- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
O Pan Pan για την «Ανισόπεδη Ντίσκο», τη μουσική και τα κόμικς του
Ο Pan Pan κατά κόσμον Παναγιώτης Πανταζής έχει παρουσία στα καλλιτεχνικά πράγματα την τελευταία δεκαπενταετία είτε μέσω των κόμικς είτε μέσω της μουσικής. Τα τελευταία τρία χρόνια ήταν ιδιαίτερα σαρωτικός με αρκετές κυκλοφορίες κόμικς αλλά και με sold-out συναυλίες και τεράστια «κουβέντα στην πόλη».
Τραγούδια του, όπως η «Ανισόπεδη Ντίσκο» και το «Χτύπα με σαν ρεύμα στην πίστα», έγιναν singalong σε παρέες και λάιβ, έγιναν γκράφιτι σε τοίχους, λεζάντες σε ποστ στα κοινωνικά δίκτυα και οι πιο τρανταχτοί «ύμνοι» στις συναυλίες του, όπου μ’ έναν μαγικό τρόπο συγκεντρώνει ανθρώπους ετερόκλητους, διαφορετικών γενιών, queer, φασαίους, μέχρι και οικογένειες με τα παιδιά τους για να τραγουδήσουν όλοι πως «Τα παιδιά θέλουν χορό». Σε αυτό το Pan Pan - ικόπνεύμα, συναντήσαμε τον Pan Pan, δύο δημοσιογράφοι που ανήκουμε σε διαφορετικές γενιές, και συζητήσαμε μαζί του για όλα αυτά, την τρυφερότητα στη μουσική του.
Συνέντευξη στους Γιάννη Νένε και Γιάννη Χ. Παπαδόπουλο
Pan Pan: Μετά τη σαρωτική του επιτυχία, ο μουσικός και κομίστας μιλά σε δύο δημοσιογράφους από δύο διαφορετικές γενιές
Γιάννης Νένες: Η ιδέα είναι ότι είμαστε τρεις γενιές ανθρώπων και πάνω σε αυτό θα στηριχτούμε να μιλήσουμε, αρχικά για τη μουσική –γιατί εκεί κυρίως φαίνεται η διαφορά των γενεών–, ενώ τα κόμικς είναι κάτι πιο διαχρονικό. Ας πιάσουμε αυτό που συμβαίνει τώρα με την «Ανισόπεδη Ντίσκο». Πιστεύω ότι με αυτό το κομμάτι έφερες τον χορό στην ελληνική ελεκτρόνικα και μάλιστα μ’ έναν νοσταλγικό τρόπο.
Παναγιώτης Πανταζής: Νομίζω ότι αυτό που φέρνει η μουσική μου στην όποια ελληνική σκηνή υπάρχει, είναι ο στίχος που μιλάει για καθημερινά πράγματα μ’ έναν απλό τρόπο και που προκαλεί αρκετά εύκολα ταυτίσεις. Mια και αναφέρατε το θέμα με τις διαφορετικές γενιές, είμαι σαραντάρης και μιλάω σ’ αυτό το κομμάτι για πράγματα που αποτελούν την καθημερινότητά μου. Έρχονται εικοσάρηδες στα λάιβ και μου λένε «Καλά είναι απίστευτο. Ταυτίζομαι τόσο πολύ!», την ίδια στιγμή που εγώ μιλάω για πράγματα όπως η οικογένειά μου και το παιδί μου. Συνεπώς νομίζω ότι η ταύτιση δεν είναι τόσο κυριολεκτική, συμβαίνει δηλαδή αλλά στο κομμάτι του συναισθήματος – ότι όλοι ζούμε στην ίδια πραγματικότητα, άσχετα αν δεν είναι γράμμα προς γράμμα ίδιες οι πραγματικότητές μας. Ο χορός συνέβη και αυτό είναι υπέροχο.
Χορεύουμε πολύ στα λάιβ και περνάμε πολύ όμορφα. Δεν ήταν ο στόχος μου όμως, δεν έβαλα ένα μπιτ για να κάνω τον άλλον να χορέψει, απλά το έβαλα επειδή μου άρεσε. Πιστεύω δε ότι αυτό που παρακινεί τον κόσμο να χορέψει δεν είναι τόσο η μουσική όσο ο στίχος. Είναι λόγια που ο κόσμος νιώθει άνετα να τα τραγουδήσει δυνατά και ο τρόπος που τοποθετούνται μέσα στη μουσική νιώθω ότι παίζει κι αυτός τον ρόλο του. Οι μουσικές μου ρίζες είναι στο χιπ χοπ, παρόλο που η μουσική μου δεν είναι χιπ χοπ σε καμία περίπτωση, νιώθω πως είναι μια διεστραμμένη δικιά μου ιδέα για το τι θα μπορούσε να αποτελεί εξέλιξη του χιπ χοπ μετά από χρόνια. Θέλω να πω ότι ο τρόπος που τοποθετούνται οι λέξεις πάνω στον ρυθμό κάνει τον κόσμο να κουνηθεί, ανεξαρτήτως μπιτ ή BPM.
