Μουσικη

Νίκος Πορτοκάλογλου: «Στη διαδρομή έχασα την μπάλα και στις αποτυχίες και στις επιτυχίες»

Ο καλλιτέχνης μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, τους γονείς του, την οικογένεια του, τους Φατμέ, το Μουσικό Κουτί.
Κατερίνα Αγγελιδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 876
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Νίκος Πορτοκάλογλου: Συνέντευξη με τον τραγουδιστή και τραγουδοποιό με αφορμή τη συναυλία στο θέατρο Βράχων για τα τρία χρόνια της εκπομπής «Μουσικό Κουτί» 

Με τον Νίκο Πορτοκάλογλου συναντηθήκαμε πρώτη φορά στο σπίτι του στο Χαλάνδρι. Είχαμε συνεννοηθεί να μη βιαστούμε, να δώσουμε χρόνο στις αναμνήσεις και στις σκέψεις, να αφήσουμε την πόρτα μισάνοιχτη για να φανεί τι κρύβεται πίσω από τους στίχους και τις μελωδίες των πιο γνωστών τραγουδιών που σφράγισαν τα 40 χρόνια της καλλιτεχνικής διαδρομής του. Να επανέλθουμε, αν χρειαστεί, μέχρι να βρούμε εκείνη την αίσθηση που διατρέχει μια ζωή με πολλά σκαμπανεβάσματα, μεγάλες επιτυχίες και προσωπικές ήττες, μέρες φωτεινές και περιόδους σκοτεινές, χρόνια καλά και χρόνια δίσεκτα. «Θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο ειλικρινής μπορώ» είπε και το τήρησε. Δεν ήταν πάντα εύκολο, του είναι πιο φυσικό να γράφει στίχους για να εκφραστεί. Ούτε είμαι σίγουρη ότι αν είχαμε κατέβει στο «οχυρό» του, στο υπόγειο στούντιο με τους διπλούς τοίχους, τα αμέτρητα μουσικά όργανα, τα ογκώδη μηχανήματα και τις αφίσες του Τζίμι Χέντριξ και των Beatles, θα είχαμε κάνει την ίδια συζήτηση που κάναμε στο μεγάλο τραπέζι της οικογενειακής μονοκατοικίας.

Πρόβα ορχήστρας. Δυο μέρες μετά έφτασα στο απομονωμένο στούντιο ηχογραφήσεων στον Ταύρο, στα μισά της τελευταίας πρόβας του Νίκου Πορτοκάλογλου και των συνεργατών του για τη συναυλία στο θέατρο Βράχων στις 19 Ιουνίου, που σηματοδοτεί την έναρξη της καλοκαιρινής περιοδείας τους. Κάθισα ακροπατώντας πίσω απ’ τα πλήκτρα και για μιάμιση ώρα είχα το προνόμιο να ακούσω πριβέ μερικά από τα πιο γνωστά μουσικά κομμάτια από την εποχή των Φατμέ μέχρι σήμερα. Να μπω στη μουσική δίνη της 7μελούς ορχήστρας του, να γελάσω με τα «διλήμματα»: «Θέλετε μικρασιατικό ελεκτρόνικα ή ελληνοαμερικανικό χιπ χοπ, νησιώτικο ρέγκε ή ηπειρώτικο μπλούζ;» πριν η «Κοντούλα λεμονιά» χαμηλώσει τα κλωνάρια της και η Ρένα Μόρφη εξομολογηθεί «Σε φίλησα κι αρρώστησα και τον γιατρό δεν φώναξα». Σε λίγο τα κρουστά πήραν φωτιά, «Τι λείπει, τι φταίει και η καρδιά σου κλαίει», με τον Πορτοκάλογλου να κλιμακώνει «Μη μ’ αφήσεις σου λέω, τα καράβια μου καίω» επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά ότι είναι «η κρυφή, η ατέλειωτη δίψα που σε κρατάει ζωντανό», πριν έρθει η «Θάλασσά μου η σκοτεινή» και μας ξαναστοιχιώσει όπως τόσα χρόνια πριν. «Να με προσέχεις» παρακάλεσε στην πιο τρυφερή απόδοση που μπορώ να θυμηθώ για να μας καλέσει στο φινάλε να πάμε μαζί του «Πάνω απ’ τα σύννεφα» κάνοντας επίκληση στον ουρανό, με την ηλεκτρική κιθάρα να απογειώνεται συμπαρασύροντας τη νιότη μας, όσα ζήσαμε και συνδέσαμε με τις μουσικές του, όλα τα καλοκαίρια που ήρθαν και πέρασαν, κι ας ξεθώριασαν, κι ας έγιναν μνήμη μακρινή, γιατί το ροκ εντ ρολ δεν έχει ηλικία και δεν τελειώνει ποτέ.

