- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Satyricon & Munch: Η εικαστική «Κραυγή» στο Μουσείο Μουνκ, η έκθεση και η μουσική της
Τι συμβαίνει όταν το black metal συναντά τη ζωγραφική του Έντβαρτ Μουνκ; Ο Sigurd Wongraven aka Satyr μιλάει για την ανατρεπτική συνεργασία
Ο Sigurd Wongraven μιλάει για την έκθεση Satyricon & Munch, τη συνεργασία του black metal σχήματος με το Μουσείο Μουνκ στο Όσλο και τη μουσική με έμπνευση τα έργα του ζωγράφου Έντβαρτ Μουνκ.
Μοναδική σε παγκόσμια κλίμακα, η συνεργασία του φημισμένου Μουσείου Munch με ένα από τα πιο γνωστά black metal συγκροτήματα στον κόσμο, τους Satyricon, παρουσιάζει την πολυσυζητημένη έκθεση «Satyricon & Munch» στο Όσλο έως τις 28 Αυγούστου 2022, έχοντας ήδη αποσπάσει ενθουσιώδεις κριτικές. Δημιουργώντας ένα μουσικό έργο που ξεπερνά κάθε φραγμό, το νορβηγικό black metal συγκρότημα δημιούργησε το ηχητικό περιβάλλον το οποίο συνομιλεί με τα έργα του πρωτοπόρου εικαστικού. Και θέτει ίσως νέες προκλήσεις για τη σύγχρονη μουσική και τα πεδία της πολιτισμικής διαχείρισης. Τόσο ο Edvard Munch όσο και οι Satyricon έγιναν γνωστοί πέρα από τα σύνορα της χώρας τους για τις διαφορετικές αλλά σκοτεινές μορφές έκφρασής τους. Ο νορβηγός ζωγράφος κατάφερε με την «Κραυγή» και το αγωνιώδες πρόσωπο του πίνακα που έχει γίνει μια από τις πιο εμβληματικές εικόνες της τέχνης, να συμβολίσει το άγχος της ανθρώπινης ύπαρξης. Και το νορβηγικό σχήμα με τον extreme ήχο του να εκφράσει έντονα συναισθήματα.
O Sigurd Wongraven, ο τραγουδιστής και κιθαρίστας των Satyricon, Satyr, είχε εξηγήσει πριν μερικούς μήνες, την περίοδο της προετοιμασίας της έκθεσης «Satyricon & Munch», τι είχε κατά νου για το τολμηρό εικαστικό γεγονός. Με τη μουσική σύνθεση να είναι διαθέσιμη στις streaming πλατφόρμες και να κυκλοφορεί σε βινύλιο τον προσεχή Δεκέμβριο, μοιράζεται περισσότερα για τη δημιουργική διαδικασία, τα στοιχεία που συνδέουν τους Satyricon με τον Edvard Munch, το black metal και την εξέλιξη της μπάντας.
