Μουσικη

Monsters Of Rock: Το φεστιβάλ που άνοιξε τον δρόμο για πολλά άλλα

Μία ιδέα που ξεκίνησε την άνοιξη του 1980 κι έφτασε πολύ μακριά

Γιώργος Γεωργίου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ιστορία του φεστιβάλ Monsters Of Rock που ξεκίνησε την άνοιξη του 1980 κι έγινε θεσμός.

Βρισκόμαστε στον Μάρτιο του 1980. Ο καταξιωμένος διοργανωτής συναυλιών Paul Loasby έχοντας δουλέψει για τέσσερα χρόνια με τον σπουδαίο promoter Harvey Goldsmith, έχει καλλιεργήσει πια την πεποίθηση πως μπορεί να τα καταφέρει και μόνος του. Το φεστιβάλ του Reading μπορεί να είχε δώσει και άλλο χώρο στο hard rock, παρέμενε όμως ακόμα μια πολύχρωμη μουσική βεντάλια με διάφορες αποχρώσεις και με σημαντική πτώση του κοινού. Βγάζοντας έναν χάρτη ταξιδεύει στο Birmingham, τον Μ1, τον Μ6 και σχεδιάζει ένα τρίγωνο: την πίστα του Castle Donington.

Τηλεφωνεί στον μάνατζερ των Rainbow, Bruce Payne και του προτείνει μια headline εμφάνιση, γνωρίζοντας την ίδια στιγμή πόσο απεχθάνεται ο Ritchie Blackmore τα υπαίθρια φεστιβάλ. Όμως ο Loasby μαζί με τον Maurice Jones έχουν πια αρχίσει να σχεδιάζουν ένα μονοήμερο φεστιβάλ αποκλειστικά με hard rock και heavy metal συγκροτήματα. Ο Loasby ανέλαβε τελικά εκείνη τη χρονιά την περιοδεία των Rainbow για το άλμπουμ «Down To Earth» στο Ηνωμένο Βασίλειο, και υπολόγισε το συγκεκριμένο φεστιβάλ σαν το τελευταίο show της περιοδείας, με τη μπάντα στη θέση των headliners. Ο Jones στο μεταξύ, γνώριζε τον ιδιοκτήτη της πίστας αγώνων Donington Park, τον Tom Wheatcroft, έναν χώρο δίπλα στο χωριό Castle Donington, στο Leicestershire της Αγγλίας.

Μπορεί το Donington Park να ήταν μάλλον άγνωστο σαν τοποθεσία, είχε όμως μια πολύ βολική, στρατηγική θέση κοντά στους αυτοκινητόδρομους M1 και Α42, αλλά και σε σιδηροδρομικές συνδέσεις, κάνοντας εύκολη τη μετάβαση εκεί από όλα τα σημεία της χώρας. Επίσης αν και δεν ήταν ακριβώς εκείνο το καταπράσινο λιβάδι, το έδαφος είχε μια ελαφριά κλίση, κάτι που έδινε στο σύνολο των θεατών τη δυνατότητα μιας καλής θέας, και αυτό ήταν σημαντικό πλεονέκτημα. Γρήγορα ξεπεράστηκαν και οι αναμενόμενες γκρίνιες και διαμαρτυρίες από τους κατοίκους της περιοχής.

Έβρεξε αρκετά τις προηγούμενες μέρες  και η λάσπη δυσκόλεψε αισθητά τις συνθήκες για τους ταξιδιώτες, ήταν όμως προτιμότερο να κάνουν με μια συννεφιασμένη, ζεστή καλοκαιρινή μέρα, παρά με μια ξαφνική δυνατή βροχή στη διάρκεια της νύχτας. Έτσι κύλησε η 16η Αυγούστου. Αν και οι παρεχόμενες εγκαταστάσεις  αποδείχθηκαν εντελώς ανεπαρκείς για το πλήθος που ήταν πολύ μεγαλύτερο από το αναμενόμενο, ο κόσμος έδειξε μεγάλη ικανοποίηση από τη σύνθεση του φεστιβάλ, και τους μουσικούς από το Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και το εξωτερικό που θα έπαιζαν.

