Μουσικη

Lorqa: Ο μουσικός που παντρεύει τον παραδοσιακό ελληνικό ήχο με την electronica στη Νέα Υόρκη

Πώς η παράδοση της Ερεσσού της Λέσβου έφτασε στη μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης

Κατερίνα Καμπόσου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

LORQA: Ο μουσικός Αναστάσης Κoτσίνης από την Ερεσσό της Λέσβου μιλάει για τα νέα του τραγούδια και τη ζωή στη Νέα Υόρκη.

Ο Αναστάσης Kοτσίνης (Lorqa) είναι μουσικός. Δεν ανήκει σε κάποια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία, ούτε είναι πολύ γνωστός (ακόμα). Ξεχώρισα τον ήχο του όμως, ένα πάντρεμα μεταξύ folk - electronica και down tempo balcan όπως χαρακτηρίζεται από πολλούς και μη προβλέψιμο - πολλές φορές ξεκινάει το κομμάτι και δεν ξερεις ούτε τι θα συναντήσεις στη διάρκειά του, ούτε πού θα σε πάει. Έπειτα μου άρεσε η εκδοχή του πάνω σε αυτό που αποκαλούμε underground μουσική, ως απάντηση στο βιομηχανοποιημένο προϊόν και έκφραση του κάθε μουσικού χωρίς την έγκριση της κοινής γνώμης. «Είναι απρόβλεπτη, άγαρμπη, παρεξηγημένη, τολμηρή, απόλυτα ελκυστική. Είναι η μουσική που μας θυμίζει πολλές φορές γιατί γράφουμε μουσική και γιατί είναι σημαντική η καινοτομία και ο πειραματισμός.» θα μου πει ο ίδιος. Τα τελευταία εννιά χρόνια ζει στο Μπρούκλιν και ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει τον δίσκο του. Ακούγοντας τα singles του μπορεί να καταλάβει εύκολα κανείς πόσο τον έχει επηρεάσει η ελληνική folk και η παράδοση της Λέσβου, το νησί που περνούσε τα παιδικά καλοκαίρια του, όπως περιγράφει στην ATHENS VOICE.

© Will Myers

Aναστάση, πώς ξεκίνησε το ταξίδι με τη μουσική;
Μεγάλωσα σε μια πολύ μουσική οικογένεια. Η μητέρα μου, που τραγουδάει κι έχει πολύ ωραία φωνή, μου μιλούσε για τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, έπαιζε το Δεύτερο Πρόγραμμα στο ραδιόφωνο. Ο πατέρας μου είχε μεγάλη αγάπη για τον Μάριο Φραγκούλη και τους 3 τενόρους Domingo, Pavarotti, Carreras ενώ από τότε που τον θυμαμαι, σιγοτραγούδουσε κάποια κλασσικά country τραγούδια όπως το El Paso του Marty Robbins από τα χρόνια που ζούσε και εργαζόταν στην Αμερική αλλά και παραδοσιακά τραγούδια που του είχαν μείνει από την παιδική του ηλικία στο χωριό. Η αδελφή μου έπαιζε πιάνο, χόρευε μαζί μου σε pop ρυθμους - θυμάμαι χαρακτηριστικά να ακούγεται από το δωμάτιό της Madonna, Πυξ Λαξ και 90s dance music. Στο δίπλα δωμάτιο, ο αδελφός μου έπαιζε κιθάρα και άκουγε τη μουσική σκηνή του Seattle στα 90s. Nirvana, Pearl Jam, Soundgarden μεταξύ άλλων και πιο μετά ηλεκτρονική μουσική όπως Aphex twin, pendulum, Amon Tobin. Eίχε μία μπάντα με φίλους του και παίζανε live στο σχολείο και σε εκδηλώσεις. Αν και ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω τι ακριβώς έκαναν, έβλεπα μετά βίντεο που τραβούσαν φίλοι τους και ένιωθα πως θέλω να κάνω κι εγώ το ίδιο. Έπιασα το μπάσο του και ξεκίνησα να βγάζω μελωδίες. Επόμενη ηταν η κιθάρα, η οποία ήταν λίγο πιο δύσκολη γιατί ήθελε συγχορδίες και δακτυλισμούς, αλλά σιγά-σιγά, με διάφορα πιασίματα και τη βοήθεια του αδελφού μου, άρχισα και εκεί να παίζω αγαπημένες μου μελωδίες. Αποφάσισα κι εγώ λοιπόν να φτιάξω μια δική μου μπάντα αφού άκουσα ότι ένας συμμαθητής μου εκείνο τον καιρό έκανε επίσης μαθήματα κιθάρας. Τον προσέγγισα και σύντομα ξεκινήσαμε να μαζευόμαστε στο σπίτι μου και να παίζουμε ηλεκτρικά όργανα χωρίς ενισχυτές, εξελιχθήκαμε με αλλους δύο φίλους σε μπάντα grunge και metal και παίζαμε στις σχολικές εκδηλώσεις, σε διαγωνισμούς και σε αγαπημένα υπόγεια με κολλητούς.