Καλησπέρα από την Αθήνα! Συγχαρητήρια για το άλμπουμ «Satyricon & Munch», μια διαφορετική εμπειρία ακρόασης 56 λεπτών και 7 δευτερολέπτων, που μετά την αποκάλυψή της στο Μουσείο Μουνκ, είναι προσβάσιμη και στις πλατφόρμες πια… Πώς συνθέσατε τη μουσική; Ήταν περισσότερο συναισθηματική ή διανοητική διαδικασία;
Ανάμεσα σε αυτά τα δύο υπάρχει σύνδεση, τα αισθήματα συνδέονται με τη διανόηση. Ως επιμελητής της σειράς των έργων του Μουνκ για την έκθεση, τις ελαιογραφίες, τις λιθογραφίες και τις ξυλογραφίες, μπορώ να πω ότι ήταν η βάση για να συνθέσω μουσική. Έζησα πολύ κοντά με αυτά τα έργα του Μουνκ και τα άφησα να γίνουν μέρος μου, οπότε η μουσική που έγραψα είναι η συναισθηματική μου ανταπόκριση απέναντι σε αυτά τα έργα, αυτής της έκθεσης. Είτε έχει επισκεφτεί κάποιος την έκθεση είτε όχι, αλλά απλώς έχει ακούσει τη μουσική από το άλμπουμ, αυτό που θα ακούσει είναι η μουσική μου ανταπόκριση στα έργα του Μουνκ. Έτσι το σκέφτηκα. Είναι μια συναισθηματικά καθοδηγούμενη αντίδραση, όπως και το διανοητικό κομμάτι, όταν μέσα από τη μουσική δημιουργείς τη συναισθηματική απάντηση σε κάτι. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τη σειρά των έργων που επιλέχθηκαν για την έκθεση, προκύπτει το ερώτημα «μπορεί αυτό να ζήσει έξω από την αίθουσα της έκθεσης, όταν έχω γράψει μουσική ειδικά για τα έργα του Μουνκ;». Και η απάντηση σε αυτό δεν υπήρχε καν, αυτός είναι ο Μουνκ, εκεί πρέπει επίσης κάποιος να πάει μέσα από την άμεση συναισθηματική ανταπόκριση, να καθίσει και να σκεφτεί, «μπορεί αυτό να έχει μια ζωή από μόνο του, έξω από αυτήν την έκθεση;» και νομίζω ότι με τον ίδιο τρόπο που αυτοί οι πίνακες και τα έργα συναντώνται ιδιαίτερα δυνατά ως μέρος αυτής της έκθεσης -φυσικά και αυτοί οι πίνακες μπορούν να ζήσουν μια ζωή χωρίς τους Satyricon, όπως έκαναν εδώ και 130 χρόνια- κάπως έτσι πηγαίνει, νομίζω, και με τη μουσική. Δεν νομίζω ότι η μουσική που έχουμε γράψει είναι το είδος της μουσικής που θα ήταν τέλειο για την προπόνηση κάποιου στο γυμναστήριο, ίσως ούτε και στο μετρό, αλλά πρόκειται σαφώς για ενδιαφέρουσα μουσική να ακούσει κανείς όταν οδηγεί αυτοκίνητο στο σκοτάδι, έξω στη φύση με ακουστικά, μουσική που έχει νόημα να την ακούει κανείς μόνος στο σπίτι ή στο διαμέρισμά του, με χαμηλωμένα φώτα και χωρίς να χρειάζεται να κάνεις άλλες δουλειές για να μπορείς να συγκεντρώνεσαι στη μουσική. Κι αισθάνομαι επίσης ότι η μουσική αυτή ακούγεται σε συγκεκριμένη ένταση. Κάνει έντονη την παρουσία της και επικοινωνείται καλύτερα σε συγκεκριμένη ένταση. Οπότε αποφασίσαμε ότι ακόμα κι αν αυτή η μουσική γράφτηκε ειδικά για την έκθεση -μας ήταν πολύ ξεκάθαρο πως- είχε την ικανότητα να έχει τη δική της ζωή, χωρίς την έκθεση. Και γι’ αυτό υπάρχει αυτό το άλμπουμ και εκτός έκθεσης.
Με ποιους πίνακες του Μουνκ από την έκθεση αισθάνεστε πιο κοντά;
Είναι πολύ δύσκολο να πω γιατί ήμασταν υπεύθυνοι για μία σειρά από πίνακες και έργα ζωγραφικής. Τα βλέπω σαν ένα πράγμα, είναι σαν να με ρωτάτε ποιο από τα παιδιά μου, μου αρέσει περισσότερο.
