- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Εκεί που ηχογραφούνται τα αγαπημένα μας τραγούδια: Στο Paraktio Studio με τον Γιώργο Σιμάτο
Σε αυτόν τον χώρο στη Βούλα από το 1991 έχουν ηχογραφηθεί μερικά από τα πιο σημαντικά άλμπουμ του ελληνικού τραγουδιού
Επίσκεψη στο Paraktio Studio: Ο ιδιοκτήτης του στούντιο, ηχολήπτης και μουσικός παραγωγός, Γιώργος Σιμάτος, μιλά για τη διαδικασία ηχογράφησης, την παραγωγή και την ολοκλήρωση ενός άλμπουμ.
Η λίστα των ονομάτων και των ηχογραφημάτων που ολοκληρώθηκαν είναι μεγάλη και ίσως τα λέει όλα: Νίκος Πορτοκάλογλου, Γιώργος Δημητριάδης, Νίκος Ζιώγαλας, Βασίλης Λέκκας, Κατερίνα Κυρμιζή, Ηρώ, Ανδριάνα Μπάμπαλη, Ελένη Πέτα, Groove Therapist αλλά και οι ατμοσφαιρικοί, πειραματικοί death metallers On Thorns I Lay. Κοντά στη θάλασσα, δίπλα σε έναν πευκόφυτο λόφο, το Paraktio Studio, στη Βούλα, σε προετοιμάζει για μια θετική εμπειρία καθώς φτάνεις στον προορισμό σου, στην οδό Ακόβης 9. Φτάνοντας και περνώντας στα ενδότερα καταλαβαίνεις πως τελικά είναι το ίδιο το στούντιο με τον ακουστικό σχεδιασμό των χώρων, τον προηγμένο εξοπλισμό και την εκτεταμένη λίστα vintage και σύγχρονων εργαλείων και τους ανθρώπους που εδώ και 33 κοντά χρόνια αποφάσισαν να χτίσουν ένα θέρετρο μουσικής δημιουργίας. Ο Γιώργος Σιμάτος κάνει μια μεγάλη βουτιά στον χρόνο και τα λέει στεγνά όπου χρειάζεται.
Πότε δημιουργήσατε το studio και πώς βρεθήκατε σε αυτή την περιοχή; Γιατί επιλέξατε αυτό το όνομα;
Το στούντιο σαν κτίσμα φτιάχτηκε το 1990 σε ένα οικόπεδο που υπήρχε από τον πατέρα μου στην περιοχή εδώ και η λειτουργία του ξεκίνησε περίπου ένα χρόνο αργότερα. Αν και Παγκρατιώτης γέννημα - θρέμμα, θεώρησα ότι ήταν η μόνη μου επιλογή και η μοναδική ευκαιρία που θα είχα για να φτιάξω ένα δικό μου στούντιο. Αν και η Βούλα είναι εκτός της λεγόμενης μουσικής «πιάτσας», η συγκεκριμένη περιοχή εμπνέει ηρεμία και αυτοσυγκέντρωση, στοιχεία θετικά και απαραίτητα, τουλάχιστον για εμένα και φαντάζομαι και για όσους επιλέγουν να κάνουν την δουλειά τους εδώ. Όταν πρωτοξεκινήσαμε με τον τότε συνεργάτη μου Μάκη Μουράτογλου, οι μουσικοί δεν μπορούσαν να θυμηθούν εύκολα τον αγγλόφωνο τίτλο που είχαμε αρχικά σαν τιμ παραγωγής και μας αποκαλούσαν χιουμοριστικά «παράκτιους», οπότε σιγά-σιγά το συνηθίσαμε κι εμείς, τους ανακηρύξαμε «νονούς» του στούντιο και κρατήσαμε το όνομα έτσι απλό και περιγραφικό.
Τι σας οδήγησε στον κόσμο της μουσικής παραγωγής;
Από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια στα μέσα της δεκαετίας του 1970, έτυχε να βρεθώ καμιά-δυο φορές σαν μουσικός σε ηχογραφήσεις σε κάποια στούντιο της εποχής. Δεν είχα ιδέα από τεχνολογία, αλλά απ’ ό,τι θυμάμαι η διαδικασία της καταγραφής και της δημιουργίας ενός μουσικού έργου αλλά και η μυστηριακή ατμόσφαιρα του στούντιο με μάγεψε για τα καλά. Έκτοτε σαν session μουσικός μπαινόβγαινα στα στούντιο και όταν κάποια χρόνια μετά βρέθηκα να ζω μόνιμα στο Λονδίνο, γράπωσα την ευκαιρία και γράφτηκα σε ένα μουσικό κολέγιο όπου σπούδασα ηχοληψία και μουσική παραγωγή. Όταν αργότερα γύρισα Ελλάδα όλο το πράγμα «έδεσε» αφού κατάφερα, με αρκετές βέβαια δυσκολίες, να φτιάξω τον προσωπικό μου χώρο όπως ανέφερα και πριν. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μου τα έφερε έτσι η ζωή και μπόρεσα να κάνω τελικά εκείνο που από νέο παιδί ήθελα. Είμαι αληθινά ευγνώμων γι’ αυτό.