Γ. Ν.: Το ότι ο κόσμος τραγουδάει μαζί σου και τα τραγούδια γίνονται singalong, πώς σε κάνει να νιώθεις;
Π.Π.: Είναι φανταστικό και τρομερά ανταποδοτικό μ’ έναν τρόπο εκείνη τη στιγμή που συμβαίνει. Είναι μια τρομερή ανταπόδοση στο ότι αυτό το πράγμα που έφτιαξα μόνος μου στο σπίτι μου (το 95% της μουσικής μου φτιάχνεται σπίτι μου, από την ηχογράφηση μέχρι τη μίξη), ξεκινώντας στις 2 το βράδυ λίγο πριν κοιμηθώ, καταλήγει να τραγουδιέται ταυτόχρονα από χίλιους ανθρώπους, όπως έγινε στο Gagarin το φθινόπωρο ή στο Πολύγωνο την άνοιξη του 2021 που κάναμε το ανοιχτό λάιβ…
Γιάννης Παπαδόπουλος: Και σου θυμίζουν και τον στίχο, που μπορεί να ξεχνάς εκείνη τη στιγμή…
Π.Π.:Καλά, 100%, συμβαίνει πολλές φορές. Δεν είμαι και πολύ περήφανος γι’ αυτό, αλλά συμβαίνει. Ειδικά όταν αυτοσχεδιάζω στο λάιβ και το κοινό που τραγουδά συγχρόνως, κρατά αυτό που ξέρει και λέει τον πρωτότυπο στίχο.
Γ.Ν.: Το γεγονός ότι έρχονται και σου μιλούν για τη δουλειά σου άτομα πολύ μικρότερα από σένα, το αποδίδω στο ότι η μουσική σου εμπνέει μια τρυφερότητα και μια παιδικότητα με την καλή έννοια, έναν ρομαντισμό, τα οποία είναι νεανικά χαρακτηριστικά.
Π.Π.: Αυτό είναι πολύ κολακευτικό και σ’ ευχαριστώ. Για μένα είναι ένας τρόπος να νιώθω ζωντανός. Αυτό που με αγχώνει –δεν είναι κάτι που βιώνω– είναι το τι θα γίνει μεγαλώνοντας. Τι θα γίνει; Θα «σαπίσω»; Θέλω να πιστεύω πως όχι.
Γ.Ν.: Μπορώ να σου πω, αν θες… ως ο μεγαλύτερος στην παρέα.
Π.Π.:Για πες.
Γ.Ν.: Το γήρας αρχικά είναι η μεγαλύτερη έκπληξη στη ζωή ενός ανθρώπου, παρόλο που ξέρεις πως θα έρθει. Ξαφνικά συμβαίνει και μένεις να απορείς. Μα γιατί; Δεν έκανα κάτι για να συμβεί όλο αυτό. Ζεις, οπότε, με την έκπληξη. Η μεγαλύτερη όμως έκπληξη είναι ότι σου έρχονται λουτρά σοφίας. Βρίσκονται τα «χαμένα κομμάτια» στα παζλ ιστοριών. Κατανοείς, βρίσκεις την εξήγηση σε πολλά πράγματα κι έτσι συμφιλιώνεσαι πιο πολύ και με το τέλος.
Π.Π.: Εγώ δεν το πάω τόσο μακριά. Περισσότερο νιώθω ότι όσο περισσότερη επαφή έχεις με ανθρώπους που «βράζει» το αίμα τους (κι αυτό είναι ένα κλισέ) είναι πιο πιθανό να συνεχίσει να βράζει και το δικό σου. Δεν μπορείς να ζεις μέσα σ’ ένα κενό – προφανώς και επηρεάζεσαι από το περιβάλλον σου. Για μένα η μεγαλύτερη χαρά και επιρροή στην καθημερινότητα είναι ο γιος μου, ο οποίος είναι επτά ετών, και ο τρόπος που ανακαλύπτει τον κόσμο είναι μια μαγεία να το βλέπεις κάθε μέρα να συμβαίνει. Ξέρω ότι αυτό που λέω ακούγεται κλισέ. Αλλά το να μιλάς κάθε μέρα μ’ έναν μικρότερο άνθρωπο, ο οποίος δεν ξέρει αυτά που ξέρεις, δεν έχεις κουραστεί από αυτά που σ’ έχουν κουράσει και δεν έχει πονηρευτεί από αυτά που σ’ έχουν πονηρέψει, είναι μαγικό.
