Μουσικη

Η «Ζωντανή Επαφή» του Γιάννη Πουλόπουλου

Η αγάπη του κόσμου και η ζωντανή ηχογράφηση στην Πύλη Αξιού

Άγγελος Σφακιανάκης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Άγγελος Σφακιανάκης θυμάται πώς έγινε ο δίσκος «Ζωντανή επαφή: Ζωντανή ηχογράφηση στην Πύλη Αξιού» του Γιάννη Πουλόπουλου.

«Δεν θα σου ξαναβάλουμε εξώφυλλο στη βιτρίνα αν δεν μας δίνεις τουλάχιστον ένα καθαριστικό τζαμιών την εβδομάδα. Δεν γίνεται αλλιώς». Από τις πρώτες ιστορίες που μου διηγήθηκε ο Κυριάκος Μαραβέλιας, το δεύτερο κατά σειρά αφεντικό της Λύρας, ήταν αυτή με τα εξώφυλλα και τα δισκάδικα. Το 1966, έναν χρόνο πριν τη δικτατορία, ήταν μέτοχος και διευθυντής πωλήσεων στη Λύρα. Ενώ τα νούμερα έδειχναν πως η δουλειά άνοιγε, αντιμετώπιζε καθημερινά δυσκολίες. Διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες αναστάτωναν το κέντρο της Αθήνας. Αυτό είχε άμεσο αντίκτυπο στην εμπορική ζωή στα πέριξ Ομονοίας και Συντάγματος. Τον έπαιρναν και τα δισκάδικα του κέντρου και τον απειλούσαν ότι δεν θα ξαναέβαζαν εξώφυλλα της Λύρας στην προθήκη τους, αν δεν τους έστελνε ένα καθαριστικό τζαμιών κάθε εβδομάδα. Έμοιαζε σουρεαλιστική η απαίτηση αλλά υπήρχε λόγος σοβαρός. Ο λόγος ήταν ο έρωτας. Τα ερωτευμένα κοριτσόπουλα φιλούσαν τις τζαμαρίες και άφηναν το στίγμα του έρωτά τους. Κόκκινα κραγιόν στο τζάμι. Αποδέκτης των θερμών φιλιών ήταν ο Γιάννης Πουλόπουλος. Για την ακρίβεια τα εξώφυλλα του Γιάννη Πουλόπουλου.

Ο γαλανομάτης με τα σαρκώδη χείλη και τη γαλλική μυτούλα. Ο πρώην μπογιατζής που με τις επίμονες προσπάθειές του τελικά τα καταφέρνει να ηχογραφήσει στην Columbia. Τα καταφέρνει αλλά δεν του δίνει εύσημα κανείς. Σε μια ακρόαση γενικού ξεκαθαρίσματος «δεσμευμένων καλλιτεχνών» της Columbia, στην επιτροπή είναι τα «ιερά τέρατα». Θεοδωράκης, Τσιτσάνης, Καλδάρας και Παπαϊωάννου. Ο Μίκης τον ακούει να τραγουδά το «Μάνα μου και Παναγιά», ενθουσιάζεται και υπόσχεται «Εγώ αυτόν θα τον κάνω τραγουδιστή». Θα τον βάλει το 1963 να τραγουδήσει στην παράσταση «Η γειτονιά των Αγγέλων». Στην Columbia όμως δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτόν γιατί κυριαρχεί εκεί ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. O «Sir» θα του πάρει από το στόμα, σε δεύτερη βέβαια εκτέλεση, το «Στρώσε το στρώμα σου για δυο» και θα το επιβάλει. Κατόπιν απαιτήσεως του Μπιθικώτση λέγεται ότι η Columbia τον αποδεσμεύει Ο Πουλόπουλος, μετά τη θητεία του, θα μετακομίσει. Θα πάει στο αντίπαλο δέος. Θα πάει στη Λύρα. Εκεί έχει όλο τον χώρο και θα γίνει πρωταγωνιστής, θα ενταχθεί στο νέο ρεύμα που λανσάρει ο Πατσιφάς. Στο Νέο Κύμα. Η σεμνότητα, το δωρικό του τραγούδισμα, ο λυρισμός και ο ρομαντισμός που εκφράζει, όλα αυτά μαζί με την εικόνα και τα τραγούδια του, ταυτίζονται με τη νέα μόδα της εποχής. Τον ελληνικό κινηματογράφο. Μιούζικαλ, μελοδράματα, κωμωδίες. Το νέο είδος λαϊκής ψυχαγωγίας. Η οθόνη τον κολακεύει και γρήγορα γίνεται το αγαπητό πρόσωπο. Με τις εμφανίσεις του στις μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες της εποχής: η «Παριζιάνα», «Γοργόνες και Μάγκες», «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια Κυρία στα μπουζούκια» γίνεται πρόσωπο λατρείας, σαν τους δημοφιλείς ηθοποιούς της εποχής,