Ποιο είναι το πιο σπουδαίο ηχογράφημα που πέρασε από τα χέρια σας;
Είναι ευχής έργο ότι όλες οι παραγωγές που έχουν γίνει στο στούντιο είναι κοντά στην αισθητική μου και ως εκ τούτου τις θεωρώ σημαντικές και δεν θα ήθελα να χαρακτηρίσω κάποια από αυτές σαν την πιο σπουδαία. Αν πάντως θα έπρεπε να ξεχωρίσω απλά σαν ιδιαίτερη μνήμη κάποια από αυτές, θα επέλεγα το «Σαν να μην πέρασε μια μέρα» του Γιώργου Δημητριάδη, για τον λόγο ότι είχε υπάρξει εξαιρετική χημεία μεταξύ όλων όσοι συμμετείχαν, με συνέπεια να περάσουμε υπέροχα σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και να αποτυπωθεί αυτό και στο τελικό αποτέλεσμα με τον καλύτερο τρόπο.
Ποιο είναι το άλμπουμ στο οποίο θα θέλατε να είστε παρών ή να συμμετέχετε στην παραγωγή του;
Δεν ξέρω αν η ερώτηση αφορά αποκλειστικά σε ελληνικές παραγωγές όπου θα μπορούσα να αναφέρω ορισμένες πολύ αξιόλογες στις οποίες θα ήθελα να έχω πάρει μέρος, αλλά απ’ την καρδιά μου απαντώντας θα αναφερθώ σε δύο τις οποίες προσωπικά θεωρώ κομβικές για εμένα. Το «So» του Peter Gabriel και το «Ok Computer» των Radiohead. Θα ήθελα να πω και καμιά δεκαριά ακόμη βέβαια αλλά θα συγκρατηθώ!
Ποιες παραγωγές σας απασχολούν αυτή την περίοδο;
Είμαστε στη διαδικασία των μίξεων της νέας δουλειάς των Groove Therapist, μίας ιδιαίτερα αξιόλογης progressive metal μπάντας και στο στάδιο των ηχογραφήσεων του πρώτου άλμπουμ ενός πρωτοεμφανιζόμενου progressive rock γκρουπ με επίσης πολύ ενδιαφέρουσα τραγουδοποιία αλλά και δαιδαλώδεις πλην όμως μελωδικές ενορχηστρώσεις, που ονομάζεται Violet Sequence. Πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές στο είδος τους και οι δύο, για μένα. Επίσης προσωπικά εγώ και κατά συνέπεια και το στούντιο, είμαστε σε μία συνεχή διαδικασία ηχογραφήσεων, ενορχηστρώσεων, μίξεων για το προσωπικό μου project τους Monogram X, ετοιμάζοντας το υλικό για το δεύτερο άλμπουμ μας.
Ποιο studio απ’ όσα έχετε επισκεφτεί στη ζωή σας, σας έχει εντυπωσιάσει περισσότερο και γιατί;
Από αυτά που έχω πάει, μου άρεσαν ιδιαίτερα τα RAK Studios στο Βόρειο Λονδίνο. Υπερπλήρης εξοπλισμός, ωραία και εύηχα δωμάτια, φυσικό φώς και είναι και σε ωραία περιοχή. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από τη ζωή;
Πώς ανακαλύπτετε νέους καλλιτέχνες; Πώς διακρίνετε ότι ένας καλλιτέχνης έχει δυνατότητες και επιλέγετε να συνεργαστείτε μαζί του;
Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι δεν είμαι παραγωγός - κυνηγός ταλέντων με την έννοια του ανθρώπου ο οποίος ψάχνει για να ανακαλύψει νέους καλλιτέχνες για να τους προτείνει συνεργασία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τις περισσότερες φορές κάποιος καλλιτέχνης, συνήθως τραγουδοποιός ή συνθέτης ή μπάντα, απευθύνεται σε εμένα διότι έχει κάποιο υλικό έτοιμο και θέλει να το ηχογραφήσει και στην συνέχεια να το εκδώσει. Οπότε κατά πρώτον, εξαρτάται από το τι μου ζητάει ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Αν το ζητούμενο είναι απλά η ηχογράφηση και η μίξη τότε μιλάμε για ένα απλό σχήμα συνεργασίας όπου δεν τίθενται κριτήρια πέραν του να υπάρχει ένα μίνιμουμ επίπεδο «μουσικής αρτιότητας», αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι. Στην περίπτωση που το ζητούμενο από εμένα είναι η συμμετοχή μου στην ενορχήστρωση ή στην παραγωγή του υλικού, τότε απλά μπαίνω στη διαδικασία να προσπαθήσω να αντιληφθώ, αν το υλικό είναι τέτοιο στο οποίο θα μπορούσα να συμμετέχω προσφέροντας αυτό το οποίο ξέρω και μπορώ να κάνω, με γνώμονα αυτό το οποίο έχει ανάγκη ο/η καλλιτέχνης. Οπότε εν ολίγοις, θα μπορούσα να πω ότι επιλέγω τη συνεργασία σε δημιουργικό επίπεδο με κάποιον καλλιτέχνη, με κριτήριο το αν εγώ μπορώ να του προσφέρω αυτό που έχει ανάγκη πρώτα απ’ όλα. Αλλιώς δεν έχει νόημα για κανένα από τα δύο μέρη.
