- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κυριάκος Σφέτσας: Ο στόχος μου παραμένει πάντα ο ίδιος, η δημιουργική συνύπαρξη Ανατολής - Δύσης
Ένας από τους σημαντικότερους έλληνες συνθέτες μιλάει στην ATHENS VOICE εφ’ όλης της ύλης με την ευκαιρία της επανακυκλοφορίας του πρώτου του δίσκου, «Smog»
Κυριάκος Σφέτσας: Συνέντευξη με τον συνθέτη για τη ζωή του, τη Μαρία Κάλλας, την Κατερίνα Γώγου, τη μουσική, το «Smog»
Το ελληνικό μουσικό περιβάλλον του 1974 ήταν πολύ μακριά από την ηλεκτροακουστική μουσική, ακόμη και από το νόημα του συγκεκριμένου μουσικού όρου. Ήρθα σε επαφή με το έργο του Κυριάκου Σφέτσα παρακολουθώντας τη «Νύχτα Με τη Σιλένα» του Δημήτρη Παναγιωτάτου. Ήμασταν πια αρκετά αργά, στο 1986, η ταινία αλλά και η μουσική δημιουργούσαν μια πολύ έντονη συγκίνηση και άρχισα να γυρίζω και να ψάχνω προς τα πίσω. Με έκπληξη ανακάλυπτα ότι κάθε κυκλοφορία του Κυριάκου Σφέτσα είχε διαφορετικό ήχο από κάθε προηγούμενη, υπήρχε όμως μια αδιόρατη λεπτή γραμμή που διέτρεχε τα πάντα. Συνδέθηκα με τη συνεργασία του με την Κατερίνα Γώγου και τον δίσκο «Στον Δρόμο» αλλά αγάπησα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τη Greek Fusion Orchestra και το «Χωρίς Σύνορα». Το «Smog» ήταν και έμεινε για πολλά χρόνια ένα μεγάλο μυστήριο. Μόνο όταν μπήκα στον κόσμο της μουσικής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα, άρχισα να υποπτεύομαι περί τίνος επρόκειτο. Τώρα πια, το ακούω με δέος. Και χαίρομαι που δίπλα στον αυθεντικό δίσκο θα προστεθεί η νέα και πλούσια επανέκδοση. Ακόμη περισσότερο, είμαι ευτυχής που μου δίνεται η ευκαιρία να συνομιλήσω με έναν από τους πιο σημαντικούς έλληνες συνθέτες.
Έχετε σπουδάσει πιάνο με την Κρινώ Καλομοίρη. Τι είναι αυτό που σας άφησε αυτή η σχέση εκπαιδευτή-εκπαιδευόμενου και τι στοιχεία πέρασαν μέσα σας από την οπτική του πατέρα της, του Μανόλη Καλομοίρη;
Γνώρισα την Κρινώ Καλομοίρη όταν ήρθε στη Λευκάδα ως διευθύντρια του Εθνικού Ωδείου για τις εξετάσεις τέλους του έτους του εκεί παραρτήματος. Εντυπωσιάστηκε διότι ανακάλυψε ότι είχα απόλυτη ακοή. Υπήρξε δασκάλα μου για ένα φεγγάρι όταν ήρθα στην Αθήνα, φθινόπωρο του 1964, αφού είχα ακομπανιάρει την Μαρία Κάλλας στο φεστιβάλ της Λευκάδας στα τέλη Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Στην τάξη της μάλιστα είχε καδράρει τη φωτογραφία μου με την Κάλλας που είχε προφανώς αποσπάσει από κάποια αθηναϊκή εφημερίδα. Υπήρξαμε, πιστεύω, περισσότερο φίλοι παρά μαθητής και δασκάλα. Πήγαινα στην τάξη της και έπαιζα Dave Brubeck! Και μου έλεγε «φύγε, μου χαλάς την τάξη»! Όταν τέλη Αυγούστου του 1967 έφυγα για το Παρίσι, παρ’ ότι δεν πίστευε ότι θα καταφέρω να στεριώσω εκεί, μου έδωσε μια διεύθυνση φίλης της για να πάρω ένα όρθιο Pleyel πιάνο (δικό της από παλιά), και να μπορώ να μελετάω. Κι άλλες συστατικές επιστολές. Όταν δε, επισκέπτονταν το Παρίσι μας έκανε το τραπέζι εμένα και της κόρης της, Χαράς, που τότε έμενε εκεί με τον Γάλλο πατέρα της. Με το έργο του Καλομοίρη δεν είχα ιδιαίτερες επαφές. Θαύμαζα ορισμένα έργα του, όμως δεν συμφώνησα ποτέ με τις αρνητικές απόψεις του για τη σύγχρονη μουσική - από τον Σένμπεργκ και μετά. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαξίωσα το έργο του. Ο χρόνος είναι ο κριτής όλων μας. Δεν αισθάνθηκα απλώς μια ιδιαίτερη έλξη προς τη μουσική του.