Ο Νίκος Πορτοκάλογλου μιλάει για τα παιδικά του χρόνια

Ένας μεγάλος ελεύθερος κόσμος

Κατάγομαι από οικογένεια προσφύγων από την πλευρά του πατέρα μου, που ήρθε μωρό με τους γονείς του στον Βόλο. Ο παππούς ήταν καπνέμπορος στην Πόλη και στη Σμύρνη και δούλεψε στα καπνά της περιοχής, η γιαγιά έκανε μαθήματα γαλλικών. Ξεριζωμένοι άνθρωποι που πέρασαν πολλά και δεν το έβαλαν κάτω. Με τη γιαγιά τη Σοφία ήμουνα πολύ συνδεδεμένος, σε κείνη έδειχνα τις ζωγραφιές μου, μου έλεγε συνέχεια μπράβο και μου διηγούνταν ιστορίες από τη Σμύρνη. Ο πατέρας μου δούλευε σε ιδιωτική εταιρεία πετρελαιοειδών και πήρε προαγωγή για την Αθήνα. Μετακομίσαμε στη Νέα Σμύρνη, εκεί μεγάλωσα, εκεί έκανα τις πρώτες μου παρέες, πήγα σχολείο, έμαθα κιθάρα. Το σχολείο μου, η Ευαγγελική Σχολή Νέας Σμύρνης, ήταν δίπλα στο γήπεδο του Πανιωνίου, έπαιζα μπάλα τότε – εδώ και χρόνια δεν με ενδιαφέρει καθόλου το άθλημα, εκτός αν έχει Μουντιάλ. Το σχολείο δεν το αγάπησα ποτέ. Ήμουνα μαθητής επί Χούντας, με όλα τα θλιβερά στερεότυπα, τη στενομυαλιά, το υποχρεωτικό κούρεμα, την ψυχρότητα της εκπαίδευσης, τη μαυρίλα και τη μιζέρια. 

Ποτέ στο σχολείο δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι είχα έφεση στο γράψιμο, ούτε βέβαια με ενθάρρυνε κανείς, μόνος μου διάβασα λογοτεχνία και ποίηση από τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Το ροκ ήρθε σαν μια τεράστια αποκάλυψη στη ζωή μου μέσα απ' τους δίσκους που έφερνε στο σπίτι ο μεγαλύτερος αδελφός μου. Beatles, Rolling Stones, Bob Dylan, Jimi Hendrix άναψαν τη σπίθα μέσα μου. Έκθαμβος ανακάλυπτα την ύπαρξη ενός μεγάλου ελεύθερου κόσμου, μακριά από όλα όσα ήξερα. Κι όταν έφτασε σπίτι η παλιά κιθάρα του πατέρα μου από τον Βόλο, ξέχασα τα πάντα. Ούτε να παίζω μπάλα ήθελα, ούτε να σκιτσάρω πια, τέλειωσαν όλα. Ίσως γιατί ένιωθα ότι εκεί θα τα κατάφερνα καλύτερα. Ήμουν 12 χρονών, βασανίστηκα πολύ να μάθω τα πρώτα ακόρντα με ένα εγχειρίδιο πρακτικής εκμάθησης, αλλά προτιμούσα από τα αποστειρωμένα ωδεία της εποχής να βαδίζω μόνος μου στο σκοτάδι για να βρω ένα μονοπάτι. Δεν το μετάνιωσα ποτέ, ήθελα να παίζω μόνο τα τραγούδια που μου άρεσαν.

