- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Nick Cave: Πώς ένα ταξίδι στη Βραζιλία άλλαξε τη ζωή του
Τα χρόνια που έζησε στο Σάο Πάολο, ο έρωτας με τη δημοσιογράφο Viviane Carneiro και η έμπνευση για τους Bad Seeds
Η ιδιαίτερη σχέση του Nick Cave με τη Βραζιλία: Η πρώτη του επίσκεψη, η γνωριμία με τη σύζυγό του Viviane Carneiro, η γέννηση του γιου του Luke, ο αντίκτυπος στη μουσική εξέλιξη των Bad Seeds
Το τέλος των The Birthday Party βρήκε τον Nick Cave στο Βερολίνο το 1982, όταν σχημάτισε αμέσως μετά τους The Bad Seeds. Εκεί σφυρηλατήθηκε μέσα στα επόμενα χρόνια η εξέλιξη της μπάντας από την πρώιμη φάση της, ενώ το 1989 ολοκλήρωσε και την πρώτη του νουβέλα με τον τίτλο «And The Ass Saw The Angel». Ο ήρωας του βιβλίου, ο Euchrid Eucrow, ένας ψυχικά άρρωστος μουγκός ζει στην φανταστική κοιλάδα του Ukulore, και το βιβλίο εξιστορεί τα εφιαλτικά του βάσανα, και την εμμονική του σχέση με την ντόπια πόρνη Cosey Mo, και την αγία αλλά αλλόκοτη κόρη της, Beth.
Το ταξίδι του Nick Cave στη Βραζιλία και ο έρωτας με τη δημοσιογράφο Viviane Carneiro
Ο ίδιος ερμήνευσε πολλές φορές την απόπειρα συγγραφής του σαν κάτι που είχε να κάνει με τον πρόωρα χαμένο πατέρα του, έναν επίδοξο συγγραφέα, έναν νέο άνθρωπο που αντιμετώπιζε τη λογοτεχνία σαν ένα θέμα ζωής ή θανάτου. Το τελευταίο άλμπουμ που έκαναν οι The Bad Seeds στο Βερολίνο, ήταν το «Tender Prey» του 1988, ένα άλμπουμ ενός τσακισμένου ανθρώπου σε ένα διαλυμένο, σκοτεινό Βερολίνο, κάτι που ο ίδιος έχει περιγράψει σαν μια μεγάλη κραυγή για βοήθεια. Ο βαθύς εθισμός του στη ηρωίνη τον οδηγούσε σε μια βαθιά, μαύρη άβυσσο. Μαζεύοντας τις τελευταίες του δυνάμεις προσπάθησε να απεξαρτηθεί. Έμεινε κλεισμένος στο δωμάτιό του για ένα χρόνο, παρακολουθώντας βίντεο και βελτιώνοντας το παίξιμό του στο πιάνο. Είναι παράξενο πως ο Nick Cave αφιέρωσε το «Tender Prey» στον Ferdinand Ramos de Silva, πιο γνωστό σαν «Pixote» από την ομότιτλη ταινία του Hector Babenco. Όπως ανέφερε η αφιέρωση στο δίσκο, ο Ramos σκοτώθηκε από την αστυνομία του Sao Paolo τον Νοέμβριο του 1987, σε ηλικία 19 ετών. Στην ταινία, ο Pixote ήταν ένα νεαρό αγόρι από τις φτωχογειτονιές του Sao Paolo, που δραπέτευσε από μια φυλακή ανηλίκων, και στη διάρκεια των γυρισμάτων ήταν μόλις δέκα ετών. Σε μια σύντομη σκηνή, ο μικρός πρωταγωνιστής τραγουδά έναν προτεσταντικό πορτογαλικό ύμνο μαζί με άλλο κόσμο σε έναν δρόμο, το «Foi Na Cruz», με τη χρήση του οποίου ο Nick Cave θα ανοίξει μια άλλη δημιουργική περίοδο λίγο μετά τη φυγή του από το Βερολίνο.
Την άνοιξη του 1989 το συγκρότημα ταξιδεύει για μια περιοδεία στη Νότια Αμερική. Ο Cave θυμάται πάντα τη στιγμή της προσγείωσης στη Βραζιλία σαν μια καθοριστική στιγμή για τη ζωή του. Βγαίνοντας στον βραζιλιάνικο ήλιο, ένιωσε πως ένα τεράστιο ψυχολογικό βάρος έφυγε από πάνω του. Η αντίθεση στο γκρίζο και μελαγχολικό Βερολίνο έφερε μια μεγάλη αλλαγή που ολοκληρώθηκε, όταν μέσω δυο βραζιλιάνων δημοσιογράφων που θέλησαν να του πάρουν συνέντευξη, γνώρισε τη δημοσιογράφο Viviane Carneiro και την ερωτεύτηκε αμέσως. Η αγάπη έφερε ακόμα περισσότερη παρηγοριά στην ταλαιπωρημένη του ψυχή, και η ευτυχία εκείνης της περιόδου συνοδεύτηκε καλλιτεχνικά από τη βελτίωσή του στο πιάνο. Γράφοντας για πρώτη φορά τα νέα τραγούδια σκυμμένος πάνω από τα πλήκτρα του, έφερε μια διαφορετική προσέγγιση στη δομή των τραγουδιών.