Πώς ξεκινά μία παραγωγή ενός άλμπουμ από τη στιγμή που θα βρεθείτε με έναν καλλιτέχνη;
Είτε πρόκειται για μία μπάντα που έχει ήδη δουλέψει το υλικό της μέσα από πρόβες είτε πρόκειται για κάποιο/α καλλιτέχνη που απλά έχει έτοιμη μια ενότητα τραγουδιών το πρώτο που φροντίζω να κάνω, είναι ακούγοντας τα κομμάτια και συζητώντας μαζί του/τους, ώστε να αντιληφθώ και να φανταστώ τη μουσική κατεύθυνση που θα πρέπει να πάρει το κάθε επιμέρους κομμάτι αλλά και το γενικότερο ύφος που θα πρέπει να έχει η δουλειά. Η προσωπικότητα και τα ζητούμενα του ίδιου του καλλιτέχνη είναι στοιχεία που παίρνω υπόψη μου, ώστε στην πορεία και πάντα σε συνεννόηση μαζί του/τους, να μπορέσω να κάνω τις κατάλληλες επιλογές για την εκτέλεση της παραγωγής. Στη συνέχεια εάν πρόκειται για μπάντα με ήδη προβαρισμένο το υλικό της, μπορεί να ξεκινήσει η διαδικασία των ηχογραφήσεων στο στούντιο. Στην περίπτωση ενός μεμονωμένου καλλιτέχνη ο οποίος απλά έχει τις συνθέσεις του σε πρωτόλεια ακόμη μορφή, περνάω συνήθως στο στάδιο της προ-παραγωγής (pre-production), όπου γίνεται μία πρώτη ενορχηστρωτική - ηχητική προσέγγιση των κομματιών στον υπολογιστή ώστε να αρχίσουν να παίρνουν την πρώτη τους μορφή.
Ποια είναι η διαφορά ενός μηχανικού με έναν παραγωγό;
Πολύ καλή και καίρια ερώτηση. Χωρίς απαραίτητα να είναι αυστηρός ο διαχωρισμός και ανάλογα πάντα με το είδος και το ύφος του υλικού, σε γενικές γραμμές θα έλεγα ότι ο ηχολήπτης είναι ο αρμόδιος για τον τρόπο που θα καταγραφούν και θα μειξαριστούν οι ήχοι στην διάρκεια της ηχογράφησης ενώ ο παραγωγός είναι υπεύθυνος για το σύνολο της παραγωγής. Είναι αυτός κατ’ αρχάς που σε συνεργασία με τον καλλιτέχνη «συλλαμβάνει» τη γενική εικόνα και καθορίζει τη συνολική ηχητική κατεύθυνση της παραγωγής. Στη συνέχεια και αν αυτό είναι το ζητούμενο, επιλέγει τους συντελεστές, π.χ. τον ενορχηστρωτή, τους μουσικούς κλπ, τους οποίους θεωρεί σαν πλέον κατάλληλους ενώ έχει και την ευθύνη να οργανώσει την όλη διαδικασία, αλλά και τον τόπο, τον τρόπο και το χρονοδιάγραμμα της παραγωγής, ώστε να προκύψει το ζητούμενο τελικό αποτέλεσμα. Περιττό να πω βέβαια ότι η στενή σχέση αλλά και η κοινή αισθητική παραγωγού - ηχολήπτη κυρίως, αλλά και μεταξύ όλων των άλλων συντελεστών είναι εξαιρετικά σημαντική. Αρκετές φορές πάντως, ακόμη και στα χρόνια της ακμής της δισκογραφικής βιομηχανίας, υπήρχαν περιπτώσεις που και τους δύο αυτούς ρόλους τους αναλάμβανε το ίδιο πρόσωπο.
