- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Leftfield: Ο ιστορικός ηγέτης τους, Neil Barnes, μιλάει στην ATHENS VOICE
Μια συζήτηση για τη μουσική, τις συνεργασίες με τον Danny Boyle και τη μάχη με τον καρκίνο, λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του Release Athens 2023 για ένα αξέχαστο live
Leftfield: Συνέντευξη με τον ιδρυτή του ηλεκτρονικού σχήματος Neil Barnes - Το πρόσφατο άλμπουμ «This Is What We Do», η συμμετοχή στα soundtracks «Trainspotting» και «The Beach», η μάχη με τον καρκίνο.
Σκόρπια βιβλία του Irvin Welsh και του Chuck Polahniuk σε καναπέδες, Leftfield και Underworld στη διαπασών στα ηχεία, και στην τηλεόραση σε νοικιασμένο DVD ένας συγκινητικά νεαρός Ewan McGregor να σουτάρει το final hit και να τρέχει αφηνιασμένος στους δρόμους του Εδιμβούργου του 1990. Αν δεν είναι αυτό το απόλυτο culture pack κάθε νέο – μπιτ coming to age νέου εκείνης της οριακής δεκαετίας τότε τι είναι;
Μπορεί οι Leftfield να έγιναν γνωστοί ευρύτερα στο ελληνικό κοινό μέσω των soundtracks των ταινιών του Danny Boyle (το «Final Hit» στο «Trainspotting» και το «Snakeblood» στο «The Beach» έχουν αφήσει εποχή) αλλά το μουσικό τους αποτύπωμα ήταν πολλά περισσότερα από αυτό. Το ντεμπούτο album τους «Leftism» που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1995 ήταν ίσως το πρώτο και σίγουρα το πιο αθόρυβα αλλά αντιστρόφως ανάλογα σημαντικά hybrid dance album της σύγχρονης electronica, ένας δίσκος που ακόμα και σήμερα θεωρείται από τους κορυφαίους ηλεκτρονικούς δίσκους όλων των εποχών και ταύτισε τους Leftfield -τουλάχιστον στις δισκοθήκες, στα μυαλά και στις καρδιές εκείνων που «ξέρουν»- με το soundtrack μιας γενιάς και μιας φυλής ενώ τους εξασφάλισε ένα εισιτήριο διαρκείας σε όλες τις «σοβαρές» δημοσιογραφικές λίστες με τα πιο επιδραστικά ηλεκτρονικά βρετανικά σχήματα.
Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά έχουν αλλάξει πολλά πράγματα αλλά δεν έχει αλλάξει και τίποτα. Ο Neil Barnes παραμένει ηγέτης των Leftfield αλλά τη θέση του Paul Delay στο ντουέτο -μετά το συναινετικό break – up του 2002- έχει πάρει ο παλιός συνεργάτης του σχήματος παραγωγός Adam Wren. O Neil Barnes συνεχίζει να μη βγάζει μουσική απλώς για να τη βγάλει, συνεχίζει να αποζητά την επόμενη δημιουργική πρόκληση, αδιαφορώντας για τις όποιες δάφνες του όποιου παρελθόντος, αλλά οι προκλήσεις που μαζεύονται τριγύρω του πια είναι κυρίως προσωπικές. Οικογενειακά ζητήματα, ασθένεια, η μάχη με τον καρκίνο. To «This Is What We Do» ο τέταρτος (μόλις) Leftfield δίσκος σε μια ιστορία τριάντα χρόνων -μια ιστορία ποιότητας και όχι αριθμών- είναι η απάντηση του Neil Barnes σε όλες αυτές τις προκλήσεις. Αν το «Leftism» ήταν το soundtrack του δρόμου των 90s το «This Is What We Do» είναι αυτό του ψυχοθεραπευτικού κύκλου, ο καρπός της γόνιμης περιόδου στην οποία εισήλθε ο Barnes μέσα από την εμπλοκή του με τη ψυχοθεραπευτική εκπαίδευση, ο οποίος έπεσε από το δέντρο του studio σπρωγμένος από μια δημιουργική αίσθηση επείγοντος που υπαγόρευσε η περιπέτεια της υγείας του. Είναι ένας δίσκος για την ανθρώπινη επαφή και αυτό βγαίνει και στις μικρές και μεγάλες ιστορίες συνεργασίες που κρύβει από πίσω: από το feature του Grian Chatten των Fontaines D.C. μέχρι τον παλιό γνώριμο των Leftfield Τζαμαϊκανό τραγουδιστή της reggae Earl Sixteen και φυσικά τον ίδιο τον Adam Wren και τον τρόπο που έχει αναλάβει τα τελευταία χρόνια μια δύσκολη αναπλήρωση.
