Μουσικη

Μανώλης Φάμελλος: Πραγματικά δικό σου είναι αυτό που δημιουργείς εσύ

«Κανείς δεν κρέμεται από τα χείλη σου και έτσι οφείλουν να είναι τα πράγματα»

Δημήτρης Αθανασιάδης
16’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη: Ο Μανώλης Φάμελλος μιλάει στην ATHENS VOICE για τη μουσική, το άλμπουμ «Η Ζωή Ήταν Σήμερα», τη ζωή στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, τα social media.

«Η Ζωή Ήταν Σήμερα» ήρθε σε έναν βαρύ χειμώνα. Ένας δίσκος που όσο περισσότερο χρόνο του αφιερώσεις τόσο περισσότερο θα σε συνδέσει με τον δημιουργό και τα κρυπτογραφικά του σημειώματα. Ο έξω κόσμος βιαστικά μεγαλώνει, βιάζομαι να φτάσω στο ραντεβού μας στη Γλυφάδα και λίγο πριν πέσει ο ήλιος φτάνω σε ένα ισόγειο μουσικό ορμητήριο γεμάτο όργανα, ραδιόφωνα, ενισχυτές, πεταλιέρες. Ο Μανώλης Φάμελλος έχοντας σπάσει τις συμβάσεις που ήθελαν τους τραγουδοποιούς δυσνόητους και «καταραμένους», σπάει τον πάγο της πρώτης γνωριμίας με δύο takeaway καφέδες που έχει παραγγείλει…

Έχετε γράψει ένα από τα πιο σπουδαία τραγούδια αναφοράς στο καλοκαίρι, το «Ένα Μεγάλο Φωτεινό Καλοκαίρι». Σε ένα άλλο καλοκαίρι, εκείνο του 1990, δημιουργήθηκαν οι «Ποδηλάτες». Τι θυμάστε από εκείνα τα καλοκαίρια;
Θυμάμαι ως μαθητής αλλά και ως φοιτητής στο ΑΠΘ την προσμονή με την οποία επέστρεφα από τις διακοπές, έχοντας στο νου μου ότι κάτι συνταρακτικό πρόκειται να συμβεί μέσα σε αυτή την χρονιά, αλλά μέχρι τα Χριστούγεννα είχαν διαψευστεί όλες οι μεγάλες μου προσδοκίες…

Γιατί;
Γιατί τα πράγματα ποτέ δεν εξελίσσονταν κατ’ ευχήν, είχα και μία -σχετικά- ταλαιπωρημένη εφηβεία, με σύνδρομα κάθε λογής, όλη εκείνη η περίοδος ήταν μια αγχώδης διαταραχή μακράς διαρκείας. Αφελώς σκεφτόμουν τότε πως όλο αυτό είχε ένα μεταφυσικό υπόστρωμα, τελικά όμως δεν ήμουν παρά ένα ακόμη παιδί που τρόμαζε με τον κόσμο και αγωνιζόταν να βρει έναν εαυτό. Εκείνα τα χρόνια είχα ξεκινήσει να κάνω ραδιόφωνο και σιγά-σιγά να σχετίζομαι με ανθρώπους που έπαιζαν μουσική. Όπως γνωρίζετε και εσείς, η Θεσσαλονίκη έχει ένα πολύ φιλόξενο κέντρο, όπου οι πάντες, αργά ή γρήγορα, θα διασταυρωθούν, θα συναντήσεις αυτόν που πρέπει όπως και αυτόν που δεν πρέπει, μοιραία. Δεν ξέρω αν ήταν αυτό το γενικότερο κλίμα της ραθυμίας της πόλης, ή το ότι ήθελα να καθυστερήσω την ένταξή μου στην αγορά εργασίας και στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού, αλλά άρχισα να ηχογραφώ κάποια πράγματα δικά μου, έπαιξαν ρόλο και κάποιοι φίλοι που με έναν τρόπο μου άνοιξαν έναν δρόμο, και σιγά-σιγά, χωρίς να παρθεί μια απόφαση, μέσω μιας αναβλητικότητας, τα παράτησα όλα για τη μουσική… Έλεγα στον πρόθυμο να πειστεί εαυτό μου, αυτό το θέμα, το ακαδημαϊκό μπορούμε να το διαχειριστούμε και αύριο, και μεθαύριο, θα είναι πάντα εδώ και θα μας περιμένει με μια αγκαλιά ανοιχτή, αλλά ήδη είχα φτάσει σε αυτό που λένε οι Αμερικανοί «beyond the point of no return», έπειτα ήρθαν οι Ποδηλάτες, ένα σχήμα που αναπάντεχα είχε ένα διάστημα μία αποδοχή, γίναμε ακούσια διασκεδαστές-διασκευαστές, και μέσα σε αυτό το πλαίσιο περνούσα και κάποια δικά μου τραγούδια, σας τα λέω κάπως ατάκτως ερριμένα, όπως υπάρχουν στο μυαλό μου.

