- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Thirty Fates: Το metal όνειρο που έγινε αληθινό από τους Black Fate και τη Λάρισα του 1988
Ο Στέλιος Παπακώστας μοιράζεται την ιστορία της παρέας που αποφάσισε να παίξει metal στην ελληνική επαρχία των 80s και το νέο του ξεκίνημα
Ο τραγουδιστής Στέλιος Παπακώστας μιλάει για τo metal συγκρότημα Black Fate που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1980 στη Λάρισα και τη νέα μπάντα Thirty Fates, με αφορμή την κυκλοφορία του άλμπουμ «Circus Black».
Στα πολλά «τι θα μπορούσε να συμβεί αν» ερωτήματα που θέτουν οι άνθρωποι όταν μεγαλώνουν κι ανατρέχουν στα νεανικά τους χρόνια, οι απαντήσεις παραπέμπουν στους νόμους των πιθανοτήτων. Η πιθανότητα να φτιάξεις το δικό σου heavy metal συγκρότημα στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στην ελληνική επαρχία, στη Λάρισα, και να πετύχεις, ήταν ελάχιστη. Ήταν η εποχή που οι λίγοι που τα «έσπαγαν» σε δωμάτια που ονόμαζαν αυθαίρετα studio δεν είχαν καμία τύχη απέναντι στους πολλούς που έσπαγαν μπιντέδες σε σκυλάδικα της εθνικής οδού. Τρεις δεκαετίες μετά τις πρώτες απόπειρες μίας παρέας εφήβων στη Θεσσαλία να φτιάξουν το δικό τους συγκρότημα, μία επετειακή κυκλοφορία με ρομαντισμό έρχεται να απαντήσει τι θα μπορούσε να συμβεί. Το άλμπουμ “Circus Black” με τη συμμετοχή ιδρυτικών μελών των Black Fate, με τη συμμετοχή του τραγουδιστή Tim “Ripper” Owens (ex-Judas Priest), και με τη συμμετοχή άλλων δέκα μουσικών ολοκληρώνει ένα μουσικό ταξίδι. Υπάρχουν πιθανότητες να ξεκινά ένα καινούργιο; Ο Στέλιος Παπακώστας μιλάει για τη δημιουργία των Thirty Fates και την εποχή που η «μοίρα» ενός συγκροτήματος δεν ήταν συνυφασμένη με αλγόριθμους.
Τι θυμάστε από τη metal εφηβεία στη Λάρισα στα τέλη των 80s, όταν δημιουργήθηκε το συγκρότημα Metal Invaders;
Με την πάροδο των χρόνων η αλήθεια είναι ότι είχαν ξεθωριάσει πολλές μνήμες και ήρθε το “Circus Black” να μας ξυπνήσει το παρελθόν με τον καλύτερο τρόπο. Να σταθούμε λίγο στα θετικά της εποχής, μιλάμε για το metal στα καλύτερά του και εμείς να ονειρευόμαστε τους Invaders rock stars. Έτος 1988 με την αδρεναλίνη στα κόκκινα και τα μοναδικά όργανα που είχαμε ήταν μια ακουστική κιθάρα, ένα μικρόφωνο, δύο poofs που είχαν τον ρόλο των drums και drum - sticks κάποια parts από κεραία τηλεόρασης, προβάραμε καθημερινά στο σπίτι των αδερφών Τσιντζιλώνη. Χωρίς να πτοούμαστε, με αυτό το “gear” είχαμε συνθέσει τα “The Pretender”, “Indifferent People”, “Edge Of Destiny” και “Mystic Place”, το τελευταίο συμπεριλήφθηκε στο πρώτο demo με τη φωνή του Ηρακλή το 1992. Μέχρι το 1990 καταφέραμε να εξοπλιστούμε με ηλεκτρική κιθάρα και μπάσο και τον Νίκο να αναλαμβάνει σ’ αυτή τη φάση χρέη μπασίστα. Με τη φειδωλή τεχνολογία της εποχής καταφέραμε να ηχογραφήσουμε για πρώτη φορά τις ιδέες μας στο σπίτι του Στέλιου και η κασέτα έπαιζε στο rewind μόνιμα. Για καλή μας τύχη βρήκαμε drummer με «αληθινά τύμπανα» σε κοντινή απόσταση, πραγματοποιώντας το ίδιο καλοκαίρι, την πρώτη μας ζωντανή εμφάνιση και τελευταία ως Metal Invaders.