Έπαιξε κάποιον ρόλο στη μουσική σας ότι ταυτόχρονα είχατε δεσμούς και με τα Επτάνησα; Αυτά έπαιξαν κάποιον ρόλο στη συγκρότησή σας ως συνθέτη;
Δύο γεωγραφικές περιοχές στις οποίες έζησα και μεγάλωσα έπαιξαν τον σπουδαιότερο ρόλο, σημαδεύοντας τη μουσική μου από τότε που σχεδίαζα ακόμη και πρωτόλεια κομμάτια. Η πλευρά της Ακαρνανίας (Αμφιλοχία, Βάλτος) και η Λευκάδα όπου μετοίκησα οικογενειακώς στη Β’ Δημοτικού. Σε αυτά τα άγια χώματα, όπως τα αποκαλώ, γνώρισα τον κόσμο του κλαρίνου και της δημοτικής παράδοσης παράλληλα με τον κόσμο του Ιονίου και της ιταλικής μουσικής, μπάντες, όπερα κ.λπ. Η σχέση των δύο μουσικών κόσμων υπήρξε καταλυτική, και εξελίχτηκε από την αρχή αβίαστα μέσα μου, εννοώ σε απόλυτη ισορροπία. Αργότερα βεβαίως, βρήκα κι άλλες μουσικές διαδρομές που ακολούθησα όπως η τζαζ, ο αυτοσχεδιασμός και η σύγχρονη γραφή. Ο στόχος μου όμως παραμένει πάντα ο ίδιος: η δημιουργική συνύπαρξη Ανατολής-Δύσης.
Συνοδεύσατε στο πιάνο τη Μαρία Κάλλας στην τελευταία της εμφάνιση στην Λευκάδα. Τι θυμάστε από την πρόβα αλλά και τη βραδιά της εμφάνισής σας;
Πρόβα δεν υπήρξε ποτέ! Ό,τι έπαιξα το έπαιξα prima vista. Ελάχιστοι ίσως γνώριζαν ότι η Κάλλας είχε αποφασίσει να τραγουδήσει εκείνο το βράδυ στην κεντρική πλατεία της πόλης και στο στημένο πάλκο για τις παραστάσεις των φολκλορικών χορευτικών συγκροτημάτων. Το πιάνο μεταφέρθηκε την τελευταία στιγμή κι ύστερα από τη δική μου συναίνεση. Το μόνο δε, που κατάφερα να αρθρώσω μπροστά στην ντίβα, όταν μου πρότεινε το σπαρτίτο της Καβαλλερία Ρουστικάνα, ήταν: «Δώστε μου λίγο χρόνο να το δω» και χώθηκα σ’ ένα σοκάκι δίπλα στη σκηνή για να δω την παρτιτούρα και να βάλω κάποιους δαχτυλισμούς. Λίγο πριν, είχε μαθευτεί ότι η μεγάλη Μαρία Κάλλας θα τραγουδούσε κι ένα πλήθος, πέρα από τους καθήμενους ήδη θεατές του φολκλόρ, κατέκλυσε την πλατεία. Άκρα του τάφου σιωπή. Είναι κάποιες σκηνές που δεν περιγράφονται εύκολα. Ο κόσμος, όλος αυτός ο λαός που έβλεπε πρωτόγνωρα πράγματα να συμβαίνουν στον «ξεχασμένο» τόπο του, παραληρούσε μαγεμένος. Ίσως να μάντευε ότι η παρουσία της Κάλλας και του Ωνάση τότε στην άγνωστη Λευκάδα θα έδινε την ώθηση για ένα καινούργιο μέλλον στο νησί. Σε ό,τι με αφορά, ασφαλώς και ένιωσα «υπερήφανος» και τυχερός υπό μίαν άποψη, για το συμβάν εκείνης της βραδιάς. Δεν έμεινα όμως κολλημένος στο γεγονός, όπως ίσως κάποιοι άλλοι θα έπρατταν. Είχα επιλέξει μια άλλη πορεία, χωρίς δεκανίκια...
