Μουσικη

Blend Mishkin: Ο παραγωγός στη μουσική είναι όπως ο σκηνοθέτης στον κινηματογράφο

O Γιώργος Μαντάς κλείνει φέτος 30 χρόνια στη μουσική και μιλάει για όλα τα σχήματα και τα projects με τα οποία έχει καταπιαστεί.
Γιώργος Φλωράκης
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Blend Mishkin: Συνέντευξη με τον μουσικό παραγωγό που κλείνει 30 χρόνια δημιουργίας - Οι συνεργασίες και τα μουσικά projects του

Γνώρισα τον Γιώργο Μαντά το 1993, μόλις είχε κυκλοφορήσει το πρώτο single των Bella Union στην Pegasus. Είχε περάσει από τα γραφεία του Ποπ+Ροκ για να μου αφήσει ένα αντίτυπο για το «Local Heroes», τη στήλη του περιοδικού που αφορούσε τα ελληνικά συγκροτήματα. Σπουδαία εποχή κι εξαιρετική μπάντα! Μιλήσαμε αρκετές φορές τότε… Τον ξανασυνάντησα το καλοκαίρι -ως Blend Mishkin πια- στην αγορά της Κυψέλης στο κλείσιμο του Hip Hop Camp για παιδιά 9-16 ετών που διοργανώνει μαζί με το El Sistema. Είναι το αγαπημένο camp της κόρης μου. Εκείνος με βοήθησε να συνδυάσω τον Blend Mishkin με τον Γιώργο των Bella Union. Συνειδητοποιώ ότι έχουν περάσει 30 ολόκληρα χρόνια κι αναρίθμητα projects από τα χέρια του. Όλα με μια ποιότητα που σπάνια συναντά κανείς. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και οπουδήποτε στον κόσμο…

Τι θυμάσαι από το 1993, όταν κυκλοφορούσες το «Spring» με τους Bella Union;
Θυμάμαι τον μεγάλο ενθουσιασμό μας, μην ξεχνάς ότι ήμασταν όλοι 18-19 ετών. Το ότι μας επέλεξε τότε ο Πετρος Κουτσούμπας να κυκλοφορήσουμε 45άρι δισκάκι στην Pegasus ήταν σαν όνειρο, είχαμε επιτέλους δίσκο. Το 1993 δεν ήταν όπως τώρα που ανεβάζεις την μουσική σου στο Spotify χωρίς εταιρία και κυκλοφορεί την επόμενη μέρα, τότε ήταν πιο περίπλοκο.

Πώς ήταν η σκηνή τότε;
Από το 1990 μέχρι το 1994 παίζαμε τουλάχιστον δυο φορές το μήνα στο ΑN club. Από την αρχή κάναμε πρόβες στο Studio Voices στην πλατεία Αμερικής. Ήμουν 14 η 15 όταν πήγα εκεί για πρώτη φορά και θυμάμαι να έχω μαγευτεί από την ατμόσφαιρα του studio. Έφτανα στις πρόβες μισή ή και μια ώρα νωρίτερα από τον ενθουσιασμό μου να βρεθώ στον χώρο. Το Voices το είχε ο Φώντας από τους Trespass ένα new wave / synth συγκρότημα και ηχολήπτης δούλευε  ο Γιώργος Πρινιωτάκης που τώρα έχει το Artracks studio. Μαζί με τον αδελφό του τον Άλκη είχαν τους Wasteland, μια από τις καλύτερες συνθετικά μπάντες της εποχής. Με αυτούς και με τους Common Sense παίζαμε συνέχεια στο ΑΝ club και από εκεί μας τσίμπησε ο Κουτσούμπας. Όταν βγήκε ο δίσκος στην Pegasus το πήγαμε σε όλα τα ραδιόφωνα μόνοι μας και χωρίς να το περιμένουμε, τους επόμενους μήνες το «Spring» έπαιζε 3 και 4 φορές τη μέρα από κάποιους σταθμούς. Θυμάμαι να μας παίρνουν τηλέφωνο από τη Warner, τη Sony και την EMI με ενδιαφέρον να μας υπογράψουν. Τελικά υπογράψαμε με τη Warner και μας έπεισαν να κάνουμε το «Spring» EP, το ίδιο κομμάτι που είχαμε κάνει μόνοι μας στην Pegasus αλλά σε νέα παραγωγή του Άκη Δαούτη. Δεν βγήκε όσο καλό περιμέναμε, είχε χάσει την ενέργεια που είχαμε πετύχει μόνοι μας στην αρχική εκτέλεση. 