Συναντάμε τον Neil Barnes στην άλλη άκρη του Zoom ένα ζεστό πρωινό με τον ίδιο να φτιάχνει πολύ καφέ γιατί του χρειάζεται μετά το χθεσινοβραδινό show στο Μπιλμπάο. Μιλάμε για τις επιλογές καφέ που μπορεί να βρει στην Αθήνα -στην οποία ανυπομομονεί να επιστρέψει- μετά το live των Leftfield στο Release Athens 2023, στην Πλατεία Νερού, στις 15 Ιουλίου. Κάπου στο βάθος παίζει πάντα νοερά το «Leftism».
Είναι πολύ δύσκολο να έχω μπροστά μου τον Neil Barnes και να μην ακούσω νοερά κάπου από πίσω να παίζει το «Leftism» ένα από τα καλύτερα ηλεκτρονικά albums των 90s αν όχι όλων των εποχών. Σχεδόν τριάντα χρόνια όχι απλά επιβιώνει αλλά ακόμα συνεπαίρνει. Τι ήταν αυτό που νομίζετε ότι έκανε το «Leftism» τόσο ξεχωριστό;
Είναι δύσκολο να χωρέσω σε λόγια το «Leftism», να βρω λέξεις για να περιγράψω πώς αισθάνομαι για αυτό. Και εγώ και ο Paul (Daley) ήμασταν βαθιά συνδεδεμένοι με αυτόν τον δίσκο. Νομίζω ότι έχει να κάνει με το ότι ήμασταν ξεκάθαροι από την αρχή σχετικά με το τι θέλουμε να κάνουμε. Μας πήρε γύρω στους 8 – 9 μήνες για να γράψουμε εκείνον τον δίσκο αλλά ήταν μια πολύ δύσκολη διαδικασία. Είχαμε τόσα εδάφη να ανακαλύψουμε, να εξερευνήσουμε. Ήταν μια εποχή που ανέτελλε η drum n bass, που συνέβαινε η techno, η house, η ambient και εμάς μας ενδιέφεραν όλα. Είναι ένας δίσκος υψηλής δημιουργικότητας, ένας δίσκος που βάλαμε πολλά, πολλή ψυχή. Νομίζω ότι αυτή είναι ο ειδοποιός διαφορά, είναι ένα βαθιά συναισθηματικό album, ειλικρινώς συναισθηματικό, κάτι που σε συνδυασμό με τον ήχο, τους ήχους που εκπροσωπεί το κάνει μοναδικό. Είναι ένα album γεμάτο εκπλήξεις, επενδύσαμε τόσο χρόνο στο να βρούμε τους ήχους που θέλαμε να ενσωματώσαμε - ουσιαστικά εμείς ήμασταν από τους πρώτους ή ίσως και οι πρώτοι που ενσωματώσαμε τη reggae στην dance μουσική. Και δεν κάναμε καριέρα από αυτό, δεν θελήσαμε να βγάλουμε χρήματα από ένα στιλ, αλλά εμπνεύσαμε άλλους που έκαναν καριέρα από αυτό. Το «Leftism» σημαίνει πολλά για εμένα και σημαίνει και πολλά για τον κόσμο. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο άλλο album παρόμοιο με το «Leftism».
Παρότι όμως οι Leftfield δεν ήταν «εμπορικό» act οι «εμπορικές χρήσεις» κάποιων κομματιών έχουν μείνει επίσης ιστορικές. Για παράδειγμα το «Phat Planet» που έγινε πολύ γνωστό μέσα από μια διαφήμιση της Guiness και φυσικά η μουσική για τα soundtracks των ταινιών του Danny Boyle, το «Trainspotting» και το «The Beach».