Το «Smog» ήταν η πρώτη δισκογραφική δουλειά σας. Πώς ήταν η κατάσταση στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στο Παρίσι σε σχέση με την ηλεκτροακουστική μουσική;
Χρόνια πριν, στην Αμερική, στα στούντιο της γαλλικής Ραδιοφωνίας της Κολωνίας, του Μιλάνου και αλλού, η ηλεκτρονική μουσική καλά κρατούσε και μάλιστα στις διάφορες μορφές της. Υπήρχε ήδη μια πλατιά δισκογραφική παρουσία με έργα γνωστών συνθετών. Είχε φανατικούς φίλους αλλά και φανατικούς εχθρούς. Πριν από το «Smog» είχα συνθέσει αρκετά έργα ηλεκτρονικής μουσικής. Μερικά δε εξ αυτών, είχαν παρουσιαστεί σε δημόσιες συναυλίες, το κοινό των οποίων ήταν κυρίως νέοι μουσικοί, φοιτητές και φανατικοί διανοούμενοι της νέας μουσικής γλώσσας. Τα κοντσέρτα αυτά τελείωναν πάντα με ατελείωτες συζητήσεις οι οποίες συχνά λάμβαναν έντονο χαρακτήρα, μέσα από μια διαπάλη επιχειρημάτων που συχνά διαποτίζονταν από τις ουτοπικές προβολές των συμμετεχόντων. Μπορώ να πω πως συχνά ένιωθα τυχερός που η μουσική τόσο η δική μου όσο και των συναδέλφων μου ξεσήκωνε τέτοια... φασαρία. Ένιωθα χαρούμενος αλλά και τυχερός να συμμετέχω κι εγώ, ένας εκκολαπτόμενος μουσικός σε μια υπέροχη και «αγνή» γιορτή της μουσικής.
Τι ρόλο έπαιξε ο Iannis Xenakis στις πρώτες σας συνθετικές προσπάθειες στο είδος;
Δεν είχα ιδιαίτερη επαφή ή και γνώση των έργων ηλεκτροακουστικής μουσικής του Ξενάκη. Αν θυμάμαι καλά είχα ακούσει στην πρώτη δημόσια παρουσίασή του τo έργο του «Πολύτοπo του Cluny», στο χώρο των ρωμαϊκών λουτρών του Cluny στο Παρίσι. Εγώ όμως τότε, καθώς και νεότεροι συνάδελφοί μου δουλεύαμε ήδη με άλλα τεχνικά μέσα και τρόπους.