Αμέσως μετά τους Bella Union έφτιαξες το δικό σου studio χρησιμοποιώντας ένα Atari. Πώς ένιωθες να πειραματιζόμενος για πρώτη φορά με πλήκτρα αντί του μπάσου που έπαιζες μέχρι εκείνη τη στιγμή;
Δεν θα το έλεγα studio, είχα δύο synthesisers και το Atari στο σαλόνι του διαμερίσματος που έμενα τότε. Με το Atari δεν μπορούσα να δουλεύω audio αρχεία, μόνο midi. Παρά τους περιορισμούς, ήταν λυτρωτικό να μπορώ να γράφω τα δικά μου κομμάτια χωρίς να χρειάζομαι να πληρώνω ώρες σε studio και να κάνω συνεννοήσεις με μουσικούς αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες ενός συγκροτήματος εκείνη την εποχή. Ξαφνικά άνοιξε μπροστά μου ένας ολόκληρος νέος κόσμος. Εκείνη την εποχή υπήρχαν λίγες περιπτώσεις μουσικών στην Ελλάδα που έκαναν το ίδιο. Υπήρχαν φυσικά μεγάλα studio και μουσικοί που έγραφαν σε αυτά με την βοήθεια της τεχνολογίας αλλά οι υπολογιστές και τα samplers είχαν συμπληρωματικό ρόλο στην παραγωγή. Αν δεν κάνω λάθος, τα πρώτα Windows που υποστήριζαν μουσικά προγράμματα ήταν τα 95. 

Ποιες επιπλέον δυνατότητες σου έδιναν τα πλήκτρα;
Εκείνη την εποχή μου έμοιαζαν απεριόριστες. Η μετάβαση από την μπάντα και το μπάσο στο δικό μου home studio με όλη αυτή την νέα τεχνολογία, νέους ήχους και νέες μεθόδους μέσω υπολογιστή μου έδωσαν τρομερή ελευθερία.

Ύστερα ήρθε η εποχή του Blend…
Νομίζω πως από το 1996 που έφυγα από τους Bella Union μέχρι το 2000 που κυκλοφόρησα το πρώτο μου album, το «Izired» ως Blend στο label Dsofa, πέρασα 4 χρόνια κλεισμένος στο δωμάτιό μου μπροστά στον υπολογιστή κάνοντας κομμάτια. Είχε πάψει να με ενδιαφέρει οτιδήποτε άλλο και όλη η προσοχή μου εστιαζόταν στην παραγωγή μουσικής. Το 2001 έστειλα μερικά κομμάτια στην αγγλική Cooking Records του LTJ Bukem και στο πρωτοπόρο trip hop label Pork Recordings που κυκλοφόρησαν σε συλλογές τους. Ήταν για μένα μια πρώτη ένδειξη ότι μάλλον κάτι κάνω καλά. Το 2002 κυκλοφόρησε το δεύτερο album μου, «Echo Warrior» στη Νεοϋορκέζικη Shadow Records. Το 2003 βγήκε μια συλλογή με remix που έκανα για τον κατάλογο της world εταιρίας Libra Music και ακόμα ένα album, το «Get your breaks together».

Πώς έφτασες να κυκλοφορήσεις album ακόμη και στον Σείριο;
Το 2004 δουλεύω ολόκληρη τη σεζόν DJ στη Σαντορίνη και έχω στήσει εκεί ένα home studio. Τα κομμάτια που δουλεύω όλο το καλοκαίρι φθάνουν στα χέρια του Νίκου Τριβουλίδη που τότε έχει αναλάβει τον Σείριο και εκείνος μου προτείνει να κυκλοφορήσει εκεί το «Man Under Influence».