Γ.Π.: Είναι σαν να ξανανακαλύπτεις κι εσύ τον κόσμο μαζί με το παιδί δηλαδή;
Π.Π.: Ακριβώς. Και τον ξανανακαλύπτεις μ’ έναν πολύ ωραίο τρόπο. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Έχει τύχει να είμαι εκνευρισμένος και να μαλώνω τον μικρό για κάτι. Ξάφνου τον βλέπω να προσποιείται ότι παίρνει ανάσες. Τον ρωτάω τι κάνει και απαντάει ότι: «Παίρνω ανάσες, μήπως πάρεις κι εσύ» και εκεί παθαίνω σοκ. Λες «τι φάπα ήταν αυτή τώρα;!» και καταλαβαίνεις ότι προφανώς έχεις κάτι να μάθεις από το παιδί.
Γ.Ν.: Ο μικρός σού λέει κάτι για τη μουσική σου;
Π.Π.: Καταρχάς φτιάχνει δικά του mashups με τη μουσική. Ξεκινάει να τραγουδάει ένα τραγούδι, στη μέση το κόβει και λέει ένα άλλο, προσθέτει δικούς του στίχους. Συγχρόνως είναι και κριτής, μιας και υπάρχουμε στον ίδιο χώρο. Εγώ γράφω τα τραγούδια και αυτός πιο δίπλα παίζει. Λέει αν κάτι του αρέσει ή όχι, αν του αρέσει ο ρυθμός, τραγουδάει κι αυτός μαζί κάποιες φορές, χορεύει. Η πιο αυστηρή του κριτική είναι όταν βάζω distortion στη φωνή και μου λέει «Δεν μου αρέσει αυτή η φωνή, είναι τρομακτική».
Γ.Π.: Αυτό που είπε ο Γιάννης για την τρυφεράδα πιο πριν, το έχω βιώσει στις συναυλίες μ’ έναν διαφορετικό τρόπο. Πέρυσι στο Πολύγωνο, που ήταν το πρώτο λάιβ μετά από χρόνια και το πρώτο που έπαιξαν οι Φαντασμαγορίες ζωντανά σε κόσμο, οι οποίες στο μεταξύ είχαν αποκτήσει μεγάλο κοινό μέσα στις καραντίνες, ο κόσμος ήταν τρομερά ετερόκλητος: στρέιτ, γκέι και γενικότερα queer κόσμος βαμμένος και ντυμένος φανταχτερά, νέες οικογένειες με τα παιδιά τους. Ήταν το πιο queer & family friendly συγχρόνως, event που είχα πάει ως τότε. Και περάσαμε υπέροχα όλα μαζί.
Π.Π.:Είμαι πάρα πολύ περήφανος γι’ αυτό το πράγμα, για το γεγονός ότι οι συναυλίες μου, χωρίς να έχουν διαφημιστεί ως κάτι τέτοιο, έχουν γίνει ένα safe space για ανθρώπους που μπορούν να έρθουν ακριβώς όπως θέλουν, ακριβώς όπως είναι, να είναι οι εαυτοί τους. Είθισται τα άτομα που είναι διαφορετικά και έχουν βιώσει διακρίσεις και περιθωριοποίηση να βρίσκουν χώρους διασκέδασης ή συγχρωτισμού πιο κλειστούς και κοινοτικούς. Χαίρομαι διπλά που στα λάιβ μου, που εγώ είμαι ένας cis στρέιτ άντρας μεγαλωμένος σε μια τυπική οικογένεια, μπορούν όλοι αυτοί οι πανέμορφοι, ετερόκλητοι άνθρωποι να νιώθουν ασφαλείς και να περάσουν όμορφα. Είναι χαρά μου να βλέπω ότι οι άνθρωποι στα λάιβ είναι χαρούμενοι και ελεύθεροι.
