- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αναμνήσεις από τους Genesis: The Way We Walk, 30 χρόνια μετά
Το τέταρτο ζωντανό άλμπουμ της αγγλικής μπάντας και τα στοιχεία που την έκαναν σπουδαία
Οι Genesis, το live album «The Way We Walk» που συμπληρώνει 30 χρόνια, ο ρόλος του Phil Collins και το μεγαλείο του βρετανικού συγκροτήματος.
Πέρυσι, είδα τους Genesis στην αποχαιρετιστήρια συναυλία τους στο Παρίσι. Τους είχα ξαναδεί το καλοκαίρι του 1992· τριάντα χρόνια αργότερα ο Phil Collins βρισκόταν σε αναπηρικό αμαξίδιο. Όχι ότι η δυσκολία του front man στη βάδιση αφαιρούσε από το μεγαλείο των Genesis: αν και μας έλεγαν το έσχατο αντίο, ο ήχος δονούσε το στάδιο επί δυόμισι ώρες. Είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή.
Αυτές τις μέρες κλείνουν τριάντα χρόνια από το “The Way We Walk”, ένα άλμπουμ που εκείνη την εποχή μού φαινόταν η αρχή ενός αντίο που παρατάθηκε: τον Ιανουάριο του 1993 επικρατούσε το grunge και το hip-hop· το ροκ όπως το ήξερα είχε ήδη γίνει παρελθόν· μερικοί μουσικοί είχαν φύγει από τη ζωή, άλλοι είχαν πέσει εφτά φορές και είχαν σηκωθεί οχτώ —όπως κι εγώ άλλωστε. Το 1992, σε μια συναυλία των Guns N’Roses, παρότι δεν είχα περάσει άσχημα, ένιωθα ότι είχα υποστεί ένα είδος déclassement: στο εξής θα έπρεπε να αρκεστώ σε υποδεέστερες μουσικές. Ενώ ο Axl Rose χτυπιόταν στη σκηνή, σκεφτόμουν τη συναυλία των Genesis το προηγούμενο καλοκαίρι και το άλμπουμ “The Way We Walk” που άκουγα τις πρώτες μέρες του 1993: περίτεχνη μουσική, ξεκάθαρος ήχος, χωρίς φόντο θορύβου, χωρίς καφρο-ροκ παράσιτα.
Το άλμπουμ, που κυκλοφόρησε στο τέλος του 1992 ήταν μια συλλογή από ηχογραφήσεις από την περιοδεία Invisible Touch το 1986-1987 και από τη We Can't Dance το 1992. Την μπάντα αποτελούσαν ο Phil Collins στα φωνητικά και τα ντραμς, ο Tony Banks στα πλήκτρα και ο Mike Rutherford στην κιθάρα και στο μπάσο· ντραμς έπαιζε και ο Chester Thompson —παλιότερα συνεργάτης του Frank Zappa και των Mothers— και κιθάρα/μπάσο ο Daryl Stuermer, που προερχόταν από την ίδια αμερικανική παρέα. Η μαγεία των Genesis ήταν η μεγάλη τους γκάμα από το prog στην ποπ που συνοδευόταν από στίχους στους οποίους έβρισκα ψήγματα αληθινής ποίησης. Kαθώς τους έλειπε η star quality —κανείς τους δεν πόζαρε ως ροκ σταρ— ιδιαίτερα από τότε που αποχώρησε ο Peter Gabriel, φαίνονταν συγκεντρωμένοι στη μουσική, όχι στην εικόνα.