Τι θυμάσαι από τη συνεργασία σου με τον Θάνο Αμοργινό και την Εύη Χασαπίδου-Watson;
Είναι και οι δυο πολύ ταλαντούχοι, χαίρομαι που τους γνώρισα και συνεργαστήκαμε. Ακόμα δεν έχω γνωρίσει τραγουδίστρια τόσο δημιουργική και πολύπλευρη όσο η Εύη, μπορεί να κάνει τα πάντα με την φωνή της. Με τον Θάνο έμαθα πολλά για την δουλειά στο studio, τις ενορχηστρώσεις και τις μίξεις των κομματιών. Με τους δυό τους αλλά και τον Digital Alkemist, τον Γιάννη Δημητριάδη των Happy Dog, τον Μίλτο Ζερβό, τον BNC και αργότερα τη Sugahspank έκανα το Blend Sextet και παίξαμε αρκετά live από το 2006 μέχρι το 2009.

Πώς προέκυψε η Cast-A-Blast, η πρώτη δισκογραφική σου εταιρεία;
Το 2006 είχα τελειώσει ένα νέο δίσκο, το «Misplaced» και έψαχνα εταιρία να το κυκλοφορήσω. Μετά από αρκετή απόρριψη που έφαγα από ελληνικές εταιρίες αποφάσισα να το βγάλω μόνος μου, έτσι γεννήθηκε η Cast-A-Blast. Στο εγχείρημα αυτό προστέθηκαν αλλά τρία μέλη, ο Jeff Gonzales (BNC), ο DJ Palov και η Sugahspank. Μέχρι το 2011 όπου επίσημα το κλείσαμε το «μαγαζί», κυκλοφορήσαμε αρκετούς ωραίους δίσκους και μάθαμε πολλά για την δισκογραφία και το εμπορικό κομμάτι της μουσικής.

Πότε υιοθέτησες και το όνομα «Mishkin» και γιατί το διάλεξες;
Ήταν πολύ πριν γίνουμε Palov and Mishkin. Χρησιμοποιούσα το όνομα «Cousin Mishkin» για κάποια bootlegs που έκανα. Το είχα διαβάσει στον «Ηλίθιο» του Dostoyevsky και ήταν εύηχο στα αυτιά μου.

Η συνεργασία με τον Palov τι περιεχόμενο είχε; Κυκλοφόρησαν αρκετά πράγματα σε βινύλιο εκείνη την εποχή, έτσι δεν είναι;
Το σχήμα Palov and Mishkin εστίαζε και ακόμα εστιάζει περισσότερο στη DJ κουλτούρα, τα remix και τα re-edits. Κυκλοφορήσαμε αρκετά singles και EPs σε ευρωπαϊκά labels όπως η GAMM και η Rebtuz. Σήμερα το album που κυκλοφορήσαμε στην Cast-A-Blast, το «Think Twice» έχει καταργηθεί και αποσυρθεί μετά από πολλές καταγγελίες για παράνομη χρήση samples.

Παράλληλα δούλευες σε δισκοπωλεία. Τι έμαθες εκεί;
Ξεκίνησα να δουλεύω σε δισκοπωλεία το 1994, αμέσως μετά τον στρατό. Στα 19 πήγα και ζήτησα δουλειά στο Non Stop του Βασίλη Λάλου. Μέχρι το 1998 που έφυγα να σπουδάσω στην Αγγλία είχα περάσει από πολλά μαγαζιά. Στα δισκοπωλεία έμαθα μουσική! Εξερευνώντας και  ακούγοντας τόσα πολλά νέα και ποικίλα πράγματα, θεωρώ πως πήρα τις σημαντικότερες γνώσεις πάνω στην μουσική και την παραγωγή. Ήμουν τόσο εθισμένος στους δίσκους και τα CD που στο τέλος του μήνα δεν πληρωνόμουν από τα μαγαζιά αλλά χρώσταγα κιόλας από αυτά που είχα αγοράσει. Το 1997 πήγα και δούλεψα στο υπόγειο του Trust στην Ακαδημίας, εκεί είχαν όλους τους jazz, soul και funk δίσκους. Άνοιξε ένας νέος κόσμος μπροστά μου, τα πρωινά ανυπομονούσα να πάω για δουλειά για να ακούσω δίσκους. Εκεί γνώρισα και τον καλό μου φίλο Γιάννη Δουλγκέρη που ως μεγαλύτερος, μου έμαθε πολλά γύρω από την jazz και τη soul, το ίδιο και με τον DJ Lo-Fi αργότερα, έμαθα πολλά για μουσική από τις δισκοθήκες αυτών των δύο.

