- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Nils Frahm: Είμαστε όλοι μέρη μιας τεράστιας ορχήστρας που παίζει 24 ώρες
Λίγο πριν την εμφάνισή του στο Ηρώδειο, την Παρασκευή 23 Ιουνίου, o Γερμανός συνθέτης μιλάει στην ATHENS VOICE
Nils Frahm: O Γερμανός συνθέτης μιλάει για το νέο άλμπουμ «Music for Animals», την ηχογράφησή του με τη σύζυγό του Nina, την κλασική μουσική.
Όταν ανοίγει η κουβέντα για εκείνον τον ρευστό χώρο που τέμνει τα όποια σύνορα μεταξύ κλασικής και ηλεκτρονικής μουσικής, ένα από τα ονόματα που θα πέσουν πρώτα στο τραπέζι είναι αυτό του Nils Frahm. Η αντισυμβατική προσέγγισή του Βερολινέζου συνθέτη στον βασιλιά των οργάνων και στην κλασσική φόρμα, οι μουσικές του αλχημείες και η ακαταμάχητη ηλεκτρονική και drone ατμόσφαιρα με την οποία τις επενδύει τον έκαναν πολύ γρήγορα το must listen στις τάξεις της πειραματικής electronica με τη φήμη του να ενισχύεται από την απήχηση των live shows του και τη συναρπαστική μουσική εμπειρία που είναι ικανός να χαρίσει στους κόσμους που χτίζει με τα live set up του.
Γεννημένος στο Αμβούργο της Γερμανίας το 1982, o Nils Frahm έχει ήδη στο ενεργητικό του οκτώ άλμπουμ που έχουν τύχει θερμότατης υποδοχής με σημαντικές και δημιουργικές συνεργασίες με πολλούς και ετερόκλητους καλλιτέχνες όπως οι Ólafur Arnalds, Anne Müller, Woodkid, F.S.Blumm, Peter Broderick και DJ Shadow ενώ τα shows του έχουν φτάσει μέχρι το Primavera και το Sonar Festival.
Με το album «All Melody» που κυκλοφόρησε το 2018 από την Erased Tapes εξασφάλισε τη μεγάλη διεθνή αναγνώριση που του επέτρεψε να απελευθερωθεί ακόμα περισσότερο καλλιτεχνικά – απελευθέρωση ορατή στο πρόσφατο album του «Music for Animals» ένα συζυγικό project καραντίνας που δεν μοιάζει με οτιδήποτε έχει κάνει ως σήμερα. Με αυτό το album να εμπνέει την φετινή του περιοδεία ο Nils Frahm κάνει στάση και στην Αθήνα για μια βραδιά στο Ηρώδειο την Παρασκευή 23 Ιουνίου – ιδανική ευκαιρία για μια συζήτηση γύρω από -τι άλλο;- τη μουσική που φαίνεται να είναι ο πυρήνας της ύπαρξής του.
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με την κλασική μουσική; Να φανταστώ ότι έπαιζε πάντα στο σπίτι όταν ήσασταν μικρός;
Ναι, οι γονείς μου άκουγαν κλασσική μουσική και jazz μουσική, οπότε μεγάλωσα με αυτές τις αναφορές, μου άρεσαν και οι δύο πάρα πολύ για διαφορετικούς λόγους. Πάντα εκλάμβανα τη μουσική με μια ευρεία έννοια, εμπνεόμουν από μουσικούς όπως ο Keith Jarrett και o Jan Garbarek και labels όπως η σπουδαία ECM, ήμουν πολύ εξοικειωμένος ήδη από νεαρή ηλικία με την ιδέα ότι δεν υπάρχουν αυστηρά όρια στη μουσική, ότι διαφορετικά είδη μπορούν να αναμιχθούν με διαφορετικούς τρόπους. Πάντα με ενδιέφεραν αυτές οι προσμίξεις, πάντα με ενδιέφερε να βρίσκω νέους τρόπους, οδούς και χαρακτηριστικά στη μουσική. Και φυσικά ανέκαθεν η μεγάλη μου αγάπη υπήρξε η ορχηστρική μουσική. Επειδή πάντα ήθελα να τραγουδήσω αλλά δεν είχα αυτήν την ικανότητα έπρεπε να βρω τον τρόπο να κάνω τραγούδι τα μουσικά όργανα. Ήταν ο μόνος τρόπος για να τραγουδήσω. Για αυτόν τον λόγο δούλευα πάντα με διαφορετικά μουσικά όργανα ψάχνοντας να βρω εκείνα που θα αντηχούσαν την ψυχή μου.