Ναι και η εμπειρία μας με τον κινηματογράφο, μέσα από τη συνεργασία με τον Danny Boyle ήταν παράξενη αλλά τόσο διασκεδαστική. Είχαμε παρόμοια δημιουργική αντίληψη, θέλαμε να δοκιμάζουμε διαφορετικά πράγματα και μας έδωσε πλήρη δημιουργική ελευθερία να κάνουμε ό, τι θέλαμε. Στο «Trainspotting» γράψαμε το score για την περίφημη σκηνή για τα ναρκωτικά, κάναμε ένα χαρακτηριστικό breakbeat κομμάτι που έγινε το ίδιο πολύ δημοφιλές, έμεινε στον κόσμο. Κάναμε όμως τα πράγματα επειδή απλώς θέλαμε να τα κάνουμε. Δεν αρμέξαμε αυτές τις «εμπορικές» χρήσεις των κομματιών μας, δεν βγάλαμε λεφτά από αυτό. Απλώς προχωρούσαμε στο επόμενο δημιουργικό μας σχέδιο.
Σε ποιο βαθμό σας επηρέασε αυτή η δημιουργική σχέση με τον Danny Boyle και την αισθητική του;
Είναι φανταστικός σκηνοθέτης ο Danny Boyle και πολύ σημαντικό το Trainspotting γιατί συνοψίζει μοναδικά την κουλτούρα των ‘90s, βλέπεις την ταινία και πραγματικά νιώθεις ότι τηλεμεταφέρεσαι σε εκείνη τη δεκαετία. Και εγώ και ο Paul αγαπούσαμε πολύ να δουλεύουμε για ταινίες, και δεν το χορτάσαμε. Δεν δουλέψαμε για όσες ταινίες θα θέλαμε γιατί για κάποιον λόγο δεν μαθεύτηκε ποτέ επαρκώς ότι μπορούσαμε να γράψουμε μουσική για ταινίες. Είχαμε και οι δυο την απαραίτητη μουσική παιδεία και εκπαίδευση στη σύνθεση για κάτι τέτοιο αλλά προς έκπληξή μας δεν μας πρότειναν ποτέ δουλειές στον κινηματογράφο – πέρα από αυτές τις ταινίες του Danny Boyle. Και αυτό μας ακολουθεί μέχρι και σήμερα που και εγώ και ο Paul ασχολούμαστε πολύ με το DJing – νομίζω ότι απλώς ο κόσμος δεν μας σκέφτεται ως κινηματογραφικούς συνθέτες. Αλλά θα μου άρεσε πολύ να κάνω περισσότερη μουσική για ταινίες, να έχω περισσότερες ευκαιρίες -μια ταινία σου δίνει τόσο διαφορετικούς δρόμους να δουλέψεις και να σκεφτείς. Δεν χρειάζεται να περιορίζεσαι στο να κάνεις απλώς τον κόσμο να χορέψει όπως σε ένα club, γιατί ο κόσμος βρίσκεται σε ένα άλλο μέρος. Μπορείς να κάνεις τόσα πολλά πράγματα σε ένα film score, πράγματα που κάνω έτσι κι αλλιώς και στους δίσκους μου, αλλά εκεί ο κόσμος μπορεί να μην τους δίνει τόση πολλή σημασία γιατί ψάχνει τα bangers στο album.