Ποιες είναι οι αρχές που μοιράζεστε με τον Έντβαρντ Μουνκ;
Ο Μουνκ ήταν εντελώς άνευ όρων αφοσιωμένος στην Τέχνη του και όσο είμαι μουσικός είμαι γνωστός για αυτό το γνώρισμα. Γράφω μόνος τη μουσική και τους στίχους, όταν ηχογραφούμε όργανα και πράγματα που δεν παίζω προσωπικά, είμαι πάντοτε παρών, όταν γίνεται η μίξη πολλοί τα δίνουν σε μηχανικούς ήχου και μετά λένε «πιο πολλές κιθάρες εδώ», «πιο πολλά φωνητικά εκεί», εγώ βρίσκομαι κάθε μέρα εκεί, σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Είμαι παραγωγός των άλμπουμ μου, ακόμα και για το mastering βρίσκομαι εκεί. Επίσης όταν κάνεις mastering για βινύλιο, πρέπει να κάνεις «cutting», το οποίο καθορίζει την ποιότητα του ήχου του βινυλίου - εκεί ζητώ πάντοτε δοκιμή πριν από το cutting. Κάτι που κάνουμε και τώρα για αυτό το άλμπουμ, για να έχουμε άριστη ποιότητα ήχου, επειδή όσο πιο πολλή μουσική στριμώχνεις στη μία πλευρά του δίσκου, τόσο χειρότερο ήχο έχεις, οπότε αν έχεις μισή ώρα μουσικής στη μία πλευρά και μισή στην άλλη, το LP σου θα ακούγεται φρικτά. Αν έχεις, για παράδειγμα, δεκαπέντε λεπτά σε κάθε πλευρά και φτιαχτούν δύο βινύλια, ο ήχος θα είναι εκπληκτικά καλύτερος. Το cutting επηρεάζει τον ήχο και γι’ αυτή τη διαδικασία κάνω διαρκώς δοκιμές. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με το εξώφυλλο, δεν χρησιμοποιούμε τη δισκογραφική, επιλέγω μόνος μου, δουλεύω πολύ στενά με όλους και για όλα. Για ό,τι κάνουμε με τους Satyricon, δεν υπάρχουν κενά και διαλείμματα. Δουλεύεται και η παραμικρή λεπτομέρεια, αυτό, έχω μάθει, ήταν σημαντικό για τον Μουνκ· ήταν σαφής σχετικά με το πώς ήθελε να γίνονται τα πράγματα, όταν κανείς δεν πίστευε σε εκείνον, όπως συνέβη και με την black metal σκηνή, τα έκανε όλα μόνος: νοίκιαζε τις γκαλερί, έφτιαχνε τις αφίσες και τις προσκλήσεις του και έκανε την διανομή για να έρθει ο κόσμος να τον δει. Ο Μουνκ ήταν ένας πολύ αποφασισμένος και με ξεκάθαρο όραμα άνθρωπος σχετικά με το τι ήθελε να κάνει και μου αρέσει να σκέφτομαι ότι αυτό είναι κάτι κοινό μας. Ένα άλλο κοινό των Satyricon και του Μουνκ είναι ότι ο Μουνκ έφτιαχνε πίνακες, σκίτσα, κάποια γλυπτά, δεν ήταν σπουδαίος στιχουργός αλλά είχε ασχοληθεί και με αυτό, στην εποχή που η φωτογραφία ήταν κάτι πολύ νέο και μόνο οι φωτογράφοι είχαν δική τους μηχανή αυτός αγόρασε τη δική του για να πειραματιστεί με μια νέα μορφή Τέχνης, και ο Μουνκ δεν ήταν μόνο ένα πράγμα· ο Μουνκ διέθετε πλούσιο εύρος, πέρασε από διαφορετικά στάδια στην καριέρα του ως καλλιτέχνης και είχε την πεποίθηση ότι όλα γίνονται με το αίμα της καρδιάς σου. Είτε πρόκειται για λογοτεχνία, μουσική, για εικαστική Τέχνη, οτιδήποτε πρέπει να είναι με το αίμα από την καρδιά σου. Αυτό που προσπαθούσε ο Μουνκ να επικοινωνήσει ήταν «μην κάνεις ένα τραγούδι επειδή γνωρίζεις πώς γίνεται, κάντο επειδή έχεις μία ιστορία να διηγηθείς. Μη ζωγραφίζεις έναν πίνακα γιατί ξέρεις πώς να το κάνεις, ζωγράφισε γιατί υπάρχει μία ιστορία πίσω από αυτό. Από το αίμα της καρδιάς σου». Έτσι ακριβώς προσπαθούμε να δουλεύουμε με τους Satyricon, θέλεις να φτιάξω το «Mother North» νούμερο δύο; Εγώ δεν θέλω, θα φτιάξω κάτι άλλο. Όμως υπάρχουν μπάντες που μπορούν να κάνουν παρόμοια μουσική όλη την ώρα, οι Motörhead ήταν σπουδαία μπάντα, όμως όλοι οι δίσκοι μοιάζουν, οι AC/DC επίσης σπουδαίοι με ίδιο υλικό στους δίσκους τους, οι Satyricon θεωρούνται από κάποιους μεγάλη μπάντα γιατί αρέσει η μουσική τους και δεν είναι πάντοτε η ίδια, για άλλους οι Satyricon δεν είναι σπουδαία μπάντα γιατί η μπάντα εξελίσσεται και αλλάζει. Για μένα, όμως, αυτός είναι ο ορισμός του αληθινού καλλιτέχνη, γιατί δεν θέλω να είμαι ο «κλόουν του Σατανά» κάποιου, με ενδιαφέρει να είμαι καλλιτέχνης.