Είχες ένα κάποιο ταλέντο στο να βρίσκεις δισκογραφικές εταιρείες και να κυκλοφορείς τη δουλειά σου, σε μια εποχή που οι πάντες έψαχναν άκρες για να βγάλουν ένα και μοναδικό single. Πώς το κατάφερνες;
Νομίζω πως απλά έχω σταθεί τυχερός όσον αφορά στις κυκλοφορίες μου. Τύχαινε να βρίσκομαι στο σωστό σημείο τη σωστή ώρα. Τα πρώτα χρόνια λόγω ηλικίας είχα την παρόρμηση και  την αυτοπεποίθηση ώστε να στέλνω demos σε διακεκριμένες εταιρίες χωρίς να το πολύ σκέφτομαι και πολλές από αυτές ανταποκρίθηκαν θετικά.

Από όλα τα πράγματα που είχες κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή ποια θεωρείς ακόμα και σήμερα σημαντικά;
Δύσκολο να απαντήσω σε αυτό. Θεωρώ όλες τις δουλειές σημαντικά για μένα σημεία της πορείας μου. Υπάρχουν βέβαια κομμάτια που είμαι περισσότερο περήφανος από άλλα. Το «Sudden Death» για παράδειγμα είναι ένα album που έχει ακουστεί λίγο λόγω ιδιομορφίας αλλά κρατάει ειδική θέση μέσα μου.

Πώς έγινε το πρώτο album με τη Sugashpank;
Το 2008 στον Πειραιά, σε ένα διαμέρισμα που μέναμε με τη Γεωργία στο Πασαλιμάνι, νομίζω ήταν η δεύτερη κυκλοφορία της Cast-A-Blast και υπήρχε πολύς ενθουσιασμός και έμπνευση. Δουλεύαμε κάθε μέρα μανιωδώς, εγώ έφτιαχνα τα κομμάτια, η Γεωργία έγραφε τις μελωδίες και τους στίχους. Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, χωρίσαμε σαν ζευγάρι και δεν τον ξανάκουσα για πολλά χρόνια. Πέρυσι κυκλοφόρησε ξανά σε βινύλιο από την Green Cookie Records.

Και πώς έγινε το δεύτερο, 15 χρόνια αργότερα;
Μέσα στο πρώτο lockdown και ενώ ήμασταν κλειδωμένοι μέσα, έλαβα ένα demo από τη Γεωργία και με ρωτούσε αν θα ήθελα να το κάνουμε μαζί, είχαμε να μιλήσουμε 14 χρόνια. Σε όλο το lockdown ανταλλάσσαμε καθημερινά αρχεία μέσω e-mail. Η Γεωργία έγραφε demos φωνής, μου τα έστελνε και έβαζα τα υπόλοιπα, μετά τα έστελνα στους μουσικούς και έγραφαν τα μέρη τους στα σπίτια τους. Όταν τελείωσε η πρώτη φάση της καραντίνας, πήγαμε και το τελειώσαμε στο studio.

Πώς χώθηκες τόσο βαθιά στη reggae;
Είχα πάντα μεγάλη αγάπη για τη reggae είτε αυτή προέρχονταν από την Jamaica είτε από την Ευρώπη αναμεμιγμένη με αλλά είδη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 έζησα μερικά χρόνια στο Λονδίνο, ήρθα σε επαφή με τη μουσική και την κουλτούρα και κατανόησα πόσο σημαντική είναι ως είδος στην εξέλιξη όλου του club culture. Αργότερα είχα την τύχη να συγκατοικήσω σε ένα διαμέρισμα με την Anna Mystic όπου ξαφνικά βρέθηκα με 5.000 δίσκους reggae στο σαλόνι μου. Aυτ;h η ωραία συγκυρία με βοήθησε πολύ να αναπτύξω την γνώση μου για την τζαμαικάνικη μουσική και όλα τα υποείδη της reggae.

