Μουσικη

Οι Everything But The Girl μιλούν αποκλειστικά στην ATHENS VOICE

H Tracey Thorn και ο Ben Watt επιστρέφουν μετά από 24 χρόνια με το νέο άλμπουμ «Fuse». Ποιες προκλήσεις αντιμετώπισαν;

Δημήτρης Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 866
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Everything But The Girl: H Tracey Thorn και ο Ben Watt μιλούν αποκλειστικά στην ATHENS VOICE για το νέο τους άλμπουμ «Fuse», το πρώτο μετά από 24 χρόνια.

Ζευγάρι στην Τέχνη, ζευγάρι στη ζωή, ζευγάρι που «έφτυσε» την πρόταση των U2 για συνεργασία, ζευγάρι στα πολύ δύσκολα, η Tracey Thorn και ο Ben Watt αποφάσισαν να γίνουν ξανά οι Everything But The Girl, χωρίς να ακολουθήσουν την ευκολία να ακούσουν ξανά «μια από τα ίδια» οι ακροατές τους. Με ποιητικούς στίχους και ηλεκτρονικούς πειραματισμούς, κυκλοφορούν στις 21 Απριλίου το νέο τους άλμπουμ «Fuse» από τη Minos EMI, a Universal Music Company. Σε μια από τις επιλεκτικές συνεντεύξεις τους για αυτό, οι Everything But The Girl συνδέθηκαν μαζί μας, άνοιξαν την κάμερά τους, και μοιράστηκαν τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν αλλά και τις ιδέες που τους έδωσαν έμπνευση.

© Edward Bishop

Το «Nothing Left To Lose» μας προετοιμάζει για ένα από τα σπουδαιότερα άλμπουμ της χρονιάς. Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε στο «Fuse»;

Τ.Τ. Όταν ξεκινήσαμε η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να μη μας κατακλύσουν τα συναισθήματα, η σκέψη ότι φτιάχναμε ένα καινούργιο άλμπουμ μετά από τόσο μεγάλο διάλειμμα. Έπρεπε περίπου να προσποιηθούμε ότι δεν επρόκειτο για νέα δουλειά, ότι απλώς κάναμε μουσική, μερικούς πειραματισμούς, ότι παίζαμε μόνο. Αυτό ήταν το σημαντικό, ότι δεν μπήκαμε σε διάθεση να σκεφτούμε τι μπορεί να θέλει ο κόσμος ή τι μπορεί να περιμένει από εμάς, και στη συνέχεια να προσπαθήσουμε να τους ευχαριστήσουμε. Θέλαμε να εξερευνήσουμε τι είχαμε να προσφέρουμε.

B.W. Εμπιστευτήκαμε το ένστικτό μας, ηχογραφήσαμε εκτός Λονδίνου σε ένα μικρό στούντιο φίλου μας, δεν μιλήσαμε σε κανέναν γι’ αυτό, ήμασταν «κλειδωμένοι», σκεπτόμενοι ότι μπορεί να μην πετύχει. Ότι μπορεί να πρόκειται για καταστροφή. Σταδιακά η αυτοπεποίθησή μας μεγάλωνε και τελικά έγινε... οι Everything But Τhe Girl. Ήταν σαν να βρισκόμασταν σε βαθύ ύπνο και το ξύπνημα συνέβη σιγά σιγά.

Τι σας ενέπνευσε περισσότερο κατά τη διάρκεια της δημιουργίας και ηχογράφησης του «Fuse»;

Τ.Τ. Πάντοτε είναι δύσκολο να περιγράψεις από πού έρχεται η έμπνευση. Νομίζω ότι και οι δύο προσπαθήσαμε να σκεφτούμε το project ως ένα νέο ξεκίνημα. Με το βλέμμα στο μέλλον, παρά με νοσταλγική ματιά πίσω. Η έμπνευση ήρθε από την αίσθηση έλλειψης κανόνων και σχεδίου. Η δημιουργία του καινούργιου έφερε ενθουσιασμό. Μετά από τόσο μεγάλο διάστημα εκτός, κατά κάποιον τρόπο είμαστε άλλοι άνθρωποι από αυτούς που έφτιαξαν το «Temperamental». Παραμένουμε το ίδιο γκρουπ, κάποιοι ίδιοι ήχοι είναι πάντοτε μαζί μας, αλλά η αίσθηση είναι ότι είμαστε η νέα εκδοχή των Everything But The Girl, επειδή είμαστε οι συγκεκριμένοι άνθρωποι τώρα. Προσωπικά με ενθουσίασε όλο αυτό, ιδίως μετά το lockdown και τον covid, τους μήνες στο σπίτι, τη μοναξιά, την απομόνωση και τη σιωπή, ένιωσα ότι από την άλλη άκρη υπήρχε ένα παιχνίδισμα, δημιουργικότητα, ανυπομονησία.

