Μουσικη

Davey Woodward: Οι Brilliant Corners, η σκηνή του Bristol, οι Portishead και οι Massive Attack

Η κεντρική μορφή της σκηνής του Bristol μιλάει για όλα πριν την παρουσία του στο 1ο Athens Pop Fest and Convention

Γιώργος Φλωράκης
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

O Dave Woodward μιλάει στην ATHENS VOICE για τη σκηνή του Μπρίστολ, τους Brilliant Corners, τους Karen, τους Winter Orphans και το νέο τους άλμπουμ.

Ήμουν αρκετά τυχερός να βρεθώ στο Bristol τη σωστή -ή έστω λίγο μετά τη σωστή- στιγμή. Τα μεγάλα album των early nineties έδεναν καρπούς με συγκροτήματα, μουσικούς, djs και εν γένει σημαντικές προσωπικότητες να ξεπετάγονται εδώ κι εκεί στην πόλη. Ο Dave Woodward ήταν ήδη μπαρουτοκαπνισμένος όταν έσκαγαν οι Portishead και οι Massive Attack. Είχε φάει με το κουτάλι το πρώιμο punk του Bristol και το είχε μετασχηματίσει σ’ ένα πρωτότυπο και απόλυτα ενταγμένο στην πόλη new wave ήδη από τα μέσα των 80s. Οι Brilliant Corners μπορεί να προϋπήρχαν αλλά μέσα στη μεγάλη γιορτή μετασχηματίζονταν σε Experimental Pop Band κι έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στα όσα συνέβαιναν στην indie κοινότητα του Bristol. Μιλάμε εδώ με τον Dave για εκείνη την παλιά εποχή αλλά και για την καινούργια: την εμπλοκή του με τους Karen και τους Winter Orphans αλλά και για την επικείμενη επίσκεψή του στην Αθήνα με την ευκαιρία του 1ου Athens Pop Fest and Convention, τον Μάιο.

Λοιπόν, ας τα πάρουμε από την αρχή: Τι σας έκανε να ονομάσετε το συγκρότημα Brilliant Corners. Ήταν τόσο σημαντικός για εσάς ο ομώνυμος δίσκος του Thelonious Monk;
Πριν ονομαστούμε Brilliant Corners, ο Chris κι εγώ πηγαίναμε από το σπίτι του Dan (τρομπέτα) και παίζαμε μουσική. Ο μπαμπάς του Dan άκουγε πολλή σύγχρονη jazz, το ίδιο και ο Dan. Οι τρεις μας σκαλίζαμε τους δίσκους του μπαμπά του. Είχα ακούσει πράγματα από τον Coltrane και τον Davis που μου άρεσαν, αλλά δεν γνώριζα τον Monk. Όταν άκουσα τη μουσική του, σκέφτηκα ότι ήταν υπέροχη και το «Brilliant Corners» ήταν μια σύνθεση αλλά κι ένας τίτλος που μου έμεινε. Νομίζω ότι ένα χρόνο αργότερα ονομάσαμε έτσι την μπάντα.

Στην πραγματικότητα, είχες την ευκαιρία να παίξεις τζαζ, όταν συμμετείχες στους Spaceways. Τι θυμάσαι από εκείνες τις μέρες;
Λοιπόν, έπαιζα στους Spaceways την ίδια εποχή που ήμουν ακόμα στους The Brilliant Corners - ο Dan ήταν επίσης στο συγκρότημα για μερικά ακόμα χρόνια και ύστερα έφυγε. Στην πραγματικότητα, ήταν μια δικαιολογία για να κάνω ελεύθερη μουσική - η οποία ήταν εντελώς διαφορετική από αυτά που κάναμε με τους Brilliant Corners. Ο Steve Dew που παίζει τώρα ντραμς στους Winter Orphans έπαιζε και τότε τύμπανα κι εγώ έπαιζα μπάσο. Κατά καιρούς είχαμε μια punk προσέγγιση στον ρυθμό -η μπάντα μεγάλωνε και μεγάλωνε- και γερά πνευστά. Υπάρχουν μερικές μπάντες σήμερα όπως οι Black Midi που ακούγονται όπως ακουγόμασταν τότε εμείς. Δυστυχώς δεν καταγράψαμε ποτέ το πειραματικό punk που παίζαμε στα live και τις πρόβες μας σε δίσκο με την Cup of Tea Records και είναι κρίμα. Θυμάμαι ότι έπαιζα στο Womad Festival φορώντας ένα κιλτ. Έπαιξα άλλη μια συναυλία με τη λέξη «Γουρούνι» γραμμένη στο μέτωπό μου. Έπαιξα ένα ολόκληρο set ξαπλωμένος στη σκηνή. Διασκεδαστικές στιγμές!

