Μουσικη

Μαρία & Γιασεμί Κηλαηδόνη: Ο μπαμπάς μας, ο Λουκιανός

Οι αδερφές Κηλαηδόνη μάς ανοίγουν τις πόρτες στο στούντιο του Λουκιανού, έτσι όπως έχει μείνει άθικτο από το 2017

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 869
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η Μαρία και η Γιασεμί Κηλαηδόνη μιλούν για τον πατέρα τους, Λουκιανό και την παρέα των Μαύρων Σκυλιών 

Στα 80s και στα 90s, όταν τα πράγματα ήταν δύσκολα, ο κόσμος άκουγε Λουκιανό Κηλαηδόνη, πήγαινε βόλτα στη Βουλιαγμένη «και στο τέλος πιωμένοι κάνανε μπάνιο γυμνοί». 
Σήμερα ο Λουκιανός έχει πάρει τον δρόμο στο ηλιοβασίλεμα όπως ο αιώνια αγαπημένος του κόμικ ήρωας, ο Λούκι (από το Λουκιανός) Λουκ. Στη ζωή του βέβαια δεν υπήρξε «φτωχός και μόνος» αλλά σπουδαίος καουμπόη. Από αυτούς τους πιστολέρος των 50s με το γρήγορο χέρι και το αξύριστο πηγούνι που τελικά χάνανε τον θησαυρό αλλά κέρδιζαν το κορίτσι, την ώρα που έπαιζε η μουσική της ταινίας: γκα-γκαν-γκα-γκαααν. 

Η Μαρία και η Γιασεμί Κηλαηδόνη μιλούν για τον πατέρα τους και την παρέα των Μαύρων Σκυλιών © Γιάννης Νένες

Η μουσική των ταινιών του ’50 ήταν αυτή που σιγοντάρισε τα όνειρα του Λουκιανού που, αργότερα, θα μας έδινε το υπέροχο κινηματογραφικό άλμπουμ «Media Luz»

Εκτός από καουμπόης, ο Λουκιανός ήταν και ένας υπέροχος flâneur της Αθήνας. Σαν αρχιτέκτονας και Κυψελιώτης είχε αγαπήσει βαθιά την πόλη αυτή και τραγούδησε για τα πάντα: τις περιοχές και τις γειτονιές της, τα στέκια και τα πάρτι της, τα θερινά σινεμά και το πρόβλημα πάρκινγκ, τους τύπους και τις ατάκες της. Όλα υπήρχαν στα τραγούδια του. Ο ύμνος της Αθήνας είναι αναμφισβήτητα γραμμένος πάνω στις παρτιτούρες του Λουκιανού.

Σήμερα, οι δύο κόρες του, η ηθοποιός Γιασεμί και η τραγουδοποιός και τραγουδίστρια Μαρία, μαζί με την παντοτινή του σύντροφο, την αγαπημένη ηθοποιό Άννα Βαγενά, διατηρούν ανάμεσα στο θέατρό τους, το «Μεταξουργείο», και το διπλανό σπίτι της οικογένειας, το «στρατηγείο» του Κηλαηδόνη: το στούντιο και καταφύγιό του ανέγγιχτο, φυλαγμένο και γεμάτο πλούσιο υλικό κάθε λογής και διάθεσης. Από το πιάνο με κολλημένα επάνω σε φωτογραφία τα μάτια της μάνας του, μέχρι τα χιλιάδες σημειώματα που άφηνε στις 3 γυναίκες της ζωής του, με τα αρχιτεκτονημένα του γράμματα. Σκίτσα, χρώματα, κασέτες, μαγνητοταινίες, βινύλια, φωτογραφίες, θεατρικά προγράμματα, κολάζ, φωτογραφίες, εφήμερα και παντοτινά και στη μέση ο θρυλικός κόκκινος καναπές-γωνία. 

Η Γιασεμί και η Μαρία, από τότε που έφυγε ο πατέρας τους, στις 7 Φεβρουαρίου 2017, έχουν αποδελτιώσει και ψηφιοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του που υπάρχει πλέον, με σημαντικές και ιδιαίτερες λεπτομέρειες, ανεβασμένο στη σελίδα www.loukianoskilaidonis.gr.