Πώς έχει αλλάξει η δουλειά ενός παραγωγού σήμερα σε σχέση με το παρελθόν;
Αν ορίσουμε σαν παρελθόν τις «χρυσές» για τη μουσική βιομηχανία δεκαετίες 1960 - 1990, θα έλεγα ότι το γεγονός ότι οι ανεξάρτητες παραγωγές αποτελούν πλέον το μεγαλύτερο ποσοστό της δισκογραφίας, έχει επηρεάσει εκτός πολλών άλλων και τη δουλειά του εκτελεστή της παραγωγής, όπως είναι ο ακριβής όρος. Τα μικρότερα budgets συνεπάγονται εκτός των άλλων λιγότερους συντελεστές, με αποτέλεσμα, πολλές φορές να μην είναι διακριτοί οι ρόλοι του ηχολήπτη, του ενορχηστρωτή ή του παραγωγού και να αναλαμβάνει περισσότερους από ένα ρόλους το ίδιο πρόσωπο. Οι αρμοδιότητες αυτές καθαυτές του παραγωγού δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα, απλά χρειάζεται πλέον να είναι γνώστης και των πολλών δυνατοτήτων και επιλογών που προσφέρει πλέον η τεχνολογία και να τις χρησιμοποιεί λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με το είδος του υλικού που έχει «στα χέρια του». Σαν τελικό συμπέρασμα πάντως, θα έλεγα ότι όποιος και να αναλαμβάνει χρέη παραγωγού στις μέρες μας, συνήθως καλείται να ανταπεξέλθει σε λίγο-πολύ μη ιδανικές σε σχέση με το παρελθόν συνθήκες, κυρίως σε σχέση με το διαθέσιμο budget. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι το αποτέλεσμα είναι σώνει και καλά κατώτερο, αφού αρκετές φορές το ταλέντο, το μεράκι και η «οικογενειακή ατμόσφαιρα» που πολλές φορές δημιουργείται εκ των πραγμάτων πλέον, σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές δυνατότητες εξισορροπούν όλα τα υπόλοιπα.
Ποια τεχνολογία σας έχει ενθουσιάσει και σας έχει φανεί χρήσιμη; Γιατί;
Όπως και να το δει κανείς, η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών γενικότερα και των DAW ειδικότερα στα στούντιο, πολλαπλασίασε τις δυνατότητες αλλά και άλλαξε σε μεγάλο βαθμό την μουσική παραγωγή. Από τεχνολογική άποψη, για μένα αυτό είναι το κομβικό γεγονός που άνοιξε νέους δρόμους και μας έβαλε όλους μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα. Από τότε υπάρχουν συνεχώς τεχνολογικές εξελίξεις και νέα προϊόντα που προσφέρουν όλο και περισσότερες επιμέρους δυνατότητες. Τις παρακολουθώ και αρκετές από αυτές τις βρίσκω χρήσιμες. Απλά προσπαθώ να είμαι επιλεκτικός και να χρησιμοποιώ μόνο τα εργαλεία που θα μου κάνουν τη δουλειά μου, ώστε να μην αφιερώνω ατελείωτο χρόνο στην τεχνολογία αυτή - καθαυτή. Είναι πολύ εύκολο να χάσεις το μέτρο και τον ουσιαστικό εντέλει στόχο.
Συνηθισμένες δυσκολίες στη συνεργασία με έναν καλλιτέχνη; Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στη συνεργασία με έναν καλλιτέχνη;
Δεν θα έλεγα ότι υπάρχουν κάποιες συνηθισμένες δυσκολίες με την έννοια ότι αυτές είναι γραμμένες σε ένα πίνακα όπου βάζεις ένα «ν» σε κάθε μια που ξεπερνάς. Ο κάθε άνθρωπος-μουσικός άλλωστε είναι μοναδικός. Με το δεδομένο ότι καταρχάς υπάρχει κοινή μουσική αντίληψη και αισθητική σε ένα βαθμό, καλό θα είναι να κατανοήσεις τα ζητούμενα του καλλιτέχνη ώστε να μπορέσεις στην συνέχεια να καταλάβεις τι είναι αυτό που ο ίδιος αλλά και η μουσική του χρειάζονται και να του εξηγήσεις το πλάνο σου. Από τη στιγμή που αυτό συμβεί, και ο καλλιτέχνης αισθανθεί ότι είσαι μαζί του και μπορείτε να φτάσετε μαζί στον κοινό στόχο, θα αρχίσει να λειτουργεί και η συνεργασία. Δεν θα χαρακτήριζα τη διαδικασία αυτή σαν συνηθισμένη δυσκολία αλλά μάλλον σαν ένα απαραίτητο ζητούμενο το οποίο απλά κάποιες φορές έρχεται πιο εύκολα και άλλες λιγότερο.