Αν άκουγες σήμερα τα πρώτα σας πράγματα με τους Brilliant Corners, πώς θα σου φαίνονταν;
Πρόσφατα άκουσα όλα τα album καθώς η εταιρεία Last Night From Glasgow σχεδιάζει να βγάλει ένα διπλό άλμπουμ με τα τραγούδια που προτιμώ. Η ιδέα ήταν να επιλέξω τα αγαπημένα μου κομμάτια από τα album, όχι τα προφανή singles. Αυτό που με εξέπληξε είναι το πόσο διαφορετικά ήταν τα τραγούδια αλλά ταυτόχρονα είχαν και μια συγκεκριμένη αίσθηση που έκανε τα album να ακούγονται συνεκτικά. Τα τραγούδια εναλλάσσονται από indie pop με μελωδικά στοιχεία έως σχεδόν R&B της δεκαετίας του 1960 ή rock. Ακούω πολλές επιρροές ανάμεσα στα grooves, Dylan, Reed, Go Betweens, Small Faces, Buzzcocks. Σχεδόν σε κάθε album υπάρχει και ένα folk ή country τραγούδι - επομένως υπάρχει μεγάλη ποικιλία. Νομίζω ότι αν οι άνθρωποι μας γνωρίζουν μόνο από τα singles μας, θα πιστεύουν λανθασμένα ότι ήταν όλα γεμάτα indie jangly κιθάρες. Αυτό όμως είναι μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Νομίζω ότι τα περισσότερα τραγούδια έχουν αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου. Ακούγονται καινούργια και φρέσκα.

Ήσουν καλός φίλος με τον Chris Galvin. Παίζατε και στους The Experimental Pop Band μαζί. Τι θυμάσαι από εκείνον;
Θεέ μου, αυτή είναι μια ερώτηση που θα μπορούσα να περάσω ώρες ακόμα και μέρες να την απαντάω και να μιλάω για τον Chris! Γίναμε πολύ καλοί φίλοι όταν ήμασταν 15 ετών, πήγαμε στις πρώτες μας συναυλίες το 1975, παρακολουθήσαμε τρομερές prog ή metal μπάντες, μετά έσκασε το pub rock που ήταν εκπληκτικό, ωμή ενέργεια, ύστερα το punk, η φάση DIY που μας έκανε να θέλουμε να μάθουμε όργανα, να είμαστε σε ένα συγκρότημα και να βγάζουμε τους δικούς μας δίσκους. Μοιραστήκαμε τόσες πολλές εκπληκτικές μουσικές στιγμές, παρακολουθώντας συγκροτήματα και στη συνέχεια παίζαμε στη δική μας μπάντα. Μαζί ανακαλύψαμε νέες χώρες. Περάσαμε μια ζωή σε μπαρ μεθώντας, χορεύοντας, συναντώντας κορίτσια και αρνούμενοι να μεγαλώσουμε. Ο Chris ήταν σαν ένα φωτεινό αστέρι που κάηκε. Όταν πέθανε σε ηλικία 39 ετών, άφησε μια τεράστια τρύπα στη ζωή μου. Θα μπορούσα να πω πολλά περισσότερα, αλλά ίσως πρέπει αυτά να τα βάλω σ’ ένα βιβλίο…