Nick Cave: Τα χρόνια που έζησε στη Βραζιλία
Χωρίς ναρκωτικά, χαρούμενος και βουτηγμένος σε μια αισιόδοξη ατμόσφαιρα, προσκαλεί τους συμπαίκτες και φίλους του τον Οκτώβριο του 1989 στο Sao Paolo, για να ηχογραφήσουν το επόμενο άλμπουμ. Αυτή η διαφορετική ατμόσφαιρα επηρέασε και τους υπόλοιπους, ενώ και ο ήχος εμπλουτίστηκε με το πιάνο και το Hammond του Cave, το βιμπράφωνο του πολυοργανίστα Mick Harvey, αλλά και τα έγχορδα από τη μικρή ορχήστρα οχτώ βραζιλιάνων μουσικών υπό την επίβλεψη και ενορχήστρωση του Harvey. Η μόνιμη μελαγχολία και κατάθλιψη του δημιουργού ακούγεται στο άλμπουμ σχεδόν να ξορκίζεται από μια επιφυλακτική φωτεινότητα, μια ανακούφιση και έναν ρομαντισμό που αποκαλύπτουν και αναδεικνύουν τη σημασία της αλλαγμένης προσωπικής του ζωής.
Ο Cave σχεδίαζε να μετακομίσει με τη Viviane στο Λονδίνο, αυτή όμως έμεινε έγκυος, έτσι τα σχέδια άλλαξαν και οι δυο τους παρέμειναν στο Sao Paolo, όπου γεννήθηκε ο γιος τους, Luke. Περνώντας τα επόμενα τρία χρόνια στη Βραζιλία, έμεναν σε μια περιοχή του Sao Paolo που λεγόταν Vila Madalena. Στο τέλος του δρόμου που έμεναν, υπήρχε το Merceario Sao Pedro, ένα παντοπωλείο που μετατρεπόταν σε υπαίθριο μπαρ. Κάθε μέρα γύρω στις 11 το πρωί, έπαιρνε τον Luke, και μαζί ανέβαιναν το λόφο για το Pedro. Έβαζε το μικρό Luke σε ένα σκαμνί δίπλα του στο μπαρ και έτρωγαν παστέλια τυριού, ενώ ο ιδιοκτήτης, ο Pedro, μιλούσε με τον Luke μέχρι να έρθουν οι εργάτες για το μεσημεριανό γεύμα. Στη συνέχεια, πήγαιναν σε ένα τραπέζι έξω στο πεζοδρόμιο και κάθονταν στον ήλιο. Εκεί αυτός διάβαζε ή έγραφε στίχους, καπνίζοντας και πίνοντας μπύρα, ενώ ο Luke έπινε το chupa chup του, και τον άκουγε να του μιλά. Πολλά χρόνια αργότερα, ενώ ήταν πια μόνιμα στο Brighton, έμαθε πως το μπαρ θα κατεδαφιζόταν και οι επενδυτές της περιοχής θα έφτιαχναν ένα μοντέρνο οικιστικό συγκρότημα, και με μια φορτισμένη ανάρτηση αποχαιρέτισε το αγαπημένο του μπαρ, και τον ιδιοκτήτη Pedro, που ήταν πάντα τόσο καλοσυνάτος με τον μικρό Luke.
Όταν ο φωτογράφος Steve Double είχε κανονίσει ένα session με τον Cave, πέρασαν σχεδόν όλο το απόγευμα με λήψεις στο Sao Paolo, ως τη στιγμή που του είπε πως ήξερε ένα μέρος με μια πραγματικά υπέροχη θέα στην πόλη. Το μόνο πράγμα που χρειαζόταν ήταν να παραγγείλεις ένα Caipreña (το εθνικό κοκτέιλ της Βραζιλίας, φτιαγμένο από κασάσα, ζάχαρη και λάιμ) για να σε αφήσουν να βγεις στο μπαλκόνι. Το μόνο πρόβλημα ήταν, όπως ανακάλυψαν στην κορυφή της μεγάλης διαδρομής με το ασανσέρ, πως αυτό το μπαρ είχε μάλλον μεγάλες αυταπάτες μεγαλοπρέπειας και απαγόρευαν την είσοδο σε όσους φορούσαν σορτς. Ο Nick φορούσε μακρύ παντελόνι, o Steve όμως όχι. Με το φως να σβήνει γρήγορα, έτρεξε στο κοντινότερο κατάστημα ρούχων, τους πέταξε κυριολεκτικά τα χρήματα και τους είπε να κρατήσουν τα ρέστα καθώς έβγαλε το σορτς και φόρεσε το παντελόνι εκεί μέσα. Γύρισε τρέχοντας στο μπαρ της ταράτσας, παρήγγειλε ένα Caipreña και έσυρε βιαστικά τον Nick έξω στη βεράντα για να προλάβει να πάρει τη λήψη.