Μιλάτε συνεχώς με τόσο σεβασμό για τον Paul Delay – πράγματι ένα αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας των Leftfield. Πόσο εύκολο είναι να συνεχίζει ένα ντουέτο σχήμα ως ντουέτο όταν το ένα δεύτερο του πυρήνα αποχωρεί; Θέλω να πω δεν είναι μια πολυμελής μπάντα όπου μπορεί να υπάρχουν κάποιες αλλαγές στο line – up αλλά είναι πιο εύκολο να παραμείνει ένας σταθερός πυρήνας. Πώς είναι η συνεργασία σας με τον Adam Wren ως Leftfield πια;
Είναι μια δύσκολη άσκηση, πολύ δύσκολο να το απαντήσω. Ο Paul είναι απίστευτα ταλαντούχος, πολύ χαρισματικός παραγωγός. Αλλά ο Αdam (Wren) είναι επίσης πολύ καλός, ένας εξαιρετικός μηχανικός ήχου που άλλωστε συνεργαζόταν πάντα μαζί μας, είχε κάνει πολλή δουλειά στους πρώτους δίσκους των Leftfield οπότε ήταν πολύ εξοικειωμένος με τον ήχο τους. Είναι πολύ υψηλού επιπέδου επαγγελματίας, με πολύ υψηλά standards και τεράστιες γνώσεις πάνω στην παραγωγή και τον ήχο. Όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά για εμένα είναι αυτά που έχω ανάγκη, που ψάχνω σε μια καλή συνεργασία γιατί εγώ ασχολούμαι περισσότερο με τη συνολική αισθητική των τραγουδιών. Και με τον Adam συνεργαζόμαστε πολύ καλά σε όλα, ακόμα και όταν διαφωνούμε, όπως συμβαίνει σε όλες τις συνεργασίες. Είναι πολύ σημαντικός ο Adam, είναι κομβικός ο ρόλος του στο νέο μας υλικό γιατί έχει πάρει μεγάλο μέρος της ηχογράφησης και της σύνθεσης πάνω του, έχει βάλει μεγάλο μέρος του εαυτού του στο νέο album. Αυτό που μπορώ να πω σίγουρα είναι ότι μου αρέσει καλύτερα να δουλεύω μαζί με κάποιον άλλον παρά μόνος μου. Περνάω καλύτερα, αυτός ο συνδυασμός των ενεργειών και των ιδεών δεν αναπληρώνεται.
Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό γιατί το τελευταίο album των Leftfield, το «This Is What We Do» είναι εμπνευσμένο από πολύ προσωπικά δικά σας βιώματα και επώδυνες εμπειρίες. Πώς είναι να αναλαμβάνει κάποιος άλλος σε τόσο μεγάλο βαθμό την καλλιτεχνική υλοποίηση μιας δική σας ιδέας;
Είναι ο τρόπος που κάνω τη μουσική μου γενικότερα αυτός, εμπνέομαι από μια ιδέα, ένα συναίσθημα και φαντάζομαι τη μουσική – είναι όπως όταν ζωγραφίζεις και έχεις στο μυαλό σου την εικόνα και δεν μπορείς να την εξηγήσεις εύκολα σε κάποιον. Ο Αdam δεν δουλεύει έτσι, πηγαίνει τεχνικά, με βάση τον ήχο, είναι σε ένα διαφορετικό μέρος. Επίσης η φωνή είναι πολύ σημαντική για εμένα, είναι ο πυρήνας του τραγουδιού, γιατί ουσιαστικά με ένα τραγούδι θέλεις να επικοινωνήσεις με τον κόσμο, με τους ανθρώπους. Οπότε ναι εγώ μπαίνω σε μια δική μου φάση, σε μια ζώνη όπου φτιάχνω τη μουσική μου αλλά μετά ένα τραγούδι θέλει περισσότερα. Και εκεί μπαίνει ο Adam, είναι πολύ καλός σε αυτό, στο να κάνει ακριβώς αυτό που χρειάζεται από εκεί και πέρα. Καταλαβαίνει χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσω, βλέπει τη μεγάλη εικόνα και ενώνει το υλικό και τον δίσκο με τις ικανότητές του.