Δύσκολο έργο όχι μόνο τεχνικά αλλά και συναισθηματικά, που, όμως, τους δίνει πλέον τη γαλήνη ότι ο Λουκιανός έχει τη ζωή του συγκεντρωμένη «κάπου, κάπως» για να τη βρίσκουν και να τη μελετούν εκείνοι που τον αγάπησαν αλλά και όλοι οι νεότεροι που τον ανακαλύπτουν αέναα.

Το αστείο με τον Κηλαηδόνη είναι αυτό: δεν έχει πάψει να κερδίζει φίλους. Τα τραγούδια του, ένα μιούζικαλ πατριδογνωσίας (όπως εκείνη η υπέροχη παράσταση που είχε ανεβάσει στο Θέατρο του Λυκαβηττού και στη Νέα Υόρκη, το «Αχ, πατρίδα μου γλυκιά» με το πλήρες μουσικό Βιβλίο του Ελληνισμού μεταφερμένο σε ένα θέαμα που περιλάμβανε από τον Εθνικό Ύμνο και αντάρτικα, μέχρι παιδικά προσκοπικά τραγούδια, μπελκάντο, ρεμπέτικα και εμβατήρια) τα τραγούδια του έχουν τη διαχρονική ελαφρότητα του σουίνγκ, το σχήμα του αυθεντικού ρυθμ εν μπλουζ, τη μαγκιά του ροκ εν ρολ, τη μαγεία της τζαζ και το συναίσθημα της ελληνικής μπαλάντας. Κολλάνε εμμονικά στο αυτί και σε συνοδεύουν στη μέρα σου, γίνονται σάουντρακ σε πάρτι, μωρά μαθαίνουν να μιλάνε πάνω στο «Τζιν τζιν τζιν» ή ακόμα η Βουλιαγμένη ζει τον μύθο της από το περιβόητο εκείνο, ελεύθερο, τρελό πάρτι στην Πλαζ (που έχει πλέον το όνομά του) και από πολλούς θεωρείται «το ελληνικό Γούντστοκ», έστω και από πλευράς διάχυτης αγάπης.

Μέσα στο στούντιο του Λουκιανού: Η φωτογραφία του ως Λούκι Λουκ (είχε φωτογραφηθεί για το περιοδικό ΚΛΙΚ) © Γιάννης Νένες

Τα τραγούδια του Κηλαηδόνη, υπό τον τίτλο «Σ’ ευχαριστώ Λουκιανέ», κυκλοφόρησαν πριν λίγες μέρες από τη Minos EMI/Universal σε ένα άλμπουμ που λες και περίμενε να συμβεί. Μια «παρέα των Μαύρων Σκυλιών», όπως του άρεσε να λέει τους φίλους της ζωής του, μαζεύτηκαν και σε ελεύθερη (και χαμηλή) πτήση διάλεξαν ποιο τραγούδι ήθελε ο καθένας και τα τραγούδησαν με τη σημερινή τους εκφορά αλλά απόλυτα πιστοί στο πνεύμα του Λουκιανού που επέβλεπε από ψηλά – όπως θα έκανε ούτως ή άλλως, σωστός τελειομανής.

Το άλμπουμ ήταν η αφορμή για να συναντήσουμε τη Γιασεμί και τη Μαρία στο άντρο του πατέρα τους, να μας μιλήσουν για αυτόν αλλά και να μας ξεναγήσουν σε αυτό «το σύμπαν του» που σίγουρα, κάπως, πρέπει να διαφυλαχθεί, να συντηρηθεί και να ανοίξει, ίσως, κάποτε, μακάρι, και για τους φίλους του Αθηναίους.

Ο μπαμπάς Λουκιανός  
Πώς θα ήταν να έχεις μπαμπά τον Λουκιανό; Τους λέω ότι θυμάμαι τον πατέρα τους να χορεύει σουίνγκ με την Άννα του, σε κάτι ωραίες βραδιές στο Jazz Bar – στον πρώτο όροφο, τότε, στην Τσακάλωφ. Να πίνει, να γελάει, να κυνηγάει όλες τις νέες ατάκες, να είναι η ψυχή της παρέας. Αλλά και την τρυφερότητά του έτσι όπως την απέπνεαν τα τραγούδια του, σαν να ήταν κι εκείνος ακόμα παιδί. Είναι σχεδόν άκυρη η ερώτηση “Πώς ήταν ο Λουκιανός μπαμπάς”. Αλλά την κάνω.

