- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιάννης Πετρίδης: «Έχει φτάσει το τέλος των μουσικών κινημάτων»
Μια μεγάλη εξομολόγηση για τη δισκογραφία, το ραδιόφωνο και τον μουσικό Τύπο
Συνέντευξη: Ο Γιάννης Πετρίδης μιλάει για τη μουσική και τη ζωή του, το ραδιόφωνο και τη δισκογραφία.
Δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να μιλήσεις με τον Γιάννη Πετρίδη για τα πάντα. Και δεν μιλάω για τα εξωμουσικά, για τα οποία προτιμάει να μη μιλάει. Μιλάω για τα πολλαπλά επίπεδα της σχέσης του με τη μουσική. Ήθελα να μιλήσουμε για τη δισκοθήκη του, για τις εκπομπές του στο Τρίτο Πρόγραμμα και το Kosmos, για τις ελάχιστες μέρες που βρέθηκε εκτός εκπομπών, όταν είχε κλείσει η ΕΡΤ, για τον ελεύθερό του χρόνο. Όταν όμως λατρεύει κάποιος τη δουλειά του, ο ελεύθερος χρόνος ταυτίζεται μαζί της.
Το έχω γράψει πολλές φορές: Αν δεν υπήρχε ο Γιάννης Πετρίδης, το Ποπ Κλαμπ και το Ποπ+Ροκ, δεν θα είχα ποτέ ονειρευτεί να κάνω ραδιόφωνο ή να γράψω για μουσική. Ήταν ο άνθρωπος που με οδήγησε χωρίς να το ξέρει στο να προσπαθώ να ακούσω και να μάθω όσο περισσότερα γίνεται πάνω στη μουσική. Με οδήγησε στην μονομανιακή χρήση του ελεύθερου χρόνου, στη μονομανιακή σχέση με τη μουσική, που στη συνέχεια έγινε δουλειά για μένα.
Ένα απόγευμα, ακούω τη φωνή του να κλείνει το Ποπ Κλαμπ, το Από τις 4 στις 5 δηλαδή και τον περιμένω στο διπλανό στουντιάκι. Μιλάμε για την εκπομπή, τη δισκογραφία στην Ελλάδα, τα περιοδικά, την εξέλιξη της μουσικής. Πατώντας record και play στο κασετοφωνάκι, έχω την αίσθηση ότι αυτή η φωνή με συνόδευε πάντα…
Είναι 1975, έρχεστε εδώ στην ΕΡΤ και κάνετε το «Ποπ Club». Δεν ακούγεται παράξενα έξω, αυτή η ξένη μουσική σε μία εποχή που θέλει αντάρτικα από τη μια πλευρά και Θεοδωράκη από την άλλη;
Ναι, ακούγεται παράξενα. Θα σου πω ένα περιστατικό το οποίο επιβεβαιώνει αυτό που είπες. Στην αρχή είχαμε ξεκινήσει πρωί. Δηλαδή, έχει έρθει ο Χατζιδάκις, είναι διευθυντής σε όλο το ραδιόφωνο, όχι μόνο στο «Τρίτο Πρόγραμμα». Ο Μάικ Ροζάκης, ο συνθέτης, ο οποίος είναι πολλά περισσότερα από αυτό, δηλαδή από έναν μουσικό ενός ελληνικού συγκροτήματος, των Charms. Πώς θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ότι θα ήταν ένας πολύ καλός μαέστρος – δεν είναι καθόλου τυχαίο που τον πήρε ο Χατζιδάκις δίπλα του. Του είχε αναθέσει τα μουσικά προγράμματα. Εγώ τον ήξερα από την εποχή των Charms, όταν δούλευα στη Music Box, την τότε εταιρία τους.
Σας άρεσαν οι Charms;
Χωμένος στην ξένη μουσική, είχα σνομπάρει τα ελληνικά γκρουπ της δεκαετίας του ’60. Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι μπορεί ένα ελληνικό γκρουπ να είναι τόσο καλό ώστε να με ενθουσιάζει όπως οι Byrds ας πούμε. Δεν μιλάμε για τους Beatles και τα άλλα. Και ήμουν τυχερός από μία άποψη, μεγαλώνοντας στη δεκαετία του ’50 και του ’60, τα πρώτα που άκουσα δεν ήταν τα ξένα, ήταν αυτό που γινόταν στην Ελλάδα, η σπουδαιότερη περίοδος του ελληνικού τραγουδιού για μένα, όταν βγήκαν όλα αυτά που ακούμε σήμερα.