«Κι όταν έφτασε σπίτι η παλιά κιθάρα του πατέρα μου από τον Βόλο, ξέχασα τα πάντα. Ούτε να παίζω μπάλα ήθελα, ούτε να σκιτσάρω πια, τέλειωσαν όλα»

Μεγάλο φορτίο σε μικρούς ώμους

Από το σπίτι μου έλειπε η γιορτή. Σαν παιδί κουβαλούσα ένα μεγάλο βάρος από μια οικογένεια που ήταν χρυσοί άνθρωποι αλλά από πολύ νωρίς σημαδεύτηκαν από βαριά πράγματα. Στα 10 χρόνια μου η μητέρα μου πέρασε καρκίνο και εγχειρίστηκε. Ήταν πολύ νέα, 37 χρονών, κι αυτό με μάρκαρε. Μετά έκανα delete σε όλη αυτή την περίοδο, αλλά σήμερα ξέρω ότι έχασα την ανεμελιά μου πάρα πολύ νωρίς ζώντας με τη δαμόκλειο σπάθη ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσα να χάσω τη μάνα μου, η οποία τελικά έζησε αισίως μέχρι τα 83 της. Πολέμησε τον καρκίνο γενναία, αλλά όταν ένα παιδί ακούει ότι πρέπει να περάσουν 7 χρόνια για να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα επιστρέψει η αρρώστια, κάθεται και μετράει μέρες και χρόνια. Η αρρώστια ήταν κάτι που δεν συζητήθηκε ποτέ ανοιχτά στο σπίτι, ήταν θέμα ταμπού τότε και οι γονείς μας δεν ήθελαν να μας επιβαρύνουν, κάτι που βέβαια δεν βοήθησε κανέναν. Μόλις πέρασαν τα 7 χρόνια κατέρρευσε ο πατέρας μου ψυχολογικά μην αντέχοντας ούτε τα επαγγελματικά του προβλήματα ούτε το φορτίο που κουβαλούσε τόσο καιρό.

Έτσι η μουσική έγινε σιγά σιγά το καταφύγιο και ο γιατρός μου. Όταν ξεκινούσα να γράφω έβαζα σε στίχους εκείνα που με έκαιγαν και δεν μπορούσα να μοιραστώ με κανέναν. Δεν το καταλάβαινα τότε, το κατάλαβα πολλά χρόνια αργότερα ότι ρίχτηκα με τέτοιο πάθος στην κιθάρα για να κατανοήσω ποιος είμαι, πού πάω, για να βρω τι ήταν αυτό που με βασάνιζε στ’ αλήθεια, όπως όταν πηγαίνεις στον ψυχοθεραπευτή και ανακαλύπτεις ότι αλλού είναι η βαθύτερη ρίζα του προβλήματος. Όταν έγραφα κάτι δικό μου ένιωθα μια απίστευτη λύτρωση, σαν να έχανα εκατό κιλά βάρος που κουβαλούσα στους ώμους μου. Ένιωθα ότι έβγαινα σε ένα άνοιγμα στο φως, μακριά από τους εφιάλτες που έβλεπα κάθε νύχτα. Ήθελα να στήσω τη δική μου γιορτή, να ξαναβρώ μέσα από τη μουσική το κέφι και τη χαρά που είχαν χαθεί. Έχω περάσει πολλά χρόνια κάνοντας ψυχοθεραπεία για να τα κατανοήσω όλα αυτά, κάτι που για μένα ήταν και απαραίτητο και σωτήριο.

Ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο Σαββόπουλος και οι Φατμέ

Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν ο πιο καθοριστικός καλλιτέχνης στη ζωή μου. Το «Περιβόλι του τρελού» το άκουσα μαζί με τα πρώτα ξένα θρυλικά ροκ άλμπουμ και με συγκλόνισε. Σε δικό του live στο Κύτταρο πήγα πρώτη φορά στα 15 μου. Για μένα ήταν ο καλλιτέχνης που γεφύρωνε τα αγεφύρωτα με έναν τρόπο απολύτως φυσικό, το ροκ που αγαπούσα και με τρέλαινε με την ελληνική παράδοση, τα δημοτικά και τα λαϊκά τραγούδια. Αυτήν την αίσθηση ότι η μουσική είναι μία, ότι μπορούν να συνυπάρξουν οι Στόουνς με τον Τσιτσάνη και τα Θρακιώτικα με τον Φρανκ Ζάππα, τη χρωστάω σε εκείνον. Μου άνοιξε δρόμους, με απελευθέρωσε από τα στεγανά και τις κατηγοριοποιήσεις, αλλά ταυτόχρονα με δυσκόλεψε γιατί δεν άνηκα πουθενά.

Με τους Φατμέ στα πρώτα χρόνια δεν ήξεραν πού να μας κατατάξουν. Για τους ροκάδες ήμασταν λαϊκοί και για τους λαϊκούς ροκάδες. Μπήκαμε στα δύσκολα, αλλά ποτέ δεν με ενδιέφερε να κάνω ένα ροκ συγκρότημα που δεν θα είχε καμιά σχέση με την ελληνική μουσική. Και όσο περνούσαν τα χρόνια στη μουσική μου υπήρχαν περισσότερες επιρροές από την παράδοση και τα λαϊκά, αλλά και το έντεχνο της δεκαετίας του ’60. Μόλις τελείωσα το σχολείο και έγραψα τα πρώτα μου τραγούδια τα πήγα στο Σαββόπουλο μαζί με τον Γιώργο Φιλιππάκη και τον Χάρη Καβαλλιεράτο από τους Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω, που τότε γράφαμε μαζί. Μας άκουσε και είπε ότι έχουμε κάνει περισσότερο δρόμο στη μουσική από ό,τι στον στίχο. Ήταν αλήθεια. Ο στίχος με παιδεύει πάντα περισσότερο από τη μουσική, με τα διαβάσματα και την αγάπη για τη γλώσσα βελτιωνόταν σταδιακά, κάτι ξεκλείδωνε όλο και περισσότερο. Από 18 χρονών έπαιζα μουσική σε λαϊκά κέντρα και παρέδιδα μαθήματα κιθάρας για βιοπορισμό, αλλά οι δικοί μου είχαν αγωνία τι θα απογίνω.

Για το χατίρι τους έδωσα στην Αρχιτεκτονική, δεν πέρασα γιατί δεν το πάλεψα και μετά βρέθηκα στις Βρυξέλλες και στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί ξεκαθάρισα απόλυτα ότι ήθελα να ασχοληθώ με τη μουσική και μόνο, ολοκλήρωσα τα πρώτα μου τραγούδια με τη σιγουριά ότι ήταν πράγματι δικά μου και όχι απομιμήσεις του Ντίλαν, του Κοέν, του Λένον. Ένα από αυτά τα τραγούδια ήταν ο «Άσωτος υιός». Παράτησα τα πάντα, γύρισα στην Ελλάδα, μάζεψα τους φίλους μου, τον Οδυσσέα Τσάκαλο, τον Δημήτρη Καλαντζή και τον Μιχάλη Μουστάκη, και κάπως έτσι ξεκίνησαν οι Φατμέ. Τότε, στα 21 μου έφυγα από το πατρικό για να ζήσω μόνος πρώτη φορά στο Παλαιό Φάληρο. Νοικιάσαμε δύο μικρά σπιτάκια με τους κολλητούς μου, δίπλα κάναμε το στούντιο με ηχομόνωση από αυγοθήκες. Θυμάμαι τη χαρά που έμενα σε ένα σπίτι σαν αχούρι, έβγαζα όλο το άχτι μου, ζούσα όπως φανταζόμουν την μποέμικη ζωή, τρεφόμουν μόνο με σάντουιτς, αγόραζα βιβλία και δίσκους, έκανα πρόβες με τα παιδιά και ένιωθα βασιλιάς.