Πού διασκευάζατε και διασκεδάζατε;
Στο «Παραρλάμα» και έπειτα στον «Μύλο» που μόλις είχε ανοίξει, την άνοιξη του 1992. Το εγχείρημα ήταν δισκογραφικό, αλλά σε μια εποχή που άνθιζε η δισκογραφία, εμείς δεν βρήκαμε κάποια στέγη να το φιλοξενήσει. Ξεκινήσαμε να παίζουμε και τελικά ζήσαμε μια σύντομη άνοιξη και ένα ακόμα πιο σύντομο καλοκαίρι, για να προσγειωθούμε, πάλι, το επόμενο φθινόπωρο στη ματαίωση.  

© Θανάσης Καρατζάς

Βλέπω τόσες κιθάρες εδώ. Θυμάστε πότε έπεσε ένα μουσικό όργανο στα χέρια σας;
Ναι, θέλω να σας πω γι’ αυτό. Ο πατέρας μου έπαιζε μπουζούκι, ερασιτεχνικά, ενίοτε σε κάποιους χώρους τα Σαββατοκύριακα. Στην επαγγελματική του ζωή ήταν εργοδηγός, είχε όμως και έναν υγιή τυχοδιωκτισμό εκείνη, την αρκετά πιο αθώα εποχή και μπήκαμε κι εγώ κι ο αδελφός μου στη μουσική περιπέτεια…

Και αυτή είναι η πρώτη σας κιθάρα;
Ναι αλλά δεν είναι καν δικιά μου. Να δείτε την αντιπαράθεση, εγώ ξεκίνησα να παίζω μπουζούκι και ο αδελφός μου κιθάρα. Αυτή είναι λοιπόν δική του, μια Aria του 1976… Εγώ έπιασα έναν μπαγλαμά στην αρχή και έπειτα μπουζούκι θέλοντας να πλησιάσω τον πατέρα μου που του άρεσαν τα λαϊκά ιδιαίτερα ο Τσιτσάνης, ο Μητσάκης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ήταν και οι αγαπημένοι του συνθέτες. Προσπαθούσα να παίξω, ένιωθα όμως και έναν καταναγκασμό μέσα σε αυτό μια και προτιμούσα να δοκιμάζω δικά μου πράγματα, τα οποία δεν ήταν ακριβώς συνθέσεις, αλλά ας πούμε πειραματικές προσεγγίσεις του οργάνου, σε μία κάπως αφηρημένη αυτοσχεδιαστική βάση. Η πρώτη μου απόπειρα opus 1 δηλαδή, ήταν μια σονάτα για μπαγλαμά με τίτλο «Ο Κυνηγημένος» εμπνευσμένη από τις περιπέτειες του Lone Ranger που μεταξύ μας ακόμη με εμπνέουν… Ο αδελφός μου εγκατέλειψε την κιθάρα του σχετικά νωρίς, και μετά από λίγο ακολούθησα και εγώ, για μια καριέρα στο ποδόσφαιρο, που μου είχε φανεί πιο ενδιαφέρουσα κι ένδοξη προοπτική.

Παίζατε μπάλα, δηλαδή;
Έπαιζα.

Σε ομάδες;
Όχι αυτό τελείωσε σχετικά σύντομα αλλά παρέμενε η κιθάρα, η οποία σερνόταν μέσα στο διαμέρισμα, εντωμεταξύ έφυγε και ο πατέρας μου και όταν άρχισα να ακούω τα δικά μας πράγματα...

Θυμάστε το πρώτο άλμπουμ που αγοράσατε;
Το πρώτο άλμπουμ δεν το αγόρασα, αλλά το απαλλοτρίωσα από μια φιλική δισκοθήκη, δηλαδή το δανείστηκα και δεν το επέστρεψα παρά μετά από αρκετά χρόνια, ήταν μία αμερικανική έκδοση του «Leave Home» των Ramones. Το πρώτο άλμπουμ που αγόρασα πρέπει να ήταν Led Zeppelin, ένα από τα πρώτα τέσσερα. Όταν άρχισα να συνειδητοποιώ τη δυνατότητα λοιπόν, ότι μπορώ να μεταφέρω αυτό που ακούω από τους δίσκους στο εδώ και τώρα κι επειδή τα δάχτυλα μου πήγαιναν λόγω της τριβής με το μπουζούκι, άρπαξα αυτή την κιθάρα που βλέπεις. Με αυτήν έμεινα μέχρι τα 30, παράλληλα πέρασαν πολλά όργανα από τα χέρια μου και συνεχίζουν και περνάνε, μοιραία αναπτύσσεις έναν φετιχισμό (εκτός από τις κιθάρες, την οικογένεια των μαντολίνων, τα διάφορα όργανα της αμερικανικής παράδοσης όπως το γιουκαλίλι, το μπάντζο, φυσαρμόνικες) υπάρχουν τα πάντα εδώ αλλά να, εμένα αυτό το όργανο με εξομολογούσε… Δεν χρειάζεται σκέφτομαι να κατέχεις κάτι για να πάρεις και να δώσεις, άλλωστε πραγματικό δικό σου είναι αυτό που δημιουργείς εσύ… Ιδού, σε αυτή την κιθάρα που δεν είναι καν δική μου, έχω γράψει τα περισσότερα τραγούδια μου μέχρι τα 30 που έφυγα και την άφησα ορφανή στο πατρικό σπίτι… Τώρα την έφερα εδώ για να τη συνεφέρω και νιώθω ότι είναι κάπως… πώς είναι οι γάτες που δεν πρέπει να τους αλλάζουμε το περιβάλλον;