Το «Smog» ήταν πρωτοποριακό στην εποχή του. Πώς είναι να εκτίθεται ένας συνθέτης γράφοντας σ’ ένα ιδίωμα που είναι ακόμη στα σπάργανα;
Το «Smog», θα ήθελα να τονίσω, γράφτηκε με τα πιο σύγχρονα μέσα που διέθετε η μουσική τεχνολογία της εποχής. Το ηχητικό υλικό του με το οποίο χτίστηκε ολόκληρο το έργο προέχονταν α) από σωρεία φυσικών ηχογραφημένων ήχων οι οποίοι υπέστησαν δεκάδες επεξεργασίες και τροποποιήσεις και β) από ήχους αναλογικών συνθεζάϊζερς (Moog, ARP κ.λπ.). Το τελικό αποτέλεσμα, ήτοι τα 5 μέρη του έργου, μετά το τελικό τους μοντάζ, συγχρονίστηκε σε τετρακάναλη μαγνητοταινία έτσι ώστε να μπορεί να παίζεται ζωντανά κατά την παράσταση του μπαλέτου πάλι μέσα από μια τετρακάναλη ηχητική εγκατάσταση με τα ηχεία περιμετρικά στις 4 γωνίες ενός τετραγώνου Α, Β, Γ, Δ και τους θεατές και χορευτές στο κέντρο της σκηνής. Η τεχνική της τετρακάναλης μαγνητοταινίας, καινούργια για τα δεδoμένα της εποχής, έχει μείνει γνωστή ως quadrophonic sound. Να σημειώσω εδώ ότι ο τετραφωνικός ήχος, που ισοδυναμεί με αυτό που σήμερα αποκαλούμε ήχο surround 4.0, χρησιμοποιεί 4 ανεξάρτητα κανάλια ήχου στα οποία τα ηχεία είναι τοποθετημένα στις τέσσερις γωνίες του χώρου ακρόασης (Θεατρική σκηνή κ.ά.). Το τετρακαναλικό αυτό σύστημα επιτρέπει την πλήρως ανεξάρτητη αναπαραγωγή των όποιων ηχητικών σημάτων που είναι εγγεγραμμένα στην τετρακάναλη μαγνητοταινία. Στις παραστάσεις, λοιπόν, του μπαλέτου «Smog» που παρουσιαζόταν το 1974, στο πολυγωνικό θέατρο Jean Vilar του Vitry, καθόμουν στην κονσόλα του ήχου και έβρισκα μεγάλη ευχαρίστηση να ερμηνεύω κάθε βράδυ αυτές τις τέσσερις «ανεξάρτητες» πηγές ήχου ως να ήταν ταυτοχρόνως ένα κουαρτέτο εγχόρδων ή ένα κουαρτέτο τζαζ ή μια μεγάλη ορχήστρα που μπορούσα να «παίζω» διαμελίζοντας τη ροή των ήχων της από περίεργες ταξινομήσεις. Το «Smog» ήταν μαζί με ένα έργο του Γάλλου συνθέτη Ζαν-Κλoντ Ελουά τα πρώτα έργα που γράφτηκαν με την τεχνική του τετραφωνικού ήχου παγκοσμίως.
Ποιο ήταν στην εποχή του το στοίχημα του «Smog»;
Αν δεχθώ ότι υπήρξε «στοίχημα», αυτό ήταν η προσπάθεια τόσο από τη μεριά του χορογράφου Μισέλ Καζερτά όσο και από τη δική μου ή ακόμη και των λοιπών συντελεστών του μπαλέτου, να καταδειχθεί τόσο η μόλυνση του περιβάλλοντος (ο τίτλος «Smog» άλλωστε παραπέμπει στο περίφημο νέφος του Λονδίνου στη δεκαετία του ’60, αλλά και μετά), όσο και οι κοινωνικές της προεκτάσεις στην οικονομία, στην πολιτική αλλά και στον πολιτισμό. Από τη μεριά όλων μας, με μια χειρονομία αρκετά ουτοπική και ρομαντική (λίγα μόλις χρόνια μετά τον Μάη του ’68), θελήσαμε να «ταράξουμε» λίγο τα νερά, με φορέα το υπερμοντέρνο Θέατρο του Vitry, που ανήκε στον ομώνυμο κομμουνιστικό δήμο στο νότιο Παρίσι, λίγα μόλις χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο του Ορλύ. Ήμασταν μακριά -σημερινή μου εκτίμηση- από την συνειδητοποίηση των κινδύνων της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής και όλων των συναφών προβλημάτων που έχουν δημιουργήσει στον πλανήτη οι ανθρώπινες παρανοϊκές δραστηριότητες. Περνώντας, όμως, από τις συγκρούσεις του Μάη, διαπιστώνοντας ήδη την σταδιακή του παρακμή μέσα από τον εκφυλισμό των μηνυμάτων του που το σύστημα είχε σε μεγάλη έκταση επιτύχει, θελήσαμε μέσω ένος άκρως καλλιτεχνικού έργου, με περιεχόμενο ενίοτε τολμηρό και αιχμηρό και ενίοτε τρυφερό ή και «εξορκιστικό» να ευαισθητοποιήσουμε έστω και ανεπαίσθητα τους αποδέκτες του έργου αλλά και τα media της εποχής.
