Μουσικη

Idles: το χρονικό αναμονής και η ουσία μιας συναυλίας

Πήγα με τη χειρότερη διάθεση και έφυγα χαρούμενη. Και αυτό είναι ενδεικτικό τόσο του ίδιου του συγκροτήματος όσο και της γενικότερης φιλοσοφίας και ουσίας των συναυλιών

Ελένη Χελιώτη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Idles: Εντυπώσεις από την πρώτη τους συναυλία στην Ελλάδα, στο Θέατρο Βράχων.

Ξεκίνησα να ακούω τους Idles πέρυσι τον χειμώνα. Ενώ μ’ αρέσει αυτή η μουσική, δεν τους είχα ακούσει ποτέ. Μου τους σύστησε κάποιος με τον οποίο δεν μιλάω πια. Όταν τους πρωτάκουσα ο ήχος λίγο με ξένισε, κυρίως του τραγουδιστή. Το μουσικό κομμάτι με ενθουσίασε αμέσως, η φωνή όμως του Joe Talbot ήταν άναρχη στ’ αυτιά μου. Το πρώτο κομμάτι τους που άκουσα ήταν το Divide & Conquer. Η πρώτη σκέψη ήταν πώς θα ήταν να κάνεις σεξ ακούγοντάς το.

Μέσα στους επόμενους δύο μήνες άκουσα 2-3 ακόμα αλλά, ενώ μου άρεσαν, δεν μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να τους εξερευνήσω περαιτέρω. Ξαφνικά, τέλη Ιανουαρίου του 2023 ακούγοντας ένα κομμάτι τους από ένα playlist αναρωτήθηκα γιατί δεν είχα ασχοληθεί περισσότερο. Άνοιξα λοιπόν το Spotify και έβαλα να ακούσω το τελευταίο τους άλμπουμ, Crawler, στην ολότητά του.

I was hooked.

Το λάτρεψα. Ξεκίνησα να τους ακούω εμμονικά. Τα πρώτα δύο κομμάτια που με συνεπήραν ήταν το «Car Crash» και το «Beachland Ballroom». Κάθε φορά που έβρισκα ένα τραγούδι που μου άρεσε το άκουγα σε repeat μέχρι να ματώσουν τα αυτιά μου. Και μετά ακολούθησε αυτό που πάντα μου συμβαίνει όταν παθαίνω εμμονή με μια καινούργια μπάντα ή καλλιτέχνη. Ξεκίνησα να ακούω τα πάντα: ό,τι έχουν ποτέ δημιουργήσει, albums, singles, covers. Μπήκα στο YouTube και είδα κάθε live εμφάνιση που έχουν κάνει και κάθε συνέντευξη που έχουν δώσει.

Τέλη Φλεβάρη, όλως τυχαίως, (ή μήπως όχι;) ανακοινώθηκε ότι θα έρθουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα και ξεκίνησε η προπώληση εισιτηρίων. Αγόρασα εισιτήριο για τις 30 Σεπτέμβρη στο Θέατρο Βράχων. Εκεί είχα να πάω από το 2009 που είχα δει live τους Nine Inch Nails: 14 χρόνια, σκέφτηκα. Fuck. Πώς περνάει έτσι ο καιρός. Το εισιτήριο το αγόρασα στις 28 Φλεβάρη, επτά μήνες πριν τη συναυλία. Μέσα σε αυτό το διάστημα συχνά-πυκνά άκουγα τη μουσική τους, κυρίως μέσα από ένα playlist που είχα φτιάξει όπου είχα βάλει τα αγαπημένα μου, και το οποίο κάθε λίγες εβδομάδες εμπλουτιζόταν με ένα τραγούδι ακόμα.

Με τα πολλά, ο καιρός πέρασε. Το καλοκαίρι επιτέλους τελείωσε. Η μέρα πλησίαζε. Όταν αγόρασα το εισιτήριο ήμουν αποφασισμένη να πάω μόνη μου, αν και ήλπιζα ότι στους μήνες που μεσολαβούσαν θα έβρισκα κάποιον που θα ήθελε να έρθει μαζί μου. Εντέλει δεν βρήκα, αλλά δεν με ένοιαξε. Ήλπιζα να παίξουν τα τραγούδια που είχα βάλει στη λίστα μου, αλλά και να μην τα έπαιζαν δεν θα στεναχωριόμουν (εντάξει, ίσως λίγο).