Ποιες είναι οι επιρροές σου;
Συνειδητοποίησα με τα χρόνια οτι η μουσική για μένα είναι η συχνότητά μου. Δεν ξέρω ποια είναι η εξίσωση, αλλά συνήθως το αποτέλεσμά της είναι ενός είδους πληρότητας. Είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι την καθημερινότητα και μέσα από τον οποίο βλέπω τον κόσμο - πολλές φορές όλα έχουν το δικό τους soundtrack. Όσον αφορά τις επιρροές μου, μάλλον θα πρέπει να αφιερώσω ένα βιβλίο - φόρο τιμής κάποια στιγμή (αστειευομαι). Είχα την τύχη να έρθω από μικρός σε επαφή με πολλά είδη μουσικής και διαφορετικούς τρόπους σκέψης. Η επαφή και η αντίθεση του «πόλη / χωριό» έδινε μια ροή και μια ελαφρότητα στο τι σημαίνει ταυτότητα και στο ποιος είμαι / ήμουν. Αυτό το παρατήρησα προφανώς και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στη Νέα Υόρκη, που κάθε μέρα εδώ κανείς εξελίσσεται και μεταμφιέζεται αναλόγως με τα ερεθίσματα και τις περιστάσεις που θα παρουσιαστούν. Αυτός ο τρόπος σκέψης μου επέτρεψε να ακούω και να αντιλαμβάνομαι κάθε νέο ήχο ως μια προσωρινή αλλαγή δεδομένων και κατ’ επέκταση να αναζητώ τον θησαυρό στο τέλος του ταξιδιού που μου προσφέρει το άκουσμα ενός νέου κομματιού. Έτσι έχω μάθει να γράφω και πολλά διαφορετικά είδη μουσικής -τις περισσότερες φορές με κοινά χαρακτηριστικά που τα κάνουν «δικά» μου- αναμένοντας και ελπίζοντας πως και αυτά στο τέλος θα έχουν κάτι ενδιαφέρον, κάτι αναπάντεχο, που αξίζει κανείς να αναζητήσει και να εξερευνήσει. Με τον Lorqa νομίζω πως κυνηγάω τα όρια της παράδοσης και τα σημεία που το παρόν συναντά το μέλλον, ένα δικό μου πάντρεμα από αναφορές, προσλαμβάνουσες, ακούσματα, εμπειρίες, ιστορίες από την πόλη που δεν κοιμάται μέσω πιο ηλεκτρονικών ήχων και στιγμές από τον παράδεισο των παιδικών καλοκαιριών, που συνυπάρχουν αρμονικά. Είχα φανταστεί τον Lorqa ως έναν δημιουργό που μπορεί να έχει προσωρινά συγκεκριμένο πλαίσιο, αλλά σπρώχνει και αλλοιώνει τα όρια. 

