- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ngoma Records: Η μεγαλύτερη δισκογραφική εταιρεία του Κονγκό ανήκε σε δύο Έλληνες
Ngoma Records: Η ιστορία της μεγαλύτερης δισκογραφικής εταιρείας του Κονγκό που ίδρυσαν και διευθύναν ο Nico Jeronimidis και ο Nikis Cavvadias.
Η Ngoma Records είναι μία από τις πιο σημαντικές δισκογραφικές εταιρείες του Κονγκό. Ιδρύθηκε το 1948 από τον Nico Jeronimidis και κυκλοφόρησε μερικές από τις πιο σημαντικές μουσικές που βγήκαν ποτέ από τη χώρα της Κεντρικής Αφρικής.
Η μετανάστευση των Ελλήνων ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821. Στην αρχή ήταν κυρίως εσωτερική όμως οι πτωχεύσεις του 1843 και του 1893, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912–1913 φέρνουν μεγάλα κύματα μετανάστευσης προς το εξωτερικό, την Ευρώπη, την Αμερική και την Αφρική ακόμη. Από τη στιγμή που το Κονγκό γίνεται αποικία του Βελγίου, το 1908, αρχίζει να δέχεται Έλληνες μετανάστες. Όμως, η ελληνική παρουσία στη χώρα κορυφώνεται στη δεκαετία του 1950, όταν οι αντιδυτικές μεταρρυθμίσεις του καθεστώτος Νάσερ στην Αίγυπτο αναγκάζει πολλούς Έλληνες να φύγουν από την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο και να ψάξουν για νέους τόπους εγκατάστασης. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σχεδόν όλες οι πόλεις του Βελγικού Κονγκό είχαν από μια ελληνική κοινότητα και στη δεκαετία του 1920, υπήρχαν δυναμικές ελληνικές αλιευτικές και εμπορικές κοινότητες σε πόλεις όπως η Λουαπούλα και η Κατάνγκα.
Οι περισσότεροι μετανάστες που έφταναν στο Κονγκό ενδιαφέρονταν για πέντε μόνο πράγματα, αυτά που εκείνη την εποχή ονομάζονταν «The Big Five»: ελέφαντας, λιοντάρι, λεοπάρδαλη, ρινόκερος και βουβάλι. Όμως υπήρχαν αρκετοί που αναζητούσαν κάτι πολύ περισσότερο κι ανάμεσά τους ήταν και αρκετοί Έλληνες, ειδικά εκείνοι που έφταναν στη χώρα από ακμάζουσες χώρες, όπως η Αίγυπτος και μάλιστα αρκετά χρόνια νωρίτερα πριν πάρει την εξουσία ο Νάσερ.
Ο Nico Jeronimidis έφτασε στο Κονγκό από την Αλεξάνδρεια και ήδη από τη δεκαετία του 1960 διατηρούσε ένα μεταλλείο στα βορειοδυτικά της χώρας. Παράλληλα, ασχολιόταν με το εμπόριο και τις εισαγωγές, φέρνοντας αγαθά από την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Εγκαταστάθηκε μαζί με τον αδελφό του στην Leopoldville (τη σημερινή Κινσάσα) και μόλις η κύρια δουλειά του άρχισε να πηγαίνει καλά, αφοσιώθηκε στο μεγάλο του πάθος, που ήταν η μουσική. Ταξίδευε στη χώρα και ηχογραφούσε μουσικούς που συναντούσε, αρχικά μόνο για δική του ευχαρίστηση. Το 1948 όμως ίδρυσε τη Ngoma Records και συνέχισε να ταξιδεύει και να ηχογραφεί. Ανάμεσα στις πολύ σημαντικές ανακαλύψεις του ήταν και ο Leon Bukasa. Όμως ο Jeronimidis πέθανε ξαφνικά κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο Βέλγιο μόλις το 1951. Ο Nikis Cavvadias γεννήθηκε στην Αιθιοπία και επέστρεψε για λίγο στην Ελλάδα, πριν ξαναφύγει για την Αίγυπτο. Εκεί ξεκίνησε μια τραπεζική καριέρα που τον οδήγησε στο Κονγκό ως διευθυντή της Τράπεζας του Βελγικού Κονγκό. Εκεί συνάντησε τον Jeronimidis, παντρεύτηκε την αδελφή του και στάθηκε δίπλα του στις πρώτες μέρες της Ngoma Records. Μετά τον θάνατο του Jeronimidis, ο Cavvadias ανέλαβε το label και μάλιστα το ανέπτυξε δημιουργώντας το πρώτο σχήμα που ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την εταιρεία, δηλαδή ηχογραφούσε ως backing σχήμα τους μουσικούς που υπέγραφε, το Groupe Rythmique Ngoma αλλά και το Trio B.O.W, το οποίο χρησιμοποιείτο όταν οι ενορχηστρώσεις έπρεπε να είναι πιο λιτές.
Η Ngoma ξεκίνησε να τυπώνει δίσκους 78 στροφών και σύντομα δημιούργησε το δικό της εργοστάσιο κοπής στη Γαλλία, όπου το 1963 έφτασε να τυπώνει 60.000 LPs και 40.000 σαρανταπεντάρια την ημέρα! Μέχρι τον Ιανουάριο του 1963 είχε κυκλοφορήσει 2.274 singles.
