Μουσικη

The Cure: Τα δύο νέα βιβλία με κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας τους

Δύο εξαιρετικές ευκαιρίες να αναθερμάνει κάποιος τη σχέση του με την μπάντα του Robert Smith

Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 878
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Τα δύο νέα βιβλία για την ιστορία του συγκροτηματος The Cure, «Goth» και «Curepedia: An A-Z of The Cure» 

Το καλοκαίρι του 1985 ήταν το καλοκαίρι του πρώτου μεγάλου μουσικού φεστιβάλ στην Αθήνα. Αν και είχαμε δει –εισπράττοντας κι ένα μη ευκαταφρόνητο ποσό δακρυγόνων– τον Rory Gallagher, τους Fall, τους New Order και τον Nick Cave με τους Birthday Party, είχε έρθει η ώρα για τη μεγάλη εμπειρία του Καλλιμάρμαρου.

Οκτώ συγκροτήματα, οι Telephone, οι Stranglers, οι Depeche Mode, οι Culture Club, οι Talk Talk, οι Cure, η Nina Hagen και οι Clash κι ένα κοινό γεμάτο αντιθέσεις: όσοι πήγαιναν για Stranglers και Clash σιχαίνονταν τους Culture Club και στραβοκοίταζαν τους Depeche Mode. Όσοι ήθελαν να δουν τους Depeche Mode, δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι συμπαθούσαν τους Clash. Όμως, πέρα από τους Clash και κατά δεύτερο λόγο τους Stranglers, που είχαν αρκετά μεγάλο κοινό, το υπόλοιπα συγκροτήματα είχαν φανατικό αλλά σαφέστατα μικρότερο κοινό εκείνη την εποχή.

Κατά πρώτο λόγο πήγα για τους Cure. Έχοντας ανακαλύψει αρκετά χρόνια νωρίτερα τις θλιμμένες μουσικές του Cohen, το «Famous Blue Raincoat» για παράδειγμα ή του Young, το «Helpless» ας πούμε, αναζητούσα κάτι αρκετά πιο σκοτεινό, αρκετά πιο ατμοσφαιρικό. Η μία πλευρά του νομίσματος ήταν οι Bauhaus του «Passion Of Lovers», του «Hollow Hills», του «Spy In The Cab» και η άλλη ολόκληρο το «Pornography» μ’ εκείνες τις λιωμένες μορφές στο εξώφυλλο. Ακόμα μέχρι αυτή τη στιγμή θυμάμαι κάθε στίχο, κάθε κιθαριστικό ξέσπασμα, κάθε beat. Ύστερα, λάτρεψα το «Seventeen Seconds», παραξενεύτηκα με την αρκετά naive αθωότητα του «Boys Don’t Cry», δεν συνδέθηκα ιδιαίτερα για ακατανόητους λόγους με το «Faith» κι απογοητεύτηκα προς στιγμήν από το «The Top». Το έφερα βαρέως που το «Caterpillar» παιζόταν ως video clip στο Μουσικόραμα που παρουσίαζε εκείνη την εποχή ο Γιώργος Γκούτης. Βλέπεις, το Μουσικόραμα ήταν υπερβολικά pop για τις underground αναζητήσεις μου εκείνης της εποχής. Έπαιζε τους Flock Of Seagulls, τους Culture Club, τους Yazoo, τους Duran Duran, mainstream μπάντες για πιο μικρά παιδιά, όπως νόμιζα τότε. Με την άποψη αυτή φαίνεται ότι συμφωνούσαν απόλυτα όσοι έκραξαν τον Boy George εκείνη την πρώτη βραδιά του φεστιβάλ. Κι ας ήταν ενδεχομένως η καλύτερη μπάντα –από άποψη παιξιμάτων και ήχου– σ’ ολόκληρο το φεστιβάλ. Ήταν η εποχή που ήμασταν λάθος σε πολλά πράγματα. Σε κάποια από τα οποία εξακολουθούμε να είμαστε λάθος.

Θυμάμαι τον πράσινο προβολέα πάνω στον Robert Smith την ώρα που ξεκινούσε το «The Forest», θυμάμαι το «The Hanging Garden» από το «Pornography», το «Primary» από το «Faith», αλλά αδυνατώ να θυμηθώ το «Charlotte Sometimes» – ίσως το αγαπημένο μου τραγούδι των Cure, ειδικά στη ζωντανή του εκτέλεση.

Θυμάμαι τον τίτλο της συνέντευξης που έδινε λίγο καιρό μετά τη συναυλία ο Smith, εκείνο το εμβληματικό «No More Mad Bob», επειδή οι Cure με το «In Between Days», το πρώτο single από το επερχόμενο «The Head On the Door», περνούσαν σ’ έναν πιο pop κόσμο. Και πιθανότατα έκαναν πολύ καλά. Τα «Kiss Me Kiss Me Kiss Me» και «Disintegration» ήταν τα τελευταία album που αγόρασα μόλις κυκλοφόρησαν. Το τέλος της δεκαετίας του ’80 σήμανε και το τέλος της σχέσης μου με τους Cure. Στα 90s συνέχισα να τους παρακολουθώ αλλά από μια κάποια απόσταση.

Αυτόν τον καιρό υπάρχουν δύο εξαιρετικές ευκαιρίες να αναθερμάνει κάποιος τη σχέση του με τους Cure. Η μία είναι το βιβλίο του Lol Tolhurst, «Goth» (Quercus), όπου o ντράμερ και κημπορντίστας της μπάντας, αναφέρεται στη συνολική συγκρότηση του ιδιώματος, τόσο σε μουσικό όσο και σε λογοτεχνικό και σε κινηματογραφικό επίπεδο. Η δεύτερη είναι η «Curepedia: An A-Z of The Cure» (White Rabbit) του Simon Price, όπου μπορεί κάθε fan της μπάντας να βρει κάθε λεπτομέρεια της καριέρας, της δισκογραφίας αλλά και της προσωπικής ζωής των μελών των Cure. Και τα δύο βιβλία μπορεί να τα προπαραγγείλει κανείς και μάλιστα υπογεγραμμένα από τους συγγραφείς τους. Το πρώτο κυκλοφορεί τον Σεπτέμβριο και το δεύτερο τον Νοέμβριο.

Έργο μεικτής τεχνικής του Γιώργου Φλωράκη για τη στήλη του Σημειώσεις Ενός Μονομανούς

Υ.Γ.: Η λίστα του Spotify που συνοδεύει αυτό το μικρό κείμενο για τους Cure, δεν έχει στόχο να είναι πλήρης. Αποτελεί απλώς τη χαρτογράφηση μιας προσωπικής σχέσης με την παρέα του Robert Smith.