Η Μαρία λέει ότι «αν και αρχετυπικά ο ρόλος της μάνας είναι πιο κοντά στο παιδί, ο Λουκιανός και λόγω του ρυθμού της ζωής του –ξύπναγε πιο αργά, είχε άλλο ωράριο από τη μάνα μας– ήταν αρκετά πιο παρών στην καθημερινή ζωή μας. Αφιέρωνε πάρα πολύ χρόνο γιατί είχε απίστευτη υπομονή σαν άνθρωπος».  

Η Γιασεμί θυμάται ότι τις διάβαζε, τις έβγαζε βόλτα, ήταν τρυφερός, καθόλου καταπιεστικός – είχε όλο το χιούμορ του σαν δημιουργός αλλά ήταν και αυστηρός όσο έπρεπε. Ακόμα και στην εφηβεία των κοριτσιών δεν ήταν ο μπαμπάς που θα του έκρυβαν πράγματα ή θα τον φοβόντουσαν.

Μέσα στο στούντιο του Λουκιανού: Φωτογραφία τα μάτια της μητέρας του κολλημένα στο αγαπημένο του πιάνο © Γιάννης Νένες

Η Μαρία, όταν ξεκίνησε να καπνίζει στα 14, προσπαθούσε να το κρατήσει κρυφό αλλά ο Λουκιανός καταλάβαινε. «Μετά από κανά χρόνο, μου λέει “Άναψε τσιγάρο άμα θες, ας μην κρυβόμαστε”. Κι εκείνος κάπνιζε. Όταν το έμαθε η μάνα μου έγινε χαμός, σκοτωμός».

Ο Λουκιανός επίσης έπινε και μασούσε τσίχλα. Άλλωστε, το «Μασάω τσίχλα» είναι ίσως το μόνο τραγούδι (παγκοσμίως;) που ερμηνεύεται μασώντας τσίχλα. Μάλιστα στις εμφανίσεις που κάνει η Μαρία μαζί με τους φίλους, κρατάνε πάντα το «Μασάω τσίχλα» για το ανκόρ, μοιράζοντας και τσίχλες στους θεατές. Αγαπούσε όλα όσα έκαναν οι δυο του κόρες και ακολουθούσε κι αυτός μαζί τους – είχαν μια κοινή εφηβεία: τσιγάρα, ροκ, συναυλίες, βόλτες. «Όλα ήταν και δικά τους» λέει η Γιασεμί.

Η πρώτη ανάμνηση που έχει η Γιασεμί από τον πατέρα της είναι η μυρωδιά του. «Θυμάμαι, αμυδρά, στο σπίτι στην Καμελιών στο Ψυχικό, όταν ήμουν 5-6 χρονών, κάπως σαν να ετοιμάζεται, σαν να είναι στο μπάνιο, να ξυρίζεται, να κάνει μία ολόκληρη ιεροτελεστία. Θυμάμαι την Άκουα Βέλβα, την κολόνια του. Αυτή φορούσε πάντα, μέχρι το τέλος του. Ακόμα τη μυρίζω και συγκινούμαι. Σημαίνει “μπαμπάς” αυτή η μυρωδιά».

Η Αθήνα του Λουκιανού
Η Γιασεμί θυμάται ότι τις πήγαινε και σε ρεμπετάδικα. «Στα Εννέα Όγδοα και λοιπά. Επίσης στο Μπαλτάζαρ και γενικά σε μέρη που αγαπούσε. Ήθελε να μας γνωρίσει την Αθήνα…»
Μεγαλωμένες μεταξύ Ψυχικού και Μεταξουργείου, τα δύο κορίτσια δεν ήξεραν στην ουσία την υπόλοιπη πόλη. «Με το κέντρο της Αθήνας ήρθαμε μεγάλες σε επαφή, δεν το ξέραμε και νευρίαζε ο Λουκιανός» λέει η Γιασεμί. «Εμένα, η πρώτη μου επαφή με το κέντρο, την Ομόνοια, ήταν επειδή είχα γραφτεί στη σχολή του Καζάκου. Μεγάλες, 16-17 χρονών, μας είχε βάλει μια φορά στο αμάξι, πηγαίναμε στο κέντρο και μας ρωτούσε ποιος δρόμος είναι αυτός, ποιος δρόμος είναι ο άλλος! Δεν ξέραμε και νευρίαζε. Κατεβαίναμε την Πανεπιστημίου και μας λέει: “ΠΟΙΑ είναι αυτή;” Λέω “ξέρω ’γω; Η Αλεξάνδρας;”, “Τιιι; Θα σταματήσω εδώ τώρα και θα κατεβείτε”».