Όχι όμως το ελληνικό rock…
Όχι το rock, γι’ αυτό συχνά λέω ότι τότε ήμουν μία διχασμένη προσωπικότητα. Από τη μία ήμουν με το ροκ –το ξένο, το αυθεντικό– και από την άλλη, ακούγοντας το ελληνικό ραδιόφωνο και ιδιαίτερα το «Δεύτερο», μεγάλωσα πρώτα με τη μουσική του ’50, τον Πλέσσα, τον Μωράκη και όλους αυτούς, και ύστερα είναι η εποχή που ο Θεοδωράκης κάνει τα αριστουργήματα. Άρα δεν μπορούσα τόσο πολύ να είμαι κοντά στα ελληνικά συγκροτήματα, έβρισκα ότι το ελληνικό τραγούδι έχει την αυθεντικότητα για να με αντιπροσωπεύσει στην Ελλάδα. Έτρεχα στις συναυλίες του Θεοδωράκη, έφευγα σκασιαρχείο για να πάω να δω «Το τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» στο θέατρο και είμαι τυχερός που το έχω δει στην παράσταση που ανέβασε το θέατρο Καλουτά. Έτσι, λοιπόν, μεγάλωνα από τη μία με την ελληνική μουσική και από την άλλη με το ξένο τραγούδι που άκουγα από τον Αμερικανικό και από τους ξένους σταθμούς. Έκανα την παρένθεση για να σου εξηγήσω γιατί δεν ήμουν τόσο κολλητός με τα ελληνικά συγκροτήματα όπως άλλοι τότε. Και δεν τα υποτιμώ καθόλου γιατί μέσα από αυτά τα ελληνικά συγκροτήματα βγήκαν καταπληκτικοί μουσικοί μετά. Άρχισα να ασχολούμαι με τα ελληνικά συγκροτήματα προς το τέλος, αρχές του ’70, με τους Socrates. Δηλαδή τους πήρα πρώτα σαν Persons στη Music Box…
Για ένα single, έτσι δεν είναι;
Ναι, στη Music Box για το επτάιντσο και μετά που πήγα στην Polygram ήρθαν μαζί μου και έγιναν οι Socrates Drank The Conium. Είχαμε μία καταπληκτική επαφή γιατί εκείνη την εποχή δεν έβρισκες ανθρώπους να μιλήσεις για τον Hendrix ή τους Cream – αυτοί ήταν βουτηγμένοι σε αυτά. Κάπως έτσι έγινα φίλος και με τους Πελόμα Μποκιού, τον Βλάσση Μπονάτσο που ήταν ένας από τους πρώτους που μίλησα για τους Traffic – ήταν τρελός και παλαβός για τον Steve Winwood. Σου λέω ονόματα που εδώ δεν ήταν τίποτα. Δεν ήταν ότι τους ήξεραν κάποιοι. Και εσύ θα έχεις διαπιστώσει με τα χρόνια ότι δεν σημαίνει και τόσα πολλά πράγματα ο Steve Winwood στην Ελλάδα.
Ελάχιστοι τον ξέρουν, ειδικά την ιστορία του, από Spencer Davis, Traffic, Blind Faith κ.λπ.
Όμως όσοι ασχολούμαστε, ξέρουμε καλά τι σήμαινε ο Steve Winwood! Μεγάλη παρένθεση κάναμε… Γυρίζω στην πρώτη σου ερώτηση για το πόσο παράξενη ήταν η εκπομπή εκείνη την εποχή. Κάναμε ένα ραντεβού με τον Μάικ και είπαμε να ξεκινήσουμε και μας έβαλαν το πρωί. Κι εγώ το πρωί έτσι γκαζωμένος που ήμουν, μαζί και ο Κώστας ο Ζουγρής, αρχίζουμε να παίζουμε Led Zeppelin, αυτά που ήταν μεγάλα τότε. Σοκ! Μετά το ραδιόφωνο της δικτατορίας αυτή ήταν η πρώτη ζωντανή εκπομπή, μέχρι τότε ήταν όλα ηχογραφημένα. Πήγαιναν βλέπεις όλα τα κείμενα στο Υπουργείο για έγκριση όσο ήταν η Χούντα. Μας έδωσαν τέλος πάντων την άδεια να παίζουμε ζωντανά και κάθε μέρα άκουγαν την ώρα που κάναμε εκπομπή. Καταλήγω σε αυτό που είπες, έγραψαν τότε Τα Νέα: «Τι είναι αυτοί που τους έχουν βάλει το πρωί; Παίζουν άγρια μουσική, τι είναι αυτά τα Led Zeppelin;». Ήμασταν κι εμείς πολύ extreme, βάζαμε πράγματα που δεν έκαναν, αλλά, καταλαβαίνεις, ήμασταν νέοι, θέλαμε να παίξουμε αυτά που δεν ακούγονταν εδώ, έξω όμως υπήρχαν. Και έτσι μας φωνάζει μια μέρα ο Χατζιδάκις με τον Μάικ και λέει: «Αυτά θέλω να βάζετε, αλλά για να τους ησυχάσουμε αυτούς θα σας μεταφέρω σε άλλη ώρα, στις 4 το απόγευμα».