Οι Roots Evolution είναι σημαντικό κομμάτι της καριέρας σου, έτσι δεν είναι;
Ναι σίγουρα είναι, και είναι περίεργο το πώς δημιουργήθηκαν. Το 2015 είχα υπογράψει με την Αγγλική Nice Up Ρecords. Ήθελα να ηχογραφήσω το album με μουσικούς. Έτσι έπαιξαν σε αυτό ο Θάνος Κοσμίδης και ο Αλέξης Ιωάννου από τους Burger Project, ο Κώστας Φόρτσας και ο Jim Staridas πνευστά. Ήθελα να τονίσω αυτή την αλλαγή με τα φυσικά παιξίματα και έτσι βρήκα το όνομα Roots Evolution ως μια φανταστική μπάντα που με συνόδευσε στο studio. Το 2017 άρχισα να δέχομαι προσκλήσεις για συναυλίες με τους Roots Evolution, οι οποίοι υπήρχαν μόνο ως στουντιακή μπάντα. Ήταν μια καλή αφορμή για να σχηματιστεί πραγματικά ένα group. Στην ουσία φτιάχτηκαν για 2 συναυλίες και μέχρι τώρα πρέπει να έχουμε κάνει πάνω από 100, συμπεριλαμβανομένης μιας περιοδείας στην Αγγλία και πολλά φεστιβάλ σε Ευρώπη και Ελλάδα.

Κάποια κομμάτια έχουν ακόμη και παραδοσιακά ελληνικά στοιχεία. Πώς μπήκαν μέσα στα κομμάτια από έναν μουσικό που έμοιαζε μέχρι τότε παιδί της δυτικής μουσικής;
Θα έλεγα ότι έχουν περισσότερο μεσογειακά στοιχεία. Μάλλον έτυχε να πάει προς τα εκεί το πράγμα. Δεν έχω μια πλήρη εικόνα του αποτελέσματος πάντα και μου αρέσει να βλέπω τα κομμάτια να παίρνουν κατευθύνσεις αβίαστα χωρίς πολλή σκέψη. Προφανώς υποσυνείδητα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν μέσα μου.

Εκεί ίσως έρχεται κοντά σου και το κανονάκι που παίζει ο Πάνος Δημητρακόπουλος. Πώς ηχογραφήσατε το -επίσης διαφορετικό από ό,τι άλλο έχεις κάνει- «Lost Continent»;
Το γράψαμε όλο στο σπίτι μου. O Πάνος ερχόταν, έστηνε το κανονάκι του, έβαζα δυο μικρόφωνα και έπαιζε με τις ώρες πάνω σε demos και ιδέες που είχα γράψει. Όταν οι αυτοσχεδιασμοί αυτοί έπαιρναν μορφή, άρχιζα να δουλεύω την ενορχήστρωση και την παραγωγή. Στο project προστέθηκαν και άλλοι μουσικοί όπως ο Κυριάκος Γκουβέντας στο βιολί, ο Δημήτρης Εμμανουήλ στα κρουστά, οι Βασίλης Νιτσάκης General Sticks και ο Στέλιος Μίχας Εγγλέζος από τους Roots Evolution στο μπάσο, τα τύμπανα και το τρομπόνι.

Η συνεργασία σου με το ελληνικό El Sistema, πώς προέκυψε; Τι θετικά σου έχει φέρει;
Με την ομάδα του ελληνικού El Sistema γνωρίστηκα στο πλαίσιο του Lullaby, ενός κοινωνικού προγράμματος του Carnegie Hall, που φέρνει σε επαφή νέους γονείς με μουσικούς προκειμένου να γράψουν μαζί ένα νανούρισμα για τα μωρά τους. Έχω γράψει δυο κομμάτια για αυτό το πρόγραμμα, το πρώτο ήταν με μια φυλακισμένη κοπέλα από την Κολομβία. Το γράψαμε στις φυλακές της Θήβας, όπου έστηνα κάθε φορά που πήγαινα ένα μίνι studio σε χώρο των φυλακών. Στο δεύτερο συνεργάστηκα με τη Βανέσα Βενέτη Κοττίκα, τρανς γυναίκα και ακτιβίστρια. Γράψαμε ένα τραγούδι για την κόρη της που έχει να δει περισσότερο από 8 χρόνια. Λόγω της αλλαγής ταυτότητας φύλου, στερείται το δικαίωμα του γονέα.