Έχω την αίσθηση πως εξερευνούσατε ανέκαθεν ήχους, έχετε εμπλουτίσει τον ηλεκτρονικό ήχο με ακουστικά όργανα, βιολί, ακορντεόν, μαντολίνο, τσέλο, πιάνο αλλά και κρουστά. Κυκλοφορήσατε το «Τι Υπάρχει Πιο Πέρα», ένα από τα πιο σκοτεινά άλμπουμ της ελληνικής δισκογραφίας, γεμάτο δυτικές μπαλάντες.
Παρεμπιπτόντως να σας πω ότι ήρθατε τώρα εδώ και πριν από λίγο, το μεσημέρι δηλαδή, ακούγαμε την τελευταία μίξη από το «Τι Υπάρχει Πιο Πέρα», το ετοιμάζουμε όλο από την αρχή, για να κυκλοφορήσει σε διπλό βινύλιο. Το ολοσκότεινο «Τι Υπάρχει Πιο Πέρα» είναι όλο καλοκαίρι, γεμάτο τζιτζίκια, γάτες, και πουλιά που πρέπει να είχαν φωλιά κάπου εδώ, τριγυρνάνε όλα μέσα στα κανάλια του δίσκου, ήταν και το πρώτο άλμπουμ το οποίο γράφτηκε εξ ολοκλήρου εδώ. Και ναι έχει πολλά δυτικά, ευρωπαϊκά στοιχεία και δεν με ενοχλεί να με περνάνε για φραγκολεβαντίνο, μου αρέσει κιόλας. Περιείχε τραγούδια τα οποία είχανε συσσωρευτεί χρόνια πριν και είχαν σαν πρώτη ύλη καταγραφές ονείρων. Αλλά, όπως και τα ίδια τα όνειρα, και τα τραγούδια, ήταν κάπως φευγαλέα. Είχα μια πολύ θολή εικόνα για το τι θα έκανα, με ένα τραγούδι το «24 ώρες κάτω από μια κουβέρτα» μόνο ολοκληρωμένο το οποίο είχα ηχογραφήσει κάπως πρόχειρα για μια συλλογή. Είπα να ξεκινήσω με αυτό, θα σκεπαστώ 24 ώρες κάτω από μία κουβέρτα και θα ονειρευτώ την συνέχεια. Έγραψα τελικά 20 τραγούδια εδώ, τα οποία ολοκληρώθηκαν στην πορεία μέσα σε κάποιους μήνες, και τελικά ο δίσκος έχει 14; Δεν ξέρω. Έμειναν αρκετά τραγούδια εκτός. Το μοναδικό τραγούδι που ολοκληρώθηκε και δεν συμπεριλήφθηκε, ήταν ένα τραγούδι το οποίο στηρίζεται σε μία ρήση του Χέγκελ «Η κουκουβάγια, το πουλί της Γνώσης και της Σοφίας, πετάει πάντοτε το σούρουπο», συνοψίζοντάς την, εκ των υστέρων, γνώση. Αλλά τελικά, για κάποιο λόγο, δεν είχε κατασταλάξει αυτή η γνώση μέσα μου ακόμα, και το κράτησα για να πετάξει αργότερα. Δεν το κυκλοφόρησα ποτέ, αλλά θα το κάνω τώρα.

Τι θέλατε να εξερευνήσετε στο «Η Ζωή Ήταν Σήμερα»;
Τις δικές μου δυνατότητες, πολύ συχνά μπαίνω σε μία λογική αυτοπεριορισμού επειδή η τάση μου είναι προς την ασυδοσία... σκέφτηκα να κάνω ίσως έναν δίσκο ο οποίος θα είναι ατμοσφαιρικός, αλλά να μη χρησιμοποιήσω καθόλου πλήκτρα και ακουστικές κιθάρες. Έπαιξε ρόλο και ο εγκλεισμός, το συζήτησα με τον εαυτό μου και αισθάνθηκα ώριμος και για αυτό το λάθος.

Υπήρξε κάποιο τραγούδι το οποίο σας δυσκόλεψε περισσότερο από τα υπόλοιπα;
Όσο περνάνε τα χρόνια, ιδιαίτερα στο κομμάτι των στίχων, πράγματα που περνούσα αψήφιστα μικρός τώρα με βασανίζουν εμμονικά. Στο τελικό στάδιο, στις οδύνες, βρίσκομαι σε αποδρομή, κι όταν έδινα Πανελλήνιες ακόμα ένιωθα πιο ξένοιαστος. Για αυτό για ένα μεγάλο διάστημα, μετά την ολοκλήρωση κάθε δίσκου δεν θέλω να έχω οποιαδήποτε επαφή με το στιχουργικό κομμάτι, αυτόματα, αμυντικά, το απωθώ. Αναρρώνοντας σκαλίζω κάποιον καιρό μετά δυο γραμμές λέω εντάξει βρήκα αυτό, και το φορτώνω σε ένα μέλλον και με αυτόν τον δίσκο το έκανα ακόμα περισσότερο. Έφτασα πάλι στην τελική ευθεία να γράφω και να σβήνω χιλιάδες λέξεις καθημερινά… Ας πούμε πως με βασάνισε περισσότερα το ομώνυμο κομμάτι, όπου ο ήρωας είναι κάποιος που από τη μία κλαίει τη μοίρα του και την ευτυχία που όλο του διαφεύγει, από την άλλη δεν παραιτείται από το εδώ και τώρα…