Τα καράβια μου καίω

Οι Φατμέ διαλύθηκαν πάνω στο πικ τους. Μετά τον τέταρτο δίσκο, το «Βγαίνουμε από το τούνελ», όταν έγινε το μεγάλο μπαμ και άρχισε να γίνεται χαμός, ήρθε το «Ταξίδι» και μετά ο επίλογός μας, το ζωντανά ηχογραφημένο «Πάλκο». Η επιτυχία μάς δυσκόλεψε πιο πολύ από την αποτυχία, στα δύσκολα και μέχρι να καθιερωθούμε ήμασταν μια γροθιά. Μετά άρχισε η γκρίνια κι εγώ ένιωσα όπως τότε που ήθελα να φύγω από το πατρικό. Πιο πολύ δική μου απόφαση ήταν γι’ αυτό και οι φαν μού κράτησαν κακία. Δεν χωρίσαμε τσακωμένοι, ξαναβρεθήκαμε και πάντα διατηρήσαμε μια γλυκιά σχέση, με κορυφαία στιγμή τις περσινές δύο συναυλίες στο Ηρώδειο για τα 40 χρόνια μου στο τραγούδι. Έχω κάνει πολλά ξεκινήματα, πέρασα από σαράντα κύματα και ο δρόμος μου ούτε στρωμένος ήταν ούτε εύκολος, αντιθέτως δεν μου χαρίστηκε τίποτα και ξεκίνησα πολλές φορές από το μηδέν. Ήξερα πως το να μην έχεις πάρε δώσε με κάποιο κόμμα ή «ιδεολογικό χώρο» δεν βοηθάει, αλλά επέμενα πεισματικά ότι θέλω να αξιολογηθώ μόνο από τη δουλειά μου. Είμαι ευγνώμων για όλα τα απρόοπτα, για όλα τα δώρα – όμορφα και άσχημα.

Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που προσπαθούσε να ξορκίσει το απρόοπτο γιατί μόνο βάσανα της είχε φέρει, αλλά ο μικρός γιος διάλεξε μια δουλειά που είναι συνώνυμη με το απρόοπτο. Στη διαδρομή έχασα την μπάλα και στις μεγάλες αποτυχίες, αλλά και στις μεγάλες επιτυχίες. Πώς να σου το πω, ήταν αυτές οι φάσεις που δεν ξέρεις πια τι είσαι, πού πας, γιατί είσαι εδώ. Σε τέτοιες εποχές έγραφα, νομίζω, τα καλύτερα τραγούδια μου, όπως τα «Να με προσέχεις», «Τα καράβια μου καίω», και πολλά ακόμα. Αυτό μοιάζει με το πώς ξεκίνησα στην εφηβεία μου να γράφω στην κιθάρα και στο τετράδιο σαν έναν τρόπο αυτοθεραπείας.

Δεν μ’ αρέσει το κλισέ του καταραμένου καλλιτέχνη, ούτε ο ναρκισσισμός του σκοταδιού και του αδιεξόδου μου πάει, η πλάκα όμως είναι ότι ούτε η ταμπέλα του φωτεινού και του αισιόδοξου που μου έβαλαν μου ταιριάζει. Γιατί για μένα τα τραγούδια ήταν ο τρόπος μου να παλεύω με την κατάθλιψη για να βγω στο φως. Ήμουνα φαινομενικά ένα σοβαρό και μελαγχολικό παιδί που έκρυβε μέσα του μια σπίθα και μια τρέλα που δεν ήξερε πώς να εκφράσει. Ένα πειραχτήρι φυλακισμένο στον ρόλο του «ώριμου παιδιού».