Η συναυλία του 2021 στο Ηρώδειο ήρθε μέσα από αυτή τη συνεργασία, έτσι δεν είναι;
Ναι, είχα μια ιδέα για μια συναυλία των Roots Evolution με τη Συμφωνική Νέων και τη χορωδία του El SIstema, όπου παρουσιάζουμε στις αυθεντικές εκτελέσεις τους κομμάτια που έχουν γίνει γνωστά μέσα από rap καλλιτέχνες και την χρήση samples από κομμάτια των καλλιτεχνών αυτών. Για παράδειγμα, παίξαμε το «The Edge» του David mcCallum που σε sample από αυτό έχει βασιστεί το «Next Episode» των Dr Dre και Snoop Dog ή το «Walk on the Wild Side» του Lou Reed, που το μπάσο του είναι η ραχοκοκαλιά του «Can I Kick It» των Α Tribe Called Quest. Ήταν μαγική βραδιά στο Ηρώδειο αυτή, η συμφωνική του El Sistema απαρτίζεται από 80 παιδιά 12-18 ετών από 30 διαφορετικές χώρες. Έκανα για πρώτη φορά διασκευές και ενορχηστρώσεις για συμφωνική ορχήστρα και διηύθυνε ο μαέστρος Jose Angel Salazar από τη Βενεζουέλα.

Με το El Sistema στήνεις κάθε καλοκαίρι κι ένα Camp για παιδιά.
Φέτος κάναμε το τρίτο School of Hiphop μαζί με το El SIstema και ελπίζω να μπορούμε να το επαναλαμβάνουμε κάθε καλοκαίρι. Η ιδέα είναι πως παιδιά από κάθε κοινωνικό στρώμα βρίσκονται μαζί για μια βδομάδα και με τους δασκάλους του Camp μαθαίνουν να γράφουν στίχους, να κάνουν ραπ, scratch, break dance και graffiti. Στο τέλος της εβδομάδας στήνουν μια συναυλία, όπου παρουσιάζουν τα τραγούδια τους.

Πώς είναι να δουλεύεις μαζί τους;
Να δουλεύεις μια βδομάδα με παιδιά 9-16 ετών και να τους μαθαίνεις να εκφράζονται μέσα από το hip hop, τον στίχο και τη μουσική έχει κάτι το θεραπευτικό. Στο τέλος της βδομάδας έχεις τοποθετήσει πάλι μέσα σου εμπιστοσύνη προς την ανθρωπότητα.

«Στην Ελλάδα παραγωγός λέγεται και αυτός που κανoνίζει τις πίτσες στο studio. Πολλοί ραδιοφωνικοί παραγωγοί επίσης δηλώνουν μουσικοί παραγωγοί. Άλλο η παραγωγή μιας ραδιοφωνικής εκπομπής και άλλο η μουσική παραγωγή» - Blend Mishkin

Σου αρέσει το hip hop; Ποιες μορφές του περισσότερο;
Μου αρέσει η χρυσή εποχή του και το rap στο ξεκίνημά του, πριν βγει από τις ρίζες του και γίνει εργοστασιακό προϊόν και φυσικά μου αρέσει η εποχή που ακόμα οι djs έπαιζαν μεγάλο ρόλο σ’ αυτό.

Έχεις γράψει άπειρες ώρες ως DJ. Τι έχεις πάρει από αυτή την απασχόληση;
Μαθαίνεις να διαβάζεις τον κόσμο και τι θέλει να ακούσει σε κάθε περίπτωση. Δεν είναι μόνο για ποιους παίζεις αλλά και το που παίζεις, δεν θα έπαιζα το ίδιο set σε ένα μπαρ, σε ένα γήπεδο η σε ένα club. Ο κάθε χώρος χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση.