Ήταν οι Experimental Pop Band ένα είδος συνέχειας των Brilliant Corners; Ποιες ήταν οι ομοιότητες και οι διαφορές μεταξύ αυτών των δύο συγκροτημάτων;
Εκ των υστέρων ήταν η ποικιλομορφία των ήχων και των τραγουδιών που είναι η κύρια ομοιότητα. Εκείνη την εποχή θυμάμαι πολλούς ανθρώπους να έχουν μεγάλο πρόβλημα με το πειραματικό pop ύφος, ακόμα και οι City Slang που ήταν αρκετά μοντέρνα δισκογραφική, μου έλεγε «έχουμε πρόβλημα με τον Τύπο καθώς δεν ξέρουν τι είδους συγκρότημα είστε, μπορείτε παιδιά να μείνετε σε ένα συγκεκριμένο πράγμα για λίγο;» Σήμερα, φυσικά, πολλοί άνθρωποι ακούνε μουσική σε λίστες αναπαραγωγής που έχουν τυχαία σειρά και όπου όλα τα είδη μπορούν να περάσουν μέσα σε 30 λεπτά. Το 1999 τέτοιου είδους ανακατέματα ήταν προβληματικά. Η διαφορά είναι ότι οι επιρροές των Experimental Pop Band ήταν εμφανείς, καθώς πολλοί από τους ήχους και τα samples τα είχαμε πάρει από τους αγαπημένους μου δίσκους - αυτό ίσχυε σίγουρα με τα πρώτα 3 άλμπουμ, μετά βαρέθηκα τα δείγματα και άρχισα να απογοητεύομαι με την τεχνολογία και επανήλθα σε μια πιο καθαρή σύνθεση τραγουδιών. Συνολικά, νομίζω ότι οι Experimental Pop Band είχαν μεγαλύτερη πολυπλοκότητα, πολλά στρώματα -στο κάτω-κάτω ήμουν μεγαλύτερος- οπότε κάποια τραγούδια θα ακούγονταν πιο ώριμα, όμως κι εδώ έγραψα αφελή τραγούδια. Δεν εμπιστεύομαι τις μπάντες που δεν μπορούν να γελάσουν με τον εαυτό τους με κάποιο τρόπο είτε στιχουργικά είτε μουσικά.

Η Swarfinger του Paul Horlick ήταν ένα είδος μεγάλου πειράματος, έτσι δεν είναι; Πού πιστεύεις ότι οδήγησε αυτή τη σκηνή;
Ο Paul θα χαιρόταν πολύ αν αποκόμιζε την εντύπωση ότι κάποιος πιστεύει ότι όλα αυτά ήταν μέρος μιας σκηνής. Αν υπήρχε μια πραγματική σκηνή, ήταν όταν ο Paul, εγώ και ο Chris παίζαμε δίσκους στο The Tube Club - βάζαμε soul της δεκαετίας του 1960 και του 1970, R&B, και κάναμε soundtrack βραδιές που ονομάζονταν «The Trip» κάθε Παρασκευή βράδυ από το 1993 έως περίπου το 1997. Κάναμε επίσης και σαββατιάτικες βραδιές με το όνομα «Big Sexyland» όπου παίζαμε acid jazz, hip hop και funk. Οι βραδιές ήταν πολύ δημοφιλείς. Παίζαμε τότε και πολλά τοπικά συγκροτήματα. Ήταν περίπου εκείνη τη στιγμή που σκεφτήκαμε να δημιουργήσουμε μια δισκογραφική - ο Paul έτρεχε πιο πολύ με τη Swarfinger. Εγώ είχα βγάλει το όνομα και περάσαμε πολλές μεθυσμένες νύχτες να φανταζόμαστε τι είδους μπάντες θα υπογράφαμε καθώς και ανόητα πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε για να πάρουμε με το μέρος μας τον Τύπο. Είχα εμμονή να βρω μια ομάδα κοριτσιών που θα έπαιζε μόνο διασκευές punk τραγουδιών με χάλκινα πνευστά. Νομίζω ότι κάποιος το κάνει τώρα. Ένας τραγουδιστής αρσιβαρίστας ήταν μια άλλη ιδέα, το να παίζει ένα συγκρότημα ενώ κάποιος μαγείρευε ένα γεύμα στη σκηνή με τη μουσική του και έδινε το φαγητό στο κοινό ήταν μια άλλη ιδέα. Ωστόσο, εγώ και ο Chris επικεντρωθήκαμε στους Experimental Pop Band και βγάλαμε τους πρώτους μας δίσκους με τον Paul. Ύστερα δημιουργήσαμε μια βραδιά κλαμπ που ονομαζόταν «The Experimental Pop Lounge». Σ’ αυτές τις βραδιές δεν μπορούσες να χορέψεις, παίζαμε σύγχρονη jazz, soundtracks, κλασική, folk και γεμίζαμε την πίστα με καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις. Πολλοί άνθρωποι δεν το κατάλαβαν στην αρχή και σχεδόν τσακωθήκαμε με όσους εξοργίστηκαν επειδή δεν μπορούσαν να χορέψουν αλλά ήταν πολύ διασκεδαστικό. Ο Paul έγινε μια φυσιογνωμία με μεγάλη επιρροή στη μουσική σκηνή του Bristol, όπως είναι ακόμα. Ο Paul είναι συνιδιοκτήτης ενός χώρου για συναυλίες που ονομάζεται The Exchange και συμμετείχε στην εταιρεία του Geoff Barrow -από τους Portishead- την lnvada. Ο Paul είναι ο άνθρωπος που ανακάλυψε τους Sleaford Mods!