Ξεφεύγει από τα όρια του Νέου Κύματος και ανοίγει τον δικό του δρόμο. Θα συνεργαστεί με τους πιο διακεκριμένους δημιουργούς. Θα ερμηνεύσει ποιητικά, ερωτικά, λυρικά, κοινωνικά και επαναστατικά τραγούδια. Όλα με το ίδιο προσωπικό πάθος. Το peak των επιτυχιών του θα είναι και ο best seller δίσκος όλης της δισκογραφίας. Είναι «Ο Δρόμος» των Μίμη Πλέσσα, Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Αυτό το δίδυμο θα του χαρίσει «αθάνατες» επιτυχίες. Θα συνεργαστεί και με νέους δημιουργούς και θα αποκτήσει ένα αξιοζήλευτο ρεπερτόριο. Με αυτές τις βάσεις θα συνεχίσει μια λαμπρή πορεία στη Λύρα και όπου αλλού.

Το 1993 τα ιδιωτικά κανάλια κάνουν ένα επίμονο «φλασμπάκ» και παίζουν τις κινηματογραφικές επιτυχίες των 60s. Στις νυχτερινές επιλογές από παντού ξεφυτρώνουν «Ελληνάδικα». Μαγαζιά μαζικής -τρόπος του λέγειν- διασκέδασης που παίζουν ρεπερτόριο 60s. Ζωντανά ή με DJ. Ο Πουλόπουλος είναι στα Decs. Τα ρεμπέτικα έχουν εξοβελιστεί. Έχει επικρατήσει μια ακατανόητα αθώα νοσταλγία «ελληνικότητας» της χουντικής περιόδου.

Σαν διευθυντής παραγωγής, τότε στη Λύρα, συλλέγω επιτυχίες του Πουλόπουλου και τις υποβάλλω για εορταστικό δίσκο με τηλεοπτική διαφήμιση. Σύγκρουση με τον Κάππο, που είναι διευθυντής πωλήσεων, να μην αγγίξω τον «Δρόμο» που είναι ο πιο ευπώλητος δίσκος με τριαντάχρονη διάρκεια.

Χρησιμοποιώ με μέτρο τα τραγούδια του «Δρόμου» και ολοκληρώνω μια συλλογή που σπάει ταμεία και γίνεται σίκουελ. Ακολουθεί το Νο2, το Νο3 και το Νο4, παρακαλώ, μέχρι τελικής πτώσεως. Ο «Δρόμος» όμως, παραμένει αλώβητος!

Έχω γίνει πιστός και θαυμαστής του «φαινόμενου» Γιάννης Πουλόπουλος. Έχω μάθει απ’ έξω όλο του το ρεπερτόριο. Και η μοίρα με επιβραβεύει και θα συνεργαστώ μαζί του εν έτει 1998. 