Συχνά σας περιγράφουν ως συνθέτη και μουσικό της σύγχρονης κλασικής μουσικής – ένα οξύμωρο σχήμα που χρησιμοποιείται ωστόσο για πολλούς μεγάλους συνθέτες των τελευταίων πενήντα χρόνων. Πώς αντιλαμβάνεστε εσύ αυτόν τον όρο και την αντίθεσή του;
Όταν μιλάμε για κλασική μουσική τείνουμε να ξέρουμε ακριβώς τι μπορεί να σημαίνει, έχουμε μια εικόνα. Αλλά σε ό, τι αφορά τη σύγχρονη μουσική εκεί υπάρχουν πολλές διαφωνίες για το εύρος και το πεδίο εφαρμογής της, οι θεωρητικοί και οι ειδικοί διαφωνούν, και αυτό συχνά επηρεάζει και τον ορισμό της κλασσικής μουσικής. Εγώ ειδικός δεν είμαι για εμένα ωστόσο οποιαδήποτε μουσική αρχίζει να συμβαίνει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει σύγχρονο προσανατολισμό. Μετά από αυτό το χρονικό σημείο και την πολιτιστική και πολιτισμική επανάσταση που ξεκίνησε είναι σαν να μπαίνει μια τελεία στην παράδοση της κλασικής μουσικής η οποία περνάει πια στην ιστορία και να γεννιέται κάτι νέο. Μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει βέβαια ότι ο John Williams είναι ένας κλασσικός συνθέτης επειδή συνθέτει soundtracks που ακουμπούν στην κλασική μουσική ωστόσο εγώ δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν κλασσικοί συνθέτες σήμερα. Ακόμα και σπουδαίους συνθέτες όπως τον Steve Reich και τον Phillip Glass δεν μπορώ να τους θεωρήσω κλασσικούς. Ίσως θα ακουστεί κάπως αυτό που θα πω αλλά νομίζω οι κλασσικοί συνθέτες πρέπει να πεθάνουν για να μπορούν να αναγνωριστούν ως κλασσικοί.
Επίσης για εμένα η μουσική είναι κάτι ευρύτερο από το να προσπαθώ να αναπαράξω μια παρτιτούρα, αυτό που έγραψα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Κάθε φορά που παίζω ένα κομμάτι το αλλάζω και λίγο γιατί εγώ ο ίδιος νιώθω διαφορετικός. Ένα κομμάτι δεν μπορεί να μείνει το ίδιο όσο εγώ συνεχίζω να εξελίσσομαι – όσο ζω θα μπορώ να αλλάζω τα κομμάτια μου. Ίσως μια μέρα, όταν θα έχω πεθάνει, και άλλοι άνθρωποι θα παίζουν τη μουσική μου που δεν θα είμαι εκεί για να την αλλάξω να μπορεί αυτή να θεωρηθεί κλασσική. Αλλά αυτό θα το κρίνουν άλλοι όταν έρθει η ώρα.