Και αυτό είχε απόλυτη ελευθερία έτσι; Ό,τι θέλατε παίζατε…
Ποτέ δεν μας είπαν τίποτα. Με όλα αυτά που ακούμε για το ιδιωτικό ραδιόφωνο, ευτυχώς που ήμουν στην ΕΡΤ, ποτέ κανείς δεν μας είπε τι να παίζουμε.
Η κατάσταση στο ραδιόφωνο είναι αυτή περίπου το 1975, η κατάσταση στη δισκογραφία ποια είναι; Τι γίνεται στην Ελλάδα, έρχονται δίσκοι; Βγαίνουν δίσκοι;
Οι πρώτοι που έκαναν κίνηση στο ξένο τραγούδι στην Ελλάδα είναι το ζεύγος Γκεσάρ, η Music Box, Νίκης 2, το έγραφαν πίσω όλοι οι δίσκοι. Έξυπνοι άνθρωποι. Ήρθαν το 1955, μετά τα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη που έφυγαν πάρα πολλοί Έλληνες και Ελληνοαρμένιοι, με τεράστια πείρα και είχαν όλες τις σπουδαιότερες εταιρίες. Πήραν και τον Μαστοράκη που ήταν τότε στη Μεσημβρινή και έκανε τα παιχνίδια – πανέξυπνος και πολύ ενημερωμένος άνθρωπος τότε στη μουσική. Αυτή ήταν η πρώτη έκρηξη του ξένου τραγουδιού στην Ελλάδα, η Music Box. Για να φανταστείς τι έγινε, ας πούμε τους Beatles, όταν βγήκαν το ’62, τους είχε η EMI. Η EMI ήταν τόσο σπουδαία στο ελληνικό ρεπερτόριο, που τα ξένα ήταν ψίχουλα. Ποιος ενδιαφερόταν γι’ αυτά; Παρόλο που επικεφαλής ήταν τότε ο Λαμπρόπουλος. Ο Λαμπρόπουλος ήταν τότε θεός στο ελληνικό ρεπερτόριο και δεν ασχολιόταν με τα ξένα –δεν είχε καν άνθρωπο να τα προωθήσει. Ενώ η Music Box είχε τον τρόπο, με τον Μαστοράκη στην αρχή και μετά, πήρε εμένα να κάνω διαφημιστικές εκπομπές στο τέλος του ’60, ξέρεις, «η Music Box παρουσιάζει». Εκείνη την εποχή, εκτός από τις εκπομπές, μαζί με τον Θόδωρο Σαραντή, ήμασταν υπεύθυνοι ρεπερτορίου.
Πρώτα αναλάβατε το ρεπερτόριο και μετά προτείνατε τις εκπομπές ή ανάποδα;
Πρώτα με άκουσε στην εκπομπή που έκανα στη Λάρισα και με φώναξε, και μαζί με τον Θόδωρο, ο οποίος ήταν part time ήμασταν σ’ ένα πολύ μικρό γραφείο. Σκέψου τώρα δύο παιδιά ξαφνικά να δουλεύουμε μέσα στη μουσική και να ακούμε πρώτοι τους Steppenwolf ας πούμε, όλα τα δείγματα έρχονταν σε εμάς κι όλα τα ακούγαμε πρώτοι. Η Μαρίκα Γκεσάρ ήταν ένα είδος μέντορα, μας έμαθε και τους δύο φοβερά πράγματα. Μάθαμε τη δομή της δισκογραφίας. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, άρχισα να κάνω πράγματα στη δισκογραφία που δεν είχαν γίνει μέχρι τότε. Για παράδειγμα, επειδή έβγαιναν επιτυχίες έξω και ήταν πολύ δύσκολο να γίνει μία επιτυχία εδώ, χρειαζόταν διάστημα τριών-τεσσάρων μηνών που έπρεπε να ακουστεί ένα τραγούδι, έπαιρνα την πρώτη πλευρά της μίας επιτυχίας των Steppenwolf και την πρώτη πλευρά της επόμενης επιτυχίας και το έκανα ένα single double A Side, όπως λέγαμε πιο μετά. Πράγματα που τα έκαναν αργότερα και οι ξένοι, όμως τότε δεν τα είχαν στον νου τους ακόμα. Και μας έδιναν την άδεια, μικρή αγορά ήμασταν, δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Αν δει, λοιπόν, κανείς αυτές τις κυκλοφορίες του ’68 ή του ’69 στην Ελλάδα από καταλόγους της Music Box, θα βρει πάρα πολλά τραγούδια τα οποία σαν 45άρια, δεν υπάρχουν πουθενά έτσι. Έβαζα δύο επιτυχίες σε ένα δισκάκι και έτσι διευκόλυνα και τον εαυτό μου, ας πούμε, γιατί ήθελα να έχω τα καλά τραγούδια και όχι τη δεύτερη πλευρά που δεν ήταν επιτυχία. Πάρα πολλά τέτοια υπάρχουν. Ένα από αυτά είναι το «Born To Be Wild», που έχει βγει στην Ελλάδα μαζί με το «Magic Carpet Ride», που είναι δύο ξεχωριστές επιτυχίες των Steppenwolf. Άρχισε να φτιάχνεται, όμως, ένα κοινό. Μετά αρχίσαμε να βγάζουμε δίσκους μακράς διαρκείας. Του Dylan τα album δεν έβγαιναν. Μη νομίζετε ότι κυκλοφόρησαν τα πρώτα του Dylan ελληνικά. Εγώ και ο Θοδωρής βγάλαμε τα πρώτα του άλμπουμ αργότερα, το ’67-’68.