Το εξώφυλλο του άλμπουμ «Satyricon & Munch» μοιάζει ήδη να έχει κερδίσει μια θέση στα «μαύρα εξώφυλλα» της μουσικής. Τόσο λιτό και ταυτόχρονα τόσο περιγραφικά δυνατό. Ποιος το φιλοτέχνησε και πώς προέκυψε η δημιουργία του;
Ήταν μία ιδέα για εξώφυλλο που είχα πολλά χρόνια πίσω, πρόκειται για μεγάλη ιστορία, αλλά για διάφορους λόγους, δεν μπορούσαμε να το κάνουμε. Το είχα πάντα μέσα στο κεφάλι μου, πως μια μέρα, θα ολοκληρώσω το όραμά μου. Συζήτησα με πολλούς γραφίστες, είχα και έναν πολύ συγκεκριμένο φωτογράφο κατά νου, το προχωρήσαμε και έγινε. Για εμένα, το εξώφυλλο ενός άλμπουμ θα πρέπει να είναι μία εκπροσώπηση του μουσικού περιεχομένου και της συνολικής ιδέας, του θέματος. Δεν μου αρέσει καθόλου όταν δεν υπάρχει συσχετισμός μεταξύ του άλμπουμ και του υλικού, είναι παράξενο γιατί, πίσω στις ημέρες της δεκαετίας του 1970 - αρχές 1980, οι Scorpions είχαν τρελά εξώφυλλα. Μερικά από αυτά είναι πολύ καλλιτεχνικά και cool, ασυνήθιστα και αυτό είναι σπουδαίο. Όμως μερικά από αυτά μοιάζουν να μην έχουν καμία σχέση με τη μουσική. Μοιάζει cool, αλλά δεν βλέπω πουθενά τη σύνδεση με τη μουσική. Οπότε νιώθουμε καλύτερα όταν υπάρχει οπτική εκπροσώπηση του περιεχομένου μας, οπότε αυτό κάναμε και με την έκθεση, επίσης.
Είστε ένας καλλιτέχνης, δημιουργός, αρχηγός συγκροτήματος και -την ίδια στιγμή- είστε ένας επιχειρηματίας. Πώς διαχειρίζεστε την ένταση όταν αυτή προκύπτει στις επαγγελματικές σας σχέσεις; Έχετε δηλώσει στο παρελθόν ότι «το να ηγείσαι μιας μπάντας, δεν είναι θέμα ισχύος, είναι θέμα ευθύνης».