Γ.Ν.:Εκτός από μουσικός είσαι και κομίστας. Γνωρίζοντας τις εικόνες σου, μπορώ πιο εύκολα να κατανοήσω τους κώδικές σου, τις ευαισθησίες σου και αυτό δίνει στον ακροατή τη δυνατότητα να καταλάβει καλύτερα αυτό που κάνεις και το ποιος είσαι.
Π.Π.:Κάποιες φορές ναι, κυρίως στην αρχή. Ξεκίνησα ως κομίστας και πολλοί που διάβαζαν τα κόμικς μου, είπαν να δοκιμάσουν να ακούσουν και τη μουσική μου. Πλέον συμβαίνει λίγο πολύ το αντίθετο. Έρχεται στο COMICDOM κόσμος που με ξέρει μόνο μέσω της μουσικής απλά για να δει και τι είδους κόμικς κάνω. Για κάποιον που θα το δει συνολικά, παίρνει μια καλύτερη γεύση από αυτά που θέλω να εκφράσω. Ό,τι κάνω έχει βάση την αγάπη και όταν λέω «αγάπη» δεν εννοώ ότι θα γράψω ερωτικά τραγούδια ή κάτι τέτοιο – έχω να γράψω τέτοια κομμάτι εδώ και δέκα χρόνια.
Έχει να κάνει με την αγάπη για τους άλλους ανθρώπους, με την αγάπη για κάποια πράγματα, για κάποιες καταστάσεις ή βιώματα και ακόμα κι αν είναι κάτι θυμωμένο, υπάρχει αυτή η αγάπη για μια συντροφικότητα των ανθρώπων και ό,τι προκύπτει από εκεί είναι αυτό που είτε ακούτε είτε βλέπετε να έχω σχεδιάσει. Επειδή εσείς μιλήσατε για τρυφερότητα, θεωρώ πολύ βασικό συστατικό της ζωής μου την τρυφερότητα είτε απευθύνεται προς, είτε προέρχεται από την σύντροφό μου, το παιδί μου ή τους φίλους μου, γιατί είμαι σίγουρος πως θα ήταν πολύ επώδυνη η ύπαρξη χωρίς αυτό το πράγμα, χωρίς την τρυφερότητα. Το ξέρω, το έχω βιώσει, με μίσος, με έχθρες…
Γ.Π.: Και αυτό πώς το απομάκρυνες;
Π.Π.:Με ψυχοθεραπεία για χρόνια. Με ανοικτές κεραίες, κυρίως όμως αναζητώντας έναν δρόμο για να συνεχίσεις να υπάρχεις. Είχα διαβάσει παλιότερα κάτι που με συγκλόνισε και αφορούσε στο πώς μια Αφροαμερικανίδα κατάφερε να συγχωρήσει τους δολοφόνους του παιδιού της. Είχε πει, ερωτηθείσα, ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να τους συγχωρήσει ώστε να προχωρήσει, γιατί αλλιώς τι θα έκανε με τόσο μίσος μέσα της… Αν δεν συγχωρήσεις, θα πεθάνεις ο ίδιος.
Γ.Ν.: Υπάρχει στη μουσική σου και μια πολύ ιδιαίτερη αίσθηση του σεξ.
Π.Π.:Χαίρομαι που το βλέπεις έτσι. Μου αρέσει γενικά να είναι σέξι τα πράγματα. Το σέξινες στην καθημερινότητα είναι κάτι απαραίτητο. Ήταν πολύ απελευθερωτικό για μένα, όταν γνώρισα τη Βίκυ, τη σύντροφό μου. Η έλξη που ένιωσα για αυτή τη γυναίκα με απελευθέρωσε από πολλά καθημερινά άγχη και πολλή πίεση, και μου επέτρεψε να απολαύσω και να θαυμάσω την ομορφιά γενικότερα, που υπήρχε γύρω μου, που είχα στη ζωή μου, και μάλιστα μου επέτρεψε να προσθέσω κι άλλη. Και να θαυμάσω την ομορφιά σε καταστάσεις, πράγματα, πρόσωπα ανεξαρτήτως φύλου. Μου δόθηκε η δυνατότητα ακόμα και όταν περάσει δίπλα μου, για παράδειγμα, ένα πολύ όμορφο αγόρι να το θαυμάσω. Να έχω χαρά επειδή διαπιστώνω πού υπάρχει η ομορφιά γύρω μου.
Γ.Π.: Οι στίχοι σου που αφορούν στον έρωτα δεν βγάζουν κάποια λαγνεία. Έχουν κάτι δοξαστικό προς αυτό που είναι ο έρωτας.