Πιστεύετε ότι είναι παρεξηγημένη από το ευρύ κοινό η κλασική μουσική;
Ίσως να λειτουργεί και ανάποδα. Υπάρχει σίγουρα μια ομάδα ανθρώπων που ασχολούνται με την κλασσική μουσική που θέλουν να προστατέψουν την κληρονομικά των μεγάλων κλασσικών, από τον Bach μέχρι τον Stravinsky – αν και ο τελευταίος θεωρείται πολύ προοδευτικός για τους πιουρίστες της κλασσικής. Το σίγουρο είναι ότι το καλλιτεχνικό έργο χρειάζεται μια πίστωση χρόνου για να εκτιμηθεί η αξία που κομίζει, για να αποκτήσει την ιστορική του αξία. Και ο καλλιτέχνης όσο είναι ζωντανός πρέπει να αναμετρηθεί με τις κριτικές, να υπερασπιστεί το έργο του – στην περίπτωσή μου για παράδειγμα υπάρχουν κριτικοί που θεωρούν ότι ληστεύω την κλασσική μουσική για να κάνω ποπ μουσική, ότι κλέβω αρμονίες και μελωδίες από άλλους συνθέτες για να κάνω ένα δικό μου απλοϊκό συμπίλημα. Φυσικά κι εγώ ο ίδιος αν συγκρίνω το έργο μου με εκείνο συνθετών όπως ο Shostakovich ή ο Ravel νιώθω ότι είναι ασήμαντο και απλοϊκό μπροστά στις πολύπλοκες αφηγήσεις και υφές του δικού τους. Ωστόσο το μόνο που μπορώ να πω εγώ για εμένα είναι ότι παίζω αποκλειστικά τη μουσική που θέλω και αισθάνομαι, δεν μπορώ να παίξω κάτι με το οποίο δεν νιώθω σύνδεση. Και αν η καλλιτεχνική μου ύπαρξη ή το μουσικό μου γούστου φαντάζουν απλά, κανένα πρόβλημα όσο παίζω αυτό που μου αρέσει, όσο μου αρέσει ο ήχος μου. Δεν με πειράζει καθόλου να φύγει κόσμος που πηγαίνει σε κλασικά κονσέρτα από ένα live μου λέγοντας ότι δεν του αρέσει η μουσική μου, ότι είναι απλώς επαναλαμβανόμενα μοτίβα, ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Δεν μου αρέσουν έτσι κι αλλιώς οι συγκρίσεις με ιερά τέρατα, είναι πολύ σκληρές. Νιώθω μεγαλύτερη ταύτιση με τους jazz μουσικούς, μου αρέσει να σκέφτομαι τη μουσική μου σαν έναν τεράστιο αυτοσχεδιασμό, βλέπω τον εαυτό μου περισσότερο ενταγμένο στην τζαζ παράδοση. Άλλωστε γράφω τη μουσική μου για να την παίξω εγώ και όχι κάποιος άλλος. Και αυτό θυμίζει περισσότερο την τζαζ– μόνο ο Chet Baker ή ο Miles Davis θα μπορούσαν να παίξουν τα δικά τους κομμάτια χωρίς να χαθεί η μαγεία. Παρότι ο κόσμος μπορεί να θεωρεί ότι είμαι κυρίως επηρεασμένος από την κλασσική μουσική εγώ νιώθω περισσότερο αυτοσχεδιαστής παρά συνθέτης.
Επιστρέψατε πριν λίγους μήνες δισκογραφικά με νέο album το «Music for Animals»; Πώς συνεχίζει το νήμα της εποχής του «All Melody» αυτός ο δίσκος;
Μετά το «All Melody» και το «All Encores» και εκείνες τις περιοδείες και όλη την επιτυχία εκείνης της μουσικής ένιωσα, προς έκπληξή μου, αποσυνδεδεμένος από εκείνο το υλικό. Θέλω να πω ήταν σπουδαία και υπέροχη εμπειρία η δημιουργία του «All Melody» και η μουσική αυτή λειτούργησε άψογα στο περιβάλλον της αλλά είναι για εμένα το είδος εκείνου του δίσκου που δεν μπορώ να ακούσω εύκολα πια – ήταν κάτι too much για εμένα. Σαν κάτι να πάγωσε μέσα μου, σαν να μου δημιουργούσε συναισθήματα που δεν ήμουν σίγουρος αν μου άρεσαν. Είναι λίγο στενόχωρο όταν συνδέεσαι τόσο πολύ με τη μουσική όσο τη δημιουργείς αλλά όταν η δημιουργική διαδικασία τελειώσει περιέργως είσαι ο μόνος που δεν μπορεί πια να την απολαύσει. Ήταν μια ενδιαφέρουσα συνειδητοποίηση αυτή για εμένα οπότε για το επόμενο δισκογραφικό βήμα μου είχα μια πολύ έντονη επιθυμία να φτιάξω τη μουσική που πραγματικά μου έλειπε, μουσική που δεν θα μπορούσα να βρω πουθενά, μουσική που θα ήθελα πραγματικά να ακούσω. Ήθελα να κάνω τον δίσκο που δεν υπήρχε στη δισκοθήκη μου αλλά θα ήμουν πολύ πρόθυμος να αγοράσω. Ήταν μια εγωιστική προσέγγιση αλλά ταίριαξε πολύ με την περίοδο που έγραψα τον δίσκο, αυτή των lockdowns, μια περίοδο που πολλοί καλλιτέχνες ένιωσαν να βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας – οπότε σε μια τέτοια περίοδο δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με το να κάνω έναν τέτοιο «εγωιστικό» δίσκο. Δεν με ένοιαξε και δεν με νοιάζει αν θα αρέσει στους κριτικούς ή στο κοινό μου γιατί αρέσει σε εμένα και αρέσει στη γυναίκα μου. Φτιάξαμε με τη Nina τον δίσκο και τη μουσική που μας έβγαλε ζωντανούς μέσα από την πανδημία – αυτή η μουσική ήταν ένα φάρμακο για εμάς.
