- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Shame: Το «Food for Worms» είναι το ρεκόρ μας
Λίγο πριν την πολυαναμενόμενη εμφάνισή τους στην Αθήνα, ο μπασίστας Josh Finerty μιλάει στην ATHENS VOICE
Συνέντευξη Shame: Ο μπασίστας της βρετανικής rock μπάντας, Josh Finerty, μοιράζεται την ιστορία τους κι εξηγεί πώς δημιούργησαν το νέο τους άλμπουμ πριν τη συναυλία τους στην Αθήνα, την Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου.
“It’s a shame that you don’t have a name!” φέρεται ότι είπε ο πατέρας του ντράμερ των Shame, Charlie Forbes στον 18χρονο γιο του και στους φίλους του που έπαιζαν στο επάνω όροφο της παμπ Queen’s Head στο Νότιο Λονδίνο, απέναντι από το Brixton Academy. Και εγένετο Shame - μια μπάντα που μέσα σε λίγα χρόνια έχει προλάβει να γράψει το δικό της σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του σύγχρονου post - punk, συμμετέχοντας ενεργά στην αναζωογόνηση του κιθαριστικού ήχου των τελευταίων χρόνων και στο ρεύμα πάνω στο οποίο κυλάνε πολλές ενδιαφέρουσες μπάντες από τη Μεγάλη Βρετανία και τα πέριξ της και που για κάποιον -όχι και τόσο περίεργο λόγο- συνέπεσε με την post Brexit περίοδό της.
Με ένα δυναμικό ξεκίνημα την περίοδο 2017 – 2018 με το album “Songs of Praise” κι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κι επιτυχημένο δεύτερο album, το “Drank Tank Pink” το 2021 που τους έβαλε για τα καλά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της όποιας «εναλλακτικής» μουσικής βιομηχανίας οι Shame μοιάζουν να ξέρουν να εξελίσσονται προς τη σωστή κατεύθυνση, χτίζοντας βήμα το βήμα και δίσκο και δίσκο τον χαρακτήρα και το όνομά τους.
Με τον τρίτο τους δίσκο, “Food for Worms” σχεδόν έτοιμο για κυκλοφορία τον επικείμενο Φεβρουάριο οι Shame θα βρεθούν σύντομα και πάλι στον δρόμο για τη σχετική περιοδεία, πριν όμως θα πρέπει να κλείσουν κάποιες live εκκρεμότητες που έμειναν ανοιχτές από την περίοδο των παρατεταμένων ευρωπαϊκών lockdowns. Μια από αυτές και η πολυαναμενόμενη εμφάνισή τους στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου στο Fuzz Live Music Club (η δεύτερη μετά το Release Athens του 2019), που θα εκπληρώσει τις προσδοκίες όσων τους περίμεναν πώς και πώς από τον περασμένο χειμώνα, οπότε και η τότε εμφάνισή τους είχε αναβληθεί ελέω Covid. Ο μπασίστας του συγκροτήματος Josh Finerty ακούγεται ενθουσιασμένος στην άλλη άκρη της διαδικτυακής γραμμής, δηλώνοντας ότι αυτή τη φορά θέλουν να κάνουν και λίγο τουρισμό, να δουν πράγματα και ρωτώντας μέσα στην χαρά τι καιρό κάνει τώρα στην Αθήνα. Αφού τον διαβεβαιώνουμε ότι, με εξαίρεση κάποιες ξαφνικές κακοκαιρίες, ο καιρός παραμένει εξαιρετικά καλός παρότι μπαίνουμε στον χειμώνα, γυρνάμε πίσω στις πρώτες ημέρες της μπάντας στο “Queen’s Head” και πιάνουμε το νήμα της ιστορίας τους.