Εάν ένα συγκρότημα έχει κολλήσει κατά τη διάρκεια μιας ηχογράφησης, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να το λύσετε και να προχωρήσετε;
Σε μια τέτοια περίπτωση το κυριότερο είναι να μην χαλάσει το «κλίμα» με το να στοχοποιηθεί κάποιος ή κάποιοι σαν υπεύθυνος/οι γι’ αυτό. Ένα διάλειμμα, ένα πείραγμα, λίγο χιούμορ είναι ίσως τα πιο κατάλληλα για αποφόρτιση. Στην επιστροφή συνεχίζεις με κάποιο άλλο κομμάτι και ξαναγυρνάς στο επίμαχο σημείο άλλη στιγμή ή μέρα, όταν δεν θα υπάρχει πια πίεση.
Πόσο σημαντικό είναι να κάνεις τον καλλιτέχνη να νιώθει άνετα στο στούντιο, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κάνεις πράγματα που είναι λίγο αντισυμβατικά;
Το ιδανικό είναι όλοι όσοι συμμετέχουν στην διαδικασία της παραγωγής στο στούντιο να αισθάνονται σαν να βρίσκονται στο σπίτι τους. Κάποια στιγμή θυμάμαι συγκεκριμένο καλλιτέχνη που κυκλοφορούσε στο στούντιο με παντόφλες. Έγινε η απαραίτητη πλάκα εννοείται, βγάλαμε τα παπούτσια και οι υπόλοιποι και περάσαμε μια χαρά όλοι.
Υπάρχει κάποια αποτυχία που σας οδήγησε σε μία επιτυχία;
Ατυχείς στιγμές, που δεν θα χαρακτήριζα όμως αποτυχίες υπήρξαν κάμποσες μέσα στα τόσα χρόνια, αλλά δεν θυμάμαι κάποια που να είχε σαν άμεσο επακόλουθο μία επιτυχία. Απλά μάθαινα από κάθε μία απ’ αυτές ώστε να μην επαναληφθεί.
Με ποια προγράμματα ηχογράφησης δουλεύετε;
Το πρόγραμμα που χρησιμοποιώ είναι το Digital Performer της MOTU σε περιβάλλον Mac. Όλες τις δικές μου δουλειές τις κάνω σε αυτό, αλλά έχω εγκαταστημένα και Pro Tools σε περίπτωση που μου ζητηθεί. Το DP πάντως, αν και γενικότερα έχει πολύ λιγότερη αναγνώριση απ’ αυτή που του αξίζει, είναι αναντικατάστατο εργαλείο για μένα.
Για ποια είδη μουσικής είναι πιο κατάλληλος ο χώρος που διαθέτετε;
Θεωρητικά ο χώρος του στούντιο μπορεί να καλύψει τις ανάγκες ηχογράφησης οποιασδήποτε μουσικής ανεξαρτήτως είδους, με εξαίρεση βέβαια την ηχογράφηση κάποιου μεγάλου ορχηστρικού συνόλου, λόγω διαστάσεων του χώρου. Αυτό αφορά στο ηχοληπτικό μέρος, όσον αφορά στην παραγωγή τώρα, εκεί τα πράγματα γίνονται πιο συγκεκριμένα και δεν έχουν να κάνουν με το μουσικό είδος τόσο, όσο με τη μουσική ταυτότητα του κάθε καλλιτέχνη και το ταίριασμα της αισθητικής του με τη δική μου.
Τι στοιχεία πρέπει να έχει μία δουλειά για να θεωρείται ολοκληρωμένη;
Λέγεται ότι μία παραγωγή στο στούντιο δεν τελειώνει πραγματικά ποτέ. Απλά κάποια στιγμή με την πίεση του χρόνου, συμβιβάζεσαι και την αφήνεις από τα χέρια σου να πάει παρακάτω. Πέρα απ’ το χιούμορ πάντως, γεγονός είναι ότι αυτό έχει και μία δόση αλήθειας στην πράξη. Όταν πάντως οι μίξεις αποτυπώνουν τις εικόνες και τα συναισθήματα των αρχικών συνθέσεων και είναι και από ηχητικής άποψης επαρκώς άρτιες, τότε μάλλον έχει έρθει η ώρα το υλικό να πάει για mastering.