CBS στην Αμερική ο Dylan τότε, πώς γινόταν να είναι στην Ελλάδα Music Box; Δεν υπήρχε ελληνική CBS;
Ποια CBS στην Ελλάδα; Η Ελλάδα ήταν αυτό που είναι και πάλι σήμερα στη δισκογραφία. Δεν ενδιαφερόταν κανένας, δεν υπήρχε αγορά. Άρα, λοιπόν, η CBS στην Αμερική, επειδή δεν πουλούσε στην Ελλάδα, τα έδινε με ένα συμβόλαιο στη Music Box. Όπως και πολλά άλλα. Εδώ έχω να σου πω, όμως, το εξής: όταν είδαν τη δουλειά που έκανα στη Music Box και άρχισαν να ανεβαίνουν οι πωλήσεις, όταν κατάλαβε η ΕΜΙ ότι υπάρχει ξένο ρεπερτόριο και ότι την μερίδα του λέοντος την έπαιρνε η Music Box, πήρε πίσω τους Beatles που τους είχε δώσει, ας πούμε δανεικούς για λίγο, στην Parlophone που είχε τότε ο Μίνως Μάτσας. Και παίρνει ένα νεαρό παιδί να τους προωθήσει. Και ήταν ένα από τα πολύ ταλαντούχα παιδιά αυτό που πήρε ο Λαμπρόπουλος: τον Κώστα Γιαννίκο.
Από εκεί ξεκινάει ο Γιαννίκος;
Ναι, μικρό παιδί! Με φώναξε εμένα να πάω ο Λαμπρόπουλος, μου είπε «θα έχεις τους Beatles, θα κάνεις ό,τι θέλεις με το αγαπημένο σου συγκρότημα», αλλά δεν πήγα γιατί ήμουν πολύ συνδεδεμένος με τη μουσική που είχε η Music Box. Και εδώ έχω να σου πω ότι μέχρι να φτάσουμε στο Μπλε και στο Κόκκινο άλμπουμ των Beatles, που είναι τα δύο με τις επιτυχίες, δηλαδή κάπου στο 1970, οι Beatles δεν είχαν πουλήσει τους δίσκους που θα έπρεπε να είχαν πουλήσει στην Ελλάδα με βάση την αξία και το όνομά τους. Η Music Box είχε καταφέρει να πουλάνε οι Rolling Stones πολύ περισσότερο από τους Beatles. Είμαστε από τις ελάχιστες χώρες που συνέβαινε αυτό. Φοβερά πράγματα! Και γι’ αυτό έρχεται και ανοίγει η CBS το δικό της παράρτημα, το 1973 ή το 1974. Πήρε τον Φαληρέα, ήταν από τους πρώτους που δούλεψε εκεί.
Χωρίς ελληνικό ρεπερτόριο…
Χωρίς ελληνικό ρεπερτόριο. Σιγά σιγά έκανε το ελληνικό ρεπερτόριο. Και ο Αντώνης Καφετζόπουλος ήταν από τους πρώτους που δούλεψαν εκεί, ήταν στην παρέα του Ελληνιάδη.
Θυμάμαι τον Bowie και τον Cat Stevens να παίζονται πολύ στους ερασιτεχνικούς.