Η μέρα ήρθε. Ήταν μια ουδέτερη μέρα η οποία γινόταν χειρότερη όσο περνούσε. Η διάθεσή μου δεν ήταν καλή και η σκέψη της διαδικασίας να πάω, να παρκάρω κτλ., φάνταζε φοβερά κουραστική και αποτρεπτική. Είχα δει αρκετά live τους στο διαδίκτυο για να ξέρω ότι ο τραγουδιστής τους δεν είναι πάντα τονικά σωστός και βέβαια και ο ίδιος έχει κατά καιρούς δηλώσει ότι είναι κυρίως τραγουδοποιός και όχι απαραίτητα τραγουδιστής ή performer. Είναι όμως γ@μώ τα τυπάκια και ιδιαίτερα καλός συνομιλητής, με αιφνιδιαστικά καλή ευφράδεια λόγου και έκφρασης.

Είχα ήδη τσεκάρει τις μπάντες που θα τους «άνοιγαν» και δεν μου άρεσε καμία, οπότε δεδομένου ότι θα έβγαιναν κατά τις 22:15, είπα να ξεκινήσω από το σπίτι κατά τις 9 παρά. Ήμουν κακοδιάθετη και μπουχτισμένη. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έβριζα. Με ενοχλούσαν όλα. Δεν ήθελα να πάω. Φοβόμουν ότι δεν θα ήταν καλοί live και θα ξενέρωνα γενικότερα. Θα μπορούσα να τους ξανακούσω; Θα έβρισκα να κάτσω κάπου άνετα ψηλά στις κερκίδες ή θα ήταν πήχτρα και θα τσαντιζόμουν;

«Σύνελθε» έλεγα στον εαυτό μου αμέσως μετά. «Σύνελθε και ηρέμησε. Το περιμένεις 7 μήνες. Κόψ’ τη μίρλα και πήγαινε να περάσεις καλά και να ακούσεις μουσική που γουστάρεις». Μέχρι να φτάσω είχα ηρεμήσει. Βρήκα αμέσως πάρκινγκ. Δεν είχε καθόλου ουρά στην είσοδο και μπήκα αμέσως. Και με το που μπήκα στον χώρο κάτι συνέβη. Ξεκίνησα να κοιτάω γύρω μου προσεκτικά. Είχε κόσμο παντού αλλά διάσπαρτο. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ότι ο μέσος όρος ηλικίας ήταν 35-40, ότι όλοι ήταν ήρεμοι, χαλαροί, αραχτοί, και ότι οι περισσότεροι είχαν έρθει σε παρέα δύο ατόμων. Σκέφτηκα αμέσως ότι ο ένας πρέπει να ήταν ο fan της μπάντας, και ο άλλος ο υποστηρικτικός φίλος ή σύντροφος. Πολλοί, δε, είχαν έρθει μόνοι τους, σαν εμένα.

Η ώρα ήταν ακόμα 21:10 οπότε αποφάσισα να κάτσω στη μεγάλη ουρά για να πάρω δυο μπίρες να ‘χω να πιω κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Υπό άλλες συνθήκες η ουρά ίσως με ενοχλούσε, αλλά στην παρούσα φάση δεν με ένοιαξε καθόλου. Στο background ακουγόταν η μπάντα που έπαιζε (δεν ξέρω ποια απ’ όλες, συγχωρέστε με) και κοιτώντας γύρω μου είδα πως στις κερκίδες υπήρχαν υπέρ του δέοντος κενές θέσεις εκεί ψηλά που ήθελα. «Τζάμπα τόση γκρίνια, Λενάκι», σκεφτόμουν, «πότε θα μάθεις;».

Είχα αρχίσει να ανυπομονώ και να νιώθω αυτή την αργά αναδυόμενη χαρά. Έφτασα στο ταμείο. Πήρα δυο μπίρες κουτάκια. Ήταν σούπερ κρύες. Με ξαναμάλωσα σε εσωτερικό μονόλογο για την γκρίνια. Ανέβηκα στις κερκίδες και βρήκα το sweet spot μου. Έκατσα οκλαδόν, έστριψα ένα τσιγάρο, άνοιξα την πρώτη μπίρα, και με μια αιφνίδια ηρεμία χαλάρωσα. Η ώρα περνούσε ήπια. Ούτε αργά, ούτε γρήγορα. Ήταν παράξενο. Η πρώτη μπίρα τελείωσε λίγα λεπτά πριν ανέβουν οι Idles στη σκηνή.

Στις 22:20 ξεκίνησαν να παίζουν.