Έχετε πει πως «από τον σοσιαλισμό του Μαρξ περάσαμε στον σοσιαλισμό των social media»…
Ναι τα μέσα παραγωγής στη σφαίρα του λόγου, της εικόνας, της μιας κάποιας καλλιτεχνίας κοινωνικοποιήθηκαν - πόση ευτυχία… αλλά η επανάσταση δεν έγινε, όπως θα υποστήριζε και μια μαρξιστική ανάλυση φταίει το ότι δεν πληρούνται οι υποκειμενικές προϋποθέσεις… ή άραγε να φταίει κάποια συνομωσία ίσως; Και αν δεν είναι των ανθρώπων μπορεί να συνωμοτεί το σύμπαν εναντίον μας, όπως συνηθίζει άλλωστε…

To «Insta Girl» μοιάζει να ανατέμνει ανθρωπολογικά με χειρουργική ακρίβεια την κοινωνία. Πώς σας φαίνεται ο κόσμος των social media και των influencers;
Με τον ψηφιακό κόσμο δεν τα πάω και τόσο σπουδαία, είναι η αλήθεια πως οτιδήποτε κάνεις το οποίο δεν έχει σκανδαλολογικό περιεχόμενο, το οποίο δεν αποζητά να σταθεί σε μία γραμμή εναντίωσης με κάτι, είναι περιθωριακό. Όταν άρχισα να γράφω στο Twitter κάποιες σουρεαλιστικές αγγελίες, προσπαθώντας να διακωμωδήσω το ότι πρέπει να τοποθετηθώ μέσα σε αυτούς τους λίγους χαρακτήρες, το διασκέδαζα κάπως αλλά είδα ότι και αυτό, δεν είχε κανένα νόημα. Μα τι τέχνη να κάνεις, αν δεν μπορείς να είσαι κάπου αινιγματικός; Ναι είναι μίας μορφής αγγαρεία το «γαμώτο, πρέπει να υπάρχω εκεί», πρέπει να πω κάτι και αν τους ενδιαφέρει τις περισσότερες φορές θα πρόκειται για κάποιου είδους παρεξήγηση. Γράφω όμως κάποιες λεζάντες που αν και δεν διαβάζει μάλλον κανείς, όταν τις βλέπω αναδρομικά συνθέτουν ένα προσωπικό λεύκωμα που ίσως στο μέλλον να μου φανεί χρήσιμο … Όπως και να έχει αισθάνομαι ότι μόνο για τη δουλειά μου μπορώ να μιλήσω, που, παραδόξως, είναι μία δουλειά για την οποία δεν χρειάζεται να μιλάει κανείς. Κάπου υπάρχουν άνθρωποι φυσικά, πρόσωπα μεμονωμένα που το δικό μου μπορούν να το κάνουν δικό τους, μπορούν να μου το επιστρέψουν διπλό, συμβαίνει αυτό, αλλά δεν συμβαίνει σε αυτό το πεδίο, μέσα από αυτόν τον κώδικα και υπό αυτές τις προϋποθέσεις. Ίσως ναι, σε κάποιους καλλιτέχνες που έχουν μία δημοφιλία, νομίζω ότι και σε αυτούς, όμως, συμβαίνει χαριστικά επειδή φέρουν μία μυθολογία δική τους, που δεν έχει να κάνει απαραίτητα με το έργο τους, μάλλον το έργο τους περιπλέκει τα πράγματα..

Θεωρείτε τον εαυτό σας επιδραστικό;
Καθόλου, δεν γνωρίζω τον κωδικό, το pin, υπάρχει εκεί έξω η κοινή γνώμη με όλες τις υποκατηγορίες και τις εδραιωμένες αντιλήψεις της, τις δεξιές, τις αριστερές και τις κάθε λογής μοντέρνες παραλλαγές και εγώ δεν μπορώ να τις επιβεβαιώσω πόσο μάλλον να τις κολακεύσω, αλλά ούτε και να τις διαταράξω όπως θα ήθελα… Υπάρχει επίσης και ένα τίποτα σε άπειρες συσκευασίες που διακινείται ταχύτατα και όλοι οι πρεσβευτές του, τα αγόρια και τα κορίτσια που διεκδικούν τον θαυμασμό και τον φθόνο μας… Ακολούθησα κι εγώ κάποιες διασημότητες από επαγγελματική διαστροφή, οι περισσότεροι από αυτούς / αυτές κάνουν και λένε ακριβώς τα ίδια, σαν να είναι ρε γαμώτο ο ίδιος άνθρωπος…

Πώς ήταν αυτή η εμπειρία του stalker;
Την ανάλυση την έκανα, κοιτάξτε εγώ δεν πλησιάζω, ζωγραφίζω με αυτό το αίσθημα του τραγικού και προκύπτουν ενίοτε τραγούδια για τέτοιες περιπτώσεις, μοντέλα, παρουσιάστριες, πλούσιους χορηγούς, σαν μικρές μονογραφίες, μετά επιστρέφω σε μένα που μου φταίω περισσότερο από όλους.