Το 1997 ο Πουλόπουλος επιστρέφει στη Λύρα. Στην πραγματικότητα δεν ανήκει στο δυναμικό της Λύρας αλλά συνεργάζεται με τη θυγατρική της, την MBI. Διευθύνων είναι ο Δημήτρης Κάππος. Με τον Κάππο συνεργαζόμαστε στενά. Κάνει τον δίσκο «Του τραγουδιού το βλέμμα» με συνθέσεις του Αντώνη Στεφανίδη σε στίχους του Σαράντη Αλιβιζάτου και του Βασίλη Παπαδόπουλου. Είναι πολύ επιλεκτικός. Τα τελευταία χρόνια αρνείται να εμφανιστεί ζωντανά. Έχει εμφανιστεί στο «Τούνελ» αλλά δεν τον έχει χορτάσει το κοινό του. Απέχει καιρό από τις εμφανίσεις. Ο Κάππος με τον Παπαθεοχάρη όμως τον πείθουν και εμφανίζεται στο Διογένης Παλλάς. Με παρτενέρ την Μαντώ, με μαέστρο τον Χάρη Ανδρεάδη και μια μεγάλη ορχήστρα. Η πολυετής απουσία του από την νύχτα έχει δημιουργήσει «στερητικό σύνδρομο» στους θαυμαστές του. Χαμός. Όταν ολοκληρώσει τις sold out εμφανίσεις του στην Αθήνα, θα εμφανιστεί στην Πύλη Αξιού στην Θεσσαλονίκη. Θα προστεθεί στο σχήμα και ο Γιάννης Σπανός. Ο Πουλόπουλος έως τότε δεν είχε ηχογραφηθεί ποτέ του «ζωντανά». Είναι μια μεγάλη ευκαιρία. Το πλάνο είναι να κάνουμε έναν live δίσκο και επιπροσθέτως να μαγνητοσκοπηθεί η βραδιά. Τότε τα ιδιωτικά κανάλια χρησιμοποιούσαν τέτοιου είδους μαγνητοσκοπήσεις στα εορταστικά τους προγράμματα. Μικραίνουν την ορχήστρα, αλλάζουν μαέστρο και ανεβαίνουν στη Θεσσαλονίκη.

Από Αριστερά: Σπύρος Μπρίφας (μαέστρος) Νίκος Δανίκας (μαέστρος Σπανού) Γιάννης Σπανός, Γιάννης Πουλόπουλος, Μαντώ, Δημήτρης Κάππος, Βασίλης Γκόγκος. Press conference στην Πύλη Αξιού © Αρχείο Δημήτρη Κάππου

18 & 19 Σεπτεμβρίου 1998. Θα ηχογραφήσω τις δύο τελευταίες βραδιές. Έχω δύο «βαν» κολλητά. Το τηλεοπτικό συνεργείο του Κώστα Καρακίτσου και το ηχογραφικό του Βαγγέλη Καλαρά. Στο soundcheck, που έχει ξεκινήσει από τις 18.00, διαπιστώνουμε τεχνικά προβλήματα στη λήψη των ηχητικών σημάτων των οργάνων. Δεν διορθώνονται. Τα αφήνω για το στούντιο. Ο Γιάννης κάνει τεστ και η φωνή είναι καμπάνα! Πάω στο άλλο βαν για την εικόνα. Όλα ok. Έχουμε κλειδώσει τον ήχο με την εικόνα. Σε όλο το διάστημα μπαινοβγαίνω από τα βαν στην αίθουσα από την έξοδο κινδύνου. Γύρω στις 22.00 σπρώχνω την πόρτα να μπω και δεν σπρώχνεται. Δεν μπορεί να κλειδώσανε. Κάνω τον γύρω του καταστήματος και βλέπω με δέος ένα μαγαζί κατάμεστο. Πρέπει να ήταν 5.000 άτομα. Η έξοδος κινδύνου είναι «πατημένη» από όρθιους θαμώνες. Πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα περνάω από το καμαρίνι του για να ευχηθώ καλή επιτυχία. Είναι σίγουρος και ήρεμος. Του λέω ότι είναι ασφυκτικά γεμάτο. «Έτσι ήταν όλες τις μέρες» μου απαντά ψύχραιμα.

Το πρόγραμμα ξεκινά στις 23.00. Η Θεσσαλονίκη τον έχει αγκαλιάσει. Η υποδοχή που του κάνουν είναι θριαμβευτική. Τραγουδούν μαζί του. Αλλά κι εκείνος τους προκαλεί. Λέει τις πρώτες συλλαβές και το πλήθος είναι μια τεράστια χορωδία που συνεχίζει το τραγούδι του. Αυτό συμβαίνει σε όλο το πρόγραμμα. Είναι συγκινητικό τόσος κόσμος να κρέμεται από τα χείλη του. Ηχογραφικά τα τραγούδια έχουν αποσπασματικές τις ερμηνείες του. Πήγαν να με ζώσουν τα μαύρα φίδια. Αλλά και αυτό το αφήνω για το στούντιο. Το ίδιο θα συμβεί και την επομένη. Την τελευταία βραδιά το κλίμα είναι φορτισμένο. Στο φινάλε τον ξανακαλούν στην σκηνή 5 φορές. Κάνει 5 biz που λένε. Στο τέλος καταγράφεται ένα παρατεταμένο χειροκρότημα 5.30 λεπτών. Αυτό που συνέβη εκεί δεν το είχα ξαναζήσει, φαντάζομαι κι ο ίδιος δεν το είχε ξαναζήσει. Η συγκίνηση του έφερε δάκρυα.

