Μουσικη

Come On Eileen: 40 χρόνια από τον θρίαμβο των Dexys Midnight Runners

To άλμπουμ «Too-Rye-Ay» κυκλοφόρησε ξανά «όπως θα έπρεπε να ακούγεται» σύμφωνα με τον Kevin Rowland

Χάρης Συμβουλίδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Dexys Midnight Runners: Η επανακυκλοφορία του άλμπουμ «Too-Rye-Ay», 40 χρόνια μετά, με τον ήχο που ήθελε να έχει εξαρχής ο Kevin Rowland.

Θρυλική 80s επιτυχία, που ακόμα λάμπει στο ελληνικό ραδιόφωνο, μα περιέργως δεν αποτέλεσε εφαλτήριο ανακάλυψης του γκρουπ. Μια ιντριγκαδόρικη επανέκδοση του δίσκου “Too-Rye-Ay” δίνει τώρα την ευκαιρία να ξαναπιάσουμε το νήμα αυτής της ιστορίας.

Η επείγουσα προτροπή “come on Eileen” και η χαρωπή ιαχή “too-ra-loo-rye-ay” εξακολουθούν να αποτελούν σταθερά στη νεοελληνική μουσική ζωή, 40 χρόνια αφότου η Αϊλίν προσγειώθηκε στο νούμερο 1 διαφόρων χωρών ανά τον πλανήτη, εκτοξεύοντας τον Kevin Rowland και το συγκρότημά του στην παγκόσμια φήμη.

Τι παράξενο, όμως. Ενώ τα ραδιόφωνά μας συνεχίζουν να παίζουν το “Come On Eileen”, σπάνια ακούς να μεταδίδουν άλλο τραγούδι των Dexys Midnight Runners. Κι ακόμα πιο σπάνια συναντάς fans ή εγχώρια άρθρα που να αναφέρουν τη μπάντα και τις περιπέτειές της στη new wave Βρετανία.

Όσοι εξακολουθούν να μιλούν για αυτούς στην εποχή των social media είναι κυρίως εκείνοι που τους συνάντησαν στα 8 χρόνια της πρώτης τους περιόδου (1978-1986) και κάπως, κάπου κόλλησαν. Έξω από το εν λόγω φάσμα, ωστόσο, μάλλον δεν είναι αναγνωρίσιμο ούτε καν το τόσο ξεχωριστό τους όνομα, που κάνει ποιητική μα ευθεία παραπομπή στην ψυχοδιεγερτική δεξεδρίνη. Η οποία βοηθούσε τους οπαδούς της northern soul να χορεύουν όλη νύχτα στα βρετανικά clubs της δεκαετίας του 1970, μετατρεπόμενοι σε midnight runners.

Οι Dexys Midnight Runners και η northern soul

Μια άποψη που έχω ακούσει σε σχετικές συζητήσεις και δεν έχω πάψει να γυροφέρνω στο μυαλό μου διασυνδέεται άμεσα με αυτό το northern soul μικροσύμπαν, γιατί λέει ότι ο Kevin Rowland και η εκάστοτε παρέα του πλήρωσαν το ότι ήταν λευκοί που βάλθηκαν να παίξουν μαύρα πράγματα. Δεν τη θεωρώ αβάσιμη, αλλά δεν πιστεύω πως φωτίζει όλη την ιστορία.

Είναι αλήθεια ότι οι Dexys Midnight Runners διεκδίκησαν μια τέτοια ταυτότητα το 1980, όταν έβγαλαν το ντεμπούτο τους “Searching For The Young Soul Rebels”. Όμως, πέρα από το γεγονός ότι η πατρίδα Βρετανία αντάμειψε τις επιλογές τους στέλνοντας το “Geno” στο νούμερο 1, ώσπου να έρθει η παγκόσμια διασημότητα του “Come On Eileen” (2 χρόνια αργότερα) το γκρουπ είχε αλλάξει σύνθεση και ηχητική πλεύση, βάζοντας στο παιχνίδι μια ιρλανδέζικη κληρονομιά που έχει πέραση (και) σε χώρες σαν τη δική μας –στις οποίες, πράγματι, τα «μαύρα» δεν συνάντησαν ποτέ τη μαζική απήχηση.