Έρχονταν τότε σε όλες τις εταιρίες παιδιά που είχαν ερασιτεχνικούς σταθμούς και τους δίναμε δείγματα για να τα παίζουν και να γίνονται επιτυχία. Ό,τι γινόταν επιτυχία, γινόταν από τους ερασιτεχνικούς σταθμούς. Είχα την RCA στην Polygram. Και μου έρχεται το δείγμα του «Space Oddity». Μην κοιτάς τώρα τι ξέρουμε γι’ αυτό. Πήγαινε 55 χρόνια πριν να ακούσεις το τραγούδι την ώρα που γινόταν… Ήταν ένα απόλυτα παράξενο πράγμα γι’ αυτό και όταν βγήκε δεν έγινε επιτυχία στην πρώτη κυκλοφορία του και έγινε μετά από 2 χρόνια, στην επανακυκλοφορία του. Εγώ είχα πάθει ντελίριο με αυτό. Τότε είχα τους Socrates και ο Φασόλας, ένας παραγωγός που ήμασταν στο ίδιο γραφείο, είχε τους Poll. Οι Poll, ιδιαίτερα ο Τουρνάς, αυτός ο σούπερ-ταλαντούχος μουσικός, ήταν βουτηγμένος στον Bowie, εξού και τα «Αστρόνειρα».
Από ντύσιμο μέχρι ήχο…
Εγώ τότε δεν έβγαινα και πάρα πολύ στο εξωτερικό, ήρθε μια μέρα και μου λέει ο Τουρνάς: «Γιάννη, πήγα στην Αγγλία και τον είδα και έχω πάθει ντελίριο. Αλλάζω. Δεν θα είμαι αυτός που είμαι. Θα δεις σε λίγες ημέρες έναν άλλον Κώστα». Τον είχε δει τότε ως Ziggy Stardust. Πάω τώρα στο «Space Οddity» για να καταλάβεις τι εποχή είναι. Το κυκλοφόρησα σε δίσκο Philips.
7ιντσο.
Ναι! 50 να πουλήσαμε; Τίποτα. Και τώρα είναι πολύ σπάνιο. Αν μπεις στις αγορές, θα δεις το Philips το ελληνικό να κάνει 2-3 χιλιάρικα. Γιατί είναι Philips και ελληνικό. Βγάζω τα δύο πρώτα άλμπουμ, επίσης τίποτα. Γιατί εδώ θέλω τώρα πάλι –παρόλο που το έχω πει και άλλη φορά– να πω ότι αυτός ο καλλιτέχνης, κυρίως στην Ελλάδα, έγινε στο τέλος της δεκαετίας του ’70. Είχε ακουστεί και ήταν επιτυχία κάπως το «Lady Grinning Soul». Αυτό χορεύτηκε κάπως. Αλλά κυρίως έγινε –μη γελιόμαστε– από το «Gasoline». Από εκεί έγινε περισσότερο. Το μεγάλο κοινό τον ανακάλυψε αργότερα. Δεν ήταν αυτό που έπρεπε να είναι. Πεθαίνω για το «Starman». Και τώρα το ακούς και τρελαίνεσαι ακόμα. Ήταν μπροστά από την εποχή τους αυτά τα πράγματα. Στην Atlantic ήρθαν οι Rolling Stones, Εκεί λοιπόν, άλλη μία ιστορία που μπορώ να σου πω, είναι το «Sticky Fingers». Είμαστε στο 1972. Βγάλαμε το «Woodstock». Λέω δεν μπορούμε να μην βγάλουμε ελληνικό το «Sticky Fingers». Πρέπει να έχει και φερμουάρ. Μου έλεγαν «να το φωτογραφίσουμε, είναι πανάκριβο στην Ελλάδα το φερμουάρ», και τέτοια. Κάτι πήγα να κάνω, νομίζω, και έβαλα τους ξένους να πουν ότι δεν δεχόμαστε στην Ελλάδα να βγει χωρίς να είναι το φερμουάρ. Δηλαδή θα το καταστρέφαμε όλο, έπρεπε να βγαίνει το βρακάκι από μέσα, κλπ. Έτσι δεν κυκλοφορεί και τώρα ή έχει βγει κάτι άλλο;
Και η καινούργια επανέκδοση είναι ακριβές αντίγραφο.
Φαντάζεσαι τι είδε η γενιά μου στην πρώτη στιγμή; Φαντάζεσαι όταν εγώ, νεαρός, παίρνω το δείγμα από το ταχυδρομείο και ανοίγω αυτό το πράγμα; Δεν μπορείτε να το φανταστείτε τι ήταν για εμάς. Γι’ αυτό ήμουν σε εταιρίες, ήμουν εγώ ή ο Θόδωρος που πρώτοι βλέπαμε αυτό που συμβαίνει στο εξωτερικό.