Πήγαινέ μας λίγο πίσω στο ξεκίνημά σας, στις πρώτες μέρες στην παμπ “Queen’s Head” στο Νότιο Λονδίνο. Πώς ήταν εκείνη η περίοδος;
Ήταν μια εντελώς τρελή περίοδος. Πάνε πια 8 χρόνια και έχει πλάκα να κοιτάμε πίσω σε εκείνες τις ημέρες. Σταθήκαμε πολύ τυχεροί στο ξεκίνημά μας. O μπαμπάς του ντράμερ μας του Charlie (Forbes) -o οποίος κατά κάποιον τρόπο είναι και ο “νονός” μας που μας έδωσε την ιδέα για το όνομα Shame- είναι φίλος με πολλούς ντόπιους στο Νότιο Λονδίνο, μεταξύ άλλων και με τους ιδιοκτήτες του “Queen’s Head” που είναι σχεδόν απέναντι από το Brixton Academy. Και στον πάνω όροφο της παμπ υπήρχε ένας χώρος με ντραμς και ό, τι χρειαζόμασταν για πρόβες – οι Fat White Family έκαναν πρόβες στον ίδιο χώρο. Οπότε μας παραχώρησαν τον χώρο από το Queen’s Head δωρεάν για τις πρόβες μας κάτι που μας ενθουσίασε, η αίσθηση ότι μπορούμε να παίζουμε όσο θέλουμε και να εξασκούμαστε δωρεάν. Ήμασταν 17 χρονών και αρκετά «αθώοι» και, όπως είπα και πριν, πολύ τυχεροί. Το να έχεις έναν δωρεάν χώρο για να παίζεις ή έναν ιδιοκτήτη παμπ να σου λέει «Έχουμε μια open mic βραδιά σήμερα, ελάτε να παίξετε κι εσείς live», το να μπορούμε να κάνουμε support στους Fat White Family έτσι απλά, όλα αυτά ήταν καταλυτικά για εμάς, μας βοήθησαν να χτίσουμε την αυτοπεποίθησή μας και να βρούμε τη θέση μας στη σκηνή.
Ακούγεται πολύ απλό, σαν τις παλιές καλές rock μέρες.
Ναι ακούγεται πολύ απλό, σαν μια ταινία για μια νέα punk rock μπάντα. Πηγαίναμε ακόμα σχολείο όταν ξεκινήσαμε και το punk δεν ήταν ακριβώς δημοφιλές. Τα πιο δημοφιλή είδη που άκουγαν οι φίλοι μας και οι υπόλοιποι έφηβοι που συναναστρεφόμασταν ήταν η hip hop και η χορευτική μουσική - με αυτά μεγαλώσαμε και οι κιθάρες ήταν σχεδόν uncool όταν ήμασταν στο γυμνάσιο. Νομίζω ότι οι rock ρίζες μας έρχονται από ακόμα πιο πίσω, από τα ακούσματα που είχαμε όταν ήμασταν πολύ μικρά παιδιά και βγήκαν μετά στην επιφάνεια όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε ως μπάντα. Θυμάμαι ότι η πρώτη μου μεγάλη μουσική αγάπη ήταν ένα CD των Sum41 που μου έδωσε η αδελφή μου. Και όταν γνώρισα τον τραγουδιστή μας τον Charlie (Steen) πριν 11 χρόνια, το 2007 γίναμε φίλοι επειδή άρεσαν και στους δυο μας οι Nirvana, οι Beatles, οι Doors και οι Joy Division – για την ακρίβεια αυτά τα κοινά μουσικά γούστα μας έφεραν όλους κοντά, έτσι γίναμε φίλοι. Οπότε για εμάς οι κιθάρες ήταν πάντα εκεί, απλώς ήταν κατά κάποιο τρόπο σε χειμερία νάρκη κάτω από τα δημοφιλή είδη των σχολικών μας χρόνων. Αλλά όταν βρεθήκαμε σε αυτό το προβάδικο πάνω από το Queen’s Head, όπου εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαμε να γράψουμε hip hop μουσική ή κάτι άλλο (γέλια), ξύπνησαν πάλι οι κιθάρες μέσα μας, τις ανακαλύψαμε από την αρχή, κολλήσαμε με το “Fun House” των Stooges και παίξαμε μουσική με ό, τι είχαμε εκείνη τη στιγμή διαθέσιμο. Και από αυτήν την άποψη ναι ήταν σαν τις παλιές, απλές, καλές rock ημέρες.