Επανερχόμενοι στο 2022, τα 40 στρογγυλά χρόνια του “Come On Eileen” μάλλον έφταναν και περίσσευαν ώστε να ξαναπιάσουμε το νήμα αυτής της ιστορίας. Όμως ο Kevin Rowland το έκανε ακόμα πιο ενδιαφέρον, καθώς όχι μόνο επανέκδοσε το άλμπουμ που το περιείχε, αλλά το παρουσιάζει και ιντριγκαδόρικα. Δηλώνει δηλαδή ότι μας παραδίδει το “Too-Rye-Ay” «όπως θα έπρεπε να ακούγεται» (“As It Should Have Sounded”), μιας και ο ίδιος δεν συμφώνησε ποτέ με τις μίξεις που είδαν τότε το φως της δημοσιότητας, με απόφαση των ιθυνόντων της Mercury.

Dexys Midnight Runners: Στα άδυτα της νέας επανέκδοσης του άλμπουμ «Too-Rye-Ay»

Τι διαφέρει λοιπόν σε αυτή τη νέα εκδοχή-έκδοση του “Too-Rye-Ay” για όσους κατέχουν ήδη το αυθεντικό άλμπουμ; Πρώτα-πρώτα ας τονιστεί ότι το τριπλό box set δεν περιέχει τις μίξεις που κυκλοφόρησαν το 1982, άρα δεν το αντικαθιστά: όσοι το αποκτήσουν, μπορούν να τα βάλουν δίπλα-δίπλα στη δισκοθήκη τους, συμπληρώνοντας την εμπειρία. «Μου αρνήθηκαν τις λεπτότερες αποχρώσεις», νιώθει ο Rowland για όσα έγιναν τότε, εξηγώντας στο περιοδικό Retro Pop ότι προτιμήθηκαν μίξεις κάπως πιο κλινικές, που χάλασαν τις δυναμικές των συνθέσεων και τη «δαγκωματιά» τους.

Μιλάμε όμως για πράγματα που θα μπορέσει να πιάσει το αυτί ενός συνηθισμένου ακροατή; Ή για λεπτομέρειες που θα γίνουν αντιληπτές μόνο από μουσικούς ή από τους λεγόμενους «χρυσαυτιάδες»; Ίσως προξενεί εντύπωση, αλλά εδώ βρισκόμαστε κατά κύριο λόγο στο πρώτο τερέν, έστω κι αν ορισμένα σημεία έχουν όντως να κάνουν με τις εκτελεστικές μικροδομές των ενορχηστρώσεων.

Εύκολα καταλαβαίνει κανείς, δηλαδή, ότι στο “Plan B” αφαιρέθηκε η απαγγελία της Sam Brown –η οποία θα γνώριζε τη δική της επιτυχία με το “Stop!”, 6 χρόνια αργότερα– ενώ και τα πνευστά μπαίνουν νωρίτερα. Στο intro του “Until I Believe In My Soul”, επίσης, είναι το τρομπόνι που θρονιάζεται στη θέση της σφυρίχτρας, λίγο πριν την αποχώρηση του Big Jim Paterson από τους Dexys Midnight Runners. Και στο “Liars A To E” τα δεύτερα φωνητικά των Sisters Of Scarlet χαμηλώνουν κατά μία οκτάβα, πετυχαίνοντας μια ορθότερη ισορροπία, συγκριτικά με την ορίτζιναλ ηχογράφηση.

