολυπεριμένατε.
Όχι είναι η αλήθεια και μας πήρε και αρκετά χρόνια για να αρχίσουμε να παίζουμε live. Είχαμε κάνει μια μικρή πρώτη κυκλοφορία, περισσότερο για να βρούμε το στιλ μας, να δούμε που και πώς ταιριάζουμε. Αλλά ήταν με το «Transparent Things» το 2006 που πήραμε μεγαλύτερη προσοχή από τα media και γίναμε live μπάντα. Και τότε μπόρεσαν να βγουν και οι πιο pop αναφορές μας, ο Prince, οι Talking Heads και συνομίλησαν με αυτόν τον funk - punk άξονα που ακολουθούσαμε και ξεκίνησε να κυλάει το πράγμα. Και όταν παίζεις live τότε μπορείς πραγματικά να επηρεάσεις κάποιον, να επικοινωνήσεις με το κοινό σου. Όταν μπορείς να κάνεις κάποιον να κινηθεί σωματικά με τη μουσική σου, είναι κάτι το υπέροχο. Ήμασταν τυχεροί, ο ήχος μας «κόλλησε» με αυτό που συνέβαινε εκείνη την εποχή στη Νέα Υόρκη. Ήταν μια καλή συγκυρία, αν είχαμε βγει προς τα έξω ένα δυο χρόνια αργότερα μπορεί να ακουγόμασταν ως μια βαρετή επανάληψη. Αλλά βρεθήκαμε σε ένα σωστό μέρος, μια σωστή στιγμή.

Αν δεν κάνω λάθος λίγο καιρό μετά το track «Collarbone» έγινε featured σε ένα διαφημιστικό της Jaguar. Και ακολούθησαν και άλλες «εμπορικές» χρήσεις της μουσικής σας σε τηλεοπτικές σειρές και διαφημιστικά.
Ναι πράγματι και αυτό μας επέτρεψε να αφήσουμε τις πρωινές δουλειές μας και να ζήσουμε ουσιαστικά από τη μουσική. Δουλεύαμε με τον Steve στο ίδιο γραφείο στο Brighton και όταν έγινε αυτό με το πρώτο διαφημιστικό κοιταχτήκαμε και είπαμε «Μήπως να παραιτηθούμε;» Και αυτό κάναμε. Τότε το να έχεις ένα τραγούδι σου σε μια διαφήμιση θεωρείτο πιο cheesy από ό,τι ίσως σήμερα. Αλλά όταν έχεις ενηλικιωθεί δεν μπορείς εύκολα να απορρίπτεις τέτοιες προτάσεις. Δεν ήμασταν πλούσια παιδιά ή κάτι τέτοιο. Σκεφτήκαμε απλώς ότι αυτό θα μας επέτρεπε να κάνουμε μουσική για έναν ακόμα χρόνο απερίσπαστοι, να αντέξουμε έναν ακόμα χρόνο. Και ό,τι έπρεπε να αρπάξουμε την ευκαιρία. Το μόνο που μας απασχολεί, που με απασχολεί, είναι πώς θα συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε και το πώς θα είμαστε σε θέση να το κάνουμε. Και οτιδήποτε μας δίνει αυτή τη δυνατότητα είναι σπουδαίο. Το ότι ας πούμε δώσαμε το «Uh» στο Breaking Bad αποδείχτηκε σπουδαίο. Ήταν η πρώτη σεζόν της σειράς οπότε δεν ξέραμε πώς θα πάει ούτε ότι θα κάνει τέτοια επιτυχία. Θα μπορούσε να είναι άθλια. Αλλά δεν ήταν και όλο αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να συστηθούμε σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Οπότε μόνο θετικά λειτούργησαν για εμάς όλες αυτές οι χρήσεις της μουσικής μας.