Βλέπω τον εαυτό μου πολύ μικρό, καμιά φορά, να κάθομαι μόνος και να ζωγραφίζω με τις ώρες, χωρίς να κάνω σαματά, όπως ο αδελφός μου. Και χαμογελάω. Μεγαλώνοντας μου άρεσε η αλητεία, η μπάλα, τα κορίτσια και βέβαια η μουσική, και μες στη μαυρίλα μου πάντα υπήρχε δόσιμο και ανάγκη για φως. Σήμερα, μετά από χρόνια προσπάθειας, έχουν λυθεί πολλοί κόμποι. Είμαι πιο κοντά σε εκείνο τον κρυμμένο εαυτό των παιδικών μου χρόνων. Είμαι πιο κοντά στο συναίσθημά μου, με μεγαλύτερη ικανότητα να ζω στο παρόν, να χαίρομαι αυτό που συμβαίνει. Ίσως φταίει που μεγαλώνοντας ο χρόνος λιγοστεύει και νιώθω ότι κάθε στιγμή είναι πολύτιμη.

Για μένα τα τραγούδια ήταν ο τρόπος μου να παλεύω με την κατάθλιψη για να βγω στο φως. Ήμουνα φαινομενικά ένα σοβαρό και μελαγχολικό παιδί που έκρυβε μέσα του μια σπίθα και μια τρέλα που δεν ήξερε πώς να εκφράσει. Ένα πειραχτήρι φυλακισμένο στον ρόλο του «ώριμου παιδιού».

Νίκος Πορτοκάλογλου: Τραγούδια για το σινεμά

Digging in the dirt...
Πάντα μου άρεσε να γράφω μουσική για το σινεμά, όπως το «Βαλκανιζατέρ» και το «Μπραζιλέρο» του καλού μου φίλου Σωτήρη Γκορίτσα, ή το «Ακροπόλ» του Παντελή Βούλγαρη. Η «Θάλασσά μου η σκοτεινή» γράφτηκε διαβάζοντας το σενάριο για το «Μπραζιλέρο», πριν γυριστεί η ταινία. Το ενδιαφέρον είναι ότι γράφτηκε σαν ένα ζεϊμπέκικο που θα το έλεγε ένας λαϊκός τραγουδιστής, αλλά τελικά δεν ηχογραφήθηκε διότι η σκηνή για την οποία γράφτηκε δεν γυρίστηκε ποτέ. Και ευτυχώς διότι κάτι δεν μου καθόταν καλά. Ξαναδιαβάζοντας τους στίχους στο Πήλιο κατάλαβα ότι μου έφταιγε η μουσική, οπότε την έγραψα από την αρχή και είπα το τραγούδι ο ίδιος. Μετά από τον τεράστιο χαμό που έγινε με το τραγούδι αυτό, δυσκολεύτηκα πολύ. Μέσα από την τρελή επιτυχία, τις παραστάσεις, τις περιοδείες, σκεφτόμουνα να τα τινάξω όλα στον αέρα, να χωρίσω, να τα εγκαταλείψω όλα, να φύγω σε άλλη χώρα. Από τον ουρανό στην άβυσσο. Έγινε αυτό που φοβόντουσαν πάντα οι γονείς μου με τη ζωή του καλλιτέχνη, μια ζωή χωρίς καθόλου σταθερότητες και σιγουριές.