Πώς σε επηρεάζει η παράδοση στον ήχο σου και η μουσική ποιων περιοχών στην Ελλάδα νιώθεις να είναι πιο κοντά σε σένα;
Η σύνδεση μου με την Ερεσό και κατ’ επέκταση τη Λέσβο είναι ιερή. Σαν παιδί, η Ερεσός είναι το μέρος που φιλοξένησε μια πολύ απλή αλλά γεμάτη πλευρά των βιωμάτων μου... Πάρα πολύ γέλιο, ανεμελιά, φίλοι, φάρσες, στρωματσάδες, ανοιχτές πόρτες και μία ασταμάτητη επαφή με τη φύση. Μου χάρισε τη ρομαντική ματιά στη ζωή, μου δίδαξε την ομορφιά της απλότητας και της εναλλακτικής στάσης. Παράλληλα, εκεί άκουσα και έμαθα για πρώτη φορά κομμάτια και τραγούδια που αποτελούν, μέχρι και σήμερα, πολύτιμα κειμήλια και πηγή έμπνευσής μου, που δεν υπάρχουν σε ηχογραφήσεις παρά μόνο μελωδιες και στίχους που μαθαίναμε από στόμα σε στόμα. Ουσιαστικά, είχα την τύχη να ζήσω αυτό που ονομάζουμε παράδοση και είναι κάτι που με χάραξε και με συντροφεύει στη δημιουργία. Όσον αφορά στον ήχο της Ελλαδας, η αλήθεια είναι πως στο μυαλό μου είναι ένας αχταρμάς. Υπάρχει τόσος πλούτος από περιοχή σε περιοχή, που είναι σχεδόν μεθυστικό μόνο που το σκέφτομαι. Θα έλεγα πως με επηρέασε το ύφος του Ηπειρώτικου και της κρητικής μουσικής αρκετά, απο τις ρομαντικές μαντινάδες μέχρι τη melodic techno / house της Ελλάδας, τα ριζίτικα που είναι από τις απόλυτες μορφές ενέργειας. Πολύ στενή επαφή έχω και με το ρεμπέτικο, το οποίο ήταν το πρώτο είδος ελληνικής μουσικής στο οποίο ψάχτηκα, και τα απαγορευμένα του Μάρκου ήταν η αφορμή που αγόρασα τρίχορδο μπουζούκι ώς έφηβος. Τώρα τελευταία ακούω πολύ πολυφωνικές ενορχηστρώσεις είτε μέσα από συνθέσεις άλλων καλλιτεχνών, είτε σε άσματα και παραδοσιακά τραγούδια απο τον Πόντο π.χ. «Της Τρίχας το γεφύρι» και την Ήπειρο απ’ όπου κι έχω υιοθετήσει και ρυθμούς που βάζω στα κομμάτια μου. Γενικά, με τραβάει πολύ αυτό το «κλάμα» που βγαίνει σαν ύφος απο τις δύο διαφορετικές παραδόσεις. Έχει κάτι πολύ πηγαίο και αναπόφευκτο. Ισως γιατί μιλάει στα σωθικά μας ως άνθρωποι, ίσως γιατί είναι η παλαιότερη και πιο άμεση μορφή μουσικής έκφρασης. 

Πώς είναι η ζωή στο Μπρούκλιν σε σχέση με την Αθήνα για έναν μουσικό/καλλιτέχνη;
Κάθε μέρα μαθαίνω και ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκτεθώ σε μια νέα εμπειρία, σε ένα νέο μάθημα ή σε έναν νέο τρόπο σκέψης. Η Νέα Υόρκη είναι αρκετά απαιτητική: χρειάζεται αντανακλαστικά, ανοιχτό μυαλό, υπομονή και επιμονή. Σύντομα αντιλαμβάνεσαι ότι πρέπει να ραφτείς εσύ στα μέτρα της πόλης και όχι να περιμένεις πώς η πόλη θα ραφτεί στα δικά σου. Όσο πιο πολύ αφεθείς στους ρυθμους και τον τρόπο που θα σου υποδείξει, τόσο περισσότερα θα σου δώσει. Πρέπει όμως να βρείς μια ισορροπία γιατί μετά από ένα διάστημα μπορεί όλο αυτό να είναι εξουθενωτικό. Η στενή σχέση υπομονής και επιμονής φαίνεται να είναι μια συνταγή ενός «επιτυχημένου» New Yorker. Βοηθά επίσης το να μπορείς να βρείς λίγο χρόνο να επεξεργαστείς όλα αυτά που βιώνεις. Όσον αφορά στα μουσικά, είναι ένας πολυδιάστατος παράδεισος. Φιλοξενεί μερικους απο τους καλύτερους τζαζ μουσικούς, περφόρμερ, «ηλεκτρονικάδες», πρώτης ποιότητας ηχοσυστήματα, μουσικούς του δρόμου και ιδιαίτερους χώρους για να στεγάζουν όλα τα παραπάνω και άλλα τόσα. Είναι ένα πολύ «ανοιχτό» περιβάλλον, το οποίο σε προσκαλεί να πειραματιστείς χωρίς όρια, αλλά παράλληλα είναι και πολύ ανταγωνιστικό. Είναι αρκετά δύσκολο να φέρεις κάποιο πρότζεκτ εις πέρας και να έχεις άλλους μουσικούς και δημιουργούς να συνδράμουν χωρίς να βρεις αντίσταση ή να έρθεις αντιμέτωπος με περιστάσεις που σε αναγκάζουν να βάλεις μια παύση. Τελικά, μαθαίνεις να είσαι πολυμήχανος και να βγαίνεις έξω από το comfort zone σου, αλλά πολλές φορές ξεχνάς γιατί και τι είναι αυτό που προσπαθείς να δημιουργήσεις. Γενικά η λέξη «μεράκι» δεν υπάρχει στα αγγλικά και είναι κάτι που λείπει. Φαίνεται από τον τρόπο που επιχειρεί κόσμος εδώ να συνδράμει και να κάνει καινούργια πράγματα. Για να μη παρεξηγηθώ, όλοι δουλεύουν πολύ σκληρά και υπάρχουν εξαιρετικοί επαγγελματίες, απλώς συχνά λείπει η ψυχή. Δεν ξέρω σε τι βαθμό είμαι προκατειλημμένος απο την ελληνική κουλτουρα ή homesick, αλλά σίγουρα είναι κάτι που έχω παρατηρήσει. Το πιο ιδιαίτερο και επιβραβευτικό στοιχείο της Νέας Υόρκης, και ενδεχομένως αυτό που θα μπορούσα να πω πως με «εμπνέει», είναι το γεγονός ότι ανά πάσα στιγμή μπορείς να είσαι διαφορετικός άνθρωπος, αλλά ταυτόχρονα μπορείς να είσαι και αυτός που είσαι. Η πόλη έχει μια δική της εκδοχή του τι σημαίνει να είσαι στη Νέα Υόρκη. Δεν είσαι Αμερικανός αλλά δεν είσαι και μη Αμερικανός. Έχει τέτοια συμβολή από όλο τον κόσμο που κάπως είναι ένας απρόσωπος έντονος αχταρμάς που ανά πάσα στιγμή μπορεί να σε φέρει αντιμέτωπο με πλευρές του εαυτού σου που δεν ήξερες ότι υπήρχαν. Κάπως έτσι φαντάζομαι πως θα ήταν η Βαβυλώνα (αν είναι έγκυρες οι ιστορικές αναγραφές). 