© Olly Hearsay

Αν μπορούσατε να διαλέξετε μια σειρά, όποια θέλετε, για να δώσετε τη μουσική των Fujiya & Miyagi ποια θα ήταν αυτή και γιατί;
Η αγαπημένη μου σειρά είναι το «Twin Peaks», λατρεύω τον David Lynch, νομίζω ότι είναι ό,τι καλύτερο έχει γίνει ποτέ σε οποιαδήποτε καλλιτεχνική φόρμα. Αλλά και στο «Poker Face» με τη Natasha Lyone θα μας άκουγα, μοιάζει τόσο με το «Colombo» των 70s, είναι ιδιοφυές. Αν και στην πράξη δυσκολεύομαι πολύ να ακούσω τη μουσική μας, ή να μας δω στην τηλεόραση. Αν μας δείχνει σε κάποια συνέντευξη ή όταν παίζει ένα τραγούδι μας σε κάποια σειρά συνήθως φεύγω από το δωμάτιο για να μην ακούω. Είναι κάτι που έχουμε δημιουργήσει σε έναν προσωπικό μας χώρο, ένα προσωπικό μας δωμάτιο και ξαφνικά αυτό ανοίγει σε όλον τον κόσμο.

Παρότι η μουσική σας γνώρισε την επιτυχία κρατήσατε χαμηλό προφίλ όλα αυτά τα χρόνια. Ακόμα και σήμερα δεν ξέρουμε πολλά για εσάς πέρα από τα albums σας. Ήταν μια συνειδητή επιλογή αυτή η «ησυχία»;
Όταν ξεκινήσαμε πέσαμε πάνω σε μια στιγμή που ξεκινούσαν και πολλές άλλες παρόμοιες μπάντες, σε μεγαλύτερες δισκογραφικές, που έγιναν αμέσως πολύ πιο δημοφιλείς. Διαφημίζονταν παντού, ήταν παντού, συνεχώς μπροστά σου. Παράλληλα πριν περίπου δέκα χρόνια αποφασίσαμε να τα κάνουμε όλα εμείς, όλα μόνοι μας. Να γράφουμε μόνοι μας, να ελέγχουμε τι και πότε θα βγει προς τα έξω, να μπορούμε να πούμε όχι. Αυτή η επιλογή όμως μπορεί να σου δώσει δημιουργικό έλεγχο αλλά ένα μειονέκτημά της είναι ότι μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση ενός χαμηλού προφίλ περισσότερο από ό,τι θα ήθελες καλλιτεχνικά. Δεν έχεις κάποιον να σε βοηθήσει να ακουστείς στα μέσα, στο ραδιόφωνο - αν δηλαδή ακούει κανείς ραδιόφωνο πια. Από την άλλη είμαστε έτσι κι αλλιώς χαμηλών τόνων ως προσωπικότητες, ντροπαλοί, δεν το ‘χουμε πολύ με το να βγαίνουμε προς τα έξω, να κάνουμε τον κόσμο να μας προσέξει.

Είσαστε μια μπάντα που έχει παραμείνει σταθερή στον πυρήνα της για δύο δεκαετίες και συνεχίζετε. Πώς το καταφέρατε; Βοήθησε αυτό το χαμηλό σας προφίλ ίσως να μην υπάρχουν μεγάλες αναταράξεις;
Παρότι είχαμε κατά καιρούς διαφορετικά μέλη να έρχονται και να φεύγουν ο πυρήνας του γκρουπ, εγώ και ο Steve, παραμείναμε πράγματι σταθεροί. Νομίζω ότι αυτή η σταθερότητα έχει να κάνει με το πόσο σημαντική είναι η μπάντα για εμάς, πόσο σημαντικό κομμάτι της ζωής μας. Αγαπώ τη μουσική, αγαπώ να φτιάχνω μουσική και αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να το κάνω. Γιατί όσο περισσότερο καιρό κάνεις κάτι, τόσο πιο πολύ βαθαίνουν οι ρίζες του μέσα σου, τόσο βαθαίνει η ικανότητά σου να το κάνεις. Ίσως το κλειδί είναι και το να μην περνάμε τόσο πολύ χρόνο μαζί εκτός μπάντας, εκτός περιοδείας, να δίνουμε ο ένας στον άλλον χώρο. Υπό αυτήν την έννοια είμαστε περισσότερο σαν αδέλφια παρά σαν φίλοι ή συνάδελφοι. Κάποιες μπάντες θέλουν να βρουν αμέσως τη μεγάλη επιτυχία, θέλουν τον μεγάλο δίσκο, βγάζουν ένα - δύο μεγάλους δίσκους και μετά χάνονται, έχουν τελειώσει πριν γίνουν 24. Εμείς προχωράμε βήμα το βήμα. Κάνουμε ό, τι χρειάζεται για να βγαίνουμε και ό,τι χρειάζεται για να βγάλουμε τον επόμενο δίσκο.