Αυτή η σκηνή του Νότιου Λονδίνου, αυτές οι μπάντες που ξεπήδησαν από πολλά σχολεία και παρέες εφήβων και φοιτητών της περιοχής αναβίωσαν σε μεγάλο βαθμό τη δημοφιλία της κιθάρας τα τελευταία χρόνια. Ποιο πιστεύεις ότι θα είναι το μέλλον του κιθαριστικού ήχου στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία;
Ήταν μαγικοί οι δύο πρώτοι χρόνοι αυτής της σκηνής που όλοι ήμασταν στο Λονδίνο, στα ίδια μέρη, oι HMLDT, οι Goat Girl, οι Black Midi μέχρι έναν βαθμό. Αλλά μετά με τις περιοδείες που ξεκινήσαμε χαθήκαμε, δεν νιώθουμε πια κάποιον συνεκτικό δεσμό «σκηνής». Αν βρεθούμε στο ίδιο μέρος θα βρεθούμε, θα πάμε να δούμε κάποια φιλική μπάντα όταν μπορούμε ή μια μπάντα αυτού του ήχου που μας αρέσει αλλά μέχρι εκεί. Υπάρχουν τόσες πολλές μπάντες όμως πια, υπάρχουν βέβαια πάντα οι post - punk ή οι dance κύκλοι, με τη στενή έννοια των όρων, αλλά νομίζω ότι το κύριο χαρακτηριστικό της παγκόσμιας μουσικής τάσης σήμερα είναι η ποικιλομορφία. Και για την ακρίβεια νομίζω ότι όλες αυτές οι λονδρέζικες «κιθαριστικές» μπάντες, στις οποίες ανήκουμε, θεωρήθηκαν «σκηνή» γιατί μοιράστηκαν την ίδια ενέργεια και βρέθηκαν στο ίδιο μέρος, την ίδια χρονική στιγμή και όχι τόσο επειδή μοιράζονται κάποιο κοινό ηχητικό στοιχείο. Οπότε νομίζω ότι ο κιθαριστικός ήχος θα βρει το μέλλον του μέσα σε αυτήν την ποικιλομορφία, η μουσική, όπως και η ζωή κάνει κύκλους, και ο κάθε ήχος θα αλληλοδιαδέχεται τον άλλον μέσα σε αυτόν και θα βρίσκει πάντα τη θέση του. Αυτό που πιστεύω ελπίζω είναι όλη αυτή η λονδρέζικη κουλτούρα που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια να παραμείνει ζωντανή και δυνατή, συνεχίζοντας να αποτελεί εύφορο έδαφος για να ξεπηδάνε φρέσκα και ενδιαφέροντα πράγματα.
Μετά λοιπόν τις πρώτες, όμορφες ημέρες αυτής της σκηνής, ήρθαν οι δίσκο, το πρώτο σας album, “Songs of Praise” και δυο τρία χρόνια μετά το “Drunk Tank Pink” με παραγωγό τον James Ford που είναι γνωστός και ως ο παραγωγός των Arctic Monkeys και του Alex Turner. Πώς ήταν αυτή η συνεργασία;
Ναι πράγματι το πρώτο μας album το κάναμε με τον Dan Foat και τον Nathan Boddy – o Dan Foat τρέχει ένα dance label, την R&S Records κι έχει δουλέψει με παραγωγούς και καλλιτέχνες όπως ο James Blake. Μετά λοιπόν το “Songs of Praise” έρχεται κάποιος από την ομάδα του management μας και μας λέει ότι ενδιαφέρεται πάρα πολύ για εμάς ο James Ford -μας είχε δει να παίζουμε στο Camden και του αρέσαμε- κι εμείς ήμαστε πάρα πολύ ανυποψίαστοι για το τι σημαίνει αυτό και λέμε κάτι του τύπου «Ωραία, cool». Μετά μας λένε ότι είναι ο παραγωγός πίσω από κάθε σχεδόν δίσκο των Arctic Monkeys -δίσκους με τους οποίους μεγαλώσαμε- ενώ και ο Dan και ο Nathan που τους είχαμε ρωτήσει αν θέλουν να κάνουμε μαζί και τον δεύτερο δίσκο μας λένε «Σας ζητάει ένας από τους καλύτερους παραγωγούς στον κόσμο, πρέπει οπωσδήποτε να αρπάξετε την ευκαιρία». Και μετά τον γνωρίσαμε και το vibe και η ενέργεια ήταν πάρα πολύ ωραία. Το πολύ ωραίο με τον James Ford είναι ότι δεν φοβάται να σου πει το οτιδήποτε και έχει έναν πολύ όμορφο τρόπο να λέει και να μεταδίδει τη γνώμη του, και όλοι να συμφωνούν μαζί του και να κάνει τα πράγματα να προχωράνε γρήγορα με τον καλύτερο τρόπο.