Όλα κινούνται σε ταχύτητες ενός αβυσσαλέου μάρκετινγκ, που θεωρεί ακόμη και σπουδαία έργα της εποχής μας προϊόντα προς μια χύδην αταξινόμητη κατανάλωση από εκατομμύρια αδαείς καταναλωτές
Πώς θα αποτιμούσατε σήμερα το «Smog» σε σχέση με τις εξελίξεις στη σύγχρονη μουσική μετά την κυκλοφορία του και πώς νιώθετε για την επανακυκλοφορία του;
Η σχέση του «Smog» με τις εξελίξεις της σύγχρονης μουσικής τεχνολογίας και των δυνατοτήτων και μέσων που αυτή προσφέρει στον δημιουργό-συνθέτη, είναι κάτι που μοιάζει με τον ήλιο και τη βροχή, με το φως και το σκοτάδι. Αυτό όμως δεν το βρίσκω αρνητικό. Στον ατάλαντο, όσα μέσα και να του διαθέσεις, το αποτέλεσμα θα είναι από κακό έως απαράδεκτο. Είναι το ίδιο όπως αν δώσω ένα στραντιβάριους σε κάποιον θεόφαλτσο βιολιστή. Σημασία έχει η δόκιμη και ευφυής χρήση των μέσων που παρέχονται στον μουσικό. Αν θυμηθείτε με πόσα λιγοστά μέσα οι μεγάλοι κινηματογραφιστές έκαναν το μοντάζ στις αριστουργηματικές τους ταινίες, είναι εύκολο να καταλάβετε το νόημα των λεγομένων μου. Ωστόσο, είναι βέβαιο και απολύτως θετικό το γεγονός ότι η σύγχρονη μουσική τεχνολογία μας προσφέρει τεράστιες δυνατότητες μέσα από τις οποίες ένας εμπνευσμένος και «εγγράμματος» συνθέτης μπορεί να φτάσει στην παραγωγή σπουδαίων έργων. Το ζητούμενο βέβαια θα παραμένει πάντα το ίδιο: η καλή μουσική και η πρωτοπορία βασίζονται πριν απ’ όλα στον νου και στην ψυχή μας. Όσο για την επανακυκλοφορία του «Smog» θα πω μόνο τούτο: χαίρομαι ιδιαίτερα που κάποιοι νέοι απανταχού συνάδελφοί μου θα μάθουν κάτι για τις αλλοτινές εκείνες μέρες των δικών μας φιλοδοξιών. Ίσως αυτό αποτελέσει, έστω και σε μικρό βαθμό, μια θετική γνώση για τα δικά τους ζητούμενα.
Η κιθάρα στο «Θα ‘ρθει Καιρός» μαζί με την ποίηση της Γώγου έχει σημαδέψει μια ολόκληρη γενιά. Το γνωρίζετε; Πώς νιώθετε γι’ αυτό;
Αισθάνομαι υπέρμετρα τυχερός που εμπνεύστηκα μουσική από την ποίηση της Κατερίνας Γώγου, αλλά και εξ ίσου ευτυχής που συνεργάστηκα με μια πλειάδα από τους καλύτερους Έλληνες μουσικούς στην αρχή της δεκαετίας του 1980. Γνωρίζω ένα μεγάλο μέρος αυτού που εσείς αποκαλείτε «έχει σημαδέψει». Γνωρίζω επίσης αντιδράσεις νεότερων, εννοώ της σημερινής νεολαίας. Νιώθω να με γεμίζει μια βαθιά χαρά και ικανοποίηση, η οποία μου παρέχεται απλόχερα. Υποκλίνομαι, θα έλεγα, με απέραντη ταπεινότητα. Είναι απροσμέτρητη η χαρά για ένα δημιουργό να βλέπει το έργο του να ταξιδεύει γόνιμα μέσα στο χρόνο.