Το ότι δώσαμε το «Uh» στο Breaking Bad αποδείχτηκε σπουδαίο...

Πόσο διαφορετικά βλέπετε τους εαυτούς σας και τα πράγματα τώρα μετά από όλα αυτά τα χρόνια; Ποια είναι η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ μιας νέας μπάντας που έσκαγε τότε και μιας νέας μπάντας που σκάει σήμερα;
Δεν είχαμε καν διαδίκτυο στις «δικές μας ημέρες» - τόσο μεγάλοι είμαστε. Παίζαμε σε εντελώς διαφορετικό γήπεδο. Ήταν και πιο έντονη ίσως η ανάγκη να ανήκουμε κάπου όταν ήμασταν νέοι τότε. Όταν ήμουν εγώ νέος, ας πούμε, αγαπούσα πολύ τους Dinosaur Jr., τους Pixies, το grunge, ήμουν grunger. Και ο Steve την ίδια περίοδο ήταν raver. Πριν ακόμα γνωριστούμε αυτά αλλά αυτές ήταν οι «ταυτότητές» μας, έτσι αυτοπροσδιοριζόμασταν. Αλλά τώρα με το internet  από τη μία μπορεί κάποιος να έρθει σε επαφή με πολύ περισσότερα πράγματα και ομάδες, κάτι που είναι υγιές, από την άλλη δεν εδραιώνεται εύκολα πια αυτό που λέμε «μουσική φυλή». Και οι νέοι θα το έχουν πάντα ανάγκη αυτό, να ανήκουν κάπου, να μπορούν να ταυτιστούν με μια ομάδα ομοίων τους. Είναι σίγουρα και πολύ πιο εύκολο για μια νέα μπάντα να την προσέξει κάποιος με το internet - όταν ξεκινούσαμε εμείς δεν πιστεύαμε ποτέ ότι θα κατέληγε κάπου όλο αυτό, ότι θα μας πρόσεχε κάποιος γι' αυτό και, όπως είπα και πριν, χωρίς να το σκεφτούμε διαλέξαμε αυτό το όνομα, το οποίο μετά μας κόλλησε αναγκαστικά. Ναι, οι νέες μπάντες του σήμερα μπορούν να επικοινωνήσουν τη μουσική τους πιο εύκολα και γρήγορα χρησιμοποιώντας τα social media, τις πλατφόρμες και όλα τα νέα εργαλεία αλλά προσωπικά -δεν ξέρω μπορεί και να έχω μεγαλώσει- έχω βαρεθεί με τα social media. Όλο αυτό το μπαράζ του περιεχομένου, της αυτοδημοσιοποίησης, του να πρέπει να επικοινωνείς συνεχώς τον εαυτό σου. Το βρίσκω εξαντλητικό. Καταλαβαίνω ότι όλοι οι καλλιτέχνες πρέπει να το κάνουμε αναγκαστικά έστω και λίγο, να έχουμε μια υποτυπώδη παρουσία και καταλαβαίνω και τις νέες μπάντες που έτσι έχουν μεγαλώσει και είναι κομμάτι τους και για κάποιους δουλεύει κι όλας. Αλλά εμένα δεν μου αρέσει καθόλου, δεν είμαι καθόλου μέσα σε αυτό.

Αυτή η στάση έχει εμπνεύσει και το track «Digital Handover» που ακούμε στον τελευταίο σας δίσκο «Slight Variations»;
Ναι, αυτή. Κυρίως τα spam emails και το ξέχειλο inbox. Κάθομαι στον υπολογιστή μου και δεν ξέρω τι θα δω κάθε φορά. Βομβαρδισμός. Ασφαλιστικές, κάθε λογής εταιρείες που θέλουν να σου πουλήσουν το οτιδήποτε, από το να σε βοηθήσουν με το website σου μέχρι να σου βρουν έναν...CEO. Όχι ευχαριστώ, λέω να τα καταφέρω μόνος μου σήμερα. Θα διαβάσω το βιβλίο μου, θα κάνω μια βόλτα. Είναι πολύ πιο «υγιεινό» από το να σκρολάρω ατελείωτα.