Το πρώτο κομμάτι που έπαιξαν ήταν το «Colossus», ένα από τα αγαπημένα μου. Χαμογέλασα. Ανασηκώθηκα και ξεκίνησα να απολαμβάνω. Η συναυλία ήταν εξαιρετική• και όχι, ο Talbot δεν ήταν αψεγάδιαστος τονικά. Ήταν όπως είναι πάντα σε ό,τι ζωντανές εμφανίσεις είχα ακούσει. Άλλοτε γαμάτος, άλλοτε παράφωνος. Η αύρα όμως που δημιούργησε τόσο αυτός όσο και το υπόλοιπο συγκρότημα καθιστούσε τη λεπτομέρεια αυτή ασήμαντη.

Τράβηξα συνολικά 3-4 βίντεο και 2 φωτογραφίες, το οποίο υλικό έχω κοιτάξει αρκετές φορές έκτοτε, και αυτό από μόνο του είναι μια εξαίρεση στον κανόνα. Αναφέρομαι σε αυτό γιατί είναι κάτι που έχω σκεφτεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια και που διάβασα πρόσφατα και σε ένα άρθρο. Η κακή αυτή συνήθεια να πηγαίνουμε σε μια συναυλία… να έχουμε πληρώσει ένα σκασμό λεφτά για το εισιτήριο, να έχουμε ενδεχομένως ταλαιπωρηθεί να παρκάρουμε, να περπατάμε μεγάλες αποστάσεις για να φτάσουμε, να περιμένουμε σε ατελείωτες ουρές, να πληρώνουμε εκ νέου τα μαλλιά της κεφαλής μας για να πιούμε ή να φάμε κάτι (το οποίο αυτό κάτι κατά πάσα πιθανότητα είναι μέτριο προς κακό)…και παρ’ όλα αυτά, αντί να απολαύσουμε κάθε στιγμή που είμαστε εκεί, καθότι το επιλέξαμε, είμαστε με ένα κινητό στο χέρι για να αποθανατίσουμε στιγμές σε βίντεο τις οποίες δεν ζήσαμε ουσιαστικά γιατί τις βλέπαμε μέσα από την οθόνη, και δεν πρόκειται να κοιτάξουμε ξανά όταν γυρίσουμε σπίτι.

Και άντε, να αποθανατίσεις μια μικρή στιγμή για να έχεις κάτι να θυμάσαι. Δεκτό και σεβαστό. Και άντε να αποθανατίσεις και μια δεύτερη για να την ανεβάσεις στα social σου. Μετά; Γιατί το κάνεις;

This browser does not support the video element.

Η συναυλία των Idles ήταν η πρώτη που πήγα ποτέ μόνη μου για τον απλούστατο λόγο ότι γούσταρα φοβερά τη μουσική τους και δεν με ένοιαζε να έχω παρέα για να την απολαύσω live. Πήγα με τη χειρότερη διάθεση και έφυγα χαρούμενη. Και αυτό είναι ενδεικτικό τόσο του ίδιου του συγκροτήματος όσο και της γενικότερης φιλοσοφίας και ουσίας των συναυλιών. Ναι, μπορεί το σωστά ηχογραφημένο σε στούντιο υλικό ενός καλλιτέχνη το οποίο έχει μετά περάσει από στάδια διορθώσεων και ηχοληψίας να είναι απαράμιλλης ποιότητας. Δεν πας όμως σε μία συναυλία για αυτό. Ίσα ίσα που θα έλεγα ότι μια flat αναπαραγωγή αυτού θα ήταν στα όρια του βαρετού και του ανούσιου.

Πας για να ακούσεις και να αισθανθείς το vibe και το συναίσθημα πρώτον των ανθρώπων που τη δημιούργησαν και τη παράγουν, και δεύτερον των ομοιών σου (δηλαδή, τους θεατές) που την αναπαράγουν• που τραγουδάνε μαζί σου, που είναι εκεί για τον ίδιο σκοπό, που πάνε και αυτοί για να αγαλλιάσει λίγο η ψυχούλα τους αφουγκράζοντας ήχους που αγάπησαν και στίχους που τους «μίλησαν». Και σε ένα τέτοιο κλίμα, ακόμα και αν πήγες μόνος σου, στην πραγματικότητα, δεν είσαι.

Και εντέλει… αυτό δεν ψάχνουμε όλοι; Αυτό δεν είναι η μουσική; Μια μικρή/μεγάλη υπενθύμιση ότι δεν είμαστε μόνοι.