Πέραν της ηχοληψίας, ασχολείστε και με την παραγωγή; Ποια είναι η διαφορά; Υπάρχει extra χρέωση;
Όσον αφορά στο οικονομικό σκέλος, η διαφορά είναι ότι στο κομμάτι της ηχοληψίας υπάρχει μία στάνταρ χρέωση ανά ώρα (ή ανά ημέρα σε περίπτωση lock-out), ενώ στο κομμάτι της παραγωγής υπάρχει μια συνολική αμοιβή που προκύπτει εκ των προτέρων σε συνεννόηση με τον καλλιτέχνη και εξαρτάται όπως είναι φυσικό από αρκετές παραμέτρους.
Ακούμε κάποιους που γράφουν στο σπίτι τους. Τι συμβουλή τους δίνετε;
Αν εννοούμε ότι ηχογραφούν τη μουσική τους στο σπίτι τους, τότε η συμβουλή μου είναι να συνεχίσουν απτόητοι. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, ηχογραφώντας κάποιος/α τη μουσική του/της γίνεται καλύτερος μουσικός, συνθέτης, προγραμματιστής ή ό,τι άλλο τέλος πάντων είναι ή θέλει να γίνει. Αν στην πορεία σιγά σιγά καταφέρει να βελτιώσει και τις τεχνικές του/της στην ηχογράφηση ώστε αυτές να πληρούν και κάποια ηχητικά στάνταρντ, τότε το καλό είναι διπλό για τον/την ίδιο/α. Η μίξη είναι άλλο κεφάλαιο βέβαια και αν σκοπεύει να κυκλοφορήσει το υλικό του/της, θα έλεγα ότι καλύτερα θα είναι να απευθυνθεί σε κάποιο/α επαγγελματία μιξέρ.
Μπορεί να παντρευτεί το bedroom recording με το pro studio;
Πλέον ναι, με την έννοια ότι η τεχνολογία δίνει τη δυνατότητα στον οποιοδήποτε να φτιάξει ένα αξιοπρεπές σύστημα και να ηχογραφεί σε κάποια μίνιμουμ στάνταρντ μέρος ή και όλο το υλικό του από την άνεση του σπιτιού του. Απλά θα πρέπει να είναι σαφές ότι μία αξιοπρεπής αλυσίδα ηχογράφησης χρειάζεται και μία αντίστοιχα γενναία επένδυση σε κάποια αξιόλογα μηχανήματα αλλά και να υπάρχει φυσικά η απαραίτητη γνώση των τεχνικών της ηχογράφησης. Ένα άλλο αναγκαίο στοιχείο είναι η καλή ακουστική του χώρου όπου ηχογραφεί κάποιος. Μην ξεχνάμε ότι ο ήχος του δωματίου στο οποίο ηχογραφούμε συνυπάρχει πάντα μέσα στο ηχογράφημα και το επηρεάζει θετικά ή αρνητικά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από όσο οι περισσότεροι νομίζουν. Ένα μοντέλο που όλο και συχνότερα βλέπουμε πια είναι του μουσικού ή των μουσικών, που ηχογραφούν κάποια όργανα ή κάνουν pre-production στο σπίτι και στη συνέχεια πηγαίνουν σε ένα επαγγελματικό στούντιο για να κάνουν συμπληρωματικές ηχογραφήσεις και να μιξάρουν το υλικό τους. Αν και θεωρητικά το να ηχογραφηθεί και να μιξαριστεί όλο το project σε έναν επαγγελματικό χώρο είναι το ιδανικό εν τούτοις το να ηχογραφηθούν κάποια όργανα στο σπίτι με την άνεση των συνθηκών αλλά και του χρόνου που αυτή η επιλογή προσφέρει, είναι απόλυτα αποδεκτή. Αρκεί να πληρούνται οι συνθήκες που ανέφερα.