Θεωρείτε τον εαυτό σας ποπ;
H ποπ είναι κάτι με το οποίο πάντοτε ήθελα να παίξω αλλά σε αυτό το παιχνίδι τους όρους δεν τους ορίζουμε εμείς.

Πώς σας φαίνεται η κυριαρχία της εικόνας στη μουσική σήμερα;
Θαυμάζω τους εικαστικούς απεριόριστα, αλλά εγώ θέλω μάτια ερμητικά κλειστά. Γιατί η μουσική να μην μπορεί να υπάρξει χωρίς να συνδεθεί με μία έγκυρη εικόνα; Γιατί να έχει ανάγκη την όποια περσόνα, τα πολιτικά διαπιστευτήρια του συρμού, μια εικόνα πατριάρχη, μια εικόνα παραβατικού, μια εικόνα του Εσταυρωμένου; Γιατί θέλουμε να παρακάμπτουμε διαρκώς την ουσία και να πηγαίνουμε κατευθείαν στο τετριμμένο; Ας είναι θεία μουσική και ας τη γράφει ο κανένας.

«Έχουν φτάσει να καλύψουν τα πάντα ο γύρος και τα μπουζούκια. Σε αυτήν την απραξία είχα βολευτεί και εγώ ζήτησα το κάτι παραπάνω, μοιραία το βρήκα στην Αθήνα». Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που κάνατε όταν ήρθατε στην Αθήνα;
Η δική μου περίπτωση είναι κάπως ιδιαίτερη, επειδή η καταγωγή και των δύο γονιών μου, αλλά και η ευρύτερη οικογένεια, είναι από την Παλαιά Ελλάδα, με έναν τρόπο ήμουν πάντοτε ένας χαμουτζής στη Θεσσαλονίκη, όχι πως το ένιωθα αυτό, ουσιαστικά εκεί μεγάλωσα, σαν παιδί ήμουν πλήρως ενταγμένος στο οικοσύστημα. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 όμως έκανα πράγματα εδώ όπου υπήρχε ένας ευρύτερος κύκλος. Βλέπεις μερικά πράγματα εισέρχονται πλαγίως στη ζωή μας… είναι σαν να είσαι πεπεισμένος ότι θα βρεις τη φλέβα του χρυσού εκεί που κάτι αστράφτει, κάτι λαμπυρίζει και ανοίγεις μια τρύπα, ιδρώνεις, σκάβεις ματαίως, ενώ κάπου δίπλα σου, ανοίγει μία πόρτα μαγικά από μόνη της και σου αποκαλύπτει το πραγματικό κοίτασμα. Έτσι εδώ στας Αθήνας, βρέθηκα συμπτωματικά μέσα σε έναν ρόλο παραγωγού που είναι από τη φύση του ελαστικός, βοηθήθηκα από αυτό, με τράβηξα από τα μαλλιά και βγήκα επιτέλους από το επίκεντρο, από τη μαύρη τρύπα της οδύνης μου. Άρχισα να δουλεύω με συναδέλφους, τραγουδιστές ή σχήματα, χωρίς να έχω γνώσεις τεχνικές ή θεωρητικές, ας πούμε ήμουν ένας μουσικός εμψυχωτής γενικών καθηκόντων, διασκέδαζα κι εγώ με τη βρωμιά και το καυσαέριο και τα πέρα δώθε, μου άρεσε αυτό το ασύνδετο που υπήρχε στην πόλη. Δούλευα ας πούμε στην Καλλιθέα και επέστρεφα στην Αγία Παρασκευή που ήταν ένας μικρόκοσμος δικός της...

Εκεί ζούσατε;
Εκεί με φιλοξενούσε θέλοντας και μη ένας φίλος, έπειτα ένας ακόμη και ούτω καθεξής, στρατοπέδευα πάντα στα βόρεια. Στη Γλυφάδα βρέθηκα πολύ αργότερα τελείως συμπτωματικά, έλεγα πως δεν είμαι από τους Θεσσαλονικείς που «ψάχνουν» τη θάλασσα, τελικά, όμως, γι’ αυτό παρέμεινα εδώ · για την καθημερινή μου ψυχρολουσία. Συνδέθηκα με την Αθήνα τα χρόνια εκείνα με πολλούς τρόπους και με πολλούς ανθρώπους με τους οποίους νιώθω βαθιά συγγένεια ακόμα, όχι μονάχα καλλιτέχνες αλλά και παιδιά που δούλευαν στη δισκογραφία και δεν ήταν καθόλου αυτό που είχαμε αρνητικά εξιδανικεύσει εμείς στον Βορρά, «οι άνθρωποι των ληστρικών εταιριών», αλλά κάποιοι που ταυτίζονταν ειλικρινά με αυτό που έκανες και πάλευαν για τη «φανέλα». Η κάθοδος στην Αθήνα με όλες τις περιπετειώδεις διασταυρώσεις της εντέλει ήταν ένα γεγονός που με κινητοποίησε, άλλωστε εποχούμενος πρωτοήρθα με το παπί μου και έπειτα μια μηχανή…

© Θανάσης Καρατζάς

Τι παπί;
Είχα ένα κλασικό Town Mate.