Ίσως είναι μεγάλη προσωπική αγάπη αλλά το «Χωρίς σύνορα» είναι η πιο αγαπημένη μου δουλειά σας. Τι είναι αυτό που την κάνει τόσο σπουδαία για σας; Τι είχε η Greek Fusion Orchestra που ελάχιστα σχήματα είχαν στην Ελλάδα;
Ισχύει και για μένα ένα είδος ιδιαίτερης αγάπης που νιώθω για το «Χωρίς Σύνορα». Ίσως γιατί μετά από δουλειά μιας διετίας δοκιμών και ηχογραφήσεων κατέληξα σε επιλογές γραφής με χαρακτήρα πιο σύνθετο και αισθητικά περισσότερο προωθημένο. Θα έλεγα δε ότι το «Χωρίς σύνορα» από άποψη ερμηνείας της GFO αγγίζει την τελειότητα. Θα πρόσθετα δε ότι η μεταμόρφωση και η ένταξη δύο παραδοσιακών θεμάτων, καθολικού χαρακτήρα, στον πυρήνα μιας πιο σύνθετης μορφολογικά μουσικής γραφής, με δάνεια και επεξεργασίες υλικού από ποικίλες μουσικές πλευρές, (παράδοση, τζαζ, ροκ, αβάν γκαρντ), με ερέθιζε ξεχωριστά ακόμη και με σχετική μανία, ως ένα είδος προσήλωσης στο εφικτό ή στο ριψοκίνδυνο. Δίπλα βεβαίως στα δύο κομμάτια («Παπαδιά», «Σαμαρίνα»), αναζητούσα με τα «Dream’s Rolling» και «Ballad for John» να βρω τον δικό μου εαυτό μέσα στη fusion πρωτοπορία και πολυγλωσσία της εποχής. Στόχος μου λοιπόν ήταν να δημιουργηθεί, να στοιχειοθετηθεί μεταξύ εμού και των μουσικών -όπως σημειώνω στο CD GFO Volume One της Teranga Beat- μια κοινή συναισθηματική και γνωστική βάση. Με άλλα λόγια να δομηθεί μια συλλογική αισθητική που θα διατύπωνε μιαν ελεύθερη μουσική γλώσσα. Στην πράξη, η Greek Fusion Orchestra, έθεσε 45 περίπου χρόνια πριν το ζήτημα μιας νέας μουσικής μας ύπαρξης. Μιας μουσικής που θα ήταν ελληνική και παγκόσμια. Αναρωτιέμαι συχνά για το πως μια ορχήστρα που από το 1977-80 μέχρι το 2018 δεν είχε ποτέ εμφανιστεί δημόσια, μπόρεσε να διαγράψει μια πορεία που να αποτελεί σημείο ανα-φοράς στις μέρες μας. Αίνιγμα...
Επίσης με συγκινεί η μουσική από τη «Νύχτα με τη Σιλένα», όπως και η ίδια η ταινία του Δημήτρη Παναγιωτάτου. Δεν ήταν πολύ ιδιαίτερος ο τρόπος που ταίριαξε η μουσική με την ταινία; Πώς το πετύχατε;
Η «Νύχτα με τη Σιλένα» ήταν μια ταινία που με καταγοήτευσε ακόμη και με την κόπια εργασίας. Ένα συναρπαστικό ερωτικό θρίλερ, που με οδήγησε και μου υπαγόρευσε αναμφίβολα την επιλογή του ύφους και του στιλ της μουσικής επένδυσης. Κι αυτό βεβαίως ήταν ο αισθητισμός και το βαθύ ηχόχρωμα της τζαζ μπαλάντας. Σε αυτό τον σκοτεινό κυρίως κόσμο της νύχτας επέλεξα να κινηθώ. Ένα κόσμο που γνωρίζω από πολύ νέος όταν έπαιζα, όντας σπουδαστής, πιάνο στα διάφορα καμπαρέ της Αθήνας των sixties. Ο Δημήτρης Παναγιωτάτος γνώστης και ρέκτης της μουσικής του είδους όχι απλά συμφώνησε μαζί μου αλλά υπήρξε και φανατικός συνοδοιπόρος! Για να απαντήσω πάντως στην ερώτησή σας ότι «ήταν ιδιαίτερος ο τρόπος που ταίριαξε η μουσική με την ταινία», θα πω τα εξής: διαβάζω από μικρός ποίηση και λογοτεχνία, θαυμάζω τα μεγάλα αρχιτεκτονήματα, φαντασιώνω τα μύρια όσα με τα έργα των μεγάλων ζωγράφων, είμαι μανιακός σινεφίλ από μαθητής του γυμνασίου καθώς και της μουσικής για τον κινηματογράφο. Θεωρώ το είδος ως κάτι ξεχωριστό και εξαίσιο κεφάλαιο της μουσικής τέχνης. Διαθέτω ίσως κάποιο ταλέντο στην βαθύτερη ανίχνευση ενός σεναρίου κι αυτό βοηθάει τα μέγιστα.