Τον Warhol να κάνει εξώφυλλο για τους στους Rolling Stones, ας πούμε…
Ναι! Κι άλλα πολλά! Κάποια στιγμή, λοιπόν, έρχεται μέσα στη Χούντα ένας δίσκος, δεν τον ήξερα, των New York Rock n’ Roll Ensemble στα χέρια μου. Μάνος Χατζιδάκις! Το ακούω και παθαίνω πλάκα. Ήμουν ο πρώτος που το άκουγε στην Ελλάδα, μέσω της Atlantic τότε.
Στην Αμερική εκείνος τότε…
Ούτε σαν πληροφορία δεν το ξέραμε αυτό. Δεν ήμουν στην παρέα του Χατζιδάκι, ούτε κανένας έγραφε τότε κάτι τέτοιο. Ότι είχε συναντήσει τον Shawn Philips και ότι ήταν με όλους εκείνους, το ανακαλύψαμε αργότερα. Δεν τα ξέραμε αυτά. Παίρνω τη Lyra, που ήταν η intellectual εταιρία, λέω «ρε παιδιά, ξέρετε ότι έχουμε αυτόν τον δίσκο;». Και μου λέει μία κοπέλα από την εταιρία που, μέσω του Πατσιφά, είχαν διασυνδέσεις με τον Χατζιδάκι, ότι «είναι ένα συγκρότημα που ο Χατζιδάκις έχει συνεργαστεί στην Αμερική, και είναι και ένας άλλος τραγουδιστής που τον έχετε εσείς, ο Shawn Philips, που κάνουν κάποια πράγματα εκεί». Και βγάλαμε τον δίσκο αυτό, και αν μπει κανείς στην πρώτη κόπια της κυκλοφορίας έχει από πίσω ένα μικρό, δικό μου, κατατοπιστικό κείμενο.
Η Virgin πώς έρχεται;
Ναι, πάμε τώρα στις εταιρίες που έχουν σχέση με την Virgin. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 δημιουργήθηκαν πολλές εταιρίες στην Ελλάδα αποδυναμώνοντας την εταιρία που ήμουν, γιατί έφυγαν ετικέτες εδώ κι εκεί. Και έμεινα, το 1976 με σχεδόν τίποτα. Λύσσαγα τι να κάνω. Σκάει το «Tubular Bells» στην Αγγλία του Mike Oldfield. Μου άρεσε πάρα πολύ αλλά συνειδητοποιούσα ότι δεν είναι ένα έργο το οποίο θα μπορούσε να πιάσει στην Ελλάδα. Το κοινό δεν είχε εκπαιδευτεί μέσω περιοδικών, είχε βγει ο «Ήχος», βοηθούσε τότε, το «Ποπ και Ροκ» βγήκε το ’77, ήταν νωρίς ακόμα. Όμως, ξαφνικά βγαίνουν οι Sex Pistols, και λέω «εδώ κάτι συμβαίνει».
Το punk!
Ναι, η Virgin! Άρχισα ήδη να κάνω ταξίδια στο εξωτερικό, μέσω της εταιρίας, και λέω του Αντύπα «κύριε Αντύπα, είναι μία εταιρία που λέγεται Virgin, δεν έχουμε που δεν έχουμε τίποτα, πρέπει να την πάρουμε αυτήν». Πριν κάνει τα πολύ μεγάλα που ήρθαν αργότερα. Εκείνος συμφώνησε και παράλληλα με ένα meeting που είχαμε με την Phonogram στο Λονδίνο, κλείσαμε ραντεβού να πάμε να μιλήσουμε με τη Virgin. O Αντύπας, είμαστε στο ’76, ένας σούπερ μπον βιβέρ του παλιού στιλ των δισκογραφικών εταιριών, με γλώσσες, με όλα, οι εταιρίες που έμπαινε μέσα, ήταν εταιρίες σούπερ κτίρια, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.
Και η Virgin ήταν μία τρύπα…
Πάμε, λοιπόν, μαζί – η διεύθυνση που μας έδωσαν ήταν στην Portobello Road. Εγώ την ήξερα τη γειτονιά, εκεί έκανα τη δισκοθήκη μου, εκεί πήγαινα και έπαιρνα τους δίσκους που δεν μπορούσα να βρω στην Ελλάδα. Και μπαίνουμε σε μία τρύπα, χωρίς προθάλαμο πεταμένοι κάτω δίσκοι, πακέτα. Ο Αντύπας τρελάθηκε «είσαι σίγουρος ότι θα κάνουμε εδώ δουλειά;» μου λέει. Πήγαμε εκεί, μπήκαμε σε ένα γραφειάκι, μιλήσαμε, εκείνος μίλησε τα οικονομικά περισσότερο γιατί εγώ δεν ήθελα να ασχοληθώ και την πήραμε την εταιρία. Και σιγά σιγά βγάλαμε τους Sex Pistols και τα υπόλοιπα. Οι άλλοι ούτε που καταλάβαιναν στην Ελλάδα ότι γίνεται μια μεγάλη αλλαγή. Εγώ έβλεπα το Λονδίνο να καίγεται από τις μικρές ανεξάρτητες, στην εταιρία δεν έχω τίποτα. Ε, λοιπόν, θα πάρω όλα τα μικρά. Και έτσι λοιπόν, τη μία μετά την άλλη, πήρα όλες τις «μυθικές» εταιρίες, που στην Ελλάδα ούτε καν ήξεραν τι είναι.