Ποιες ήταν οι καλύτερες μέρες της σκηνής στο Bristol;
Νομίζω αυτές που περιέγραψα μόλις αλλά υπήρχε μια περίοδος μεταξύ 1975 και 1982 που πρέπει να πήγαινα σε συναυλίες 3 φορές την εβδομάδα, νέος και ατρόμητος, αυτές ήταν υπέροχες στιγμές καθώς τόσα πολλά καταπληκτικά συγκροτήματα ήρθαν και έπαιξαν εδώ. Επίσης ήταν υπέροχα, όταν σχηματίσαμε τους Brilliant Corners και βγήκαμε για συναυλίες και περιοδεία για πρώτη φορά. Ήταν φανταστικό να ακούμε τα τραγούδια μας στο ραδιόφωνο, ήμασταν στην αρχή της ανεξάρτητης σκηνής στο Bristol. Έφτασα να κάνω νέους φίλους, να ζω σ’ ένα συνεχές πάρτι και γενικά να περνάω υπέροχα με πράγματα που περιστρέφονταν γύρω από τη μουσική και τον χορό.

Τι πιστεύεις τώρα για τα μεγαλύτερα συγκροτήματα της πόλης, τους Portishead και τους Massive Attack;
Θυμάμαι τον Tricky που εμφανίστηκε σε μια από τις βραδιές στο club θέλοντας να παίξει μερικούς δίσκους. Όταν είδα ένα album των Def Leppard στην τσάντα του, του είπα να φύγει. Θυμάμαι ότι έπαιζα ποδόσφαιρο με τον 3D, ήταν κανονικά παιδιά αλλά λίγο ιδιόρρυθμοι, όπως οι περισσότεροι που παίζουν σε συγκροτήματα. Τις λίγες φορές που έχω συναντήσει τον Geoff φαίνεται κανονικός τύπος αλλά τα πρώτα album αυτών των συγκροτημάτων ακούγονται σαν να δημιουργήθηκαν από υπεράνθρωπους που έρχονταν από άλλο πλανήτη. Εκείνη την εποχή ήταν εντελώς απίστευτα! Είναι δίκαιο που είχαν όλη αυτή την επιτυχία! Όταν τα ακούω τώρα, δεν νιώθω το ίδιο ρίγος αλλά εξακολουθούν να είναι υπέροχα.

Πώς θα περιέγραφες τον ήχο των Karen;
Λοιπόν, έχει συγκριθεί με τους Modern Lovers και τους Velvets. Θα συμφωνήσω. Νομίζω ότι το rock 'n' roll, οι βασικές δομές, οι συγχορδίες, η ενέργεια, φέρνει δυνατή μουσική. Ζωντανά είμαστε πραγματικά ωμοί και σκοτώνουμε. Στα solos παίζω γερά με το feedback. Ο Hugo και ο Tom είναι τόσο σφιχτό και εκπληκτικό rhythm section που μπορώ να αυτοσχεδιάζω, να χάνομαι μέσα στη μουσική, να συναντάω τον διάβολο και να εκπνέω φωτιά.