Το 1991 μετονομάζεστε σε Black Fate και γράφετε το θρυλικό σας demo που άλλαξε πολλά χέρια στο underground. Υπήρξατε μία μπάντα που σπάνια θα συναντούσε κανείς εκείνη την εποχή στη χώρα, και ειδικά στην επαρχία. Παρόλα αυτά, προκαλέσατε αίσθηση στους heavy metal κύκλους. Αισθάνεστε πως σας περιόρισε ο τόπος καταγωγής σας;
Σίγουρα έχεις ακούσει πολλές φορές την ατάκα «ζω σε λάθος χώρα», η οποία μέχρι ενός σημείου ίσχυε και ενδεχομένως να ισχύει για κάποιους μέχρι και σήμερα. Επιλέγοντας να δημιουργήσεις heavy metal γκρουπ στην επαρχία των 80s ακόμα και 90s ήτανε πραγματικά ένα ηρωικό εγχείρημα. Δεν υπήρχαν ούτε καν τα βασικά μέσα για να ξεκινήσεις και ο καθένας αυτοβούλως έκανε τις δικές του πατέντες, με τα κόστη για εξοπλισμό και για studio να είναι αφόρητα εκείνη την εποχή. Η καλύτερη περίπτωση να ακουστείς έξω από την πόλη σου ήταν να γνωρίζεις κάποιον που ίσως είχε τις ανάλογες γνωριμίες και φυσικά είχε τη διάθεση να βοηθήσει. Με την έλευση του Ηρακλή ως Black Fate πλέον, αποκτήσαμε τον δικό μας χώρο για πρόβες μόλις 13 χιλιόμετρα εκτός πόλης και σε σχέση με άλλα γκρουπ ήμασταν κατά κάποιο τρόπο προνομιούχοι. Ωστόσο οι καταστάσεις δεν ήταν εύκολες και για τις μεγαλουπόλεις, αλλά τον «καιρό εκείνο» η περιφέρεια είχε μαύρα μεσάνυχτα. Σήμερα και με την τεχνολογία σε πρώτο πλάνο έχουν ξεπεραστεί όλα, δεν έχει σημασία που εδρεύεις, υπάρχουν τόσες ευκολίες και τόση πληροφορία που με ένα click γίνονται όλα.
Αλήθεια, πώς γνωριστήκατε με τα αδέρφια Τσιντζιλώνη και πώς δέσατε μαζί;
Η γνωριμία μας έγινε στο σχολείο κάπου το 1982, όταν ο Νίκος και ο Ηλίας επέστρεφαν στην Ελλάδα από τη Ρουμανία και ο Στέλιος από τη Γερμανία. Οι μουσικές μας επιρροές ήταν κατά βάση από την pop σκηνή, με τους Duran Duran να βρίσκονται ψηλά στις προτιμήσεις μας, αυτό όμως δεν κράτησε για πολύ όταν έπεσε στα χέρια μας ένας δίσκος του Ozzy. Έγινε κάτι σαν Great Reset και οτιδήποτε υπήρξε από pop μουσική στη συλλογή μας, πέρασε στο παρελθόν. Στη συνέχεια ακολούθησαν οι hot της εποχής, Dio, Accept, Maiden, Metallica κλπ και όλα πήραν τον δρόμο τους. Μας κέρδισε ο ρυθμός αυτή η επιθετικότητα και η ενέργεια που έβγαζε το metal η οποία δεν υπάρχει σε κανένα άλλο genre. Βρισκόμασταν όλη την ημέρα παρέα ακούγοντας μουσικές, προσκυνώντας με headbanging μπροστά στην «εικόνα» του στερεοφωνικού, κάνοντας air guitar, δίνοντας ρυθμό με τα χέρια στα έπιπλα τριγύρω. Είχαμε το μικρόβιο του γκρουπ, χωρίς βέβαια να το έχουμε ανακαλύψει τη δεδομένη στιγμή και μας βγήκε περίπου τρία χρόνια αργότερα μεταφρασμένο σε Metal Invaders. Με πιο ώριμη σκέψη πλέον η εν μία νυκτί στροφή στο metal, είχε να κάνει κυρίως με τους ατίθασους χαρακτήρες μας και την ένταση που είχαμε εσωτερικά.