Δεν αποτελεί μυστικό ότι με κάθε νέα κυκλοφορία έχετε διαφορετικό, αλλά πάντοτε ενδιαφέροντα ήχο. Μέχρι ποιο σημείο προσπαθείτε να αποφύγετε την επανάληψη και γιατί;

Τ.Τ. Το «γιατί» είναι προφανές, για να μην είναι βαρετό σε εμάς και τους ακροατές. Επίτηδες προσπαθήσαμε να αποφύγουμε την επανάληψη. Αλλά, είναι θέμα προσπάθειας να μην υπάρχει επανάληψη, να παραμείνεις, όμως, στον πυρήνα της ταυτότητάς σου. Ποια είναι η ουσία, η καρδιά σε αυτό που κάνεις; Αυτό έρχεται φυσικά, το βασικό στοιχείο είναι ο ήχος που φτιάχνεις, πράγματα όπως η ενορχήστρωση, τα ντραμς. Πιστεύω ότι είναι καλό να αλλάζεις αυτά τα πράγματα για να διατηρούνται φρέσκα. Άλλωστε αυτή είναι η pop μουσική, είναι πάντοτε συνδεδεμένη με την εποχή της. Οπότε θέλεις να ακούγεσαι σαν να ζεις στο σήμερα, στη χρονιά που φτιάχτηκε ο δίσκος. 

Τι σκέφτεστε όταν συνειδητοποιείτε ότι χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπων ακούν τη μουσική σας καθημερινά;

B.W. Πιστεύω ότι το streaming βοήθησε τις μπάντες να ξέρουν τους φαν τους και την τρέχουσα ροή, την επιρροή της μουσικής τους ακριβώς επειδή μπορείς να τσεκάρεις πράγματα όπως το Spotify και άλλα στατιστικά, συνειδητοποιώ ότι τώρα, 800 άτομα ακούν τους Everything But The Girl, οπότε αυτό σε δεσμεύει με την απόκριση του κόσμου γύρω από τη μουσική σου. Στο παρελθόν ήταν δύσκολο να εντοπίσεις τους fans – εκτός από κάποια γράμματα που παίρναμε. Τώρα υπάρχουν social media, στατιστικά που προκύπτουν από το streaming, το δέσιμο με τους fans είναι πιο άμεσο. Και οι δρόμοι είναι δύο, είτε γίνεσαι ομαδοφοβικός είτε το αποδέχεσαι. Εμείς προσπαθήσαμε για το δεύτερο. Με την ανακοίνωση του άλμπουμ, δημιουργήσαμε νέο προφίλ στο Instagram. Αναρτήσαμε πολλές σπάνιες φωτογραφίες και stories. Οι fans μας το λάτρεψαν αυτό, αλλά και εμείς θέλαμε να βγάλουμε το παρασκηνιακό κομμάτι, να γίνει πιο άμεση επικοινωνία, κάτι που να μη μεσολαβεί η δισκογραφική, οι δημοσιογράφοι, τα έντυπα. Παίρνεις ανταμοιβή από αυτό.

Πράγματι. Έχοντας την εμπειρία της μουσικής στην εποχή πριν και μετά τα social media και τις streaming πλατφόρμες, ποιες αλλαγές σας ενθουσιάζουν και ποιες σας ανησυχούν;

Τ.Τ. Αυτός είναι ο πρώτος μας δίσκος από την εποχή των social media, είναι η πρώτη φορά που κυκλοφορήσαμε δίσκο που έλαβε τόση προσοχή στην εποχή των social media, όπως ανέφερε ο Ben, συνηθίζουμε στην άμεση ανατροφοδότηση. Εκεί που χρειάζεται προσοχή είναι στην ανάγνωση των σχολίων, οφείλεις να τα διαβάζεις με την κατάλληλη ποσότητα αποσύνδεσης, αλλιώς κινδυνεύεις να «γλυκαθείς» από τα θετικά να πεις: «Είμαστε φανταστικοί, δεν έχουμε κάνει λάθος πουθενά», όπως αντίστοιχα ένα αρνητικό είναι ικανό να κλονίσει την αυτοπεποίθησή σου. Είναι θαυμάσιο να υπάρχει αυτή η σύνδεση, όμως ως άνθρωπος και όχι ως καλλιτέχνης, πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχει μία μερική αποστασιοποίηση. Είναι παράξενη εμπειρία η άμεση ύπαρξη πρόσβασης στις αντιδράσεις του κοινού. Έχετε δίκιο, υπάρχει καλό και κακό σε αυτό.  

B.W. Αισθάνεσαι ότι ξέρεις ανθρώπους αληθινά καλά και ταυτόχρονα δεν τους γνωρίζεις καθόλου. Αυτό μπορεί να γίνει αρκετά περίπλοκο.

Τ.Τ. Είναι μία παραίσθηση να νομίζεις ότι γνωρίζεις τα πάντα για τον κόσμο, ενώ στην πραγματικότητα ξέρεις τα ελάχιστα.