Και μετά μηχανή;
Διάφορες on off μηχανές, την τελευταία μου την παράτησα στην Φολέγανδρο ένα καλοκαίρι, πήρε φωτιά κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και είναι ένα σπίτι για τα πουλιά τώρα. Έλεγα ότι το χάος, η διακινδύνευση ήταν κάτι που χρειαζόμουν, ένα διεγερτικό γιατί αισθανόμουν ότι βυθιζόμουν στον βούρκο του δικού μου Θερμαϊκού. Υπάρχει ένα αρκετά αυτοβιογραφικό τραγούδι στον προηγούμενο δίσκο, στην «Εποχή των Σκουπιδιών», το «Πενθύμιον» που ξεκινά από τη μορφή του πατέρα και περιγράφει όλη την ταραγμένη εφηβεία μου…

Όταν λέτε ταραγμένη εφηβεία;
Αρκετά, ναι. Δεν σας μίλησα για αυτό το σκέλος… Είχα προβλήματα με τον νόμο (γέλια) μια αδυναμία σε κάποιες μορφές παραβατικότητας, αλλά με συγκινούσαν όλες ανεξαιρέτως. Εκτός από το ξύλο και τις συμπλοκές, βραχυκύκλωνα πάντα με τη βία μεταξύ των ανθρώπων.

Συναντήσεις που έχουν αλλάξει τη ζωή σας, τον τρόπο σκέψης σας;
Από αποκαλύψεις, άλλο τίποτα. Θα υπήρχα άραγε χωρίς αυτές; Στη Θεσσαλονίκη το 1984 γνώρισα ένα παιδί, τον Χρήστο Οικονόμου εγώ ήμουν 15 και αυτός ήταν 19, μέσω μιας αγγελίας, χειρόγραφης. Στη Νικηφόρου Φωκά, υπήρχε ένα καλοστημένο υπόγειο στούντιο και ένας πίνακας αγγελιών, είχε γράψει θυμάμαι «παίζω κιθάρα, φυσαρμόνικα, τραγουδάω αν χρειαστεί, δεν έχω τηλέφωνο, μένω Μητροπόλεως τόσο», πήγα και τον βρήκα  λοιπόν, ήταν σε ένα εσωτερικό διαμέρισμα που έβλεπε σε έναν φωταγωγό, και είχε μόλις έρθει από το χωριό του. Όλα ωραία και καλά και το κυριότερο έγραφε! Έγραφε ωραία τραγούδια! Δεν είχα γνωρίσει κάποιον που να κάνει αυτό το κόλπο ζωντανά μπροστά μου… Ήταν αλλού η μουσική σκηνή της πόλης εκείνη την εποχή τουλάχιστον στους κύκλους που είχα κινηθεί μέχρι τότε εγώ. Ανοίγω παρένθεση, τα επόμενα χρόνια, όταν πήγα και προς τα δυτικά, ανακάλυψα πως υπήρχε και πριν τις Τρύπες ακόμα, ολόκληρη σκηνή εκεί, σχήματα που έκαναν νεοπάνκ, εμείς οι ανατολικοί δεν γνωρίζαμε καν ότι υπήρχε η Νεάπολη, ότι ένθεν και ένθεν της Λαγκαδά συνέβαιναν όλα αυτά. Στο κέντρο παίζανε τζαζ, το ζητούμενο ήταν ποιος θα αποτυπώσει καλύτερα αυτό το σόλο και οι γνωστές μαλακίες… Επιστρέφουμε λοιπόν στον δικό μου άνθρωπο από το πουθενά που έκανε κάτι δικό του, το έχω πει πολλές φορές σε συνεντεύξεις αυτό, ήταν μία πραγματική στροφή για μένα, αποκαλυπτική. Mου φάνηκε σαν ένας θαυματοποιός, σαν ένας εξωγήινος -ίσως και να ήταν- δεν ντυνόταν ούτε μιλούσε όπως οι άλλοι, ήταν ένα απλό παιδί, το οποίο, μιλούσε με την δική του φωνή σε μία εποχή που δεν ήθελε κανείς να ακούσει τη φωνή σου. Δυστυχώς έφυγε κι αυτός νωρίς λίγα χρόνια αργότερα κι απόμεινα να συνεχίζω εγώ και για τους δυο μας.

Τι θα λέγατε σε ένα παιδί, το οποίο ακούγοντας τη μουσική θέλει να γράψει τη δική του;
Να ψάξει να τη βρει κι ακόμα κι όταν τη βρει να μη σταματήσει να τη ψάχνει.