© Will Myers

Θα μας μιλήσεις για τα singles σου, «Όνειρο» και «Μέλι»;
Αυτό το διάστημα κυκλοφορούν δύο κομμάτια μου απο τον επερχόμενο δίσκο μου που λέγεται «Από Μακριά». Το πρώτο που βγήκε το περασμένο Μάιο είναι το «Μέλι» (streaming everywhere) το οποίο είναι ένα κομμάτι που συνδυάζει την ηλεκτρονική μουσική με την dance έννοια, και μια βαλκανική οργανική ενέργεια που βγαίνει από τα βαθιά τύμπανα και στην προκειμένη περίπτωση, τη θρακιώτικη γκάιντα, που είναι στοιχείο το οποίο οραματιζόμουν να χρησιμοποιήσω πολύ καιρό τώρα και μέσα από αυτό το κομμάτι είδα ότι το ρίσκο του να βάλω την γκάιντα σε αυτο το είδος μουσικής απέφερε καρπούς. Το «Όνειρο» για το οποίο υπάρχει και ένα υπέροχο βίντεο κλιπ με τη Μελίνα Μπουκουβάλα να σκηνοθετεί και τη Ματίνα Κωστιάνη να παρέχει τον χορό, ήταν το κομμάτι που έδωσε την ώθηση για την ηχογράφηση του υπόλοιπου δίσκου. Ήταν από τα τελευταία κομμάτια που σκαρφίστηκα, αλλά το κομμάτι που μαζί με το «Από Μακριά» (από το οποίο ονομάστηκε και ο δίσκος) έβγαζαν για μένα το περισσότερο νόημα. Υπήρχε κάτι τόσο άμεσο και τόσο προφανές με αυτά τα δύο κομμάτια αλλά και ταυτόχρονα κάτι εντελώς άγνωστο και φρέσκο που δεν μου άφηναν άλλα περιθώρια παρά το να εξερευνήσω το πού θα με οδηγήσουν. Ήμουν πολύ τυχερός γιατί πλέον, μπορώ να πω, ότι οι δύο αυτές συνθέσεις αποτέλεσαν μία επέκταση των ορίων μου, της δημιουργικότητάς μου, της προσωπικής και καλλιτεχνικής ταυτότητάς μου, μία επαφή με τα τα βιώματα και τις προσλαμβάνουσές μου, και δώσανε το πάτημα να δημιουργηθούν κάποιες από τις πιο καινοτόμες και αγαπημένες μου δουλειές.  

Αυτό το διάστημα ο Lorqa ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει τον πρώτο του δίσκο του.