Το “Drank Tank Pink” βρήκε ενθουσιώδη υποδοχή από τον Τύπο και έγινε το breakthrough σας μέχρι στιγμής. Νιώθατε από την αρχή την προοπτική αυτής της επιτυχίας;
Δεν ξέρω αν το ξέραμε από την αρχή το μόνο που ξέρω είναι ότι ήμασταν πολύ ενθουσιασμένοι που θα κάναμε δεύτερο δίσκο και ανυπομονούσαμε να γράψουμε, ό, τι κι αν ήταν αυτό που θα γράφαμε. Θέλαμε να πειραματιστούμε περισσότερο αλλά παράλληλα θέλαμε και να τελειώσουμε γρήγορα, γιατί μετά το πρώτο μας album κάναμε μόνο live και περιοδείες για δύο χρόνια -150 shows μόνο το 2017 και 160 το 2018. Οπότε θέλαμε πολύ να επιστρέψουμε στο studio, να γράψουμε ξανά μουσική γιατί αυτά τα δύο χρόνια στον δρόμο ήταν μεν υπέροχα και γεμάτα απίστευτες εμπειρίες και εικόνες αλλά δεν μπορούσαμε να ικανοποιηθούμε πλήρως δημιουργικά. Θέλαμε πάλι να νιώσουμε δημιουργικοί και παραγωγικοί, να δούμε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε στο επόμενο βήμα, αξιοποιώντας την όποια επιτυχία είχε το πρώτο album. Θέλαμε να σπρώξουμε τους εαυτούς μας, να δούμε μέχρι που φτάνουμε, να μας αποδομήσουμε, να γράψουμε με έναν διαφορετικό τρόπο. Δεν ήμασταν πια στο προβάδικο στο Queen’s Head όπου ηχογραφούσαμε παίζοντας όλοι μαζί, βρισκόμασταν σε studio με όλα τα μέσα για να μπορούμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό, με λεπτομέρεια, δοκιμάζοντας και γράφοντας τα μέρη χωριστά, να κόψουμε και να ράψουμε, να δούμε τα πράγματα από διαφορετική οπτική. Οπότε ναι δεν ξέρω αν μπορούσαμε να γνωρίζουμε εξαρχής την επιτυχία αλλά ξέραμε, σίγουρα, ότι μας άρεσαν πάρα πάρα πολύ τα τραγούδια και το αποτέλεσμα του “Drank Tank Pink”.
Έχετε λοιπόν έτοιμο το δεύτερο album με μερικά από τα πιο αγαπημένα σας τραγούδια και ξαφνικά, μπουμ. Η πανδημία σας ανάγκασε να καθυστερήσετε την κυκλοφορία του μέχρι τον Ιανουάριο του 2021. Πώς αντιμετωπίσατε αυτό το αναγκαστικό «διάλειμμα» στη ροή σας;
Σίγουρα μας αναστάτωσε και μας δημιούργησε μια σύγχυση. Νομίζω ότι όλες οι μπάντες αντιμετώπισαν παρόμοιες δυσκολίες και εμπειρίες- σε όποιο στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας κι αν βρίσκεται ένας καλλιτέχνης ή ένα συγκρότημα μια τέτοια καθυστέρηση δεν είναι κάτι ευχάριστο. Για πολλές μπάντες, μάλιστα, που βρίσκονταν στην αρχή τους ή έγραφαν τον πρώτο τους δίσκο ή έκαναν τις πρώτες τους εμφανίσεις η πανδημία ήταν σαν ξαφνικός θάνατος. Ευτυχώς βέβαια εμείς δεν ήμασταν σε αυτά τα πρώιμα στάδια και σε ό, τι αφορά το “Drank Tank Pink” τα είχαμε, πράγματι, όλα έτοιμα, ηχογραφημένα και μιξαρισμένα, οπότε δεν ήταν ότι δεν μπορούσαμε να πάμε στο studio και να ολοκληρώσουμε τον δίσκο. Απλώς καθυστέρησε η κυκλοφορία και η περιοδεία μας που ήταν να ξεκινήσει τον Απρίλιο του 2020. Ήταν σίγουρα δύσκολο και από οικονομική άποψη αλλά και πάλι νιώθουμε τυχεροί που είχαμε έτοιμο τον δίσκο και μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε αυτή τη διακοπή για άλλα πράγματα, όπως το να αρχίσουμε να προετοιμάζουμε νέο υλικό, για έναν πιθανό επόμενο δίσκο.