Μέσα στο στούντιο του Λουκιανού © Γιάννης Νένες

Η Μαρία θυμάται τις ιστορίες που τους έλεγε για την πόλη. «Για τις σκανταλιές που κάνανε με τους συμμαθητές του στην Κυψέλη στη δεκαετία του ’50. Κλειδώνανε έναν περιπτερά μέσα στο περίπτερο, δένανε τενεκέδια στις ουρές από τις γάτες και στα σκυλιά… Για τα μπιλιαρδάδικα που σύχναζε με τους φίλους του. Ήταν ο μικρότερος στην παρέα. Είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Κώστα, και έπαιρνε και τον Λουκιανό μαζί του. Του άρεσε εκείνη η αίσθηση της γειτονιάς και της ελευθερίας. Και βέβαια το φλερτ και τα πάρτι».

Ο Κηλαηδόνης έκανε τραγούδια όλη τη ζωή της πόλης. Έβγαλε ατάκες που ακούγονται ακόμα και σήμερα («...Φταίμε κι εμείς, φταίτε κι εσείς / φταίει κι ο Χατζηπετρής»). Συντήρησε τον μύθο των θερινών σινεμά «κάτι νύχτες με φεγγάρι», αγάπησε την «καντίνα αραγμένη», τραγούδησε τα μπλουζ της Οδού Αμαρυλλίδος 17 απλά και μόνο ονομάζοντας χρώματα: «Πράσινο, γαλάζιο πράσινο γαλάζιο μπλε, γαλάζιο μοβ». Από τα υπέροχα έντεχνα κομμάτια που έδινε σε άλλους ερμηνευτές μέχρι τη θεαματική σόλο καριέρα του, έζησε την κάθε γωνιά της πόλης σαν να είναι μία μικρή ιστορία. Ακόμα και «σαλούν» άνοιξε, όταν ξεκίνησε το θρυλικό Texas στην Πλατεία Μαβίλη, ένα κεφάτο μαγαζί κάτι ανάμεσα σε μιούζικ-χολ, ποτάδικο, καμπαρέ και σημείο συνάντησης (αργότερα εκεί έγινε το ιστορικό Faz club).   

Τις ρωτάω αν ήταν παρούσες στο θρυλικό πάρτι στη Βουλιαγμένη. «Η Μαρία ήταν ενός έτους, δεν θυμάται, εγώ ήμουν 6 χρονών» λέει η Γιασεμί. «Με είχανε πάρει οι θείοι μου μαζί τους και είχαμε κάτσει στο σημείο που γινόταν η κινηματογράφηση της βραδιάς, με τον Διαγόρα Χρονόπουλο και τον Ηρακλή Παπαδάκη που είχαν στήσει το “στρατηγείο” με τους εικονολήπτες. Αλλά έχω αμυδρή ανάμνηση από εκείνη τη βραδιά».

Μέσα στο στούντιο του Λουκιανού © Γιάννης Νένες

Πώς ήταν να έχουν έναν μπαμπά που να «ανήκει σε όλους»;
Η Μαρία λέει: «Προσπαθούσαμε να το αναλύσουμε αυτό μεγαλώνοντας. Τι σημαίνει αυτό για ένα παιδάκι, αυτή η διπλή ταυτότητα, ότι είναι ο μπαμπάς μας αλλά είναι και ένας άνθρωπος που ανήκει σε πάρα πολλούς. Ακόμα δεν μπορεί κανείς να το συμφιλιώσει μέσα του αυτό το πράγμα».