Προσπαθείτε να μένετε αποσυνδεδεμένος για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα;
Ναι το κάνω. Τώρα που το σκέφτομαι νομίζω ότι αυτός είναι ίσως ένας ακόμα λόγος που δεν είμαστε περισσότερο επιτυχημένοι, γιατί αγνοώ συχνά τα emails μου (γέλια).

Ένα ακόμα στοιχείο της «ψηφιοποίησης» των πάντων που βιώνουν καθημερινά οι μπάντες στα live τους είναι τα κινητά τηλέφωνα. Συχνά παίζουν για μια θάλασσα από αυτά που καταγράφουν καρέ - καρέ το live σε αμέτρητα video που αμφιβάλλω αν θα τα ξαναδούμε ποτέ, τραβιούνται κυρίως για να ανέβουν στα social media. Πολλοί καλλιτέχνες έχουν αρχίσει να αντιδρούν, ζητούν να κατεβάσουν τα τηλέφωνα σε συγκεκριμένα tracks ή και σε όλο το live. Εσείς πώς το βιώνετε;
Δεν μπορώ να ζητήσω κάτι τέτοιο από οποιονδήποτε έχει έρθει να μας δει κι έχει πληρώσει γι' αυτό. Μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Δεν είμαι θεματοφύλακας της χρήσης του smartphone, σε αυτόν τον κόσμο ζούμε. Η αλήθεια είναι ότι ιδίως αν μιλάμε για μεγάλα live, με χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδες κόσμου, και βλέπεις από κάτω χιλιάδες ή δεκάδες τηλέφωνα αυτό μπορεί να είναι πολύ αποπροσανατολιστικό και ενοχλητικό. Αλλά και πάλι, εμείς δεν είμαστε και η Taylor Swift οπότε πιστεύω ότι μπορούμε να το διαχειριστούμε.

Νιώθετε ποτέ νοσταλγία για τον «παλιό, καλό, καιρό» όταν όλα ήταν αλλιώς; Απλότερα ίσως;
Δεν ξέρω. Ήταν ας πούμε πολύ πιο δύσκολο χωρίς κινητά να κανονίσεις ένα απλό ραντεβού με κάποιον. Έλεγες «θα σε βρω στις οχτώ στο τάδε σημείο» και δεν ήταν σίγουρο πώς θα πάει αυτό. Αλλά ίσως και να ήταν όλα ευκολότερα. Δεν ξέρω. Δεν είμαι ιδιαίτερα νοσταλγικός, μου αρέσει να σκέφτομαι το μέλλον και πώς θα πλοηγηθώ σε αυτό. Υποθέτω ότι όλα ήταν πιο απλά παλιότερα και ιδίως αυτό που μου αρέσει όταν σκέφτομαι εκείνον τον καιρό είναι το πώς μπορούμε να κάνουμε και τις ανοησίες μας ως νέοι χωρίς να «καταγράφονται» με τον τρόπο που γίνεται σήμερα. Υπό αυτήν την έννοια τη λυπάμαι λίγο τη νέα γενιά που στα 20 της ίσως πρέπει να λογοδοτεί συνέχεια για το πώς περνάει καλά, μιας και οποιαδήποτε νεανική ανοησία ή κουταμάρα πιθανότατα καταγράφεται από κάποιον με ένα κινητό τηλέφωνο. Ήταν σίγουρα καλύτερα όταν δεν υπήρχε αυτή η διάσταση.

Ποια ήταν μια «ανοησία που κάνατε εσείς στα 20 σας;
Τίποτα σπουδαίο. Υποθέτω το να είμαι μεθυσμένος όλη μέρα και να με παίρνει ο ύπνος οπουδήποτε σε οποιαδήποτε στάση. Τίποτα σπουδαίο αλλά και πάλι δεν θα ήθελα να το μοιραστώ σε ένα βίντεο με τον κόσμο.