Ακούμε πολλά για τον αναλογικό ήχο που θέλουν να παράξουν κάποιες μπάντες. Ποια είναι η πραγματικότητα; Γίνεται;
Εντάξει, εδώ και αρκετά χρόνια υπάρχει μεγάλη (παρα)φιλολογία στο ζήτημα του τι είναι (ήταν) αυτός ο περίφημος αναλογικός ήχος. Είναι μεγάλη συζήτηση με πολλά παρακλάδια και δεν είναι της παρούσης να το αναλύσουμε. Πέρα απ’ οτιδήποτε άλλο υπάρχουν δεκάδες διαφορετικές αντιλήψεις σήμερα για το τι σημαίνει και πώς ακουγόταν εντέλει ο ηχογραφημένος αναλογικός ήχος από τα αναλογικά μηχανήματα της εποχής. Γεγονός είναι ότι ο αναλογικά ηχογραφημένος και μιξαρισμένος ήχος που ακούγαμε από τα αναλογικά στερεοφωνικά πριν το 1990 είχε διαφορές από τον σημερινό ψηφιακό όπως και για άλλους λόγους ο σημερινός ψηφιακός ήχος είναι διαφορετικός απ’ τον αντίστοιχο της δεκαετίας του 1990. Για να απαντήσω στο ερώτημα ευθέως θα πω ναι, εν μέρει γίνεται. Αν μπορούσαμε να το κάνουμε σε απόλυτο βαθμό βέβαια, το αποτέλεσμα υπάρχει πιθανότητα να μην ήταν της απόλυτης αρεσκείας της μπάντας ή του καλλιτέχνη που το ζήτησε. Ο αναλογικός ήχος ήταν υπέροχος για πολλούς λόγους αλλά αντικειμενικά είχε και αρκετές ατέλειες. Η σημερινή ψηφιακή ηχογράφηση - αναπαραγωγή απ’ την άλλη, έχει και αυτή τις δικές της θετικές πλευρές (δυναμική περιοχή, εύρος συχνοτήτων, απουσία θορύβου κ.α.), ενώ πέρα απ’ οτιδήποτε άλλο είναι και ο τρόπος που έχουμε μάθει να ακούμε πλέον. Εν ολίγοις, προσωπικά πιστεύω πως ο συνδυασμός τους μπορεί να λειτουργήσει με εξαιρετικά αποτελέσματα. Υπάρχουν πάντως πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις στον στόχο του συγκερασμού των δύο αυτών μεθόδων και το επιτυχημένο αποτέλεσμα εξαρτάται εν πολλοίς από τα αυτιά αλλά και τη γνώση και την εμπειρία που έχει ο ηχολήπτης - παραγωγός.
Το live recording είναι πραγματικά live;
Αν εννοούμε το να ηχογραφούν στο στούντιο ένα τραγούδι ταυτόχρονα όλοι οι μουσικοί, τις περισσότερες φορές δυστυχώς όχι. Είναι ένας τρόπος ηχογράφησης που γίνεται όλο και πιο σπάνιος. Οι λόγοι είναι πολλοί και οι περισσότεροι είναι πρακτικοί. Ακόμη και στις «καλές» εποχές βέβαια υπήρχε η πρακτική του overdubbing αλλά σε περιορισμένο βαθμό και συνήθως γινόταν, αφού ο κορμός ενός τραγουδιού είχε ήδη ηχογραφηθεί ζωντανά από την μπάντα. Τώρα πλέον γίνεται σε λίγες περιπτώσεις όπως π.χ. ενός jazz συνόλου λόγω της φύσης του μουσικού είδους, ή όταν μια μπάντα το έχει σαν απόλυτο ζητούμενο. Σε αυτή την περίπτωση το αποτέλεσμα είναι το επιθυμητό μόνο αν η μπάντα είναι έτοιμη και καλά «προβαρισμένη». Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι μία διαδικασία την οποία εγώ προσωπικά ενθαρρύνω όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις, αφού αποτυπώνει ηχητικά την αλληλεπίδραση των μουσικών σε πραγματικό χρόνο. Αυτό δηλαδή που εξ ορισμού πρέπει να υπάρχει σε ένα μουσικό σύνολο.
Τελικά, τι κάνει μια παραγωγή τεράστια;
Η καλά οργανωμένη παραγωγή, η ενορχήστρωση, ο ηχολήπτης, ο τρόπος που παίζει ο κάθε μουσικός, η ποιότητα των μουσικών οργάνων και των μηχανημάτων του στούντιο, οι χώροι, όλα και όλοι όσοι εμπλέκονται παίζουν τον ρόλο τους στο να ηχήσει μια παραγωγή μεγάλη. Αν μπορούσα να έδινα μια μικρή πρωτιά σε κάποιο ρόλο, αυτή θα πήγαινε στον ενορχηστρωτή ή στην περίπτωση μίας μπάντας στον τρόπο που οι μουσικοί καταφέρνουν να κάνουν τα όργανά τους να συνηχήσουν όπως πρέπει στο ζωντανό παίξιμο στη διάρκεια της πρόβας.