Και τι γίνεται με τον ήχο των Winter Orphans;
Θα έλεγα βασικές γραμμές τραγουδιών με περισσότερο roll και με λιγότερο rock. Είναι πολύ πιο singer-songwriter φάση, με στοιχεία folk 'n' blues εδώ κι εκεί. Ο Steve, ο JB και ο Julian παίζουν χαλαρά, πράγμα που ταιριάζει στο στιλ των τραγουδιών που γράφω. Αυτοί οι τύποι ακούνε πολλά ανεξάρτητα κι αυτό περνάει στον ήχο. Μου αρέσει το γεγονός ότι μπορούμε να παίξουμε πραγματικά ήσυχα και χαλαρά, ώστε το κοινό να μπορεί πραγματικά να με ακούσει να τραγουδάω. Μπορούμε να το σκίσουμε βέβαια, οποιαδήποτε στιγμή μας αρέσει!

Ποια σημεία της καλλιτεχνικής σου προσωπικότητας εκφράζονται μέσω των Karen και ποια μέσω των Winter Orphans;
Περιέργως και οι δύο εκπληρώνουν την ανάγκη μου να πιάσω τη στιγμή. Αυτές τις μέρες μισώ να κάνω πρόβες και να παίζω ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι στο στούντιο. Θέλω τα μέλη του συγκροτήματος να εμπνευστούν από το τραγούδι που έχω γράψει και να δημιουργήσουν κάτι - να θυμούνται τι κάνουν, να το αφήνουν και να το ξαναπιάνουν χωρίς δυσκολία. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι μια punk στάση. Aν ένα τραγούδι δεν μας κάνει κλικ γρήγορα, το αφήνω. Και οι δύο μπάντες έχουν αμεσότητα, αλλά οι Karen είναι πιο rock από τους Orphans. Με τους Orphans η εστίαση είναι επίσης περισσότερο στη solo σύνθεση - επομένως είναι πιο ποικιλόμορφοι στον ήχο και τους στίχους, είναι λίγο πιο περίπλοκοι. Οι Karen δεν κάνουν σχεδόν ποτέ πρόβες, γι’ αυτό και χρειάστηκε τόσος καιρός για να βγει ένας δίσκος. Θα ήθελα να είναι λίγο πιο χαλαρή η φόρμα και στις δύο μπάντες - μερικές φορές το πετυχαίνουμε αυτό στη σκηνή, αλλά όχι τόσο στην ηχογράφηση.

Φαίνεται ότι στο τελευταίο σας album, το «Mystic Science» -και με τους The Winter Orphans γενικότερα- προσεγγίζετε έναν ακουστικό, έναν αρκετά πιο folk ήχο. Τι σας έχει φέρει πιο κοντά στη σιωπή αντί στο θόρυβο;
Νομίζω ότι πάντα υπήρχαν στιγμές «σιωπής» σε όποια μπάντα κι αν ήμουν. Αλλά πάντα ήθελα να κάνω ένα ολόκληρο άλμπουμ που να έχει μια αίσθηση αυτού που λες «σιωπή», κάτι που να είναι στοχαστικό. Να μην φοβάσαι να ακούγεσαι ήσυχος, να μην φοβάσαι να τραγουδάς για «δύσκολα πράγματα». Αυτό το album μοιάζει λίγο σαν να αφήνω κάποιον να πάρει μια γεύση από την ψυχή μου. Το είδος του album, που όσο περισσότερο το ακούς, τόσο περισσότερο ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο, έτσι -κατά έναν περίεργο τρόπο- δεν αντικατοπτρίζει την εμμονή μου με τη στιγμή!