Υπήρχε μια εμμονή ακόμα στην Ελλάδα με το κλασικό rock…
Ναι, ήταν τότε ο Γιάννης ο Μαλαθρώνας, είχε ξεκινήσει το «Ποπ και Ροκ» κι είχε θάψει το «The Wall». Πήγαινα συχνά τότε στο Λονδίνο, είχα εισιτήρια για να δω το «The Wall» στην κανονική, πρώτη του ερμηνεία, τότε που βγήκε. Μου λέει τότε ο Μαλαθρώνας: «θα πας και την επόμενη ημέρα θα πάμε σε ένα άλλο γκρουπ και θα μου πεις σε ποιο από τα δύο θα περάσεις καλύτερα». Την επόμενη ημέρα με πάει στο Camden Town, και έπαθα την πλάκα μου, είδα τους Gang Οf Four. Και λέω, τι είναι αυτό το πράγμα εδώ; Παρόλο που είχα 12 χρόνια διαφορά από τα παιδιά που ήταν εκεί, μπήκα μπροστά, στις πρώτες θέσεις και αισθάνθηκα αυτό όλο το πάθος των παιδιών που άκουγαν Gang Οf Four. Εκεί κατάλαβα πια, και έκανα μια φοβερή προβολή αυτής της μουσικής από την εκπομπή στο ραδιόφωνο.
Όλα αυτά σας ακολούθησαν καθώς αφήσατε πίσω την Polygram και ξεκινήσατε τη Virgin…
Κι έρχονται κι άλλες εταιρίες. Πάω πριν μεγαλώσει στην Beggars Banquet γιατί μου άρεσε ο Gary Numan και σκεφτόμουν ότι θα κάνει επιτυχία παντού. Μου λέει τότε ο Martin Mills, που τον έχει πάρει η Warner διεθνώς, «Το υπόλοιπο ρεπερτόριο είναι δικό σου και χαίρομαι που ήρθες, κανείς δεν μας έχει ζητήσει ποτέ τίποτα, έλα να πάρεις». Αυτοί έχουν εκτιμήσει σε εμένα ότι πήγα και τους πήρα για την Ελλάδα όταν δεν ήταν τίποτα σχεδόν. Ο Martin Mills και η Beggars Banquet, μετά η 4AD, έβγαλε αυτά που έβγαλε, είναι η ίδια εταιρία που έβγαλε προς το τέλος την Adele, είναι η ίδια εταιρία που έβγαλε τους Prodigy. Έχτισα με αυτούς μεγάλη φιλία, γιατί με είδαν από μικρό. Πάω μετά στη Mute, «και βέβαια θα σας τη δώσουμε την εταιρία, κανείς δεν τη θέλει». Και σκάνε οι Depeche Mode. Και όχι μόνο αυτοί, κι άλλοι. Οι Yazoo. Ο Nick Cave. Είμαστε η πρώτη χώρα στον κόσμο, στην Ευρώπη, εκτός από την Αγγλία που έγιναν γνωστοί οι Birthday Party. Ξέρεις ότι είχαν έρθει εδώ πολύ πριν γίνουν γνωστοί… Μετά τη Mute παίρνουμε και τη Rough Trade. Είναι το κατάστημα, ξέρεις ότι υπάρχουν τα καταστήματα από τότε. Πάω στο κατάστημα, πριν βγουν οι Smiths. Είχε τους Fall, δύσκολοι για την Ελλάδα οι Fall, μην κρυβόμαστε. Ο Δασκαλόπουλος ήταν τρελός με τους Fall, πολύ καλό γκρουπ, έχει τους φανατικούς, αλλά και εσύ καταλαβαίνεις ότι μπορεί να είναι εμπορικό; Έβλεπα τις πωλήσεις, ό,τι κι αν κάναμε, δεν πήγαιναν. Απλώς θεωρούνται ένα πρωτοποριακό –και είναι– συγκρότημα. Πήρα, λοιπόν, τη Rough Trade και σκάνε και οι Smiths! Ήθελα τότε να έρθω σε επαφή και με τη Factory. Αυτοί είναι τρελοί εκεί στο Manchester. Στην αρχή δεν ενδιαφέρονταν αλλά μετά μου έδωσαν την εταιρία. Και έτσι έβγαλα και τους Joy Division στην Ελλάδα. Και μετά τα New Order. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι είχαμε μία καταπληκτική εποχή, με όλη τη σπουδαία μουσική, που οι άλλες εταιρίες στην Ελλάδα δεν το καταλάβαιναν αυτό.