Με βάση τον οικονομικό προγραμματισμό, οι διοργανωτές ήλπιζαν σε 50.000 θεατές, θέλοντας να ξεπεράσουν με κάθε τρόπο τουλάχιστον τους 30.000. Ο αστάθμητος παράγοντας των ατέλειωτων βροχών τις προηγούμενες μέρες, αύξησε τα έξοδα στον προσωρινό δρόμο που έφτιαξαν και στα άχυρα. Οι θεατές καταμετρήθηκαν σε 36.000, οπότε έχασαν κάποια χρήματα, αλλά δεν ήταν και καταστροφή. Στο μεταξύ, το προηγούμενο βράδυ οι Rainbow είχαν μια γενική πρόβα μαζί με ένα show με πυροτεχνήματα. Ήθελαν να κλείσουν την εμφάνιση με μια τεράστια έκρηξη, είχαν φέρει έναν τόνο εκρηκτικής ύλης ζελινίτιδας και προκλήθηκε ένα σοβαρό ατύχημα. Τινάχτηκε όλο το backline των Judas Priest, και λύγισαν κάποιες από τις εξέδρες φωτισμού, ενώ κινδύνεψαν πολλοί άνθρωποι που βρίσκονταν στα παρασκήνια. Η έκρηξη προκάλεσε μια δαπανηρή ζημιά στο στήσιμο της σκηνής, αξίας 18.000 λιρών, ενώ δημιούργησε πρόβλημα και στο τετραφωνικό ηχοσύστημα που έστησε ο Loasby, καθώς πολλοί μουσικοί διαμαρτυρήθηκαν για την χαμηλή ένταση του ήχου.

Υπήρχε μόνο μια σκηνή, οπότε οι μεγάλοι χρόνοι αλλαγών μεταξύ των συγκροτημάτων ήταν κάτι με το οποίο θα έπρεπε να συμφιλιωθεί το κοινό. Η μεγάλη οθόνη βίντεο όμως βοήθησε να έχουν όλοι μια καλή εικόνα των συγκροτημάτων στη σκηνή. Ο άνθρωπος που ανέλαβε να διατηρήσει τη ζωντάνια και την ένταση στα κενά ανάμεσα στις αλλαγές, και ο μουσικός οικοδεσπότης του φεστιβάλ ήταν ο DJ Neal Kaye.

Δεν επέτρεψαν στους διοργανωτές να πουλήσουν αλκοόλ, έτσι δεν υπήρχαν μπαρ στο χώρο και πωλούνταν μόνο χυμοί πορτοκαλιού, Coca-Cola και μη αλκοολούχα ποτά, γι’ αυτό και πολλοί κουβαλούσαν τεράστια πλαστικά δοχεία με μπύρα και κρασί. Μπροστά στη σκηνή η λάσπη είχε βάθος τουλάχιστον 30 εκατοστά, ενώ με δεδομένη την τραγική κατάσταση στις τουαλέτες, έπεφταν συνεχώς πλαστικά μπουκάλια με ούρα μπροστά από τη σκηνή, κάνοντας την κατάσταση για τους θεατές στις μπροστινές σειρές που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, πολύ δύσκολη. Οι μάχες με τα μπουκάλια αλλά και άλλα αντικείμενα ανάμεσα στις ζώνες ήταν ασταμάτητες, αλλά και μέρος του τελετουργικού του φεστιβάλ για κάποιους. Πολλοί συνήθιζαν να λένε πως «αν καλύφθηκες με λάσπες σημαίνει πως έχεις πάει σε φεστιβάλ, αν λερώθηκες από ούρα, σημαίνει πως έχεις φτάσει»…

Κάποια στιγμή το σύστημα αποστράγγισης σταμάτησε να δουλεύει, έτσι όλο το νερό ανάβλυζε περίπου 100 πόδια μπροστά από τη σκηνή και ένα ποτάμι λάσπης άρχισε να τρέχει κάτω από τη δεξιά στήλη των ενισχυτών. Το αποτέλεσμα ήταν να βυθιστεί η σκηνή στη δεξιά της πλευρά περίπου ένα πόδι. Σε μια σκηνή πλάτους 100 ποδιών, ήταν μια πτώση.