Τι έχουν προσφέρει σε αυτόν τον νέο ακουστικό ήχο το new wave, το punk, η indie pop, το trip hop, όλα τα πράγματα που έχεις παίξει ως τώρα;
Μέχρι τώρα γράφω τραγούδια στην ακουστική κιθάρα, αργότερα αυτό μπορεί να αλλάξει. Σ’ αυτό το album παίζω πολλή ηλεκτρική ρυθμική, αλλά η αίσθηση του είναι πιο ήρεμη, χαλαρή, με πολύ reverb, πράγμα που δίνει στον album μια συγκεκριμένη μελαγχολία που ταιριάζει με τους στίχους. Δεν νομίζω ότι καμία από τις προηγούμενες μπάντες επηρεάζει ή σχετίζεται με αυτό που κάνω τώρα. Απλώς, γράφω ό,τι θέλω και όταν θέλω – δεν στριμώχνομαι με τίποτα. Μια πλευρά μου πιστεύει ότι πρέπει να βγάλω ένα album όπου να παίζω μόνο ακουστική κιθάρα. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι πρέπει να ηχογραφήσω παίζοντας όλα τα όργανα σε έναν δίσκο, έχω soundtracks που έχω ηχογραφήσει, μουσική που κανείς δεν έχει ακούσει. Θα καταφέρω άραγε να κάνω τα περισσότερα από αυτά; Ίσως και όχι. Είναι ζήτημα τύχης, ούτε που ξέρω προς τα πού πηγαίνει.

Πώς αποφασίσατε να διασκευάσετε το «Will You Love Me Tomorrow» της Carole King για το «Lower Than Underground Vol. 1” cd της Shambotic και της Old Bad Habits;
Είναι τόσο όμορφο τραγούδι - ακούω πολλά τέτοιου τύπου τραγούδια από τη δεκαετία του 1960, μου αρέσουν τα θλιμμένα τραγούδια! Με τους Karen το διασκευάζαμε live, ήταν το τελευταίο τραγούδι που παίζαμε για να δείξουμε ότι μπορεί να είμαστε rock n’ roll αλλά μπορούμε να παίξουμε και πιο ευαίσθητα. Όταν μου ζητήθηκε να συνεισφέρω στο cd με μια διασκευή, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να το κάνω. Πήγα στο γκαράζ μου και το ηχογράφησα με ένα μικρόφωνο. Ήταν πολύ γρήγορη διαδικασία, χωρίς φασαρία. Ελπίζω να αποτύπωσε λίγη από τη θλίψη του πρωτότυπου.

Το προφίλ σου στο Bandcamp λέει ότι ζεις σε ένα δεντρόσπιτο. Ακούγεται πραγματικά ιδιαίτερο…
Έπρεπε να φύγω από το δεντρόσπιτο, τα παιδιά μεγάλωσαν και υπήρχε λιγότερος χώρος, επομένως έχω ένα κανονικό σπίτι τώρα με γκαράζ -χωρίς αυτοκίνητο στο γκαράζ- εκεί παίζω τη μουσική μου. Για να παίξω μουσική χρειάζομαι επίσης καλή θέα και τον ήχο των πουλιών. Είμαι τυχερός που έχω ένα μπαλκόνι στο οποίο κάθομαι και μπορώ να κοιτάζω ολόκληρο το Bristol. Ζω σε ένα λόφο, οι γείτονές μου έχουν δέντρα στους κήπους τους, έτσι ακούω τον ήχο της φύσης κοιτάζοντας τη μητρόπολη.

Στα τέλη Μαΐου θα είσαι στην Αθήνα για το 1ο Athens Pop Fest and Convention. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό;
Ενθουσιασμένος! Πάει πολύς καιρός από τότε που έπαιξα σε άλλη χώρα. Πάντα με ενδιαφέρει να δω τι ανταπόκριση έχει η μουσική μου σε ένα κοινό που δεν με έχει δει ποτέ να παίζω. Ανυπομονώ να δω μπάντες που δεν έχω ξαναδεί. Θα είναι επίσης η πρώτη μου φορά στην Αθήνα. Είναι υπέροχο που ο Βασίλης και οι φίλοι του το διοργανώνουν, ξέρω πόσο σκληρή δουλειά χρειάζεται για κάτι τέτοιο. Ελπίζω να κάνω μερικούς νέους φίλους και να μοιραστώ ένα μπουκάλι κρασί!