Τον δίσκο θα τον βαφτίσω «Ζωντανή Επαφή».

Στην Αθήνα κάνω ακρόαση του υλικού και δεν είναι καθόλου καλό το αποτέλεσμα. Η κιθάρα έχει έναν βόμβο από τον μαγνήτη που είχαμε εντοπίσει και στο check. Τα όργανα έχουν λάθη. Ο ήχος είναι «ηλεκτρικά» κακόγουστος. Σκέφτομαι τις «υποδειγματικές» ορχήστρες του Πλέσσα. Μιλάω με τον Κάππο και συμφωνούμε ότι το LIVE αυτό είναι «ιστορικό» και σαν τέτοιο θα το αντιμετωπίσουμε. Συνεργάζομαι με τον μαέστρο Σπύρο Μπρίφα και προσθέτουμε μια κλασική κιθάρα και μια ακουστική. Ντουμπλάρουμε τα μπουζούκια. Κρατάμε τα τύμπανα και γράφουμε σχεδόν τα πάντα από την αρχή. Το αποτέλεσμα έχει την «στουντιακή» καθαρότητα. Είναι αντάξιο του μύθου του. Τώρα μένει να τραγουδήσει ο Πουλόπουλος ολόκληρα τα τραγούδια. Ευτυχώς ηχολήπτης είναι ο βετεράνος Γιάννης Παπαϊωάννου που έχει συνεργαστεί μαζί του πάμπολλες φορές.

Είμαι σίγουρος ότι θα γοητευτεί από το αποτέλεσμα και θα συμπληρώσει τα τραγουδιστικά κενά. Το ίδιο και ο Παπαϊωάννου και ο μαέστρος. Καμαρώνουμε.

Έρχεται με τη γυναίκα του. Κάνει χαρές στον ηχολήπτη. «Καλησπέρα παιδιά. Πού είσαι, ρε Γιάννη; Χαθήκαμε. Να ακούσω τι κάνατε;»

Ο Γιάννης πατάει το play. Ακούει το πρώτο μέρος και λέει «Ωραία!». Γυρνάει στη γυναίκα του και της λέει «Πάμε, Μπέτυ;». Κανένα σχόλιο για την ορχήστρα ή για τα επιπλέον όργανα. Ο μαέστρος τού λέει «Γιάννη, πρέπει να συμπληρώσεις τις φράσεις που δεν έχεις πει στο Live». «Γιατί;» ρωτάει. «Μια χαρά είναι, δεν λέω τίποτα. Είναι ωραίο που τραγουδάνε και είναι αληθινό».

Προσπαθώ να εξηγήσω ότι πράγματι είναι πολύ συγκινητική η σύμπραξη με το κοινό αλλά αυτός που θα αγοράσει θέλει να ακούσει τον Πουλόπουλο κι όχι την Πύλη Αξιού. Αυτό το κάνουμε σε όλα τα Live. Δεν πείθεται. Ενοχλείται. Έχει άλλη άποψη. «Έτσι έγινε, έτσι πρέπει να μείνει». Είναι ρομαντικός. Δεν δέχεται την σύμβαση ότι είναι Live αλλά διορθώνουμε.

Κάνουμε brake. Παίρνω τον Κάππο. «Προσπάθησε να τον πείσεις» μου απαντά. Όσο επιμένω τόσο του γίνομαι αντιπαθής. Είμαστε σε αδιέξοδο. Και, ω του θαύματος, επεμβαίνει ο Παπαϊωάννου ο ηχολήπτης σαν πυροσβέστης. «Γιάννη, είναι η πρώτη ζωντανή ηχογράφηση που κάνεις στην καριέρα σου. Θα βγει ο δίσκος και θα ακούμε τον κόσμο να τραγουδάει και λίγο εσένα. Δεν είναι σωστό. Θέλεις να κεράσω ένα ουισκάκι και να μπεις στο καμαράκι, να φορέσεις τα ακουστικά και να πεις αυτά που δεν είπες;»

«Δεν πίνω ξύδια τώρα πια». «Ε, τι πίνεις» τον ρωτάει. «Καμιά μπίρα χωρίς αλκοόλ. Πού να βρεις τώρα;» «Αυτό είναι το πρόβλημά σου», του λέει ο Παπαϊωάννου, «περίμενε».