Επιστρέφοντας στο «Slight Variations» τον τελευταίο σας δίσκο ποια εκδοχή της μπάντας θα λέγατε ότι αντιπροσωπεύει;
Νομίζω ότι είναι μια ιδανική εισαγωγή στον κόσμο μας. Με το «Transparent Things» το 2006 δείξαμε ακριβώς τον αισθητικό μας προσανατολισμό αλλά τώρα η τεχνολογία έχει προχωρήσει και μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε περισσότερα πράγματα, να προσθέσουμε κι άλλες υφές, να ενισχύσουμε σημεία. Ακόμα και πεντάλ κιθάρας βάλαμε σε αυτόν τον δίσκο, μάλλον περνάμε κρίση μέσης ηλικίας (γέλια). Ναι νομίζω ότι είναι από τους καλύτερους δίσκους που έχουμε κάνει και μια πολύ καλή αναφορά στο ποιοι είμαστε, στην καλύτερη τεχνολογική εκδοχή μας. Αλλά ετοιμάζουμε τον επόμενο δίσκο που θα έχει πιο live χαρακτήρα, θα είναι περισσότερο εμείς όταν παίζουμε live. Γιατί ακουγόμαστε πολύ διαφορετικά στο live απ' ό, τι στους δίσκους. Και ο κόσμος μας ζητάει αυτό το πιο ωμό, σκληρό στοιχείο που έχουμε στα live αλλά είναι πολύ δύσκολο να το μεταφράσουμε σε ένα δίσκο. Αυτό θα προσπαθήσουμε να κάνουμε και είμαστε ενθουσιασμένοι γι’ αυτό.

Είναι εντυπωσιακό ότι παρότι έχουν περάσει 22 χρόνια από τότε που ξεκινήσατε ακούγεστε έτοιμοι να επανασυστήσετε τους εαυτούς σας στον κόσμο.
Ναι όταν μια μπάντα υπάρχει για πολύ καιρό αλλά κάποιος δεν την έχει ξανακούσει ποτέ πρέπει να του δώσεις το σωστό σημείο εισόδου. Γιατί να ξεκινήσει κάποιος που θέλει να μας μάθει από τον λιγότερο καλό μας δίσκο ας πούμε; Γι’ αυτό νομίζω ότι το «Slight Variations» και το «Transparent Things» είναι ό,τι καλύτερο για να ξανασυστηθούμε σε όποιον δεν μας γνωρίζει. Είναι πολύ όμορφη εποχή αυτή για να κάνεις μουσική. Η τεχνολογία έχει καταλύσει πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε εμείς όταν ξεκινούσαμε με ένα μόνο sampler. Είναι πολύ εύκολο για τον κόσμο να δημιουργήσει, και αυτό είναι πολύ ωραίο.

Ωραία αυτή η αισιόδοξη οπτική γιατί οι ανησυχίες για το τι θα σημαίνει η τεχνολογία για τη δημιουργία είναι πολύ έντονες ιδίως στον καλλιτεχνικό κόσμο.
Γι’ αυτό πρέπει να προσπαθείς να ζεις μέσα στα λάθη σου. Να μην κυνηγάς το τέλειο τραγούδι, να μην κάνεις όλα τα beats να ακούγονται το ίδιο. Ναι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να ακούγεται πολύ τρομακτική. Αλλά πάντα όταν θες να συνεχίσεις να κάνεις κάτι πρέπει να προσπαθείς να προσαρμοστείς. Και η αλήθεια είναι ότι δεν πιστεύω ότι η δικιά μας η μπάντα είναι ιδιαίτερα ψηλά στη λίστα αντιγραφής της τεχνητής νοημοσύνης. Οπότε νομίζω μπορούμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας κάτω απ’ το ραντάρ (γέλια).

Μετά από 22 χρόνια Fujiya & Miyagi λοιπόν τι κρατάτε από αυτό το ταξίδι;
Το ταξίδι το ίδιο. Η δυνατότητα που μας έδωσε αυτή η μπάντα, αυτή η δουλειά να ταξιδέψουμε, να ταξιδέψουμε σε όλον τον κόσμο- κάτι που δεν θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει αλλιώς. Να ταξιδέψουμε με όχημα τη μουσική μας, βγάζοντας τη μουσική μας έξω στον κόσμο.