Είναι θέμα ευθύνης. Για παράδειγμα, μία από τις ευθύνες μου είναι ότι, μερικές φορές έχω πράγματα στο κεφάλι μου που τα δουλεύω, και τότε δεν θέλω να πάω σε πρόβα των Satyricon γιατί είμαι πολύ απασχολημένος επάνω σε κάτι. Όμως η πρόβα είναι σημαντική για τα υπόλοιπα μέλη, μπορεί να είναι σημαντική για την έμπνευσή τους και το κίνητρό τους, οπότε η ευθύνη μου είναι να σταλεί ένα mail σε όλους που θα λέει ότι «την Πέμπτη θα παίξουμε». Γνωρίζω ότι οι ανάγκες μας δεν είναι πάντοτε ίδιες και είναι ευθύνη μου οι ανάγκες των ανθρώπων που παίζω μαζί και όχι μόνο ο εαυτός μου. Οπότε ναι, δεν είναι θέμα ισχύος, είναι θέμα ευθύνης. Και το παραπάνω παράδειγμα ήταν το πιο απλό σχετικά με το πώς εξασκείς την ευθύνη. Σχετικά με το κομμάτι της ισορροπίας, αποτελεί πρόκληση για οποιονδήποτε στη θέση μου, για εμένα, όταν δουλεύω επάνω σε κάτι προσπαθώ να είναι 100% αφοσιωμένος και μόλις τελειώσω και πάω για το επόμενο project, να ισχύει το ίδιο ακριβώς πράγμα· απόλυτη και ολοκληρωτική συγκέντρωση και αφοσίωση. Αυτή είναι πάντοτε η φιλοδοξία μου και κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Ξέρετε, για τη λέξη «multitasking», αυτό που βρήκαν σε έρευνες για τον εγκέφαλο, είναι ότι το ανθρώπινο μυαλό έχει πολύ περιορισμένη δυνατότητα να κάνει πολλά πράγματα. Όμως αυτό που βρήκαν είναι ότι αυτοί που θεωρούμε «πολυεργαλεία», δεν μπορούν να λύσουν πολλά πράγματα την ίδια στιγμή. Έχουν, όμως, την ικανότητα, αρκετά πιο γρήγορα από εμάς να κινήσουν την προσοχή από το ένα μέρος του εγκεφάλου στο άλλο. Και αυτό συνιστά η επιστημονική έρευνα, ότι οι πολλαπλές εργασίες, όπως το σκεφτόμαστε, δεν υπάρχει. Αλλά είναι η ικανότητα ενός ανθρώπου να εστιάζει σε κάτι και γρήγορα να τραβάει την προσοχή σε κάτι επόμενο και πάλι πίσω. Στην πραγματικότητα, λύνουν τα θέματα ένα την φορά. Αλλά η ταχύτητα ανάμεσα στα θέματα, είναι πιο γρήγορη απ’ ό,τι των υπολοίπων. Δεν ξέρω αν είμαστε γρηγορότεροι καθώς πηγαίνουμε από το ένα θέμα στο άλλο, αλλά αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι, όταν είμαι στο κελάρι με τα κρασιά και δουλεύουμε επάνω στην οινοποίηση των Wongraven Wines, να κάνω αυτό ακριβώς, δεν είμαι με το κινητό στο χέρι να τσεκάρω e-mails. Όταν τελειώσω τη συγκεκριμένη δουλειά και γυρίσω στο γραφείο για να κάνω δουλειά γραφείου, εστιάζω σε αυτό.
Υπάρχει περίπτωση η έκθεση Satyricon & Munch να ταξιδέψει σε άλλα μέρη του κόσμου και να φιλοξενηθεί σε άλλα μουσεία;
Πολύ καλή ερώτηση και είναι κάτι που θα το ήθελα πολύ. Ρεαλιστικά μιλώντας, στο σημείο που βρισκόμαστε, είναι λίγο - πολύ αδύνατον να φανταστώ ότι αυτή η έκθεση θα ήταν κάτι που θα μπορούσαμε να βγάλουμε εκτός, υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό, ο σημαντικότερος είναι το πολιτιστικό κόστος αυτών των πινάκων και σκίτσων. Έχουν βαριά προστασία, κυριολεκτικά αξίζουν εκατομμύρια, οπότε και μόνο γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει. Αλλά και το κόστος στησίματος ανά περιοχή, στη Νορβηγία ήταν ένα εκατομμύριο ευρώ. Αυτό που είναι εφικτό και έχω επικοινωνήσει στο Μουσείο Μουνκ ότι θα ήθελα να κάνω, είναι να φέρω μία άλλη εκδοχή αυτής της έκθεσης σε μία άλλη χώρα, κοιτάζοντας προηγούμενα μέρη που φιλοξένησαν εκθέσεις του Μουνκ, όπως η Σουηδία, η Αγγλία, η Γερμανία, η Ιαπωνία. Δεν γνωρίζω, πάντως έχω προτείνει σοβαρά και επίμονα στο μουσείο να πραγματοποιήσουν τη φιλοδοξία μου. Η απάντηση σε αυτό είναι ότι μερικοί από τους ανθρώπους που δούλεψαν μαζί μας σε αυτή την έκθεση θέλουν να το δουν να συμβαίνει και ειλικρινά κάποιους άλλους δεν τους αφορά καθόλου. Οπότε η δουλειά μου είναι να δούμε αν μπορούμε να έχουμε τους ανθρώπους που έχουν τη δύναμη να αποφασίζουν και να δουλέψουν σκληρά για να το δουν αυτό να πραγματοποιείται. Επειδή θα ήταν σπουδαίο.