Φτάνοντας λοιπόν στις εισόδους, μετά το παρκινγκ, ήταν ορατοί οι πάγκοι με τα επίσημα εμπορεύματα, με τα κασκόλ των Rainbow από το «Down To Earth» να ανεμίζουν. Υπήρχε ένας πάγκος της Greenpeace που πουλούσε κάθε είδους προϊόντα εκτός από τα μπλουζάκια «Rainbow Warrior», για ευνόητους λόγους. Οι ουρές για τα βαν με τα burger έμοιαζαν ατελείωτες. Διασχίζοντας την πίστα, έφτανε κανείς στη μετώπη του λόφου και αντίκριζε μπροστά του μια λαοθάλασσα, και στο βάθος τη σκηνή όπου τα εξώφυλλα από τα δυο πρώτα άλμπουμ των Rainbow κάλυπταν τα ηχεία. Ο Cozy Powell δεν αντιστάθηκε, γνωστός για το πάθος του με τους τροχούς, και έκανε μερικές στροφές με τη μοτοσικλέτα στο λόφο.

Λίγα θυμούνται οι περισσότεροι από τις εμφανίσεις των πρώτων γκρουπ, με την μέλισσα που κατάπιε ο τραγουδιστής των Touch και την απομάκρυνσή του για λίγο από τη σκηνή να είναι το πιο αξιομνημόνευτο περιστατικό. Η αμερικανική εκπροσώπηση των Touch και Riot ήταν μόλις το ξεκίνημα, και οι Καναδοί April Wine έκλεψαν την προσοχή περισσότερο με τη ζωντανή απόδοση της διασκευής των King Crimson, «21th Century Schitzoid Man».

Οι Scorpions ήταν το πρώτο γκρουπ της ημέρας που κέρδισε τόσο δυνατό χειροκρότημα από τον κόσμο, στην κατάλληλη χρονικά στιγμή να ανεβάσει την ενέργεια και την ένταση στο κοινό, κάνοντας μια επιβλητική εμφάνιση. Αν και οι Saxon εκείνη την περίοδο πουλούσαν μαζικά το σπουδαίο άλμπουμ τους «Wheels of Steel», θεωρούνταν νέο αίμα και οι βασικοί εκπρόσωποι του NWOBHM, συγκριτικά με τους βετεράνους που θα τους διαδέχονταν στη σκηνή. Για τους ίδιους ήταν άλλη μια υπέροχη μέρα, άλλη μια νίκη επί σκηνής με ένα επιθετικό σετ από γρήγορα, δυνατά τραγούδια. Η ευδαιμονία τους αποτυπώθηκε στους στίχους του «And The Bands Played On», ενός τραγουδιού που γράφτηκε για εκείνη την εμφάνιση στο πρώτο Monsters of Rock.

Και αν ο KK Downing ήταν ελαφρά απογοητευμένος , θεωρώντας πως οι Judas Priest έπρεπε να είναι headliners, συγκριτικά με τον frontman με το κοστούμι (Bonnet), ο Rob Halford είχε τη διορατικότητα να αντιληφθεί πως ζούσαν κάτι σημαντικό στη γέννησή του. Ήταν μια μεγάλη υπόθεση, ένα σημαντικό γεγονός που του έφερε λίγο άγχος πριν βγει στη σκηνή. Όλα όμως πήγαν ιδανικά, και πέρα από τη μεγάλη τους εμφάνιση, κανείς δεν ξέχασε την εικόνα με τον Halford να ανεβάζει τη μοτοσικλέτα στη σκηνή. Ήταν επίσης και η χρονική στιγμή στην οποία ανακοινώθηκε πως το φεστιβάλ θα γινόταν και τον επόμενο χρόνο.