Ήταν οι στιγμές που έφτανα σε αδιέξοδο, που ένιωθα ότι βουλιάζω στην κατάθλιψη, που έχανα το νόημα σε όλα. Ήταν οι στιγμές που ένιωθα ότι χρειάζομαι πρώτες βοήθειες. Παρόλο που η γενιά μου δεν μεγάλωσε με τον ψυχίατρο και η ψυχοθεραπεία ήταν ταμπού, είχα μεγάλη περιέργεια να σκάψω κάτω από την επιφάνεια, να μάθω τι είχε πάει στραβά. Η πρώτη φορά ήταν σοκ. Υπάρχουν άνθρωποι που αντέχουν το αδιέξοδο, εγώ είχα ανάγκη κάποιος να μου δώσει μια άλλη οπτική. Όπως λέει ο Πίτερ Γκάμπρελ: «Digging in the dirt». Κατάλαβα ότι το βάρος που κουβαλούσα από τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ μεγαλύτερο από ό,τι νόμιζα. Το στοίχημα είναι να μην τα φορτώσεις όλα στους γονείς σου γιατί τότε κάνεις μια τρύπα στο νερό και καταλήγεις στο «για όλα φταίνε οι άλλοι».

Κλείσε τα μάτια σου

Μια μεγάλη επιτυχία που έγινε κάπως με περίεργο τρόπο είναι το «Κλείσε τα μάτια σου», ένα ζεϊμπέκικο γραμμένο για την ταινία «Ακροπόλ». Είχα ένα τζουρά (μικρό μπουζούκι) και μόλις είχα φτιάξει τη μελωδία. Στίχους δεν είχα γράψει ακόμα. Και μπήκε μέσα η κόρη μου, ήταν τότε 7 χρονών, με τα χέρια δεμένα πίσω. «Μπαμπά, κλείσε τα μάτια σου» μου είπε. Αυτό ήταν. Οι στίχοι είναι πολλές φορές αποκαλυπτικοί και για μένα τον ίδιο γιατί περνώντας τα χρόνια κατάλαβα ότι οι καλοί στίχοι δεν έρχονται από το διανοητικό κομμάτι μας, αλλά από το ασυνείδητο. Μας αποκαλύπτουν πράγματα που δεν τα ξέρουμε. Αυτό το τραγούδι ολοκληρώθηκε χωρίς να είμαι σίγουρος τι ακριβώς θέλω να πω. «Κλείσε τα μάτια σου να φύγω να χαθώ, κλείσε τα μάτια σου να αναστηθώ» έγραφα και λίγο μετά, όταν το ηχογραφούσα, πέθανε ο πατέρας μου απότομα από ανακοπή. Ήταν ο αποχαιρετισμός μου, χωρίς να το ξέρω. Ό,τι καλύτερο έχω γράψει έρχεται από κάπου αλλού, όχι από τις σκέψεις ούτε από τις απόψεις μου. Γι’ αυτό και πάντα πίστευα ότι αν κάτι αξίζει σε μας τους καλλιτέχνες είναι το έργο μας και όχι οι ιδεολογίες μας.

Μου έρχεται στο μυαλό τώρα το τρομερό άγχος που είχα όταν ξεκινούσα να βγω μπροστά στον προβολέα. Κάποιες φορές περιγράφω αντιφατικά πράγματα, δύο αντικρουόμενες δυνάμεις που αντιμάχονται – έτσι ήταν η ζωή μου πάντα. Ενώ ήθελα όσο τίποτα να βγω στη σκηνή και να τα δώσω όλα, αισθανόμουν γυμνός και απροστάτευτος. Ακόμα βλέπω όνειρα πως βγαίνω στη σκηνή και από το άγχος έχω ξεχάσει να φορέσω το παντελόνι μου. Δεν ήμουνα γεννημένος για τους προβολείς, για το μεγάλο κοινό, πιο πολύ σαν αναγκαίο κακό τα έβλεπα για να μπορώ να πω τα τραγούδια μου που τόσο είχα ανάγκη, για να μπορώ να ολοκληρώσω τον κύκλο.