Τα πρώτα mixtapes που ανέβαζες τότε στο soundcloud με αρκετά εφέ μέσα, έκαναν αίσθηση εκείνη την εποχή…
Χαίρομαι που το λες και κάποιος τα πρόσεξε, γιατί τα mixtapes πρέπει να έχουν δημιουργικό χαρακτήρα και όχι να είναι απλά 10-15 κομμάτια το ένα μετά το άλλο.

Ανάμεσα στα άλλα, δηλώνεις και παραγωγός. Τι περιεχόμενο έχει η λέξη στην Ελλάδα και ποια είναι η πραγματική της ουσία;
Στην Ελλάδα παραγωγός λέγεται και αυτός που κανoνίζει τις πίτσες στο studio. Πολλοί ραδιοφωνικοί παραγωγοί επίσης δηλώνουν μουσικοί παραγωγοί. Άλλο η παραγωγή μιας ραδιοφωνικής εκπομπής και άλλο η μουσική παραγωγή. Πολύς κόσμος πιστεύει πως παραγωγός είναι αυτός που βάζει τα λεφτά για να γίνει ένας δίσκος. Η δουλειά του παραγωγού στη μουσική είναι εφάμιλλη με τη δουλειά του σκηνοθέτη στον κινηματογράφο. Μια μουσική σύνθεση χρειάζεται κατεύθυνση και άποψη για το σύνολό της. Αν βάλεις δέκα μουσικούς να σου παίξουν το ίδιο κομμάτι, θα ακούσεις δέκα διαφορετικές εκδοχές. Αν περιμένεις μια μπάντα να αποφασίσει για την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει ο δίσκος της ηχητικά και αισθητικά, θα ακούσεις γνώμες ισάριθμες με τον αριθμό μελών της μπάντας και όλες θα βασίζονται στα προσωπικά απωθημένα του καθενός.

Τελικά, μπορεί να ζήσει ένας μουσικός από τη μουσική; Τι στοιχεία πρέπει να έχει για να το καταφέρει;
Αρχικά πρέπει να το θέλει πολύ και να είναι διψασμένος για αυτό. Καλώς ή κακώς θα πρέπει να έχει και κάποιου είδους ταλέντο. Λέω κάποιου είδους γιατί στις μέρες μας μπορεί κάποιος που δεν ξέρει μουσική αλλά ξέρει π.χ. να δουλεύει καλά τα social media, να βγάλει περισσότερα χρήματα από άλλους που φάγανε τη ζωή τους κλεισμένοι σε ένα στούντιο ή σε ένα ωδείο. Και αυτό είναι αλήθεια, στην εποχή μας οι ικανότητες αυτοπροβολής σε συνδυασμό με μια επιφανειακή γνώση, δείχνουν να είναι το κλειδί της επιτυχίας.

Πώς βλέπεις τη μουσική στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή; Τι σου αρέσει ιδιαίτερα;
Φοβάμαι πως θα ακουστώ περίεργος και γκρινιάρης αλλά δεν με αντιπροσωπεύει τίποτα. Πολύ λίγα είναι τα πράγματα που με ενθουσιάζουν και πολλά αυτά που όχι απλά δεν καταλαβαίνω γιατί έχουν δημοτικότητα αλλά και γιατί υπάρχουν. Δεν ξέρω ποιο είναι το μέτρο σύγκρισης εδώ αλλά με βάση τα ακούσματά μου, τα περισσότερα πράγματα που βρίσκονται στις πρώτες θέσεις σήμερα είναι άθλια. Ωστόσο υπάρχουν κάποια πράγματα που μου αρέσουν: οι Kepler is free και Το Πράγμα είναι δυο περιπτώσεις που μου έρχονται τώρα στο μυαλό.

Σ’ αυτά τα 30 χρόνια που ζεις και αναπνέεις μουσική ποια ήταν η καλύτερη στιγμή για σένα;
Θέλω να πιστεύω πως οι καλύτερες στιγμές είναι αυτές που έρχονται.

Και η χειρότερη;
Ευτυχώς ξεχνάω εύκολα…

Υπάρχει κάτι που έχεις μετανιώσει που το έκανες;
Όχι, μπορεί τώρα να έκανα πολλά πράγματα διαφορετικά αλλά  αυτό δεν παίζει πια κανένα ρόλο.