Το πρώτο CD του τριπλού box set παρουσιάζει λοιπόν το γνώριμό μας Too-Rye-Ay στη remixed εκδοχή που συνεπιμελήθηκε ο Rowland με τη Helen O'Hara (βιολίστρια των Dexys Midnight Runners μεταξύ 1982-1987) και τον παραγωγό και μηχανικό ήχου Pete Schwier. Το δεύτερο CD, πάλι, περιέχει σπάνια και αδημοσίευτα κομμάτια, εγείροντας τα δικά του ερωτήματα, με δεδομένο ότι έχουν ήδη γίνει τρεις επανεκδόσεις του “Too-Rye-Ay” (1996, 2002, 2007), φιλοξενώντας ανάλογο bonus υλικό. Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε ότι αρκετά πράγματα επαναλαμβάνονται (λ.χ. τα γνώριμα b-sides “Dubious” και “T.S.O.P.” ή το non-album single του 1981 “Show Me”), παρότι είναι αλήθεια ότι βρίσκουμε και πράγματα άγνωστα μέχρι πρότινος, σαν τα ακυκλοφόρητα outtakes “Until I Believe In My Soul” και “Let's Make This Precious”, που είναι μάλιστα και ωραία.

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι όσοι κατέχουν παλιότερες επανεκδόσεις του “Too-Rye-Ay” μάλλον θα απογοητευτούν από το CD2 του box set. Όμως θα αποζημιωθούν από το συνοδευτικό βιβλίο με τα νέα liner notes, τις συνεντεύξεις και το σπάνιο φωτογραφικό υλικό και κυρίως από το καταπληκτικό τρίτο CD. Το οποίο φιλοξενεί την έως τώρα αδημοσίευτη συναυλία των Dexys Midnight Runners στο Shaftesbury Theatre του Λονδίνου (Οκτώβριος 1982), με εκ νέου επεξεργασμένο ήχο.

Μακάρι βέβαια να την αποκτούσαμε σε DVD, αλλά, ακόμα κι έτσι, παραμένει ένα πρώτης τάξης ντοκουμέντο για την επί σκηνής δυναμική της δεύτερης εκδοχής της μπάντας. Εδώ το κέφι, η ενέργειά τους, ο ασταμάτητος Kevin Rowland και όλες τους οι αρετές αποτυπώνονται στα πιο λαμπερά τους. Συχνά, μάλιστα, τα τραγούδια του “Too-Rye-Ay” ακούγονται ανώτερα από τις στούντιο εκδοχές.

© David Corio/Redferns

Come On Eileen: Η μεγάλη επιτυχία των Dexys Midnight Runners

Γιατί λοιπόν μείναμε μόνο με το “Come On Eileen”, 40 χρόνια αργότερα; Αδικήθηκαν οι Dexys Midnight Runners, μένοντας με τη στάμπα του one-hit wonder σε χώρες σαν την Ελλάδα ή σε κρίσιμες αγορές σαν αυτή των Η.Π.Α.; Πλήρωσαν όντως το ότι ήταν λευκοί που αποπειράθηκαν να μπλέξουν με τους «μαύρους» ρυθμούς, υπερβαίνοντας τη δεδομένη τους ταυτότητα σε μια εποχή που δεν πολυ-σήκωνε τέτοια πράγματα;

Αρχικά, ακόμα κι αν ακούσαμε το “Too-Rye-Ay” «όπως θα έπρεπε», παραμένει ανοιχτό προς συζήτηση αν πρόκειται για το καλύτερο άλμπουμ των Dexys Midnight Runners. Προσωπικά, πάντως, θα πω ότι είναι το πιο αντιπροσωπευτικό τους. Κατανοώ βέβαια γιατί πολλοί προτιμούν τον συμπαγή northern soul κόσμο του “Searching For The Young Soul Rebels”, αντί για τον παρόντα δίσκο, που δείχνει λίγο ανερμάτιστος έτσι όπως αποπειράται να τραβήξει προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις ταυτόχρονα.