Χαλάρωσα σιγά σιγά όταν άρχισα να νιώθω ότι το κοινό αγαπάει τα τραγούδια μου, μετά από πολύ κόπο, εμπειρία, ψάξιμο, άγχος. Το τρακ δεν φεύγει ποτέ εντελώς, μόνο αν χάσεις το ενδιαφέρον σου φεύγει, ελπίζω να μη μου συμβεί ποτέ κι αν συμβεί θα σταματήσω αμέσως. Προς το παρόν, απολαμβάνω όσο ποτέ τις συναυλίες μου και δεν βλέπω την ώρα να ξεκινήσουμε φέτος. Στο κάτω κάτω, από μικρός αυτό ονειρευόμουνα: να ταξιδεύω και να παίζω μουσική.

Το Μουσικό Κουτί

Αυτό που θα ήθελα να αλλάξω πιο πολύ σε μένα είναι να ευχαριστιέμαι περισσότερο αυτά που μου συμβαίνουν σήμερα, να σκέφτομαι λιγότερο το αύριο, αν και έχω κάνει πολλά βήματα σε σχέση με το παρελθόν. Υπήρξα για χρόνια εγκλωβισμένος στη δουλειά μου, ιδίως σε εποχές δύσκολες, στην κατάρρευση των δισκογραφικών εταιρειών και των πνευματικών δικαιωμάτων, στην οικονομική κρίση, στην πανδημία. Το άγχος της επιβίωσης και πώς να στηρίξεις την οικογένειά σου είναι όμως και κινητήρια δύναμη που δεν σε αφήνει να αράξεις. Θα ήθελα να συνεχίσω να γράφω τραγούδια, γιατί δεν είχα χρόνο με την εκπομπή μου στην ΕΡΤ. Με εξέπληξε και με ενθουσίασε που την αγάπησε τόσο ο κόσμος, θεωρώ μεγάλο κέρδος ότι ασχολούμαι περισσότερο με τα τραγούδια των άλλων, ότι ανακάλυψα τραγούδια που δεν ήξερα ή δεν είχα παίξει ποτέ. Αλλά περιμένω πώς και πώς να βρω λίγο χρόνο να ολοκληρώσω τον δίσκο που ξεκίνησα εδώ και τρία χρόνια, πριν αρχίσει η εκπομπή, η οποία θα συνεχιστεί στη νέα σεζόν με τα μισά επεισόδια. Ξέρεις, πάντα ονειρευόμουν να έχω έναν χώρο κάπου στην πόλη και να έρχονται φίλοι μουσικοί, να παίζουμε, να εξερευνούμε, να ανταλλάσουμε ιδέες. Ε, αυτό έγινε τελικά με το Μουσικό Κουτί.

Νίκος Πορτοκάλογλου: Η ζωή μου με τη Μαρίνα

Η σχέση με τη Μαρίνα είναι το καλύτερο πράγμα που μου έχει συμβεί. Δεν ξέρω πώς φτάσαμε 40 χρόνια γάμου – νομίζω ότι σε εκείνη οφείλεται περισσότερο. Με άντεξε, με περίμενε, έκανε απίστευτη υπομονή. Γελάω τώρα, αλλά φαίνεται ότι το «Να με προσέχεις» που έγραψα για εκείνη έπιασε τόπο. Γιατί αν δεν με έπιανε από το χέρι σε πολύ ζόρικες στιγμές και περιόδους, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρναμε. Και μένα απίστευτο και παράξενο μου φαίνεται ότι αντέχουμε όλα αυτά τα χρόνια. Κάναμε δύο υπέροχα παιδιά, τη Θάλεια και τον Λευτέρη, περάσαμε δύο σοβαρές φάσεις χωρισμού, τις παλέψαμε. Ήταν πολλά αυτά που μας ένωναν από την αρχή και ευτυχώς είμαστε ακόμα εδώ. Βέβαια, δεν ξέρω για πόσο, γιατί κάθε τόσο μου λέει ότι θέλει να μετακομίσουμε στο κέντρο. Δεν είναι παιδί της γειτονιάς και των προαστίων όπως εγώ και φοβάμαι ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να της κάνω το χατίρι.