Είχες πάντα τη διάθεση, όποιο ιδίωμα κι αν υπηρετούσες, να του φέρεις κάτι αλλιώτικο μέσα. Είναι έτσι ή είναι μόνο δική μου σκέψη αυτή;
Δεν βρίσκω ενδιαφέρον, ούτε υπάρχει κάποια ανάγκη να υπηρετώ ένα μόνο μουσικό είδος. Θέλω να φέρνω μαζί διαφορετικούς, όχι κατ’ ανάγκη μακρινούς, κόσμους. Δεν θέλω να μπαίνω σε κουτάκια και καλούπια. Το αναζητώ αυτό και στη μουσική που ακούω, δεν υπήρξα ποτέ οπαδός ενός είδους αλλά μουσικόφιλος με την ευρύτερη έννοια.

Αυτή την εποχή τι ακούς;
Κυρίως jazz, reggae, soul από τα 60s, 70s, 80s, κινηματογραφική μουσική και world, κυρίως από την Αφρική και την Βραζιλία. Τελευταία έχω κολλήσει με τους Young Fathers, τον Blick Bassy, τη Nala Sinephro, τον Toumani Diabate, τους Young Israelites. Η μουσική που ακούω στο σπίτι είναι διαφορετική από αυτή που θα παίξω σε DJ sets. Εκεί μπορεί να παίξω δυο ώρες old school 90s dancehall από την Τζαμάικα, ενώ στο σπίτι χρειάζομαι κάτι πιο αφαιρετικό και με λιγότερη ένταση.

Αγοράζεις βινύλια, cd ή είσαι οπαδός του Spotify;
Αγοράζω σπανιότερα από ότι συνήθιζα και κυρίως ακούω μέσω Spotify.

Επίσης, τι διαβάζεις;
Διαβάζω διάφορα πράγματα που συνήθως έχουν να κάνουν με την μουσική. Πρόσφατα τελείωσα μια βιογραφία για τον Henry Junjo Laws έναν θρυλικό παραγωγό από την Τζαμάικα και ξαναδιάβασα τον «Ωκεανό του Ήχου» του David Toop, θεωρώ πως είναι ένα βιβλίο που όλοι μουσικοί θα έπρεπε να διαβάσουν.

Κυκλοφορείς στην Αθήνα; Ποια σημεία της σου αρέσουν πιο πολύ και ποια αποφεύγεις;
Μένω και κυκλοφορώ στο κέντρο της πόλης. Η Αθήνα μέσα στο χάλι της και το χάος, διατηρεί ακόμα μια γοητεία σαν πόλη. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι εύκολη, η διαχείρισή της βρίσκεται σε κακά χέρια, ό,τι συμβαίνει αφορά στον τουρισμό και όχι στους κατοίκους της πόλης. Έχει γίνει μια δύσκολη πόλη να ζει κανείς.

Τι σχεδιάζεις για το επόμενο διάστημα;
Βρίσκομαι σε μια ομάδα ανθρώπων που τρέχει ένα νέο δισκογραφικό label. Ένα label που έστησε και επάνδρωσε ο Θοδωρής Μάνικας με το όνομα Ιπτάμενοι Δίσκοι. Θα αρχίσουμε να κυκλοφορούμε υλικό από τις αρχές του χρόνου, χωρίς κάποια αυστηρά καθορισμένη κατεύθυνση… Έχουμε κατά νου καμιά 20αριά κυκλοφορίες για την πρώτη χρονιά…

Και ποια θα είναι η ακριβώς επόμενη μουσική σου κίνηση;
Το καλοκαίρι έγραψα μουσική για τρεις ταινίες μικρού μήκους που πρόκειται να κυκλοφορήσουν σύντομα. Αυτή τη στιγμή δουλεύω δυο νέα singles για το 2024. Επίσης, τώρα ξεκινά και η δεύτερη σεζόν για τα podcasts του ιντερνετικού περιοδικού Fragile, που κάνω την παραγωγή τους και τα παρουσιάζω μαζί με τον Γιάννη Παναγόπουλο...