Πώς αισθανθήκατε όταν εγκαινιάστηκε η έκθεση; Ποια ήταν η μεγαλύτερη αγωνία σας πριν ανοίξει για το κοινό;
Καμία αγωνία, όχι. Ρωτήθηκα από κάποια που δουλεύει στο μουσείο μερικές ημέρες πριν «έχεις άγχος;» και της απάντησα «όχι, γιατί να έχω άγχος;». «Για τα εγκαίνια». Μα, είναι καλό αυτό, δεν υπάρχει λόγος να αγχωθώ! Ήμασταν μία ομάδα μουσικών, ενορχηστρωτών, μηχανικών ήχου, σχεδιαστών φώτων, εφόρων Τέχνης, αρχιτεκτόνων και όλοι αυτοί ήταν οι καλύτεροι άνθρωποι, κόσμος που δούλεψε σκληρά και για μεγάλο χρονικό διάστημα για να συμβεί όλο αυτό, οπότε δεν υπήρχε τίποτα να φοβηθώ. Προσθέστε σε αυτό πως, όταν κάτι γίνεται με τιμιότητα και ακεραιότητα, ο κόσμος μπορεί να πει ότι δεν το καταλαβαίνει ίσως, όμως δεν μπορεί να πει ότι είναι κακό. Το τίμιο και το ακέραιο δεν μπορείς να το κριτικάρεις, το μόνο που μπορείς να πεις είναι ότι «για εμένα δεν λειτουργεί». Η θεμελιώδης αξία κάθε μορφής Τέχνης, είναι ότι πρέπει να γίνει με τιμιότητα και ακεραιότητα. Και εδώ υπάρχει απεριόριστη τιμιότητα και ακεραιότητα, οπότε αυτό στέκεται άνω από την κριτική, τουλάχιστον στη δική μου οπτική.
Ιδρυθήκατε το μακρινό 1991, οι Satyricon είναι αληθινός θρύλος για την black metal σκηνή. Πολλαπλές βραβεύσεις, χρυσοί δίσκοι και δίσκοι που φτάνουν στο Νο 1 των charts, όπως επίσης μεγάλες περιοδείες και συμμετοχές σε μεγάλα φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Πώς βλέπετε το black metal στο 2022; Ποια στοιχεία θεωρείτε πως χρειάζεται για να εξελιχθεί; Καθώς μεγαλώνατε, τι άλλαξε στον τρόπο που αντιλαμβάνεστε το black metal ως είδος μουσικής και ως μορφή Τέχνης;
Αυτό που είχε ενδιαφέρον για το black metal στις αρχές ήταν το πόσο αναζωογονητικό ήταν. Ήταν τόσο εντελώς διαφορετικό από τους προκάτοχους του black metal στα 80s, ήταν κάτι με δική του ταυτότητα και ήχο, πολύ διαφορετική από τους Venom, από την αμερικανική death metal, από τη γερμανική και αμερικανική thrash metal και άλλους τύπους extreme μουσικής. Μετά από τόσο καιρό, δεν είναι αναζωογονητική, δεν είναι κάτι καινούργιο, άρα γίνεται κάτι γνώριμο, άνετο. Αυτό που μου άρεσε στο black metal είναι το πώς άλλαξε τα πάντα. Τόσο σαν fan, όσο και σαν μουσικός, το συναίσθημα ότι δεν είχα ακούσει τίποτα τέτοιο πριν, και η αίσθηση του ολότελα καινούργιου, του εντελώς διαφορετικού ακούσματος από οτιδήποτε πριν, και καλού φυσικά, αυτό ήταν το φοβερό για εμένα. Ένα καλό παράδειγμα, παρακολούθησα τους Darkthrone να παίζουν σε έναν χώρο που λεγόταν Bootleg στο Όσλο, και σκέφτηκα ότι ήταν καλό. Είχαν και τον δίσκο «Soulside Journey» και σκέφτηκα ότι ακούγεται