Το έκτο τους άλμπουμ με τον τίτλο «The Good Son» κυκλοφόρησε στις 17 Απριλίου 1990, και είναι ακόμα και σε αρκετές ηχητικές του λεπτομέρειες ο δίσκος που αποτυπώνει την καθημερινότητα, τη διάθεση, την αλλαγή και την εξέλιξη του δημιουργού του από τη ζωή του στη Βραζιλία εκείνη την περίοδο. Το περιτύλιγμα του ανακουφιστικού του ρομαντισμού γύρω από τη σκοτεινή του φύση, τον έκανε περισσότερο προσβάσιμο σε πολλούς νέους ακροατές, και σταδιακά στις μάζες. Η περίεργη αφιέρωση του «Tender Prey» στον πρόωρα χαμένο «Pixote» έμοιαζε πια σαν ένα προμήνυμα αυτών που ήταν να έρθουν στη ζωή του, και ολοκληρώθηκε με το πρώτο τραγούδι του άλμπουμ, το «Foi Na Cruz». Με το ερέθισμα από το άκουσμα αυτού του ύμνου στην ταινία, ο Cave συνθέτει το τραγούδι με τον ίδιο τίτλο, που σημαίνει «συνέβη στον σταυρό», και υποστηρίζεται στα χορωδιακά φωνητικά από δυο βραζιλιάνους τραγουδιστές, τους Clovis Trindade και Rubinho.
Το ομότιτλο τραγούδι ανοίγει με ένα ύφος a-capel γκόσπελ, με φωνητικά από όλα τα μέλη του γκρουπ. Επηρεασμένο από ένα αφροαμερικανικό λαϊκό τραγούδι με τίτλο «Another Man Done Gone», που ηχογραφήθηκε πρώτη φορά το 1957 από την τραγουδίστρια Odetta, βασίζεται στην περίφημη ιστορία του Κάιν και του Άβελ, και αποκαλύπτει ξεκάθαρα το ισχυρό concept της σχέσης πατέρα και γιού που σημαδεύει αισθητά τον δίσκο. Το «Sorrow’s Child» ήταν το πρώτο τραγούδι που γράφτηκε και πιθανότατα αυτό που άπλωσε και το θέμα στο άλμπουμ. Το πιο γνωστό τραγούδι είναι το «The Weeping Song», που ζωντανεύει τον διάλογο πατέρα γιου σε ένα συγκλονιστικό ντουέτο με τον Blixa Bargeld που έχει αναλάβει τον ρόλο του πατέρα, με τους δυο τους στο αντίστοιχο κλασικό πια βίντεο της παντομίμας της βάρκας και της θάλασσας.
Στο «Henry’s Dream», που κυκλοφόρησε σχεδόν δυο χρόνια αργότερα, στις 27 Απριλίου 1992, ο ίδιος παραδέχτηκε πως τα τραγούδια του επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από ζητιάνους του δρόμου στη Βραζιλία. Έπαιρναν τις ακουστικές τους κιθάρες με μια ή δυο χορδές και χτυπούσαν, βγάζοντας κάτι βίαιο που φαινόταν να βγαίνει κατευθείαν από την καρδιά. Το «Papa Won’t Leave You, Henry» ήταν με έναν αλλόκοτο τρόπο ένα βρώμικο νανούρισμα που τραγουδούσε στον μικρό γιό του, Luke. Την εποχή εκείνη είχε γραφτεί και το «O Malley’s Bar», που δεν ταίριαζε στο άλμπουμ, και έτσι γεννήθηκε και η ιδέα να δημιουργηθεί ένα άλμπουμ με ανάλογο ύφος και περιβάλλον, όπου θα μπορούσαν να υπάρχουν τέτοια τραγούδια. Μετά το τέλος των ηχογραφήσεων του «Let Love In», άρχισαν να γράφονται στο στούντιο κάποια από τα τραγούδια που κατέληξαν στο «Murder Ballads». O Cave έχει επιστρέψει στο Λονδίνο, συναντιέται με την πρώτη mainstream ραδιοφωνική του επιτυχία, με το «Where The Wild Roses Grow», με τη συμμετοχή της Kylie Minogue, συνδέεται ερωτικά με την σπουδαία P. J. Harvey, φωνητική παρτενέρ του στο «Henry Lee», και πηγή έμπνευσης μαζί με την Viviane (με την οποία χώρισε το 1996) για τα ερωτικά τραγούδια στο λυρικό και μινιμαλιστικό «The Boatman’s Call» του 1997.
Όσο για τα χρόνια στη Βραζιλία, ο ίδιος λέει πια λακωνικά, πως το πρόβλημα που είχε ήταν πως για να επιβιώσεις, έπρεπε να υιοθετήσεις τη στάση τους απέναντι σε όλα, κάτι που ήταν καταπιεστικό και δεσμευτικό.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο soundcheck.network