Η Γιασεμί θυμάται: «Τον προσέγγιζε πολύ συχνά κόσμος όταν ήμασταν μαζί, αλλά πολύ γλυκά. Θέλανε να του μιλήσουν, να φωτογραφηθούν μαζί του. Και ο ίδιος ήταν πολύ ανοιχτός με τον κόσμο. Πάρα πολλοί του λέγανε “Θυμάσαι, Λουκιανέ, που ήμασταν συμμαθητές στο τάδε σχολείο;”. Κάποια στιγμή έλεγε “Καλά, έχω αλλάξει σχολεία αλλά πόσους συμμαθητές είχα πια;”» 

Η Μαρία λέει και για το άλλο αστείο, «που έρχονταν διάφοροι και του έλεγαν “Για μένα έγραψες το ‘Αχ! Ρίτα!’”. Κι έλεγε “Ναι, ναι, ναι”, δεν ήθελε να τους τη σπάσει κιόλας. Μπροστά μου έχουν έρθει πάνω από δέκα άτομα να του πούνε για τη “Ρίτα”».

Το έργο του Λουκιανού
Μια καλή ιδέα θα ήταν το Υπουργείο Πολιτισμού ή κάποιος φορέας να περισώσει την παράσταση «Αχ πατρίδα μου γλυκιά», ένα έργο που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία ή, έστω, να προβάλλεται στις στιγμές εθνικής υστερίας για να γλυκαίνει ο πόνος που μας προκαλεί αυτή η χώρα. Οι δύο αδελφές Κηλαηδόνη, με θερμή αγάπη, έχουν περισώσει τα άπαντα του πατέρα τους. «Έχουμε» λένε «μαγνητοσκοπημένους όλους “τους Λυκαβηττούς” που έκανε, επτά τον αριθμό. Αγαπούσε πολύ αυτό το θέατρο και, μάλιστα, δεν ήθελε να βάζει εξέδρα στη σκηνή για να μπορεί να βλέπει το κοινό τα φώτα της Αθήνας από κάτω…»

Εκατοντάδες σημειώματα (το ένα προς τη γυναίκα του, την Άννα Βαγενά) © Γιάννης Νένες

Η Γιασεμί μιλάει για τον αγαπημένο του δίσκο, το “Media Luz”. «Ήταν το απωθημένο του, ήθελε κάποια στιγμή να γίνει θέαμα. Το προσπάθησε δυο τρεις φορές, ήταν να το κάνουνε στο Badminton αλλά δεν έγινε ποτέ – κυρίως για οικονομικούς λόγους. Ό,τι θέαμα έκανε ήτανε πάντα μία τεράστια παράσταση. Στην ουσία εκείνος εισήγαγε τα μουσικά θεάματα σε τέτοια μεγάλη έκταση. Το λαϊκό μιούζικαλ. Τη “Media Luz” τη φανταζόταν με πλήρη ορχήστρα, τεράστια. Όταν καταγράφαμε τον δίσκο, διαβάζαμε, συμμετείχαν σχεδόν τριάντα μουσικοί, σχεδόν συμφωνική ορχήστρα. Ήθελε να το κάνει μεγάλο θέαμα, με προβολές, ηθοποιούς επί σκηνής, έβγαινε τεράστιο μπάτζετ, δεν προχώρησε. Γιατί ήταν πάντα ανένδοτος και τελειομανής –και καλά έκανε– και αν κάτι δεν προχωρούσε όπως ήθελε δεν το έκανε. Αλλά ήταν ένας δίσκος που τον έχει σημαδέψει και σηματοδοτήσει».  

«Σ’ ευχαριστώ Λουκιανέ»
Σήμερα, έρχεται αυτό το άλμπουμ για να ξαναφέρει τον Λουκιανό, σε refresh, στα ραδιόφωνα και τις συναυλίες. 