Τι θυμάστε περισσότερο από την εποχή που ήσασταν διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος;
Θυμάμαι με πολλή αγάπη και συγκίνηση την αφοσίωση της πλειοψηφίας των συνεργατών μου στο έργο που είχαμε από κοινού αναλάβει, την στήριξη του αείμνηστου Μάνου Χατζιδάκι που αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου μού είπε «θα είμαι στο πλάϊ σου για ότι χρειαστείς» και τέλος την στήριξη ενός μεγάλου μέρους δημιουργών και εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου της χώρας μας. Το έργο που επιτελέστηκε κατά τη διάρκεια της θητείας μου μένει να αποτιμηθεί από τους όποιους μελετητές του ραδιοφώνου.
Ζείτε μακριά από την Αθήνα. Τι σας έκανε να την εγκαταλείψετε;
Καιρό πριν την αποχώρησή μου από το Τρίτο πρόγραμμα ήθελα να ζήσω στον τόπο που μεγάλωσα κι έμαθα μουσική. Στη Λευκάδα. Κάποια στιγμή, κοντά στη νέα χιλιετία, υπήρξε οικογενειακή απόφαση. Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα της ζωής είναι πάντα καθοριστικά και σε οδηγούν αργά ή γρήγορα σε ριζικές αποφάσεις. Άλλωστε είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου ή αλλιώς διατυπωμένο, είχαν ωριμάσει οι συνθήκες που με οδήγησαν σε αυτή την απόφαση, που όμως δεν ήταν πράξη απόσυρσης αλλά κίνηση βαθύτερης καταφυγής. Καταφυγής σε ένα κόσμο άλλων ταχυτήτων, με άμεση πρόσβαση στην ωραιότητα της φύσης, στα μονοπάτια της περισυλλογής και της ενδοσκόπησης και στην απλότητα των καθημερινών σχέσεων. Δεν αναφέρομαι σε κάποιο παράδεισο της ελληνικής περιφέρειας διότι αυτός έπαψε προ πολλού να υπάρχει. Αναφέρομαι σε μια καθημερινότητα εντός της οποίας δύνασαι να υπάρχεις με πλούσιο προσωπικό χρόνο αλλά και με την μοναδικότητα της μοναξιάς, αν μπορείς να ζεις άνετα μαζί της. Συνεργός αλλά και πολύτιμος βοηθός στην απόφασή μου η διαδικτυακή επικοινωνία και η μουσική τεχνολογία. Έτσι κι αλλιώς οι πραγματικοί μας φίλοι είναι παρόντες όπου κι αν βρισκόμαστε...