Άρα αληθεύει ότι η σύζυγός σας είχε μια μεγάλη και ενδιαφέρουσα συνεισφορά στο «Music for Animals» παρότι δεν είναι μουσικός.
Ναι η γυναίκα που δεν είναι μουσικός έπαιξε αυθόρμητα μέρη με ένα νέο όργανο που είχα αγοράσει, μια γυάλινη αρμόνικα. Ξεκίνησε να παίζει χωρίς να γνωρίζει τίποτα, χωρίς να της εξηγήσω τίποτα, ενστικτωδώς και αυθόρμητα, και μόνο από αυτό το ένστικτο κατάφερε να δημιουργήσει πολύ όμορφους ήχους. Ηχογράφησα αυτό που έπαιζε και της το έβαλα να το ακούσει για να δει τι όμορφο που είναι. Και κάπως έτσι κινητοποιήθηκε και ήθελε να παίξει περισσότερο και σιγά σιγά βρήκαμε μια κοινή μουσική γλώσσα, μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, και ξεκινήσαμε μια σειρά τέτοιων αυθόρμητων ηχογραφήσεων χωρίς σχέδιο απ’ όπου προέκυψαν κομμάτια και αυτοσχεδιασμοί που μετέπειτα δούλεψα για τον δίσκο.
Άρα πράγματι η μουσική είναι για όλους; Κρύβει ο καθένας μας έναν μουσικό μέσα του;
Ναι, οπωσδήποτε ναι. Θεωρώ ότι όλοι έχουν αυτή τη δυνατότητα. Τόσες και τόσες φορές κάνουμε μουσική όλοι χωρίς να το καταλαβαίνουμε, η ίδια η ομιλία είναι σαν το τραγούδι. Το να βρίσκουμε κάθε φορά τις κατάλληλες λέξεις, ακόμα και τώρα για παράδειγμα καθώς μιλάμε, είναι σαν αυτοσχεδιασμός – όπως στην τζαζ μουσική που δεν ξέρεις τι θα παίξεις μετά, απλώς αυτοσχεδιάζεις. Είναι κάτι οργανικό η μουσική, η μουσική είναι ρυθμός και οτιδήποτε ζωντανό έχει ρυθμό, η μουσική είναι μελωδία, και τα πουλιά στα δέντρα παράγουν μελωδίες. Η μουσική είναι κάτι αναπόφευκτο, είμαστε όλοι μέρη μιας τεράστιας ορχήστρας που παίζει ασταμάτητα, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.