Η εμφάνιση των headliners Rainbow δεν επεφύλασσε εκπλήξεις, ουσιαστικά ήταν μια παρόμοια με αυτές της περιοδείας τους που σφραγίστηκε εκείνη τη νύχτα. Υπήρχε και μια έντονη φημολογία πως αυτό ήταν και το τέλος της μπάντας. Βέβαια, αυτό μόνο ο ίδιος ο Blackmore μπορούσε να το αποφασίσει, ο οποίος ως συνήθως, παρέμεινε συνεπής στις τακτικές του επί σκηνής, αφήνοντας στο σετ της μπάντας τραγούδια που για μεγάλο μέρος του κοινού άνοιγαν τρύπες στην εμφάνιση της μπάντας, ειδικά δίπλα σε μύθους όπως το «Stargazer», που ακούστηκε με τον Bonnet να μπερδεύει λίγο τους στίχους. Η βραδιά έκλεισε εντυπωσιακά με το show των πυροτεχνημάτων.

Πολλοί από τους θεατές που είχαν κατασκηνώσει έξω από το χώρο, κοιμήθηκαν εκεί και την επόμενη μέρα παρακολούθησαν και τον αγώνα αυτοκινήτων που έγινε κανονικά στην πίστα. Το ίδιο επαναλήφθηκε τη δεύτερη χρονιά, όχι όμως και την τρίτη όταν το φεστιβάλ έγινε πια τεράστιο. Το Monsters of Rock ήταν και η τελευταία μέρα που τα συγκεκριμένα μέλη της σύνθεσης των Rainbow ήταν μαζί. Ο Cozy Powell, αντί να γυρίσει στο ξενοδοχείο στο Leicestershire, όπου έμενε το γκρουπ, μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε, αγνοώντας τις επίμονες εκκλήσεις του Bonnet και του Airey μέχρι τις έξι τα ξημερώματα να μείνει στο γκρουπ για ακόμα ένα άλμπουμ. O Don Airey ήταν τόσο απογοητευμένος που δήλωσε πως θα φύγει και αυτός, αν και τελικά επέστρεψε. Ο Bonnet πέταξε στο L.A. και δεν γύρισε ποτέ. Ο Powell επέστρεψε στη σκηνή του φεστιβάλ του Monsters of Rock στο Donigton, με τους Whitesnake στην ιστορική εμφάνιση του 1983.

Το φεστιβάλ έγινε θεσμός, με τα χρόνια γιγαντώθηκε και η προσέλευση συνέχισε να αυξάνεται, φτάνοντας τις 107.000 το 1988, όταν δύο θεατές πέθαναν κατά τη διάρκεια του σετ των Guns N’ Roses. Δεν πραγματοποιήθηκε το 1989 και αντικαταστάθηκε εκείνη τη χρονιά από ένα διήμερο φεστιβάλ παρόμοιο με το Monsters of Rock, το Μουσικό Φεστιβάλ Ειρήνης της Μόσχας στη Ρωσία, το οποίο περιλάμβανε εμφανίσεις από αρκετούς βετεράνους του Monsters of Rock, όπως οι Bon Jovi, Ozzy Osbourne, Mötley Crüe και Scorpions. Το Monsters of Rock επέστρεψε το επόμενο έτος. Στο μεταξύ είχε πραγματοποιηθεί παράλληλα στη Δυτική Γερμανία από το 1983 έως το 1991. Το 1984 και το 1986 επεκτάθηκε στη Σουηδία, ενώ το 1988, έγινε για πρώτη φορά στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Ολλανδία. Το 1994 πραγματοποιήθηκε στη Χιλή, την Αργεντινή και η Βραζιλία.

Το Monsters of Rock ήταν ο θεσμός που άνοιξε τον δρόμο για πολλά άλλα φεστιβάλ σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Το Dynamo στην Ολλανδία, το Wacken στη Γερμανία, το Sweden Rock στη Σουηδία, το Graspop στο Βέλγιο, το Hellfest στη Γαλλία ανέλαβαν τη δύσκολη αλλά συναρπαστική αποστολή να καλύψουν ζωντανά τη σκηνή του σκληρού ήχου που εξελίχθηκε και βρήκε αναρίθμητους σημαντικούς εκφραστές, από εκείνη την πρώτη άγουρη άλλα νοσταλγική απόπειρα της 16ης Αυγούστου 1980 στο Donington.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο soundcheck.network