To «This Is What We Do» δημιουργήθηκε σε ένα πλαίσιο που ορίστηκε από μια πανδημία και τη δικής σας μάχη με την ασθένεια και τον καρκίνο. Πώς επηρέασαν αυτές οι συνθήκες τον δίσκο και τη δημιουργική σας ενέργεια;
Ξεκινήσαμε να γράφουμε τον δίσκο το 2019, να γράφουμε demos, να πειραματιζόμαστε. Μας ένοιαζε κυρίως να πειραματιζόμαστε, και λιγότερο να ολοκληρώσουμε έναν δίσκο. Ο δίσκος διακόπηκε από διάφορα άλλα εμβόλιμα projects και μετά ήρθε ο Covid και μετά αρρώστησα. Θυμάμαι να είμαστε πηγμένοι σε διάφορα ημιτελή demos και τότε περίπου ξαφνικά διαγνώστηκα με καρκίνο του εντέρου. Βρέθηκα ξαφνικά σε μια κατάσταση επείγοντος, ένιωθα ότι πρέπει πολύ γρήγορα να προχωρήσω πράγματα. Οπότε συγκέντρωσα μόνος μου όλο το υλικό, το δούλεψα πολύ μόνος μου, το προχώρησα και έκανα συναντήσεις για την πρόοδο του δίσκου μέσα από νοσοκομείο. Ίσως αυτός ο δίσκος να μου έδωσε και έναν λόγο να ζήσω. Και μετά κατά το στάδιο της ανάρρωσης συνέχισα να το δουλεύω, αλλά λόγω των συνθηκών πήρε αρκετό χρόνο να γίνει. Δεν είναι ότι ο δίσκος έχει να κάνει με την ασθένεια αυτή καθαυτή, είναι περισσότερο εμπνευσμένος από την εμπλοκή μου με την ψυχοθεραπευτική διαδικασία και την εμπειρία μου από αυτή – ασχολούμαι και εκπαιδεύομαι ως θεραπευτής τα τελευταία τρία – τέσσερα χρόνια. Οπότε ο δίσκος έχει να κάνει με την ανθρώπινη επαφή, τις αρχέγονες ανθρώπινες σχέσεις, τη θεωρία του δεσμού (attachment theory) θεωρητικών όπως ο Bowlby. Στο εξώφυλλο του δίσκου για παράδειγμα βλέπουμε την εικόνα μιας γυναίκας και ενός κοριτσιού, μιας μητέρας και μιας κόρης που κρατούν η μία την άλλη, διαμορφώνοντας έναν δεσμό που σε κάνει να αναρωτιέσαι: ποιος στηρίζει τελικά ποιον; Από όλες αυτές τις ιδέες προσπάθησα να αποστάξω το νόημα για να το ενσωματώσω στον δίσκο. Γιατί ένιωθα πώς κάτι έλειπε από την ηλεκτρονική μουσική του σήμερα και ήθελα, πάλι να κάνω κάτι άλλο.
Τι ήταν αυτό που σας έλειπε;
Η περισσότερη dance μουσική σήμερα ακούγεται ίδια, είναι generic. Βλέπω την clubbing σκηνή σήμερα και είναι σαν να τα έχω ακούσει ήδη όλα, σαν να τα έχω δει όλα, σαν να τα είχαμε κάνει όλα στα 90s. Δεν σημαίνει ότι δεν μου αρέσουν πράγματα και κομμάτια και η σύγχρονη παραγωγή είναι πολύ καλύτερη αλλά και πάλι αυτό δεν είναι αρκετό για μένα. Χρειάζομαι κάτι άλλο, πρέπει να προσπαθήσω να κάνω κάτι που πραγματικά με συναρπάζει, κάτι που με τραβάει να το κάνω. Έχει να κάνει βέβαια και με την ηλικία, όταν είσαι νέος έχεις άλλη ενέργεια αλλά και λιγότερη εμπειρία – βλέπω τους νέους ανθρώπους που παίζουν techno σήμερα γεμάτοι ενέργεια και θεωρούν ότι κάνουν κάτι νέο – και είναι ok. Αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι «παλιό νέο».
Για αυτό έχετε αφιερώσει αυτόν τον δίσκο στον Andrew Weatherall; Γιατί έφερε μια πραγματικά νέα διάσταση στην κουλτούρα του DJing;
Ναι και γι’ αυτό. Δεν μου αρέσουν πολλοί DJs που βλέπω σήμερα, όλο αυτό το φαίνεσθαι, το πώς χορεύουν με την ίδια τη μουσική τους για να δείξουν ότι είναι σπουδαίοι – μερικές φορές το βρίσκω σχεδόν ντροπιαστικό. Είναι μια βιομηχανία εκατομμυρίων αλλά είναι τόσο αδύναμη μουσικά. Είναι πολύ εύκολο να μην κάνεις καλή μουσική σήμερα, ευνοείται πολύ από πολλούς μηχανισμούς η «εύκολη» generic χορευτική μουσική. Νομίζω ότι ο κόσμος με τον τρόπο του να απομακρυνθεί από αυτά τα DJ πρότυπα.