Εκείνη την εποχή στο Κονγκό εισάγονταν πολλοί δίσκοι κουβανέζικης μουσικής και ειδικά ο ενωμένος κατάλογος των εταιρειών Gramophone και Victor που χειριζόταν εκείνη την εποχή η His Master’s Voice (HMV). Ονόματα όπως αυτά των Trio Matamoros και Sexteto Habanero γίνονταν πολύ δημοφιλή εξαιτίας του airplay που έπαιρναν από το ραδιόφωνο της εποχής. Επρόκειτο για τον ήχο του κουβανέζικου Son, που στην Αφρική ονομαζόταν για κάποιον ακατανόητο λόγο Rumba, όπως και οτιδήποτε άλλο ερχόταν από την Κούβα. Στο τέλος μέχρι και η HMV δεν είχε πρόβλημα να χαρακτηρίσει οτιδήποτε ως Rumba, προκειμένου να πάει καλά στις χώρες της Αφρικής. Ο ήχος αυτός βρίσκει εύφορο έδαφος καθώς δεν υπήρχε ένας καθαρά αφρικανικός ήχος που να είναι κυρίαρχος εκείνη την εποχή. Οι μουσικοί της Αφρικής ήταν λίγοι κι έρχονταν από πολύ διαφορετικές παραδόσεις με αποτέλεσμα να μην συγκροτούνται σκηνές. Επιπλέον, μουσικοί από την Κούβα όπως ο Beny Moré και ο Arsenio Rodriguez δήλωναν περήφανοι απόγονοι σκλάβων από το Κονγκό και χαρακτήριζαν τη μουσική τους αφρικανική! Στο μείγμα προστέθηκαν και μερικοί Βέλγοι μουσικοί, όπως ο Alfons «Fud» Candrix με τον ιδιαίτερο ήχο του σαξοφώνου του και ο Bill Alexandre, που εισήγαγε την ηλεκτρική κιθάρα στο Κονγκό. Μέσα από τους τρεις αυτούς δρόμους, την όποια μουσική παράδοση της Αφρικής, τις επιρροές από την Κούβα και το υλικό που έφεραν μαζί τους οι Βέλγοι μουσικοί, δημιουργήθηκε η κονγκολέζικη ρούμπα, που επεκτάθηκε με κάποιες διαφορές σε ολόκληρη την Αφρική.
Στο επίπεδο της δισκογραφίας, τα πράγματα έγιναν ευκολότερα με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Η Ngoma ξεκίνησε να τυπώνει δίσκους 78 στροφών και σύντομα δημιούργησε το δικό της εργοστάσιο κοπής στη Γαλλία, όπου το 1963 έφτασε να τυπώνει 60.000 LPs και 40.000 σαρανταπεντάρια την ημέρα! Μέχρι τον Ιανουάριο του 1963 είχε κυκλοφορήσει 2.274 singles.
Εκείνο που είναι πραγματικά απίστευτο είναι ότι το παράδειγμα του Jeronimidis και του Cavvadias ακολούθησαν κι άλλοι Έλληνες του Κονγκό. Έτσι, για παράδειγμα, ο Athanase Papadimitriou ίδρυσε το 1950 τη Loningisa και ο Dino Antonopoulos, το 1956 την Esengo.
Δυστυχώς, το εργοστάσιο κοπής της Ngoma κάηκε το 1963, παίρνοντας μαζί του όλα τα master tapes που είχαν γίνει δίσκοι εκεί. Η εταιρεία συνέχισε με πολλές δυσκολίες μέχρι το 1971, όταν και έκλεισε οριστικά. Τότε ήταν που ο πρόεδρος Μομπούτου μετονόμασε τη χώρα σε Ζαΐρ και εγκαθίδρυσε ένα αντλαϊκό και τυραννικό καθεστώς, που έπεσε το 1997. Παρά τις προσπάθειες του Niki Cavvadias, ολόκληρο το αρχείο της Ngoma Records καταστράφηκε. Οι συνεχείς συγκρούσεις στην Κινσάσα και οι βανδαλισμοί που τις ακολουθούσαν αλλά και η αδιαφορία των Ευρωπαίων για τη μουσική που παραγόταν στο Κονγκό, δεν άφησαν να σωθούν παρά ελάχιστες από τις χιλιάδες κυκλοφορίες της, οι περισσότερες σε ιδιωτικές συλλογές.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τη δισκογραφική εταιρεία Planet Ilunga ένας τριπλός δίσκος και τριπλό cd με τον τίτλο «Ngoma: the Soul of Congo, Treasures of the Ngoma label», που περιλαμβάνει τα πιο σημαντικά ονόματα που ηχογράφησαν για την εταιρεία: Manuel d’Oliveira, Antoine Kolosoy «Wendo», Léon Bukasa, Martha Badibala, Antoine Mundanda, Charles Lembe, Antoine Kasongo, Albino Kalombo, Tino Baroza, Frank Lassan, Manoka De Saïo είναι μερικά από τα ονόματα που περιλαμβάνονται εδώ. Υπάρχει επίσης και η επιτυχία «Ata Ndele» του Adou Elenga, που ασκούσε δριμεία κριτική στο αποκιοκρατικό καθεστώς και οδήγησε εκείνον στη φυλακή και την εταιρεία στο να το εξαφανίσει από την αγορά και το ραδιόφωνο το τραγούδι με συνοπτικές διαδικασίες.
Η κονγκολέζικη ρούμπα δεν είναι το ιδίωμα που ο καθένας γνωρίζει, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο. Όμως, η ακρόαση του δίσκου με το υλικό της Ngoma, εκτός του ότι φωτίζει έναν κόσμο που ως τώρα έμενε στο σκοτάδι, αποτελεί και μια απολαυστική εμπειρία.