σαν να έχει γίνει στο Sunlight Studios στη Στοκχόλμη, επειδή όλοι οι δίσκοι από το συγκεκριμένο στούντιο μοιάζουν λίγο - πολύ, και ο παραγωγός, πώς είναι το όνομά του, Tomas Skogsberg, έκανε σπουδαία δουλειά αλλά όλοι οι δίσκοι ακούγονται το ίδιο. Οπότε οι Darkthrone φτιάχνουν το «Soulside Journey» με πολλά και καλά riffs, σπουδαίους στίχους, με ήχο πιο σκοτεινό και occult από άλλες μπάντες της εποχής, αλλά πάλι ακούγεται σαν σουηδικό death metal που ηχογραφήθηκε στο συγκεκριμένο στούντιο, οπότε είναι αρκετά generic. Ένας φίλος μου στο γυμνάσιο ήταν φίλος με τον Zephyrous, πρώην κιθαρίστα των Darkthrone, και μου εξηγούσε πώς άλλαξαν τα πάντα στo black metal και μάλιστα είχε μία από τις κασέτες από τις πρόβες που έκαναν για νέα τραγούδια και μιλούσε συνεχώς γι’ αυτό και έμοιαζε γαμημένα συναρπαστικό. Μια μέρα μετά το σχολείο, πήραμε το τοπικό τρένο για να πάμε σπίτι του και να ακούσουμε αυτή την κασέτα, και αυτά ήταν τα τραγούδια που έγιναν μετά το «A Blaze Ιn Τhe Northern Sky». Σκεφτόμουν πόσο εκπληκτικό ήταν, ότι δεν είχα ξανακούσει τίποτα παρόμοιο. Μου έφτιαξε μια κόπια και ήταν επαναστατικό, και μετά ακολουθούσε το επόμενο βήμα, είχα εκ βάθους συζητήσεις με τον Fenriz και μου έλεγε τι είχαν κάνει με τον επόμενο δίσκο, επειδή ένιωθε ότι η αδυναμία του «A Blaze In The Northern Sky» ήταν ότι είχε πολλά ίχνη από το παλιό death metal των Darkthrone. Μετά μιλήσαμε για τα κομμάτια και αποφασίστηκε ότι εκτός από τον Euronymous θα ήμουν ο μόνος που θα είχα κόπια του δίσκου, που ήταν το «Under A Funeral Moon». Νόμιζα ότι θα ήταν όπως το «A Blaze In The Northern Sky», αλλά ήταν εντελώς διαφορετικό. Ήταν ένας πιο αγνός black metal δίσκος, χωρίς τα υπολείμματα του παλιού στιλ death metal των Darkthrone. Αισθάνομαι ότι αυτό που συνέβη καθώς τα χρόνια περνούσαν, όχι με τους Darkthrone αλλά με άλλες μπάντες, είναι πως έχασαν το ενδιαφέρον τους να προχωρήσουν σε αχαρτογράφητα νερά. Έχασαν την καλλιτεχνικότητα και έγιναν περισσότερο διασκεδαστές, προσπάθησαν να «κλειδώσουν» τον πυρήνα των θαυμαστών, έδωσαν στους fans αυτό που ήθελαν να ακούσουν, και αυτό δεν είναι κακό, όμως δεν είσαι καλλιτέχνης πια, είσαι απλώς διασκεδαστής. Σαν έναν κλόουν που του ζητούν να επαναλάβει το νούμερό του ξανά και ξανά. Προσωπικά δεν είναι αυτό που θέλω να κάνω, δεν μπορώ να εξελίξω τη μουσική μόνος, θα πρέπει να υπάρχει μία συλλογική ευθύνη, δεν θέλουν όλοι να το κάνουν, αλλά είναι σημαντικό, αν θέλουμε το black metal να ευημερεί για άλλα 30 χρόνια, να είναι κατανοητό ότι πρέπει να γίνει το επόμενο βήμα, να προχωρήσει.