Π.Π.:Ωραίο πράγμα είναι και η λαγνεία. Στην ώρα της χρειάζεται. Αλλά στην καθημερινότητα, είναι ωραίο να μπορείς, εκεί που περπατάς στη «σάπια» Χαριλάου Τρικούπη, να περάσει ένα ωραίο αγόρι ή ένα ωραίο κορίτσι και να πεις: «Ουάου, μπράβο σου. Να ‘σαι καλά».
Γ.Π.: Γενικά είτε μιλάς για τον έρωτα, είτε μιλάς για το πώς παρατηρεί ο γιος σου από το παράθυρο «τα φορτηγά στη βροχή», το κάνεις δοξαστικά, περιβάλεις τα πράγματα και τις καταστάσεις με μια αγάπη σαν να τις ανυψώνεις. Εν τέλει, από τη «Φαντασμαγορία τρία» αγαπημένο μου κομμάτι είναι η «Απογευματινή Πλημμύρα» που μιλάς για τον γιο σου.
Π.Π.:Αυτό το κομμάτι γράφτηκε με διαφορά κάποιων μηνών το πρώτο κουπλέ από το δεύτερο κουπλέ. Το πρώτο αφορά σε κάποιες αγωνίες που είχα ως νέος μπαμπάς και το δεύτερο στην ανακούφιση που ένιωσα όταν αυτές οι αγωνίες επιβεβαιώθηκαν.
Γ.Π.: Πώς αποφάσισες να περάσεις στον ελληνικό στίχο;
Π.Π.:Έγραφα και πιο παλιά αλλά θα πέταγα ένα κομμάτι με ελληνικό στίχο σ’ ένα άλμπουμ με 12 κομμάτια ξένα, ή θα είχα ένα κομμάτι ελληνόφωνο σε ένα beat tape, που δεν θεωρούσα «κανονική» κυκλοφορία. Πάντα μου άρεσε ο ελληνικός στίχος, πάντα άκουγα μουσική με ελληνικό στίχο, στο σχολείο άκουγα ελληνικό χιπ χοπ, μετά άκουγα πολύ Κόρε Ύδρο ή Στέρεο Νόβα ή The Boy. Το κλικ έγινε όταν άκουσα το «Κοκτέιλ» της Νalyssa. Είπα: «δες τι ωραία που τα λέει, τόσο απλά, τόσο ωραία» και έτσι αποφάσισα να το δουλέψω κι εγώ παραπάνω στα ελληνικά.
Γ.Ν.: Στη μουσική σου υπάρχουν πολλές γυναικείες φωνές. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Π.Π.:Όντως. Πρώτα πρώτα γιατί δεν μ’ αρέσει η φωνή μου και κατά δεύτερον γιατί μ’ αρέσει πολύ ν’ ακούω άλλους ανθρώπους να τραγουδούν τα κομμάτια μου. Μπορώ έτσι να τα απολαύσω και ως ακροατής περισσότερο, ενώ όταν τραγουδώ κι εγώ είμαι πιο μέσα στην όλη διαδικασία και δεν μπορώ να το χαρώ τόσο. Όταν κάνουμε πρόβα για τα λάιβ με όλη την μπάντα, την πρώτη φορά που θα ακούσω τα κομμάτια με την ενορχήστρωση, όπως θα τα παίξουν τα παιδιά της μπάντας, μ’ αρέσει τόσο πολύ αυτό που ακούω με αποτέλεσμα να χαζεύω και να ξεχνάω τα λόγια μου.
Τους προειδοποιώ πως στην πρώτη πρόβα θα συμβαίνει αυτό οπωσδήποτε, μετά συνέρχομαι (γέλια). Ειδικά στη «Φαντασμαγορία Δύο» που χρησιμοποίησα τόσες πολλές γυναικείες φωνές, πέντε συγκεκριμένα, το έκανα γιατί αυτό το άλμπουμ βγήκε σε μια περίοδο που υπήρχαν πολλές διαφορετικές φωνές στη ζωή μου από παντού και ήθελα να το αποτυπώσω αυτό και στο άλμπουμ…
Γ.Π.: …Το οποίο πριν λίγες μέρες είχες γενέθλια κι έκλεισε τα δύο χρόνια.