Γνωρίζουμε μία διαφωνία που υπάρχει παγκοσμίως ανάμεσα σε αυτούς που θέλουν τις παραγωγές δυνατές (loudness war) και σε εκείνους που προτιμούν οργανικές, φυσικές. Τι προτιμάτε;
Η μουσική είναι τέχνη και η ηχογράφηση αλλά και η μίξη της οφείλουν να αποτυπώσουν και ιδανικά να αναδείξουν τα όποια συναισθήματα αυτή περιέχει, να βοηθήσουν να μεταφερθεί το μήνυμά της, όποιο κι αν είναι αυτό. Με αυτό το σκεπτικό αν μια παραγωγή πρέπει να είναι δυνατή γιατί χρειάζεται να διεγείρει συγκεκριμένα ένστικτα του ακροατή στον οποίο απευθύνεται, τότε ναι ας καταγραφεί και ας μιξαριστεί δυνατά ώστε να μπορέσει να ακουστεί ανάλογα. Όταν μιλάμε απ’ την άλλη για ένα μουσικό έργο με πλούσια π.χ. οργανική ενορχήστρωση φυσικών ή και ηλεκτρικών- ηλεκτρονικών οργάνων ή που τέλος πάντων περιέχει ενορχηστρωτικά επίπεδα και είναι πλούσια σε δυναμικές, το να επεξεργαστεί στο στάδιο της μίξης και του mastering με απόλυτο γνώμονα το πόσο δυνατά μπορεί να ακουστεί, απλά είναι λάθος. Σε κάθε περίπτωση πάντως, περάσαμε μια 20ετία που η κατάχρηση των limiters σε όλα τα στάδια της ηχογράφησης, της μίξης αλλά κυρίως του mastering ισοπέδωσε τη μουσική. Επικράτησε το δόγμα του «όσο πιο δυνατά τόσο καλύτερα» με συνέπεια να χαθεί σχεδόν τελείως η απόλαυση της ακρόασης της μουσικής και της αντίληψης της σαν έργο τέχνης. Το πρόβλημα του «loudness war» συζητιέται τουλάχιστον δύο δεκαετίες τώρα και ευτυχώς τα τελευταία 4-5 χρόνια, τουλάχιστον στις πλατφόρμες του streaming έχουν μπει κάποιοι κανόνες που αποθαρρύνουν την ακραία χρήση των limiters. Απ’ ό,τι γίνεται αντιληπτό, προσωπικά σαν ακροατής προτιμώ τις οργανικές - φυσικές όπως τις αποκαλείτε ηχογραφήσεις και άρα και στη δουλειά μου αυτή είναι η κατεύθυνση που ακολουθώ εκτός και αν το ζητούμενο για κάποιο λόγο είναι διαφορετικό.
Δώστε μας μία λίστα από 5 πράγματα που πρέπει να έχει (κάνει) ένας μουσικός πριν μπει στο στούντιο να γράψει μαζί σας.
Θα ζητήσω συγγνώμη που δεν μπορώ να σκεφτώ παρά μόνο δύο. Να αφήσει το «εγώ» του στο σπίτι και να πάρει μαζί του όση καλή διάθεση μπορεί να διαθέσει. Όλα τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους.
Πείτε μας μία ωραία ιστορία που έχει συμβεί στο studio σας.
Εντάξει, έχουν υπάρξει πάμπολλες καταπληκτικές στιγμές, τι να πρωτοθυμηθείς. Μία χιουμοριστική όμως που μου έρχεται στο μυαλό είναι από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 όταν μόλις έχουν αρχίσει να εμφανίζονται τα κομπιούτερ στα στούντιο και θυμάμαι έναν μουσικό να προσπαθεί με ζήλο να σκοτώσει ένα έντομο πάνω στην οθόνη χωρίς να τα καταφέρνει, αφού αυτό ήταν ο κέρσορας του ποντικιού!
Και μία όχι τόσο ωραία.
Νοέμβρης του 1993, ένα βράδυ άνοιξαν οι ουρανοί, πλημμύρησε το στούντιο και τρέχαμε όλη την επόμενη μέρα με κουβάδες να βγάζουμε το νερό. Ευτυχώς το control και τα μηχανήματα εκτός από κανένα δύο τη γλίτωσαν. Λαχταρήσαμε όμως για τα καλά, που λένε.
Τελικά, τι κάνει ένα στούντιο ηχογραφήσεων καλό; Είναι ο εξοπλισμός του, το έμψυχο δυναμικό, ή οι χώροι του;
Χωρίς ανθρώπους με γνώση, ταλέντο και σχετική εμπειρία δεν μπορείς να έχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αλλά μόνο αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να υπάρχουν και όσο το δυνατόν καλύτεροι ηχητικά χώροι αλλά και σε ένα τουλάχιστον μίνιμουμ επίπεδο καλός εξοπλισμός. Κι ο καλύτερος ο καπετάνιος να είσαι, με βάρκα χωρίς κουπιά δεν πας πουθενά.