Θα σκεφτόσασταν ποτέ να βοηθήσετε ψυχοθεραπευτικά DJs και καλλιτέχνες; Η ψυχική υγεία στη μουσική βιομηχανία έχει έρθει πολύ συχνά στο επίκεντρο τελευταία ως μείζον θέμα που βασανίζει πολύ κόσμο;
Ναι πιστεύω ότι θα ήμουν πολύ καλός με τους καλλιτέχνες. Λόγω και της προσωπικής μου εμπειρίας αναγνωρίζω πολλά πράγματα. Ειδικά στους DJs βλέπω τόσα κοινά μοτίβα, τόσα κοινά προβλήματα. Είναι ένας χώρος με απίστευτό ανταγωνισμό, με ακραία πίεση, με πολλές ώρες εργασίας, νυχτερινή εργασία. Αλλά δεν με ενδιαφέρει να γίνω ψυχοθεραπευτής με την κλασική έννοια του όρου, δεν με ενδιαφέρει να γίνω Φρόιντ. Μου αρέσει πολύ ο Φρόιντ και θεωρώ ότι είναι και πολύ παρεξηγημένος αλλά εγώ νιώθω πιο άνετα σε πιο ανθρωπιστικές προσεγγίσεις, νομίζω ότι μου ταιριάζει αρκετά η δουλειά του Irvin Yalom. Έχει γράψει πρόσφατα ένα βιβλίο το «Ζήτημα Θανάτου και Ζωής», ένα μαγικό βιβλίο εμπνευσμένο από τη διάγνωση της γυναίκας του με καρκίνο, το οποίο λάτρεψα. Νομίζω σε αυτό το βιβλίο αναδεικνύεται το μεγάλο χάρισμα του Yalom να μετατρέπει σε προτέρημα για τη δουλειά του την τεράστια αυτοαναφορικότητά του. Παρουσιάζεται σε αυτό το βιβλίο με πολύ ωραίο τρόπο και η αλλαγή του ανθρώπου μπροστά στον χρόνο. Για παράδειγμα είσαι νέος λες ότι η θρησκεία δεν υπάρχει ότι είναι ένα κατασκεύασμα για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Και μετά μεγαλώνεις και ξαφνικά έχεις την ανάγκη να πιστέψεις, καταλαβαίνεις καλύτερα γιατί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη τη θρησκεία. Γερνώντας ο άνθρωπος αποκτά διαφορετική προοπτική.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο δώρο που σας έδωσε η ενασχόλησή σας με την ψυχοθεραπεία;
Η συνειδητοποίηση ότι αυτή η ενασχόληση έχει να κάνει με την ίαση του τραύματος από ανθρώπους που φέρουν κι αυτοί τα δικά τους τραύματα. Οι περισσότεροι ψυχοθεραπευτές έχουν και οι ίδιοι πολλοί σοβαρά τραύματα στο παρελθόν τους που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν. Αλλά είναι θεραπευτές και δεν μπορούν να ιδωθούν για αυτό που πραγματικά να είναι. Και από εκεί ξεκινάνε όλα. Από την ανάγκη του ανθρώπου να ιδωθεί και να γίνει αποδεκτός για αυτό που πραγματικά είναι.
Πώς είδατε εσείς τον εαυτό σας να αλλάζει μπροστά στον χρόνο;
Είμαι πιο χαρούμενος. Είμαι πιο κατασταλαγμένος, έχω σταθερές σχέσεις πια. Επαγγελματικά και καλλιτεχνικά είμαι από τους τυχερούς, δεν μπορώ να πω ότι υπάρχει κάτι που δεν πέτυχα, κάποιο απωθημένο. Ναι, είμαι πιο χαρούμενος.