Π.Π.: Είναι περίεργο γιατί μου φαίνεται πολύ παλιό, επειδή έχω φτιάξει τόσα πράγματα έκτοτε. Όταν είδα όμως την επέτειο, χάρηκα, γιατί σκέφτηκα πόσα πράγματα έχουν αλλάξει για μένα μετά απ’ αυτό το άλμπουμ. Έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του άρχισα να ξανακάνω λάιβ και βρήκα, μέσω των λάιβ, μια νέα ζωή, μια επικοινωνία με τον κόσμο, που δεν μπορούσα ποτέ να ονειρευτώ.
Γ.Ν.: Η ελεκτρόνικα είναι μοναχικό σπορ; Είπες ότι τα φτιάχνεις όλα μόνος σου στο σπίτι.
Π.Π.:Ναι, τα φτιάχνω στο σπίτι αλλά περνάνε από πολύ κόσμο για να δώσει το λιγότερο ένα feedback. Επίσης ό,τι μα ό,τι φτιάξω το στέλνω πρώτα στον Γιάννη τον Αναγνωστόπουλο (aka years of youth) που είμαστε μαζί στα Echo Tides για να μου πει γνώμη ή και για να του ζητήσω να προσθέσει κάτι ή να διορθώσει κάτι άλλο, αν κρίνει πως πρέπει. Για παράδειγμα, στους «Ασχημους Ήχους» του είπα πως χρειάζομαι κάτι από εκείνον και μου έγραψε την μελωδία με την οποία κλείνει το κομμάτι. Ή στο «Φωτιά στις κεραίες», το πιανάκι που υπάρχει ήταν ιδέα του Γιάννη, το ίδιο και στην «Ανισόπεδη Ντίσκο». Τέλος και στα λάιβ ποτέ μα ποτέ δεν βγαίνω μόνος, πάντα θα έχω έστω ένα δυο άτομα μαζί, για την ευχαρίστηση του να είμαι μαζί με φίλους. Γι’ αυτό και στην Τεχνόπολη στις 22/6 θα βγούμε full band, τόσο full που δεν έχει ξαναγίνει. Θα έχουμε πολλά συνθεσάιζερ, κιθάρα, βιολί, τύμπανα και θα περάσουν πάρα πολλές φωνές από τη σκηνή.
Γ.Ν.: Μιας και είσαι αρχιτέκτονας, αρχιτεκτονική σπούδασες, σε ό,τι αφορά στα κόμικς, πώς αντιμετωπίζεις ζητήματα όπως η δόμηση της σελίδας;
Π.Π.:Δούλεψα ελάχιστα ως αρχιτέκτονας, δεν μου άρεσε, αλλά η αντίληψη που μου καλλιέργησε η αρχιτεκτονική σχολή είναι το πιο βασικό κομμάτι των όσων δημιουργώ. Ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τη δομή, η σκηνοθεσία, το μοίρασμα των καρέ στη σελίδα, όλα αυτά τα έμαθα στην αρχιτεκτονική. Αν υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στα κόμικς μου και στη μουσική μου, εκτός από το ότι είμαι το ίδιο άτομο, συμβαίνει επειδή προέρχεται από την αντίληψη ότι όλα είναι ρυθμός και εικόνες στη σειρά.
Γ.Π.: Επειδή στα κόμικς, ως μέσο, έχει μεγαλύτερη σημασία αυτό που δεν θα πεις απ’ αυτό που θα πεις, αυτό που δεν θα σχεδιάσεις απ’ αυτό που θα σχεδιάσεις, πώς επιλέγεις τι θα αφήσεις εκτός, είτε για να το υπονοήσεις και να το καταλάβει μόνος του ο αναγνώστης, είτε για να κάνεις πιο οικονομική την αφήγησή σου;
Π.Π.:Αυτό είναι κυρίως ένστικτο. Στην πορεία, όσο περισσότερο σχεδιάζεις, μπορείς να αποστασιοποιηθείς, να δεις την ιστορία που έχεις δομήσει σαν να είσαι εσύ ο αναγνώστης και να κρίνεις τον εαυτό σου έξω από τι θα σου άρεσε να σχεδιάσεις, αλλά τι θα ήταν πιο χρήσιμο να σχεδιάσεις, τι θα δώσει καλύτερο ρυθμό ή θα υπηρετήσει καλύτερα την αφήγηση. Καλλιεργήθηκε όμως κι αυτό από την αρχιτεκτονική και από το διάβασμα βιβλίων, κόμικς, τις ταινίες που είδα, τις μουσικές που άκουσα και πολλά άλλα.