Τι θα κάνατε διαφορετικά αν επιστρέφατε στο 1991;
Χωρίς τα σημερινά μέσα και με εμπειρία που ήταν μηδαμινή, δεν θα είχαμε τις επιλογές να κάνουμε πολλά διαφορετικά πράγματα. Θα κρατούσαμε τον ρομαντισμό της εποχής θα επενδύαμε στη βασική τετράδα με τον Ηρακλή, θα συνεχίζαμε την ίδια διαδικασία δημιουργίας των τραγουδιών και θα αλλάζαμε σίγουρα πόλη ενδεχομένως και χώρα. Τα βιώματα οι επιρροές και οι εμπειρίες δημιουργούνται από το περιβάλλον που ζεις, εκεί αναλώνεσαι και ίσως να χάνεις πολύτιμο χρόνο ειδικά όταν αυτό είναι περιορισμένης δυναμικής.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, τι σας οδήγησε στους Thirty Fates;
Υπήρξαν διάφορα ερεθίσματα γι’ αυτό το εγχείρημα, κρίνοντας ως βασικότερο το να παίξουμε μουσική ξανά μαζί. Κάτι εξίσου σημαντικό ήταν ότι το πρώτο μας demo δεν είχε ακουστεί ποτέ στο ευρύτερο κοινό και πάντα πιστεύαμε ότι τα συγκεκριμένα τραγούδια είχανε αυτό το κάτι. Ίσως να ήταν ουτοπικό, καθότι αποτελούσαν τις πρώτες μας συνθέσεις αλλά παρόλα αυτά, ανέκαθεν θεωρούσαμε ότι έπρεπε να τους δώσουμε μια ευκαιρία να ακουστούν εκ νέου. Με αφορμή τα 30 χρόνια από την ημέρα που γεννήθηκαν οι Black Fate, «τρίτωσε το κακό», πήραμε την απόφαση να μπούμε στο στούντιο και εγένετο το Circus Black.
Υπήρξαν δεύτερες σκέψεις πριν προχωρήσετε το εγχείρημα; Φοβηθήκατε μήπως θεωρηθεί αναχρονιστικό;
Με την αρχική ιδέα στο τραπέζι ασφαλώς και υπήρξαν μέσα μας κάποιες αμφιβολίες, πράγμα που ήταν λογικό. Επιχειρώντας μια τέτοιου είδους διαδικασία, είκοσι χρόνια μετά την κυκλοφορία του Black Fate - Uncover, φάνταζε περίεργο. Μπροστά όμως στο δέλεαρ μιας ενδεχόμενης δημιουργικής απόπειρας κάθε δεύτερη σκέψη μας εξαφανίστηκε γρήγορα. Όταν πάρθηκε η τελική απόφαση, που σημαίνει βρέθηκε ο χρόνος, προχωρήσαμε στην χαρτογράφηση του concept, στις πρόβες και μετά στα demos. Ένα άλλο gap που προέκυψε, όπως πολύ σωστά αναφέρεις στην ερώτηση, ήταν ότι τα συγκεκριμένα τραγούδια γράφτηκαν σε συνθήκες και δεδομένα μια άλλης εποχής, πράγμα που όντως ήταν challenge στο πως το αποτέλεσμα θα ήταν εφάμιλλο του σήμερα. Δύο παράγοντες που παίξανε σημαντικό ρόλο πιστεύουμε είναι τα ακούσματα, η εμπειρία πάνω στη σύνθεση - ενορχήστρωση, ο ήχος και η προσέγγιση της παραγωγής. Εν κατακλείδι πιστεύουμε ότι σύμφωνα με το feedback που έχουμε λάβει ως τώρα, καταφέραμε να δώσουμε αυτή τη νέα πνοή στα τραγούδια, τα αντιμετωπίσαμε με τον ανάλογο σεβασμό, χωρίς να αλλοιώσουμε την υφή τους.