Τι σας εντυπωσίασε στη μουσική τον τελευταίο καιρό;
Δεν μπορώ να απαντήσω ξεκάθαρα στην ερώτησή σας. Και τούτο διότι δεν μπορώ να διακρίνω ποια ακριβώς θα ήταν εκείνη η μουσική πρόταση, που θα με αποσπούσε από την απαισιοδοξία μου, σε σχέση με την σημερινή μουσική μας κατάσταση. Και αναφέρομαι βέβαια στην παγκόσμια μουσική σκηνή. Κι άλλωστε σε ποιο τομέα ή κεφάλαιο ή είδος μουσικής αναφέρεστε. Στην λεγόμενη κλασική ή λόγια, στην τζαζ, στην αβάν γκαρντ, στη ροκ;
Σε οποιονδήποτε μουσικό χώρο…
Όλα φαντάζουν μπροστά μου στάσιμα. Όλα κινούνται σε ταχύτητες ενός αβυσσαλέου μάρκετινγκ, που θεωρεί ακόμη και σπουδαία έργα της εποχής μας προϊόντα προς μια χύδην αταξινόμητη κατανάλωση από εκατομμύρια αδαείς καταναλωτές. Η τραγική λοιπόν κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο σύγχρονος πολιτισμός μας στο πλάι ακριβώς και της εκφυλισμένης μας ζωής με ωθεί σε συμπεριφορές ή επιλογές μακριά, πολύ μακριά από το πλαίσιο της ερώτησής σας. Ίσως και της άρνησης να δώσω μιαν απάντηση. Εκείνο λοιπόν που με απασχολεί περισσότερο όταν βλέπω την ραγδαίως επερχόμενη καταστροφή του πλανήτη, δεν είναι ο όποιος εντυπωσιασμός μου από κάποιο μουσικό έργο ενός σημερινού δημιουργού. Είναι αν η ύπαρξή του παίζει πια κάποιον ρόλο στον κοινωνικό ιστό. Αυτόν έστω τον διαλυμένο…
Τι βιβλίο διαβάζετε αυτή την εποχή;
Λίγο πριν τα μέσα του καλοκαιριού διάβασα ένα σπουδαίο έργο το «Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω», του Κολομβιανού συγγραφέα Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη. Ένα απαράμιλλο ιστορικό μυθιστόρημα, ένα περιπετειώδες αυτοβιογραφικό ταξίδι, ένα συναρπαστικό αφήγημα, μια περισπούδαστη πολιτικοκοινωνική μελέτη. Οι δικτατορίες της Ισπανίας και της Λατινικής Αμερικής μαζί με τα κινήματα των ανταρτών, η Κίνα του Μάο, οι χαμένες ή και προδομένες επαναστάσεις μαζί με την Τέχνη και τις μεγάλες ή μικρές στιγμές της στην άκρως ταραχώδη πορεία των ηρώων του βιβλίου. Ένα μαγικό έργο!
Να περιμένουμε επανεκδόσεις περισσότερων δίσκων σας στο επόμενο διάστημα;
Ανήκω σε μια κατηγορία δημιουργών που ασχολείται ελάχιστα με την προώθηση των έργων της. Ό,τι έχει συμβεί σχετικά με την όποια «φήμη», δημοσιότητα το λέμε σήμερα της μουσικής μου έχει προέλθει από την αποτίμηση και την εκτίμηση των ακροατών μου στο χθες και στο σήμερα. Δεν έκανα ποτέ ιδιαίτερες προσπάθειες για να γίνω γνωστός. Ίσως και να μη κατέχω τους τρόπους και τους μηχανισμούς. Εκείνο που αδιαλείπτως με απασχολεί, είναι να δουλεύω ασταμάτητα όπως τα μυρμήγκια. Αυτό είναι η υπέρτατη ικανοποίηση και χαρά μου. Νιώθω απολύτως ευτυχής όταν σκυμμένος στο ηλεκτρονικό (πλέον) κλαβιέ μου, εργάζομαι με εκείνη την απίστευτη αφοσίωση όπως οι παλιοί υποδηματοποιοί, οι τσαγκάρηδες. Εκεί, σε αυτή τη στάση σώματος και ψυχής βρίσκεται το δικό μου βασίλειο! Ακόμη και μερικά μόλις μέτρα μουσικής να συνθέσω αρκούν για να με ταξιδεύουν σε άλλους κόσμους. Αυτή είναι η χαρά της δημιουργίας κι ο κόσμος του απόκρυφου, που δεν έχει να κάνει με δημοσιοποιήσεις και τέτοια. Εύκολο λοιπόν το συμπέρασμα: δεν με απασχολούν ιδιαίτερα οι επανεκδόσεις ή οι νέες δισκογραφήσεις. Το ζήτημα αυτό το έχω εμπιστευθεί σε αγαπημένους φίλους που νοιάζονται πραγματικά για τη μουσική μου.
To Smog κυκλοφορεί σε έκδοση διπλού βινυλίου 180 gr. με διανομή από την Coma Records ενώ είναι διαθέσιμο και σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες. Το δισκογραφικό έργο του Κυριάκου Σφέτσα είναι διαθέσιμο σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες σε διανομή της The Hubsters.