Πόσο δύσκολο είναι να διατηρείτε μία μπάντα ζωντανή για 31 ολόκληρα χρόνια; Ποια ήταν η πιο κρίσιμη στιγμή σε αυτό το μουσικό ταξίδι; Σκεφτήκατε ποτέ να τα παρατήσετε; Και τι σας κάνει να συνεχίζετε;
Ο Frost κι εγώ έχουμε αμοιβαίο σεβασμό, ακόμα κι αν είμαστε διαφορετικές προσωπικότητες μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος και αφοσίωση για τις βασικές ιδέες και τη φιλοσοφία των Satyricon, έχουμε τον ίδιο πυρήνα απόψεων σχετικά με το πώς πρέπει να είναι το black metal, και όσο σπρώχνει ο ένας τον άλλον μπροστά, σεβόμαστε ο ένας τον άλλον όλο και πιο πολύ, και αυτό είναι το κλειδί για να μένει η μπάντα δυνατή για δεκαετίες. Είναι σημαντικό μία μπάντα να μη θεωρείται μία ανοιχτή λέσχη. Ωραία η φιλία αλλά το σημαντικότερο εδώ είναι η αφοσίωση. Στους Έλληνες αρέσει το ποδόσφαιρο, σας αρέσει;
Ναι.
Αρέσει και σε εμένα. Εάν ο παίκτης εστιάζει στον εαυτό του, αντί στο κλαμπ, δεν θα είναι καλός για την ομάδα, αλλά εάν παίζει για το κλαμπ και όχι για τον εαυτό του, πρόκειται για καλό παίκτη. Ο Frost κι εγώ προσπαθούμε να σκεφτόμαστε έτσι. Το σημαντικότερο δεν είναι ο Satyr ή ο Frost. Το σημαντικότερο είναι οι Satyricon, το κλαμπ. Αυτό κρατάει την μπάντα ενωμένη.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο ρίσκο που έχετε πάρει στη ζωή σας;
Προσπαθώ να αποφεύγω να παίρνω ρίσκα που δεν είναι απαραίτητα, χθες προσπαθούσα να μεταφέρω παλιές φωτογραφίες από έναν σκληρό δίσκο σε έναν νέο, και όπως καθόμουν και έβλεπα πολλές εικόνες μαζεμένες από πολλά χρονικά διαστήματα με τη γυναίκα μου, είδα δικές μου φωτογραφίες με σίδερα, με κολάρο στο λαιμό, σε νοσοκομείο, και της είπα, «τι είναι αυτά; Δεν τα θυμάμαι». «Ναι, ήσουν στο νοσοκομείο». «Ναι αλλά τι συνέβη με τον λαιμό μου;» και μου απάντησε «δεν θυμάμαι, πάντοτε τραυματίζεσαι από κάτι!». Είμαι υπεύθυνος και αποφεύγω ρίσκα που δεν χρειάζεται να πάρω, αλλά μου αρέσει να κάνω σωματικά πράγματα και να διασκεδάζω, μέρος αυτού είναι η προθυμία σου να σπρώξεις τα πράγματα λίγο, αυτό πηγαίνει λάθος μερικές φορές, σπας κόκκαλα και βρίσκεσαι στο νοσοκομείο. Δεν είναι ένα πράγμα, είναι σπασμένα κόκκαλα, πλευρά, χέρια, επειδή ασχολούμαι με κάποια φυσική δραστηριότητα. Προσπαθώ, πάντως, να μειώνω κάθε φορά τον κίνδυνο.