Μίλησες πριν για την «εγωιστική» προσέγγιση του «Music for Animals» ότι είναι ακριβώς η μουσική που θέλετε να ακούσετε χωρίς να σας νοιάζει κάτι άλλο. Τώρα που έχει έρθει η ώρα να την παρουσιάσετε στον κόσμο στο πλαίσιο της περιοδείας σας, πώς τη βλέπετε να μετασχηματίζεται στη live συνθήκη;
Το live είναι πάντα πολύ διαφορετικό από την ηχογράφηση, από αυτό που φτάνει στα ακουστικά ή στα ηχεία των ανθρώπων. Όταν κάνω έναν δίσκο σκέφτομαι ότι θα τον ακούσει κάποιος στο σπίτι του ή στο αυτοκίνητο, καθώς μαγειρεύει ή κάνοντας οτιδήποτε άλλο. Το live είναι μια άλλη εμπειρία, με πολύ διαφορετικές απαιτήσεις αλλά και προοπτικές. Ένα live είναι πολύ πιο δυναμικό, πολύ πιο έντονο. Για παράδειγμα όταν γράφω ένα πολύ έντονο μέρος του δίσκου και η μουσική δυναμώνει και δυναμώνει ο ακροατής μπορεί πολύ απλά να πάει γυρίσει το κουμπί της έντασης, να αποφύγει την ένταση του ήχου όπως την προτείνω τη δεδομένη στιγμή. Σε ένα live δεν μπορεί να το κάνει αυτό, δεν μπορεί να το αποφύγει, ζει κάθε στιγμή όπως παίζεται. Οπότε αυτό που κάνω είναι να χτίζω κάθε live ως μια μοναδική εμπειρία και να φροντίζω και για τις κατάλληλες διόδους αποσυμπίεσης. Ποτέ δεν παρουσιάζω ένα album όπως γράφτηκε στο studio, φτιάχνω ένα ξεχωριστό concert set, με εντελώς διαφορετικό σχεδιασμό, βασισμένο στις ιδέες του δίσκου. Δεν θέλω ο κόσμος να έρθει να ακούσει τρεις ώρες συνεχόμενα drone ambient – ούτε σε εμένα θα άρεσε.
Υπάρχει κίνδυνος στο τέλος αυτής της περιοδείας να σας αρέσει λιγότερο το «Music for Animals» όπως συνέβη και στο προκάτοχο album;
Όχι νομίζω ότι θα είναι πάντα ένα κομμάτι μου που πάντα θα θεωρώ αναπόσπαστο μέρος μου. Το άκουγα πριν λίγες ημέρες και ακόμα έχει αυτήν την ιαματική επίδραση πάνω μου που με βοηθάει. Και βοηθάει πολύ ότι το live και η περιοδεία που δουλεύω αυτή τη στιγμή δεν είναι τόσο συνδεδεμένες με τον δίσκο, είναι, όπως είπα, μια διαφορετική εκδοχή. Επίσης σε αυτήν την περιοδεία διασκεδάζω πολύ περισσότερο από το «All Melody» tour. Τότε έπρεπε να αποδείξω πράγματα, να δείξω ποιος είμαι, τι μπορώ να κάνω live. Τότε δούλευα περισσότερο πάνω στο show, τώρα δουλεύω περισσότερο πάνω στη ζωντανή μουσική εμπειρία. Ο κόσμος με ξέρει, ξέρει από πού έρχομαι και τι είμαι οπότε μπορώ να είμαι ακόμα περισσότερο ο εαυτός μου, να απολαύσω αυτό το ευτυχές σημείο που απολαμβάνω τον δίσκο αλλά απολαμβάνω και τα live. Είμαι χαρούμενος με τη σημερινή μου συνθήκη, η μουσική αυτή με κάνει ευτυχισμένο. Άλλωστε δεν μπορείς να κρατηθείς για πάντα από μία και μόνη στιγμή επιτυχίας. Αν έχεις μια πιτσαρία με την καλύτερη πίτσα του κόσμου και ο κόσμος έρχεται συνέχεια περιμένοντας να φάει την ίδια ακριβώς πίτσα αντλώντας την ίδια ακριβώς απόλαυση θα δεις σύντομα ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον – η πίτσα θα χάνει σιγά σιγά κάτι από την απόλαυσή της. Το «All Melody» ήταν μια μεγάλη επιτυχία, ένα βουνό που ανέβηκα, ένα προσωπικό ορόσημο αλλά δεν προσκολλώμαι εκεί, δεν κοιτάζω πίσω ευχόμενος να μείνουν για πάντα τα πράγματα ως έχουν. Είμαι πάντα έτοιμος να πάρω διαφορετικές κατευθύνσεις, να εκπλήξω τους ακροατές μου και τον ίδιο τον εαυτό μου.