Πάμε λίγο στα περιοδικά, στο «Ποπ και Ροκ», ας πούμε; Πώς έγινε αυτό;
Ήμουν τότε φίλος βασικά με τον Κώστα Ζουγρή και με τον Βάσο Τσιμιδόπουλο, άλλο ένα εξαιρετικό παιδί που δούλευε στην πρώτη εποχή της Warner. Ήταν ένα παιδί που με τον Κώστα είχαμε την ευκαιρία να μιλάμε για πάρα πολλά πράγματα που μας ενδιαφέρουν για την μουσική. Αυτός μας έφερε το Folk and Rock το Γαλλικό, έτσι λεγόταν. Και εμείς είπαμε ότι η folk δεν είναι στην Ελλάδα κάτι ιδιαίτερο, να το πούμε «Ποπ και Ροκ».
Ποια ήταν η ανάγκη που το γέννησε; Η άνοδος της δισκογραφίας, άραγε; Ή το ότι θέλατε να βοηθήσετε τη δισκογραφία να ανέβει με κάποιο τρόπο;
Κοίταξε, από παιδί, έπαιρνα –τα έχω κάπου αυτά– κάτι σελίδες, τις δίπλωνα και έγραφα. Αθλητικά, κοινωνικά, μουσικά, θεατρικά, έκανα ένα περιοδικάκι και το μοίραζα στα παιδιά της γειτονιάς στην Κυψέλη που έμενα. Ήταν μέσα μου το να κάνω ένα περιοδικό.
Και μετά ήρθε και η εφημερίδα το 18 στη λογική του Melody Maker.
Ακριβώς, ναι, και το 18. Από εκεί και πέρα αρχίζει μία δύσκολη περίοδος. Το «Ποπ και Ροκ» χάλασε κόσμο στη δεκαετία του ’70 και ’80, όμως σου θυμίζω ότι και εκεί στο ’80 αρχίζει και αλλάζει η μουσική πάλι, και γίνεται πολύ πιο ποπ. Έτσι, λοιπόν, εμείς βρεθήκαμε μπροστά στα φαινόμενα Madonna, Duran Duran και τέτοια. Εσύ ξέρεις, αυτή είναι η εποχή σου, ότι αυτοί ήταν κόκκινο πανί για τους ροκάδες. Όταν βάλαμε τη Madonna εξώφυλλο πέσαμε πάρα πολύ, και από εκεί άρχισε μία σταθερή αρνητική κατάσταση…
Θέλω να ρωτήσω κάτι χρόνια. Δουλεύετε και ακούτε συνεχώς πράγματα. Αν δεν έχετε να ακούσετε τίποτα, είσαστε τώρα αυτήν την ώρα και λέτε θα βάλω έναν δίσκο, ό,τι θέλω, τι θα βάζατε; Για εσάς, όχι για δουλειά.
Τώρα; Θα βάλω κάτι που θα με ικανοποιεί τη συγκεκριμένη στιγμή. Τώρα, λοιπόν, θα βάλω ένα compilation με μερικούς από τους μεγάλους τραγουδιστές, τους crooners της τζαζ. Και τραγουδίστριες. Θα ήθελα να ακούσω τώρα Sarah Vaughan, Dinah Washington, Lena Horne, θέλω να ακούσω την Ella Fitzgerald, την Nancy Wilson, τέτοια θέλω.
Πάμε, άραγε, σε μια λογική της μουσικής, μικρά πράγματα εδώ κι εκεί;
Διάχυση. Εκεί έχουμε ήδη πάει. Παρόλο που έχουμε μερικούς πολύ καλούς δίσκους, είναι κρυμμένοι κι ακούγονται από μικρές ομάδες. Τέτοια πράγματα που λέγαμε πριν, όπως είναι ο Father John Misty, υπάρχουν και μερικές γυναίκες που είναι πολύ καλές. Και η Phoebe Bridgers, είναι καλή. Και η St. Vincent. Ίσως όμως δεν δούμε στο μέλλον ένα ολόκληρο κίνημα να γίνεται μεγάλο και να δημιουργεί ισχυρά κύματα. Ίσως είμαστε πια στην εποχή των μικρών και αποσπασματικών κινήσεων.
Διαβάστε μουσικά άρθρα και νέα στο Από τις 4 στις 5 του Γιάννη Πετρίδη