- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Grateful Dead: Αναμνήσεις από τη συναυλία «Ticket to New Years» το 1987 στο Oakland Coliseum
Στις 31 Δεκεμβρίου 1987 νόμιζα ότι η μικρή μου ζωή είχε φτάσει στην κορύφωσή της κι ότι θα άρχιζε η απομάγευση: βρισκόμουν ένα μέτρο μακριά από τον Jerry Garcia και τον Bob Weir· ο Phil Lesh έπαιζε μπάσο, o Mickey Hart και ο Bill Kreutzmann κρουστά, ο Brent Mydland πλήκτρα. Τρία χρόνια αργότερα, ο Mydland θα έφευγε από τη ζωή όπως είχε συμβεί και με τους δύο προηγούμενους κιμπορντίστες της μπάντας: όλοι οι Deads ήταν coke-heads, ο καθένας με τον τρόπο του· πρώτος πέθανε, το 1973, ο Ron «Pigpen» McKernan, που έπαιζε αρμόνικα – ο θάνατός του δεν εξέπληξε κανέναν. Οι Deads έπαιρναν άσεμνες ποσότητες speedball που κυκλοφορούσε πολύ στη δεκαετία του 1980. Πάντως, εκείνο το βράδυ στο Όουκλαντ –το 1987 η πόλη δεν είχε γίνει ακόμα trendy– φαίνονταν όλοι τους μια χαρά· κι όταν στην αρχή του σετ ο Bon Weir είπε το «Little Red Rooster», ξέχασα όλα μου τα βάσανα.
Η συναυλία είχε τίτλο «Ticket to New Years» (years όχι year) κι από ό,τι έμαθα αργότερα ηχογραφήθηκε για να κυκλοφορήσει σε βίντεο. Όταν το είδα στο YouTube, έψαχνα στα πλάνα του κοινού να δω το μεγάλο μου κεφάλι – δεν το είδα· ίσως το κεφάλι μου να μην είναι τόσο μεγάλο τελικά. Πέρασαν 35 χρόνια από εκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς στο Oakland Coliseum αλλά θυμάμαι ολόκληρο το σετ· αν και η ατμόσφαιρα έμοιαζε με τελετές αρχαίας λατρείας όπως τις περιγράφει ο Νίτσε στη «Γέννηση της τραγωδίας», είχα τρομερή διαύγεια. Τα μεσάνυχτα, όταν μπήκε το 1988, το στάδιο γέμισε μπαλόνια, κι εγώ έγινα τριάντα ετών: τι τυχερός άνθρωπος, σκεφτόμουν, γιορτάζεις τα γενέθλιά σου μέσα στον ενθουσιασμό, στην ένθεη καταληψία, στη διέγερση της μέθης, στην αποχαλίνωση του ήχου του Σαν Φρανσίσκο. Οι Grateful Dead έπαιζαν το «Uncle John’s Band» από το Workingman’s Dead ενώ εμείς, το κοινό, οι «Deadheads», χορεύαμε φρενήρεις χορούς Μαινάδων και Βακχών: το ρεύμα της ζωής νικούσε τον θάνατο στο καταχείμωνο. Αν και ήμουν ακόμα πολύ νέα, ζούσα το τέλος της ιστορίας του ροκ και το ήξερα· ήξερα πως αυτή η λαχτάρα για γιορτές, για απολαύσεις, για αρμονία γεννιόταν από έλλειψη, μελαγχολία, στερήσεις – κι ότι σύντομα θα αναζητούσα καινούργιες συγκινήσεις. Έπρεπε να προχωρήσω. Για μένα, και για πολλούς άλλους ανθρώπους σαν εμένα, το ροκ είχε υπάρξει μια μεταφυσική παρηγοριά, το όχημα με το οποίο είχαμε εκτιναχτεί πάνω από τη μικρότητα και την ασχήμια· είχαμε γίνει χορευτικά όντα που στροβιλίζονταν στους ήχους του «Uncle Johns Band», του «Truckin», του «Dark Star»· είχαμε γίνει μάρτυρες ποίησης και στιχουργικής που ερμήνευαν τα όνειρα, είχαμε ακούσει τους ήχους του σύμπαντος.
Στο ανκόρ, οι Deads έπαιξαν το «Κnockin’ on Ηeaven’s Door», ακατάλληλο κομμάτι για γενέθλια. Eπιστρέφοντας στο Σαν Φρανσίσκο, στις δυόμισι το πρωί, νόμιζα ότι δεν θα ξανακοιμηθώ ποτέ πια· η νύχτα δεν ήταν τόσο ψυχρή ώστε να θέλεις να σκεπαστείς με την κουβέρτα σου – κι όταν έφτασα στο δωμάτιό μου στο Τεντερλόιν, την πιο ξεπεσμένη γειτονιά του Σαν Φρανσίσκο, οι sex workers είχαν ήδη πάει για ύπνο και οι ζητιάνοι είχαν αναζητήσει καταφύγιο. Στάθηκα για πολλή ώρα στο παράθυρο κοιτώντας τον δρόμο.
Δεν έπαψα να το επαναλαμβάνω: οι Deads είναι ο Μπετόβεν του ροκ. Τους ξαναείδα στη Νέα Υόρκη το 1994, ένα χρόνο πριν από τον θάνατο του Jerry Garcia: έπαιζαν μαζί με τους Quicksilver Messenger Service και τους Big Brother and the Holding Company σε ένα κλαμπ που δεν υπάρχει πια. Τίποτα από όλα τούτα δεν υπάρχει πια· ωστόσο, έχει υπάρξει· τα είδα, τα άκουσα.