Παίρνει το βενζινάδικο από κάτω και λέει «Κυριάκο, δεν μπορείς να φανταστείς ποιον έχω εδώ. Έχω τον Πουλόπουλο κι αν δεν μας φέρεις πέντε έξι μπίρες χωρίς αλκοόλ δεν τραγουδάει». «Πες το κι έγινε» φωνάζει ο φιλόμουσος βενζινάς. Έρχονται οι μπίρες. Παίρνει μια ο Πουλόπουλος και μπαίνει στο στούντιο. Μέχρι να την πιει, σε μιάμιση ώρα, όσο κρατάει το πρώτο μέρος, τα λέει απνευστί. Πότε τραγουδάει κανονικά πότε σιγοψιθυρίζει. Βγαίνει και νομίζουμε ότι κάνει διάλειμμα. Λάθος. Θεωρεί ότι είναι αρκετά τα τραγουδισμένα. Εγώ δεν τολμάω να μιλήσω. Τον αναλαμβάνει πάλι ο Γιάννης. «Κοίτα τι καθαρή που είναι η φωνή στο στούντιο. Δεν θα μπορέσω να την φέρω την φωνή του “ζωντανού” να είναι ίδιες. Δεν συγκρίνεται το μικρόφωνο του live με του στούντιο. Αυτό στοιχίζει μια περιουσία και το άλλο το έχουν για τα μαγαζιά. Έλα κι έχουμε παραγγείλει και τις μπίρες».

Πες, πες, πες τον έψησε. Ξαναμπαίνει φοράει τα ακουστικά και όσο διαρκεί το δεύτερο μέρος, τα λέει χωρίς παύση σαν να ήταν στο μαγαζί.

«Σου έφυγαν τα φίδια;» μου λέει μέσα απ’ τα δόντια του ο Παπαϊωάννου. «Είδες που γκρίνιαζες; Μια μπίρα διαδρομή ήταν το “δεν λέω τίποτα”», λέει στον Πουλόπουλο. Τελειώσαμε με τις φωνές. Φύγαμε όλοι ικανοποιημένοι. 

Στη μίξη πρέπει να αποφασίσω τι θα κάνω με τα 5.30 λεπτά χειροκροτήματα. Το cd θα είναι μονό. Ο χρόνος είναι περιορισμένος. Μιξάρω τον ήχο για την εικόνα και κρατάω όλο τον χρόνο των χειροκροτημάτων για τις συγκινητικές στιγμές.

Για τον ήχο όμως, πώς να αφήσεις να παίζουν τα χειροκροτήματα και να μη βλέπεις τι συμβαίνει να το δικαιολογήσεις. Ρωτάω τον Κάππο τι να κάνω. Η θέση μου είναι λεπτή, είναι ο τελευταίος δίσκος που κάνω στην Λύρα-ΜΒΙ. Θα φύγω, θα πάω στην ΕΜΙ. Συμφωνούμε να κρατηθεί ένα αντιπροσωπευτικό μέρος από τα χειροκροτήματα και να μπει ένα τραγούδι ακόμα. Αφήνω 1:55 χειροκροτήματα και το ονομάζω «Αποχώρηση».

Ο δίσκος τυπώνεται έτσι. Ο Πουλόπουλος το ακούει εκ των υστέρων και στενοχωριέται. Είναι ρομαντικός. Ήθελε να κρατηθούν και τα 5:30 λεπτά χειροκροτήματα. Δεν αποδέχθηκε ποτέ την σύμβαση του «Live» που οι υπόλοιποι την είχαμε δεδομένη. Τον πικράναμε.

Ο Γιάννης Παπαιωάννου τώρα πια πάει στο studio μόνο για κάποιους φίλους. Έχει γράψει δυο βιβλία με ηχογραφικές ιστορίες, «Πίσω από το τζάμι» και «Κόκκινο γράφουμε».

Ευχαριστούμε την εταιρία Melody Maker για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.