To “Circus Black” έρχεται με μία δυνατή παραγωγή. Το είχατε υποσχεθεί στον εαυτό σας να δώσετε σε αυτές τις συνθέσεις τον ήχο που δεν μπορούσατε να αποδώσετε τότε; Ποια στοιχεία έφερε στο τελικό αποτέλεσμα η συνεργασία με τον Christian Rahm;
Ευχαριστούμε που το αναγνωρίζεις, καθώς επενδύσαμε πάρα πολύ χρόνο πάνω σ’ αυτό το κομμάτι. Αρχικά δεν θέλαμε να χάσουμε το feeling της τότε εποχής, αλλά ταυτόχρονα τα τραγούδια έπρεπε να ακούγονται «φρέσκα». Πιστεύουμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό της απεικόνισης του album στα σημερινά δεδομένα οφείλεται στην παραγωγή. Από τις ηχογραφήσεις ακόμη, κάναμε διάφορα A - B test για το πως μπορεί να ακούγεται το κάθε μουσικό όργανο και σε συνέχεια το σύνολο αυτών, φλερτάροντας με τον αμερικανικό ήχο χωρίς βέβαια να γίνεται conflict. Συνήθως ακολουθείται η πεπατημένη και ανάλογα με το genre που αντιπροσωπεύει το κάθε γκρουπ αναλογεί και μια reference παραγωγή. Δεν θέλαμε να κινηθούμε σε κάτι τέτοιο και ο Chris ήταν ο κατάλληλος για τον χαρακτήρα της παραγωγής, χωρίς να αλλοιώσει τον ήχο των οργάνων δίνοντας ταυτόχρονα αυτόν τον τρισδιάστατο χώρο στο τελικό αποτέλεσμα. Η διαδικασία της παραγωγής σήμερα έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, παρόλο που η τεχνολογία έχει κάνει άλματα, καθώς είναι μια πιο εύκολη και οικονομικότερη διαδικασία σε σχέση με το παρελθόν. Σαν αντίλογο θα μπορούσε κάποιος να επιχειρηματολογήσει αναφέροντας ότι πλέον τα τραγούδια ακούγονται από streams και συσκευές με χαμηλή ποιότητα ήχου, οπότε δεν παίζει μεγάλο ρόλο η παραγωγή. To format που επιλέγει κάποιος για να ακούσει μουσική δεν έχει να κάνει με το value που δίνει ένα μουσικό έργο όταν είναι σωστά δομημένο.
Ταυτόχρονα εισάγετε την περσόνα του αρλεκίνου στο εξώφυλλο του άλμπουμ και στην αισθητική της μπάντας. Tι αισθάνεστε πως σας συνδέει με αυτή τη φιγούρα;
Η σύλληψη της ιδέας ήρθε από τις ηχογραφήσεις, μέσα από διαλόγους που κάναμε και μέσα από την ενέργεια που υπήρχε στο στούντιο. Όλο αυτό που διαδραματιζόταν τη συγκεκριμένη περίοδο έβγαζε μια τρέλα ένα ενθουσιασμό, μια πίεση, πολλά ανάμεικτα συναισθήματα, που άλλοτε είχαν ένα θετικό αντίκτυπο και άλλοτε μας θύμιζε τα πρώτα χρόνια που συνεχώς διαφωνούσαμε. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες. Αν δεν έρθεις σε τριβή δεν υπάρχει συνεργασία και εν τέλει αποτέλεσμα. Σ’ αυτό το σημείο ο Στέλιος συνέλαβε την ιδέα του clown στο εξώφυλλο, πράγμα που οδήγησε στην εξέλιξη του υπόλοιπου τσίρκο. Ουσιαστικά το όλο concept είναι μια αποκρυπτογράφηση βιωμάτων των τελευταίων τριάντα χρόνων, μια αισιόδοξη μαυρίλα, μια ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα και μια ξεθωριασμένη αναπόληση στο παρελθόν.
Τι σας κέρδισε στο heavy metal;
Είναι ένα είδος που τα έχει όλα. Από μουσικής πλευράς, οι επιρροές δόμησής του προέρχονται από διάφορους συνδυασμούς μουσικών ειδών, από κλασσική μουσική μέχρι pop, σε ένα αρμονικά δεμένο συνδυασμό και μια μοναδική ηχητική ταυτότητα. Είναι ίσως το μοναδικό είδος που έχει φανατικούς οπαδούς που αγοράζουν ακόμη μουσική στηρίζοντας τα συγκροτήματα και είναι το είδος που οι μουσικοί επιλέγουν αληθινά μουσικά όργανα. Παρόλο που άρχισε με μια μορφή αντικουλτούρας, όχι μόνο κατάφερε να επιβιώσει αλλά να καθίσταται ως μουσική για ψαγμένους και να προκαλεί ακόμη και σήμερα. Πιστεύουμε ότι η κάθε πρόκληση κρατά το ενδιαφέρον της ανθρώπινης φύσης στο ζενίθ και το metal έχει αυτό το χαρακτηριστικό που μας έχει κερδίσει. Δεν είναι απλά ένα είδος είναι ιδεολογία, είναι τρόπος ζωής.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο στερεότυπο κατά τη γνώμη σας για το heavy metal;
Δεν χρειάζεται να φοβάσαι να είσαι διαφορετικός. Μπορείς να το δείχνεις και να το πρεσβεύεις, κάτι που δίδασκε το metal με τον δικό του τρόπο, πολύ πριν τη mainstream εξέλιξη της διαφορετικότητας σήμερα.
Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τον Tim Ripper Owens, πρώην τραγουδιστή των Judas Priest, στο τραγούδι “Be Free”;
Με τον Tim συνυπήρξε ο Στέλιος σε μια προσωπική κυκλοφορία του Μαρίνου Τόκα, ο οποίος είναι φίλος και συνεργάτης μας στο “Circus Black”. Το “Βe Free” σαν τραγούδι ανέκαθεν άφηνε στο μυαλό μας ένα αποτύπωμα από Judas Priest και έτσι απλά στείλαμε στον Tim ένα μήνυμα, ρωτώντας αν το έβρισκε ενδιαφέρων και αν θα ήθελε να συμμετάσχει. Ξαφνιαστήκαμε με τη θετική του ανταπόκριση, καθώς πιστεύαμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση τόσο να δει το μήνυμα πόσο μάλλον να απαντήσει. Ο τύπος είναι φοβερός και επαγγελματίας, όπως ασφαλώς και όλοι οι συνεργάτες στον δίσκο. Αξιοσημείωτο είναι ότι όταν στείλαμε το cd στο Οχάιο μας έστειλε το βίντεο που μπορείτε να δείτε παρακάτω:
Τι σημαίνει για εσάς ελευθερία;
Η ελευθερία είναι κάτι που δεν χαρίζεται και δεν αγοράζεται. Ως αντίποδας εμφανίζεται η τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της και είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ελευθερία. Μεταφορικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι όση περισσότερη τέχνη έχεις να καταναλώσεις, τόση περισσότερη ελευθερία ανακαλύπτεις. Μεταφράζεται δύσκολα στην καθημερινότητα και στη δική μας περίπτωση αν δεν υπήρχε η καλλιτεχνική διέξοδος δεν θα μπορούσαμε να την προσδιορίσουμε ως έννοια. Είμαστε τυχεροί. Αν κάποιος ανακαλύψει τη δική του ψυχική διέξοδο, πιστεύουμε ότι θα βιώσει πραγματικά τι σημαίνει ελευθερία.
Το συμβόλαιο με την ιταλική δισκογραφική εταιρία Rockshots Records σας ήρθε όταν…
Η αρχική ιδέα ήταν να ηχογραφήσουμε εκ νέου μόνο τα τέσσερα τραγούδια του demo και να τα κρατήσουμε για εμάς, με το πιο μεγαλεπήβολο σχέδιο να κόψουμε τρεις δίσκους βινυλίου για ενθύμιο. Με την εξέλιξη όλης της διαδικασίας και με την παρότρυνση φίλων, αποφασίσαμε τελικά να κάνουμε ένα full length album. Το contact με την ιταλική Rockshots Records υπήρχε από την πρόσφατη κυκλοφορία των Black Fate και υποθετικά λειτούργησε ως το παράθυρο για να κάνουμε ένα πρώτο βήμα. Επίσης από έρευνες διαπιστώσαμε ότι οι μεγάλες δισκογραφικές έχουν πολλές απαιτήσεις από ένα γκρουπ, όπως followers, views, streams κλπ, που εμείς δεν πληρούσαμε τίποτα από όλα αυτά, να φανταστείς δεν είχαμε ούτε λογαριασμό facebook. Η Rockshots είναι μια μικρή εταιρία που ασχολείται κυρίως με νέα γκρουπ, οπότε αυτό μας βόλεψε αφάνταστα. Στείλαμε τα τραγούδια, είχαμε θετική ανταπόκριση και μας συμπεριέλαβε στο roster της.