Όμως το ντεμπούτο τους είναι μια πιο στάνταρ υπόθεση, που αντανακλά ωραία έναν ήχο ήδη εξαντλημένο. Το “Too-Rye-Ay”, αντιθέτως, αναποφάσιστο καθώς στέκει ανάμεσα στα northern soul πνευστά, τις ζωηρές κέλτικες αναφορές και την προσπάθεια των παραγωγών Clive Langer και Alan Winstanley να «γυαλίσουν» τα πράγματα ώστε κάπως να τα συνταιριάξουν με τα pop στάνταρ της εποχής, δημιουργεί ένα πεδίο ελευθερίας ταμάμ με τη δημιουργική «τρέλα» του Kevin Rowland.

Κάπως έτσι, το “Come On Eileen” αποτυπώνεται ως θαυμαστό σημείο ισορροπίας ανάμεσα στις άνωθεν αντικρουόμενες τάσεις. Επιπλέον, πέτυχε να μιλήσει μπριόζικα για την εφηβεία και τη σεξουαλικότητα δίχως να φαίνεται προσβλητικό προς τις γυναίκες με τα μέτρα και τα σταθμά των δικών μας ημερών (προσέξτε και την καίρια στιχουργική τοποθέτηση του “please”). Και πρέπει να πούμε, βέβαια, ότι δεν ήταν το μόνο ωραίο τραγούδι του δίσκου: μπορεί το σύνολο να χάνει κάπου τον ειρμό του και η υπερεκτιμημένη διασκευή στο “Jackie Wilson Said (I'm Ιn Heaven When You Smile)” να μη συγκρίνεται με το πρωτότυπο του Van Morrison –ο οποίος λέγεται πως εμφανίστηκε στο στούντιο ώστε να το τραγουδήσει ντουέτο με τον Rowland, μα υπαναχώρησε τελευταία στιγμή, μένοντας να μουρμουρά κάτι δικά του– πάντως εδώ βρίσκονται και στιγμές σαν το “The Celtic Soul Brothers (More Please)” ή το “All In All (This One Last Wild Waltz)”.

Και, τελικά, όχι, δεν νομίζω ότι οι Dexys Midnight Runners πλήρωσαν την αγάπη τους για τα «μαύρα». Περισσότερο φταίει η φωνή του Rowland και κυρίως οι λαρυγγισμοί του, οι οποίοι ενθουσιάζουν κάποιους, μα εκνευρίζουν άλλους τόσους. Και σίγουρα φταίει η δεσποτική, καταπιεστική του προσωπικότητα που δεν τον γούσταρε ο Τύπος και οι περισσότεροι από τους συνεργάτες του. Όπως και η αδυναμία του να κατασταλάξει σε εικόνα και ηχητική πλεύση (απλά δείτε τα εξώφυλλα των τριών άλμπουμ που βγήκαν στα 80s), καθώς και η αγχωτική του σχέση με τη διασημότητα, στην οποία προστέθηκε μετά και η κοκαΐνη –προς το τέλος της πρώτης φάσης της μπάντας. Τα πράγματα δεν θα ηρεμούσαν παρά από το 2003 κι έπειτα, όταν αποτοξινώθηκε και ξανάστησε το συγκρότημα.

Μιλώντας πάντως για το “Too-Rye-Ay” και τους κρίσιμους δίσκους των 80s, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, με την όποια ασφάλεια παρέχει το πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου, κανείς τους δεν φαντάζει τόσο σπουδαίος, ώστε να καταστεί σημείο αναφοράς. Είναι καλές, ιδιαίτερες δουλειές, στις οποίες σίγουρα δεν αξίζει η λήθη· με ορισμένα τραγούδια-στολίδια μα και με κάμποσα «δεύτερα», που αναβαθμίζονται από την εκπληκτική ενέργεια και το απαράμιλλο κέφι της μπάντας. Το τελευταίο, τώρα, ίσως να φάνταζε ακόμα πιο παράταιρο κι από τα soul πνευστά κόντρα στη μελαγχολία του post-punk και στο «σκοτάδι» του βρετανικού dark wave και της goth αισθητικής.