Γ.Π.: Τι δεν θα ήθελες να σχεδιάσεις, να απεικονίσεις ποτέ;
Π.Π.:Θέλω να σχεδιάζω πράγματα που με διασκεδάζουν όσο τα φτιάχνω. Αυτήν την περίοδο φτιάχνω τη μεταφορά του «Καπετάν Μιχάλη» του Νίκου Καζαντζάκη σε κόμικς. Έχει στιγμές ωμής βίας το κείμενο του Καζαντζάκη. Αυτό που θα φτιάξω θα πει ότι συνέβη η βία, αλλά δεν με ενδιαφέρει να την απεικονίσω γλαφυρά, ειδικά αν δεν εξυπηρετεί την ιστορία μου. Με ενδιαφέρει να δείξω το αποτέλεσμα της βίας παρά να απεικονίσω τη βία, ωμή, όπως συμβαίνει.
Γ.Π.: Πώς διαχειρίζεσαι το κείμενο του Καζαντζάκη; Πολύς κόσμος και μόνο στην ιδέα των δημοτικισμών ή των λεξιπλασιών του Καζαντζάκη, δυσκολεύεται να επιχειρήσει μια ανάγνωση.
Π.Π.:Είναι ένα κείμενο γεμάτο εικόνες, οπότε σου λύνει τα χέρια ο πλούτος του και στο τι θα δείξεις και στο πώς θα το δείξεις πολλές φορές. Επίσης αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι η ψυχογραφία των χαρακτήρων στο κείμενό του, το πόσο βαθιά σκάβει στις ψυχές των ανθρώπων. Δεν με αγχώνει επίσης η αναμέτρηση με το κείμενο του Καπετάν Μιχάλη, παρόλο που αποτελεί ένα ορόσημο στα ελληνικά γράμματα. Μόνο τιμή νιώθω που μου έδωσαν τη δυνατότητα να επεξεργαστώ ένα τόσο σημαντικό βιβλίο και να το απεικονίσω με τον τρόπο μου. Το νιώθω σαν μια μεγάλη ευκαιρία να εξελιχθώ και ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος.
Γ.Ν.: Θέλω να μου μιλήσεις για τα χρώματα που επιλέγεις, φαίνεται να σε χαρακτηρίζουν.
Π.Π.:Δεν έχω αγαπημένα χρώματα, αλλά αγαπημένους συνδυασμούς. Αυτό που έχει σημασία με τα χρώματα είναι το δίπλα σε τι θα τα τοποθετήσεις. Λειτουργούν σαν ένα ουρλιαχτό. Πολλές φορές αν ακούσεις ένα ουρλιαχτό, δεν σε ξαφνιάζει, δεν σε τρομάζει. Ενώ αν το ακούσεις απότομα, το αποτέλεσμά του είναι διαφορετικό. Παίζει ρόλο δηλαδή το πού και πώς θα τοποθετήσεις το χρώμα. Ο χρωματισμός της σελίδας είναι το πιο διασκεδαστικό πράγμα γιατί σημαίνει ότι είναι το προτελευταίο στάδιο στην παραγωγή του κόμικς και γιατί, επειδή το κάνω ηλεκτρονικά, έχοντας δημιουργήσει πρώτα τις υφές μου, είναι μια εύκολη σχετικά και ξεκούραστη διαδικασία. Υπάρχει πάντα το πλήκτρο «undo» (γέλια).
Γ.Ν.: Μίλησέ μας για το «Αγόρι Φάντασμα».
Π.Π.: Ήταν κάτι σαν alter ego μου, χρησιμοποιώντας το οποίο, μπόρεσα να πω πράγματα που θα δίσταζα να πω ως Παναγιώτης και το οποίο υπηρέτησε και την αφήγηση που είχαν τα τρία αυτά άλμπουμ.
Γ.Π.: Έφτασες, μετά τις τρεις απανωτές «Φαντασμαγορίες» που κυκλοφόρησες, να έχεις ένα πολύ μεγάλο κοινό, να γεμίζεις το Gagarin (μαζί με το Παιδί Τραύμα) και τώρα να ετοιμάζεις μια μεγάλη καλοκαιρινή συναυλία στην Τεχνόπολη. Όλα αυτά τα έχτισες μόνος, χωρίς να ανήκεις σε καμία δισκογραφική. Πώς το έκανες όλο αυτό;
Είμαι πολύ περήφανος και ευγνώμων για όλο αυτό που έχει συμβεί γιατί είναι 100% δικό μου και των φίλων που με έχουν βοηθήσει. Τώρα πώς έγινε…δεν ξέρω. Ένα από τα πρότυπά μου είναι ο Αντετοκούνμπο. Ξέρεις, πρότυπα μπορείς να έχεις από οπουδήποτε, όχι μόνο από τον χώρο εργασίας σου. Τον θαυμάζω γιατί δεν είναι ο πιο ταλαντούχος παίκτης που έχει υπάρξει, αλλά είναι από τους πιο εργατικούς, έχει πάντα έναν στόχο και πιστεύει και αγαπά αυτό που κάνει. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Είχε γράψει πρόσφατα: «You can’t skip steps», που σημαίνει «δεν μπορείς να πηδήξεις βήματα, σκαλιά». Δεν έχω πηδήξει κανένα σκαλί.