Είστε επιτυχημένες προσωπικότητες. Έχετε εμπνεύσει άλλους ανθρώπους να ασχοληθούν με τη μουσική. Τι σημαίνει για εσάς επιτυχία;

Τ.Τ.  Δεν ξέρω, κοιτάζοντας πίσω στη δουλειά που κάναμε και κρίνοντας αν ήταν πετυχημένη, εκεί αισθανόμαστε ότι είχαμε μία πολύ δυνατή ιδέα σχετικά με το τι προσπαθήσαμε να φτιάξουμε, είχαμε την ελευθερία να φέρουμε εις πέρας αυτή την ιδέα, και συνειδητοποιήσαμε βαθιά τι κάναμε. Η λιγότερο πετυχημένη δουλειά μας είναι αυτή που της έλειπε η αυτοπεποίθηση, αυτή που μας κλόνισε η επιρροή άλλων ανθρώπων, οπότε η επιτυχία δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των ατόμων που τους άρεσε ο δίσκος και πόσο πούλησε. Είναι τι πετύχαμε καλλιτεχνικά. Με όρους πώλησης δίσκων, προκύπτει μια χαρά, μια ευχαρίστηση, γιατί εκεί φαίνεται η σύνδεση με τους ανθρώπους και πόσο επιτυχημένη ήταν η ιδέα σου καλλιτεχνικά, επειδή το κοινό την κατανόησε.

Πώς αισθανθήκατε εκείνον τον πρώτο καιρό, όταν ακούσατε ένα κομμάτι σας στο ραδιόφωνο; Θυμάστε ποιο τραγούδι ήταν;

Τ.Τ. Όχι, την πρώτη φορά όχι. Όμως ξέρετε κάτι; Και τώρα είναι σπουδαίο! Άνοιξα χθες το πρωί το ραδιόφωνο για 5 λεπτά, λίγο πριν βγω έξω, άκουσα το «Nothing Left To Lose» να παίζει και αντέδρασα όπως τα παιδιά. Ενθουσιάστηκα και φώναζα: «Παίζει στο ραδιόφωνο!». Δεν αλλάζει αυτό, λοιπόν, είναι σπουδαίο συναίσθημα.

B.W. Είμαστε η γενιά που το ραδιόφωνο παραμένει μαγικό. Ήταν η μεγαλύτερη επικοινωνία στη διάρκεια της παιδικής μας ηλικίας. Πριν το ίντερνετ. Οπότε το ραδιόφωνο μας εξιτάρει ακόμα.  

Τι θυμάστε από την εποχή της δισκογραφικής Cherry Red, το 1981-1982, υπήρχε όλο αυτό το hub δημιουργικότητας που φανταζόμαστε όλοι;

Τ.Τ. Σίγουρα υπήρχε άξονας δημιουργικότητας, με το Marine Girls, τα solo του Ben και μετά μαζί, ως Everything But The Girl.

B.W. Όλες οι μπάντες στην Cherry Red λειτούργησαν αυτόνομα. Έκαναν τη μουσική τους πολύ συχνά σε διαφορετικές πόλεις, σε διαφορετικές σκηνές, περιστασιακά θα συναντιόμασταν για κάποια συναυλία, 3-4 μπάντες μαζί, δεν συνέβαιναν όλα μαζί σε ένα μέρος την ίδια στιγμή. Είχε να κάνει με τον Mike Alway… Ήταν πολύ πρόθυμος να στήσει την Cherry Red από την αρχή, να την κάνει cool, γιατί δεν ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο στόχος του ήταν να φέρει συμβόλαια με ανθρώπους που έκαναν ενδιαφέρουσα μουσική.

Πώς αντιμετωπίσατε την πρόκληση να έχετε έναν σύγχρονο ήχο;

Τ.Τ. Ακούς όλη την ώρα σύγχρονη μουσική, η πρόκληση είναι να καταλάβεις πώς να ενσωματώσεις τον νέο ήχο στον δικό σου μοναδικό, έτσι ώστε να ακούγεται σαν να είσαι εσύ, χωρίς να φαίνεται ότι ακολουθείς άλλους. Όλα εξαρτώνται από την ισορροπία, να παραμείνεις αληθινός στη δική σου ταυτότητα, και να δεις τι μπορείς να δανειστείς, να εμπνευστείς.

B.W. Αυτό που απασχολεί εμένα σχετικά με τη μουσική, στο τέλος της ημέρας, υπάρχουν τόσοι ρυθμοί να παίξεις, 12 νότες σε μια μουσική κλίμακα να επιλέξεις· είναι περιορισμένη η γκάμα, οπότε ενθουσιάζομαι πάντοτε με όσους καταφέρνουν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα απλά εργαλεία με έναν καινούργιο τρόπο. Ακούω πάντοτε νέους παραγωγούς, νέα ηλεκτρονικά singles, ανθρώπους που ισορροπούν εκ νέου τη μουσική παράξενα, με ενθουσιάζει που όλοι δουλεύουμε με αυτά τα ίδια απλά εργαλεία, αλλά οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να ακουστεί κάτι εντελώς νέο. Εμείς προσπαθούμε να ενσωματώσουμε νέα, φρέσκα πράγματα στον νέο δίσκο.