Η Μαρία λέει: «Είδα μία εκπομπή όπου ήταν καλεσμένος ο Μανώλης ο Φάμελλος. Έπαιξε τον “Καουμπόη” και είπε ότι ήταν το πρώτο τραγούδι που είχε μάθει να παίζει με ελληνικό στίχο όταν ήταν στο γυμνάσιο. Το είπε πολύ ωραία, και σε εκείνη τη φάση εμείς ψάχναμε έναν άνθρωπο να ερμηνεύσει τα τραγούδια του Λουκιανού – πράγμα πάρα πολύ δύσκολο γιατί ο Λουκιανός ήταν τόσο ιδιαίτερος. Ο Μανώλης, ενώ δεν έχει συγγενικό ύφος, τον αγαπούσε πάρα πολύ και τον αγαπάει. Όταν επικοινωνήσαμε μου είπε “Ευχαρίστως, είναι από τους πιο αγαπημένους μου, με τεράστια επιρροή για μένα, τα είδη που αγαπούσε ο Λουκιανός –το ελαφρό και το αμερικάνικο– τα έχω κι εγώ στον ήχο μου, και θα το έκανα με χαρά”. Βρεθήκαμε, λοιπόν, ξεκινήσαμε και κάναμε κάποιες εμφανίσεις παρέα και ο Μανώλης έκανε κάτι που το θεωρώ πάρα πολύ ωραίο και δύσκολο: πήρε τα τραγούδια του Λουκιανού και τα φρεσκάρισε με έναν δικό του τρόπο, κρατώντας όμως τελείως το ηχόχρωμά τους. Δεν ήταν το ίδιο αλλά πολύ κοντά στον αρχικό ήχο και παράλληλα φρέσκο. Όταν κάναμε τις εμφανίσεις με τα πειραγμένα κάπως τραγούδια, ο κόσμος μας έλεγε θα τα κάνετε δίσκο; Κι έτσι σκεφτήκαμε να το προχωρήσουμε αλλά δεν είχαμε φανταστεί ότι θα συμμετείχε όλος αυτός ο κόσμος. Σε όποιον το προτείναμε, κι εμείς και ο Μανώλης, όλοι έλεγαν ευχαρίστως, ναι, δέχονταν αμέσως. Κάποιοι και από μόνοι τους δήλωσαν ενδιαφέρον όπως και η Minos που το αγκάλιασε, γιατί δεν είναι αυτονόητο στην εποχή που ζούμε».

Tο εξώφυλλο του άλμπουμ αφιερώματος «Σ’ ευχαριστώ Λουκιανέ» που μόλις κυκλοφόρησε

Στο άλμπουμ συμμετέχουν οι: Σπύρος Γραμμένος, Φοίβος Δεληβοριάς, Δώρος Δημοσθένους, Στάθης Δρογώσης, Ελεωνόρα Ζουγανέλη, Μαρία Κηλαηδόνη, Γιάννης Κότσιρας, Μάρκος Κούμαρης, Locomondo, Νίνα Μαζάνη, Ρένα Μόρφη, Πάνος Μουζουράκης, Πέννυ Μπαλτατζή, Νατάσσα Μποφίλιου, Χρήστος Παπαδόπουλος, Ρεβάνς, Μανώλης Φάμελλος, Γιώργης Χριστοδούλου, Gadjo Dillo.

Είναι ένας θίασος που, ο καθένας τους, μοιάζει να αντιπροσωπεύει μια διαφορετική πλευρά του καλλιτέχνη Λουκιανού. Από το χιούμορ του Μουζουράκη μέχρι την τρυφερότητα του Γιώργη Χριστοδούλου, από τον «δρόμο» του Γραμμένου μέχρι την παιδική ανάμνηση που φέρνει η ίδια η Μαρία Κηλαηδόνη. 

Μοιάζει να είναι ένα ανθολόγιο τραγουδιών για την Αθήνα, μια βόλτα όπως λέει στο «Δελτίον ταυτότητος»: Κατοικία Χελμού 35, Αθήναι, Κυψέλη, Παγκράτι, Πατήσια, Ηλύσια, Σεπόλια, Εξάρχεια, Τέρμα Ιπποκράτους, Γκύζη, Περιστέρι, Κολωνός.

*Βρείτε όλα τα τραγούδια του άλμπουμ σε όλα τα ψηφιακά καταστήματα και τις streaming υπηρεσίες: LoukianosKilaidonis.lnk.to/SEfharistoLoukiane

*Ακούστε όλα τα τραγούδια του άλμπουμ στο YouTube: youtube.com/playlist?list=PLNoQ7STclwlRHkrDaO8kDOosqKMfyQBXI