Είμαι 41 ετών, δεν με φύτεψε κανένας να παίξω στην Τεχνόπολη και να παίζεται η μουσική μου παντού για να επιβληθεί σε κάποιον. Έχω παίξει μόνος μου, έχω παίξει σε επτά άτομα, σε είκοσι, σε εκατό, σε διακόσια, έχω παίξει σε χίλια, ίσως παίξω σε περισσότερα μια μέρα, είμαι όμως πάντα έτοιμος να ξαναπαίξω μπροστά σε επτά άτομα γιατί ξέρω ότι αγαπάω πάρα πολύ αυτό που κάνω για να με επηρεάσει η ανταπόκριση που έχει η δουλειά μου στο πόσο την αγαπάω.
Θέλω να πω, η ανταπόκριση που υπάρχει είναι ένα φανταστικό «συν» γιατί καταφέρνω να επενδύσω πιο σοβαρά σε αυτό που κάνω, να καλύψω τις ανάγκες της οικογένειάς μου, έχει όμως συγχρόνως και μια τεράστια ανταπόδωση σε ψυχικό επίπεδο. Μπορεί να μεγαλώσει κι άλλο, μπορεί να μη μεγαλώσει άλλο, μπορεί και να ξεφουσκώσει. Για αυτά δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Για το μόνο που είμαι απόλυτα σίγουρος είναι ότι ποτέ δεν θα βγάλω έξω ένα κομμάτι που δεν αρέσει σε εμένα.
Γ.Π.: Το 2020, πριν σκάσει η πρώτη καραντίνα ήσουν ο Παν Παν με τα κόμικς σου και τις μουσικές σου, με 3 χιλιάδες ακόλουθους στοInstagram. Τρία χρόνια μετά, οι ακόλουθοι έγιναν 13 χιλιάδες, οι ακροάσεις στο Spotify κοντεύουν, αν δεν έχουν ξεπεράσει ήδη, το εκατομμύριο, γεμίζεις το Gagarin, παίζεις στην Τεχνόπολη. Τι κρατάς, πέραν από τη χαρά της ανταπόκρισης, από αυτά τα τρία χρόνια;
Όλα αυτά τα πράγματα είναι φανταστικά. Αν τα βάλεις πλάι στα κατορθώματα ενός ράπερ, είναι μια Παρασκευή του, οπότε δεν έχει και τόση σημασία. Θέλω να πω ότι η επιτυχία είναι πάντα σε σύγκριση με αυτό που είχες παλιότερα. Αυτό που κρατάω από αυτά τα τρία χρόνια είναι οι εξελίξεις στην προσωπική μου ζωή, το πώς έχω δει τον μικρό μου να μεγαλώνει, το πόσο χαρούμενο με κάνει η καθημερινότητά μου με τη σύντροφό μου, τον γιo μας, τους φίλους μας και το πώς έχουμε κατορθώσει να επιβιώσουμε αυτά τα τρία χρόνια. Η μουσική είναι ένα όμορφο «συν» όλα αυτά τα χρόνια.
Γ.Π.: Μετά τις «Φαντασμαγορίες», το «Αndromeda FM» των Echo Tides και τον «Καπετάν Μιχάλη», που ετοιμάζεις, τι έρχεται;
Π.Π.: Έρχεται νωρίτερα απ’ ό,τι περιμένετε, στις 16/06, ένα σινγκλ με τίτλο «Ροζ Φώτα» που γράψαμε εγώ και ο κολλητός μου ο Γιάννης Αναγνωστόπουλος (aka Years Of Youth), προάγγελος ενός άλμπουμ που θα υπογράφουμε από κοινού, το οποίο θα ακολουθήσει. SCI FI και θρίλερ λογική, ρομάντζο, χορός, συνθεσάιζερ, ελληνικός στίχος και εξώτερο διάστημα.