Σε ποιους μεγάλους μουσικούς του metal νιώθετε να χρωστάτε περισσότερα;
Πιστεύουμε ότι έχουμε εντρυφήσει όλη την classic σκηνή των 80s και 90s, πράγμα που αντανακλάται μερικώς και στις συνθέσεις μας. Tα highlights ανήκουν σε καλλιτέχνες αλλά και group όπως οι Black Sabbath, Iron Maiden, Dio, Ozzy, Fates Warning, Queensryche, Psychotic Waltz, Judas Priest, Savatage, Riot κλπ. Βέβαια δεν λείπει από τις προτιμήσεις μας και η σημερινή metal σκηνή, καθώς είμαστε οπαδοί από πολλά μεταγενέστερα γκρουπ όπως οι Korn, Bring Me The Horizon, Rammstein.
Σηματοδοτεί μία νέα εποχή για εσάς το σχήμα των Thirty Fates; Ετοιμάζετε νέα πράγματα μετά από αυτή την επετειακή κυκλοφορία;
Έτσι όπως εξελίχθηκε η διαδικασία του Circus μας έδωσε ένα push να αναθεωρήσουμε, δίνοντας πλέον προτεραιότητα σε πράγματα που μας γεμίζουν. Ήδη ανταλλάσσουμε κάποιες πρώτες ιδέες μεταξύ μας, αλλά είναι πολύ νωρίς ακόμα να υποσχεθούμε μια άμεση κυκλοφορία.
Έχοντας ζήσει το underground και ζώντας σήμερα σε μεγάλα επαγγελματικά περιβάλλοντα, σας λείπει κάτι από εκείνες τις μέρες;
Θα χαρακτηρίζαμε την τότε εποχή «ρομαντικά δύσκολη». Είχαμε απίστευτη όρεξη και σύμμαχο τον χρόνο, καθώς όσο είσαι σε νεαρή ηλικία κυλάει με διαφορετικούς ρυθμούς. Δυστυχώς δεν υπήρχε όμως η εμπειρία η οποία ήρθε αργότερα όταν δοκιμαστήκαμε αρκετά πάνω σε διαφορετικές μουσικές προκλήσεις. Με τον Νίκο έχουμε υπάρξει σε διάφορα μουσικά stages, από τεράστια clubs, μπουζούκια, rock σκηνές, παίζοντας όλα τα είδη του ελληνικού ρεπερτορίου λαϊκού, έντεχνου και ποπ, όπως επίσης έχουμε κάνει sessions σε ξενόγλωσσα rock γκρουπ του τόπου μας. Φτάνοντας στο σήμερα και στο “Circus Black”, νομίζω ότι το πάθος μας για το metal παρέμεινε αναλλοίωτο και η διαδρομή μέσα στα χρόνια, μας γέμισε με εμπειρίες και επιρροές που ειλικρινά δεν διδάσκονται. Μας έμαθε να σκεφτόμαστε έξω από το κουτί, πράγμα που πίσω στα 90s δεν υπήρχε ούτε στο απειροελάχιστο η ιδέα ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Το underground του χθες με το σήμερα δεν μπορεί επίσης να συγκριθεί. Τότε έπρεπε να τα κάνεις όλα σε πραγματικό χρόνο, από τις κόπιες κασέτας, τα ταχυδρομεία και πολλές άλλες χρονοβόρες διαδικασίες. Σήμερα όλα είναι πλέον αυτοματοποιημένα.
Τι θα λέγατε σε έναν έφηβο metalhead που ψάχνεται να φτιάξει το δικό του συγκρότημα;
Να πιστέψει αρχικά στον εαυτό του, να αγαπάει και να υποστηρίζει αυτό που πρεσβεύει χωρίς εκπτώσεις. Η μουσική είναι η φωνή της ψυχής, είναι κάτι που πηγάζει εσωτερικά και είναι προτέρημα να έχεις το ταλέντο να τη μεταφράζεις. Με μελέτη το ταλέντο εξελίσσεται χωρίς απαραίτητα να υπερβαίνεις σε ζογκλερισμούς, καθώς αν αυτά τα υψηλά επίπεδα μάθησης δεν είναι σωστά δομημένα και ισορροπημένα με το μέσα σου, τότε ίσως και να χάνεται το συναίσθημα. Η ψυχική έκφραση δεν έχει σύνορα και αν πιστεύεις ότι το θέλεις πολύ … τότε αξίζει να ζήσεις την εμπειρία, δοκίμασέ το.