Υπάρχει διαφορά στο να γράφετε μουσική για τον εαυτό σας και για άλλους;
Στην αρχή σκεφτόμουν ότι είναι τεχνικό κυρίως το ζήτημα, σκεφτόμουν ότι ήταν τραγούδια τα οποία δεν μπορούσα να εξυπηρετήσω εγώ ερμηνευτικά, θα τα αναδείκνυε καλύτερα κάποιος άλλος. Αυτό βέβαια τελευταία συμβαίνει και αντιστρόφως, δηλαδή χωρίς να είμαι κανένας τραγουδιστής με δυνατότητες, μου αρέσει να λέω τραγούδια ξένα με τον τρόπο μου και δεν μπορώ να τα ξεδιαλύνω από τα δικά μου. Τραγούδια που έχω ακούσει, που έχω ξεχάσει και τα έχω συναρμολογήσει ξανά στο μυαλό μου. Στην πορεία, όμως, ανακάλυψα ότι έχει ένα ενδιαφέρον να γράφεις για χαρακτήρες, δηλαδή να μπαίνεις στα παπούτσια του άλλου. Ενίοτε είναι και ευκολότερο, τους άλλους τους διακρίνω πιο καθαρά από εμένα. Δεν είναι κάτι το οποίο το έχω κάνει κατά κόρον, αλλά συμβαίνει ναι… Αν ήξερα ποιος είναι ο εαυτός μου, αν ήξερα τι θέλω να πω, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αλλά μέχρι στιγμής στη δουλειά μου εγώ είμαι το κεντρικό project. Και όταν παίρνω τη θέση του άλλου, πάντοτε, με έναν τρόπο, είναι για να συνομιλήσω με τον δικό μου γρίφο. Αν θέλετε, έχω και την αποκλειστική άδεια εξόρυξης, μπορώ να φτάσω πραγματικά πιο βαθιά. Αλλά όπως σας είπα και πριν να μπερδευτώ και περισσότερο… Το πρόβλημα είναι πόσο ενδιαφέρον είναι αυτό για τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά δεν μπορώ να κάνω και διαφορετικά.

Θυμάστε όταν ακούστηκε πρώτη φορά σε ραδιόφωνο ένα τραγούδι σας;
Θυμάμαι ότι κοιμόμουν και ένα ραδιοκασετόφωνο που είχε η μάνα μου στην κουζίνα και υπάρχει ακόμα, έπαιζε το «Χαμογέλα», αλλά επειδή ο δίσκος είχε αργήσει δραματικά να κυκλοφορήσει, εγώ είχα ήδη αποσυνδεθεί από αυτό, δεν μου άρεσε και τόσο. Και νομίζω ότι κάποιος με ξύπνησε, το άκουσα, μετά απλά συνέχισα να κοιμάμαι. Αυτή η αίσθηση με συνοδεύει ακόμα και σήμερα, ιδιαίτερα για τα παλαιότερα πράγματα που έχω κάνει, δεν αντέχω να τα ακούω, μακάρι να υπήρχε μια χρονομηχανή, θα ήθελα να επέστρεφα εκεί και να το έκανα όλα διαφορετικά.

Η εμπειρία πίσω από το μικρόφωνο του ραδιοφώνου;
Μεγάλωσα ακούγοντας Τρίτο Πρόγραμμα, δεν ήμουν αρκετά σοβαρός για εκεί, οπότε με πήραν στο Kosmos. Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκα ένα πολύ μεγάλο διάλλειμα για να ξανασκεφτώ τη σχέση μου με το ραδιόφωνο, περισσότερο από 30 χρόνια. Και επειδή όλο το διάστημα που μεσολάβησε βρισκόμουν σε στούντιο ραδιοφωνικά σαν συνεντευξιαζόμενος μονάχα, νιώθω ακόμα όταν μένω μόνος μου πως κάποια στιγμή θα ανοίξει η πόρτα και θα εμφανιστεί κάποιος υπεύθυνος να αναλάβει και να με καθοδηγήσει. Μετά, έχω συνηθίσει να απευθύνομαι σε πρόσωπα ορατά, τώρα όταν μιλάω στο μικρόφωνο αισθάνομαι ότι απευθύνομαι σε κάποιον στο υπερπέραν. Εδώ που τα λέμε ποιος ξέρει τι είδους πλάσματα της νυχτός και πού να ακούνε μια τέτοια εκπομπή…

© Θανάσης Καρατζάς

To μεγαλύτερο μάθημα που πήρατε περιοδεύοντας στους δρόμους ως μουσικός;
Θα επαναλάβω κι εγώ την κοινοτυπία που ίσως να εκμυστηρεύεται ένας μουσικός στον άλλον με άνεση, ότι αν δεν ήμουν μουσικός θα ήμουν αυτοκινητιστής οποιουδήποτε τύπου, γιατί έχω οδηγήσει πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα και το απολαμβάνω. Ταξιδεύω μοναχικά τα τελευταία χρόνια, παίζω κυρίως μόνος ή ίσως με έναν συνταξιδιώτη ακούγοντας μουσική και συζητώντας. Εμφανίζομαι συχνά σε χώρους που δεν έχουν υποδομή, αλλά και στους χώρους που υπάρχει, νομίζω είναι το απρόβλεπτο, το αναπάντεχο αυτό που τελικά βάζει τα πράγματα σε μία σειρά όταν τη μια στιγμή θέλεις να ανοίξει η γη να σε καταπιεί, αλλά το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο συναντάς την πραγματική έκσταση και είναι κάτι το ανεπανάληπτο κάτι που βγαίνει έξω από τον χρόνο.