Ο οποίος επόμενος δίσκος “Food for Worms” είναι κι αυτός έτοιμος και αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Φεβρουάριο του 2023. Θες να μας πεις μερικά παραπάνω πράγματα γι’ αυτόν;
Είναι ένας ιδιαίτερος δίσκος για εμάς, τον γράψαμε, στη μορφή που θα κυκλοφορήσει, φέτος, μέσα σε λίγους μήνες, θέλοντας κατά κάποιον τρόπο να επιστρέψουμε πίσω στις ρίζες μας. Καθόμασταν αυτά τα ένα δυο περασμένα χρόνια της πανδημίας και παίζαμε μαζί, χωρίς όμως ξεκάθαρο προορισμό, τριγυρίζοντας αέναα γύρω από πράγμα, θέτοντας στους εαυτούς μας ατελείωτα deadlines. Είχαμε πολλές ιδέες αλλά κανένα έτοιμο, τελειωμένο τραγούδι. Μέχρι που έρχεται τον Ιανουάριο του 2022 ένας manager μας και μας λέει ότι μας έκλεισε μια εμφάνιση στο “The Windmill” τον Φεβρουάριο και ότι θα πρέπει να παίξουμε ένα καινούργιο set με μερικά νέα τραγούδια, ενώ εμείς δεν είχαμε τελειώσει καμία σύνθεση. Και νομίζω ότι αυτή η προοπτική του να παίξουμε ξανά μετά από καιρό μπροστά σε κοινό κάτι καινούργιο ήταν που μας έδωσε καύσιμο, τελειώσαμε τις συνθέσεις, μας και γράψαμε 8-9 καινούργια τραγούδια, 6-7 από τα οποία τα συμπεριλάβαμε στο νέο μας album. Το “Food for Worms” είναι επίσης το ρεκόρ μας - ποτέ δεν έχουμε γράψει και τελειώσει τόσο γρήγορα έναν δίσκο. Το “Songs of Praise” ήταν αποτέλεσμα δύο - τριών χρόνων δουλειάς ως μπάντα, το “Drank Tank Pink” μας πήρε έναν ολόκληρο χρόνο να το γράψουμε ως προς τις συνθέσεις, χώρια ο χρόνος των τελικών ηχογραφήσεων στο studio. Σε αυτόν τον τρίτο δίσκο τα πράγματα γίνονται ξανά φυσικά και οργανικά για εμάς, δεν το πολυσκεφτόμαστε, κινούμαστε σε έναν άξονα που λέει ότι «η γρηγορότερη ιδέα είναι η καλύτερη ιδέα». Θέλαμε πάλι να βρεθούμε σε ένα δωμάτιο όλοι μαζί, να παίξουμε και να ηχογραφήσουμε μαζί, όπως παλιά. Είναι ένα album που γράψαμε γρήγορα, αλλά χωρίς όμως να βιαστούμε και να το πιέσουμε, όσο περίεργο και να ακούγεται.
Ακούγεστε να το διασκεδάζετε πολύ μαζί, τι ρόλο παίζει η φιλία, η καλή διάθεση και το γέλιο στη ζωή σας ως μπάντα;
Νομίζω ότι όλα αυτά είναι βασικά συστατικά στη ζωή του οποιουδήποτε, σε οποιαδήποτε σχέση. Το να είσαι φίλος με κάποιον, το να γελάς, το να είσαι ειλικρινής με αυτούς που συμπαθείς. Προσπαθούμε να μένουμε αληθινοί ως προς το τι και ποιοι είμαστε, και προσπαθούμε να μην τα παίρνουμε όλα, και τους εαυτούς μας μαζί, τόσο σοβαρά - με την καλή έννοια. Και έτσι θέλουμε να μας αντιμετωπίζει και ο κόσμος - όχι τόσο σοβαρά. Θέλω να πω υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται να μας δουν και μας λένε «Παιδιά είχαμε μια εικόνα για εσάς ότι θα είστε λίγο ψώνια ή λίγο μαλάκες αλλά δεν είστε έτσι» ή μας λένε ότι μπορεί να φαινόμαστε επιθετικοί και θυμωμένοι και σοβαροί στα live ενώ δεν είμαστε έτσι στην πραγματικότητα. Οπότε νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό το να το διασκεδάζουμε, είναι το αντίβαρο στην όποια άλλη εικόνα μας.