Μερικά κομμάτια έδιναν την εντύπωση μιας μελετημένης προκλητικότητας: το λέω διότι, το π.χ. “Jesus He Knows Me” δεν φαινόταν να έχει γραφτεί για να στήσει καβγά με τους θεοσεβείς· οι στίχοι των Genesis είχαν πάντοτε υποδηλωτικό ύφος και πολλές αμφισημίες. Άλλα κομμάτια έμοιαζαν με θρήνους, όμως η αιτία δεν έλειπε: τo “Since I Lost You” ήταν εμπνευσμένο από τον θάνατο του γιου του Eric Clapton· το “Throwing It All Away” μιλούσε για ένα χωρισμό του Rutherford. Ένα ακόμη στοιχείο που έκανε τους Genesis να είναι οι Genesis ήταν ο εκλεκτικισμός τους: ο συνδυασμός R&B και ποπ στο “Behind The Lines” όπου το μπάσο και η κιθάρα ακούγονταν funky· ο συνδυασμός φολκ και δημοτικής αγγλικής μουσικής (κάτι που στη δεκαετία του 1970 έκαναν οι Jethro Tull) μαζί με την αφηγηματικότητα των στίχων —όπως στο “The Musical Box” από το άλμπουμ “Nursery Cryme” του 1971— που κατέληξε σε concept albums όπως το “The Lamb Lies Down On Broadway” του 1974. Ίσως είναι δική μου φαντασίωση, αλλά το “Where The Sour Turns To Sweet” ακουγόταν σαν υβρίδιο Assocation και Hollies. Πράγματι, όλα αυτά συνέβαιναν επί Peter Gabriel, αλλά, στη συνέχεια, ο Phil Collins απεδείχθη σπουδαίος frontman: όταν ακούω το “Mama” νιώθω την ανατριχίλα που μας επιφυλάσσει μόνο η μεγάλη μουσική· για παράδειγμα, το τέλος της πρώτης πράξης του «Μακμπέθ» του Βέρντι. Υπερβάλλω κάπως.
Το σινγκλ “Never A Time” από το άλμπουμ “We Can’t Dance” (1991) κυκλοφόρησε την ίδια εποχή με το “Nevermind” των Nirvana, που είχε τεράστια επιρροή στην ποπ κουλτούρα. Αλλά, για μένα, τρία είναι τα στοιχεία του μεγάλου δημιουργού: η αντοχή στον χρόνο, η σταθερή ποιότητα και το να προσέχεις να μην πας στα θυμαράκια —διότι αν πεθάνεις νέος κάνεις άθελά σου μια κίνηση που εκτοξεύει τη φήμη σου είτε το αξίζεις είτε όχι. Στο τέλος του 1992 όλοι μιλούσαν για τον Kurt Cobain· δεν υπήρχε χώρος για τους Genesis και για πολλούς άλλους που επιζούσαν και γεννούσαν. Ωστόσο, ο παλιός είναι αλλιώς και, τριάντα χρόνια αργότερα, ο Collins τραγουδούσε το “That’s All” καθισμένος στο καροτσάκι· υποφέρει από πολλές ασθένειες αλλά βρίσκεται ακόμα ανάμεσά μας.
Δύο ακόμα παρατηρήσεις για τους Genesis: η σόλο καριέρα του Collins δεν φάνηκε να προκάλεσε κύματα στη δυναμική της μπάντας· τα μέλη των Genesis τον στήριξαν στην απόφασή του να κάνει πράγματα μόνος του— είναι επιβεβαιωμένο και με έχει εντυπωσιάσει. Επίσης, ήταν ενδιαφέρουσα η σχέση τους με την επιτυχία: όταν συνθέτεις κομμάτια των 10 λεπτών, όπως π.χ. το “Cinema Show” από το “Selling England By The Pound” (1973) δεν προσβλέπεις στα τσαρτς. Ανιχνεύω αυτή την ακεραιότητα και στην επίμονη βρετανική ταυτότητα του συγκροτήματος: αν και τα κομμάτια τους μιλούσαν για ποικίλες εμπειρίες, εστίαζαν σε μια αγγλική θεματολογία που γνώριζαν καλά.
Όταν ήμασταν νεότεροι σκαρώναμε Top 5, Top 10 κτλ. Ποια είναι τα καλύτερα κομμάτια των Genesis; Δεν ξέρω· εξαρτάται από την ημέρα κι από ψυχική διάθεση. Μ’ αρέσουν πολύ τα κομμάτια τους με πιάνο· το 1980 το άλμπουμ “Duke” μού είχε φανεί Supercalifragilisticexpialidocious· σήμερα προτιμώ το “Foxtrot”· με το “That’s All” (του 1983) χορεύω με ριψοκίνδυνο τρόπο για την ηλικία μου. The way we walk δείχνει αυτό που είμαστε κι αυτό που θα γίνουμε.