Και το πιο σκληρό μάθημα που πήρατε;
Το ότι κανείς δεν κρέμεται από τα χείλη σου και έτσι οφείλουν να είναι τα πράγματα.

Πιστέψατε ποτέ το «αυτά θέλει ο κόσμος»;
Όχι με αυτή την έννοια, μάλλον αναρωτιέμαι περισσότερο για το τι στο διάολο θέλει τελικά, εάν όντως θέλει κάτι… Γιατί οφείλει να ζητά, να περιμένει να ζήσει μια εμπειρία που θα του αλλάξει τη ζωή, κάποιος ερχόμενος σε μία συναυλία. Πολλοί άνθρωποι μοιάζουν να μη
θέλουν να πάνε παρακάτω αλλά κι εμείς γινόμαστε όλο και πιο απρόθυμοι να τους πάρουμε από το χέρι και να τους οδηγήσουμε μέσα στο άγνωστο. Άγνωστο και ανεξερεύνητο είναι και για εμάς άλλωστε…

Έχετε πει ποτέ ψέματα στο κοινό σας;
Αν γνώριζα την αλήθεια θα μπορούσα να σας απαντήσω μετά βεβαιότητος. Αλλά δεν τη γνωρίζω. 

Αγχώνεστε πριν βγείτε στη σκηνή;
Το συζητούσα με μία φίλη μου και έλεγα ότι αυτό το κάτι που μου συμβαίνει, δεν είναι άγχος, είναι περισσότερο μια προκαταβολική ματαίωση, κάτι βιωμένο που στέκεται ανάμεσα σε μένα και τα πράγματα και τα προκαταλαμβάνει. Η υπόσχεση που έδωσες στον εαυτό σου, μία υπόσχεση που πάντα ένα μέρος της μένει ανεκπλήρωτο. Αγχώνομαι και πικραίνομαι και μετά τη σκηνή και είναι ακόμα πιο απολαυστικό και αποκαλυπτικό το «μετά», διαρκεί πολύ περισσότερο και μπορείς να το συγκρίνεις με τη διάψευση και την καταρράκωση που νιώθεις συχνά μετά από μια ερωτική επαφή.

Ποια είναι η μεγαλύτερη απόφαση που πήρατε στη ζωή σας;
Όπως είπα στην αρχή, η μεγαλύτερη απόφαση που πήρα είναι μία απόφαση που δεν πήρα αλλά με πήρε αυτή, με κρατάει όμηρο και δεν ξέρω πού με πάει. Και μία συμφωνία που έκανα με τον εαυτό μου, να μου δώσω λίγο περισσότερο χρόνο να παίξω, η αλήθεια είναι πως διεκδικούσα όλο τον χρόνο... Να αναβάλλω τις σπουδές, να αναβάλλω τον στρατό, να αναβάλλω τη δέσμευση, να αναβάλλω την είσοδο σε μία κανονικότητα, και αισθάνομαι ότι με μικρές απάτες, φάρσες, κόλπα, έχω καταφέρει και… αυτή η απόδραση κρατάει, τρόπον τινά, μέχρι σήμερα. Και επειδή ακριβώς αυτό νιώθω ότι είναι κάποιου είδους επίτευγμα, γι’ αυτό και σιχαίνομαι να ακούω τον εαυτό μου να παραπονιέται. Όχι ότι δεν το κάνω. Ας πούμε συνοψίζοντας ότι βρήκα ένα φθηνό κόλπο για να συνεχίσω να παίζω, με την ευρύτερη έννοια του όρου και συνεχίζω να διαφεύγω των συνεπειών μέχρι σήμερα.

Θα είναι «Ένα Μεγάλο Φωτεινό Καλοκαίρι»;
Δεν θα είναι τίποτα, μωρέ, χωρίς εμάς. Εμείς δίνουμε την ουσία στα πράγματα, μετέχοντας σε αυτό, δεν λέω ότι είμαστε εμείς υπό τον Ήλιο και κανείς άλλος, αλλά μιλάω για την προσωπική περιπέτεια του καθενός που είναι μέρος της μεγάλης ανθρώπινης περιπέτειας. Το φως θα είναι εκεί αλλά απομένει σε εμάς να το ζήσουμε, να το μεταφράσουμε σε εμπειρία, την κρίσιμη στιγμή είναι όλα στο χέρι μας, δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον άλλο πρόχειρο να αναλάβει την ευθύνη. Δεν θα ήθελα να είμαι ένας από αυτούς που θα χρέωνε το αν θα είναι «ένα μεγάλο φονικό καλοκαίρι» ή «ένα μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι» σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από εμένα. Δείτε το, ας πούμε, σαν μία άσκηση ελευθερίας.