- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Μαρίνα Σάττι: Η ζωή στην Ελλάδα είναι ωραία
Το ντεμπούτο άλμπουμ της «YENNA» γεννά ένα νέο μουσικό κόσμο ενώνοντας ανθρώπους, παραδόσεις και ήχους από τον πλανήτη Γη
Η Μαρίνα Σάττι μιλάει στην ATHENS VOICE για το άλμπουμ «YENNA», τις μουσικές αναζητήσεις και τη ζωή της.
Μουσική χωρίς σύνορα, δημιουργία χωρίς κολλήματα, τρόπος ζωής χωρίς καθωσπρεπισμούς. Η Μαρίνα Σάττι συγκινεί και ξεσηκώνει είτε εμφανιστεί στη Λυρική Σκηνή είτε βρεθεί σε ένα πανηγύρι. Το πρώτο δισκογραφικό πόνημά της «YENNA» κέρδισε τα αυτιά και τις καρδιές των ανθρώπων και την Παρασκευή 1 Ιουλίου παρουσιάζεται live στον Κήπο του Μεγάρου. Η Μαρίνα Σάττι εξηγεί πώς «γεννήθηκαν» τα νέα της τραγούδια, πώς έμαθε η ίδια να εκφράζεται με τη γλώσσα της μουσικής, από τα παιδικά της χρόνια μέχρι σήμερα.
Πώς γεννήθηκε το άλμπουμ «ΥΕΝΝΑ»; Πώς ήταν η περίοδος της σύλληψης και της κυοφορίας του;
Κράτησε καιρό, πολύ παραπάνω από 9 μήνες! Πριν από την περίοδο της «Μάντισσας», είχα ξεκινήσει να ετοιμάζω κάποια τραγούδια, δοκίμαζα διάφορα πράγματα, δεν μου άρεσαν καθόλου αυτά που έγραφα. Ήμουν, βέβαια, σε αυτήν την κατεύθυνση με τις urban αναφορές, την παράδοση και την λαϊκή, ας πούμε, κουλτούρα. Ήξερα ότι ήθελα να συνδυάζει όλα αυτά τα δικά μου στοιχεία και τις αναφορές. Όταν ξεκινάς να φτιάξεις κάτι καινούργιο είναι δύσκολο, με έναν λευκό καμβά ξεκινάς. Και πιο πολύ χρόνο παίρνει να ξεκινήσεις να γράφεις, παρά όταν ξεκινήσεις να γράφεις. Κοντά στο τέλος του 2018, έφτιαξα πρώτα το «Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς», το οποίο ήταν ένα τραγούδι που τραγουδούσα έτσι κι αλλιώς στα live και με συγκινούσε, και ήξερα ότι αυτό σίγουρα θα είναι μέσα στον δίσκο. Η διαδικασία έγινε πολύ πιο «στην ουσία», τον Μάρτιο του 2019. Είχα γράψει ήδη το «Πάλι». Μιλώντας με τον δάσκαλό μου, Πάνο Δήμα, γκρίνιαζα για το πώς δεν μπορούσα να γράψω τραγούδια. «Δεν ξέρω, δεν είναι αυτά για εμένα, πώς γίνεται, ας μου πει κι εμένα κάποιος πώς γίνεται να μάθω» έλεγα. Και μου λέει ο Πάνος που με ξέρει χρόνια – σε όλες μου τις φάσεις- από τότε που ήρθα στην Αθήνα και ξεκίνησα να σπουδάζω μαζί του κλασικό τραγούδι, «ρε Μαρίνα, δεν έχεις συνηθίσει; Εγώ που σε ξέρω τόσα χρόνια και σε βλέπω απέξω, κάθε φορά που προσπαθείς να φτιάξεις κάτι καινούριο είναι σαν γέννα». Και με το που μου λέει «γέννα» λέω «όπα», αυτό μου έκανε κλικ. Από το να προσπαθώ να γράψω τραγούδια στο «ντούκου» και να μην ξέρω τι κυνηγάω, θα μιλήσω γι’ αυτήν τη διαδικασία της γέννας, τη δική μου, την προσωπική, που ήταν και λίγο σαν ημερολόγιο καταγραφής της διαδικασίας, λέω θα φτιάξω έναν δίσκο για το πώς είναι να φτιάχνεις έναν δίσκο. Για το πώς είναι να φτιάχνω εγώ έναν δίσκο. Οπότε ξαφνικά, έχοντας αυτήν τη θεματική, όλα έβγαζαν πιο πολύ νόημα, ήξερα τι ήθελα να πω, τι κυνηγούσα. Με συγκινούσε και προσωπικά γιατί ήταν με έναν τρόπο σαν να σαν να ξορκίζω και την δυσκολία του κάπως. Όταν ορίστηκε αυτή η θεματική, τότε άρχισε να φορμάρεται αυτός ο δίσκος. Σε ό,τι φτιάχνω υπάρχει αυτή η σχέση πάθους και δημιουργικής αναστάτωσης. Κάθε φορά που προσπαθώ να βγάλω κάτι καινούργιο από μέσα μου είναι σαν μία γέννα και κάθε γέννα εμπεριέχει πόνο. Η σχέση μου με ό,τι φτιάχνω είναι έντονη. Πάντα εμπλέκομαι, δεν είναι «έλα μωρέ, μουσική κάνουμε, χαλαρά τραγουδάκια να χαρούμε». Είναι σχέση πάθους. Το ψάχνω από εδώ, το ψάχνω από εκεί. Άλλαξα γνώμη πολλές φορές…
Ήταν ένα είδος υπέρηχου κάθε τραγούδι δηλαδή;
Ακριβώς! Και γράφοντας ήξερα αμέσως, καταλάβαινα αν είναι μέσα ή δεν είναι μέσα κάτι. Η κατεύθυνση ήταν αυτή εξαρχής, μοιράστηκε πρόσφατα σε ένα instagram live τα demos από το «Πάλι», αν τα ακούσεις δεν είναι πολύ μακριά η κατεύθυνση, προφανώς έπεσε πολλή δουλειά και στην ενορχήστρωση και στην παραγωγή και στις λεπτομέρειες, αλλά το mood ήταν εκεί. Και τα περισσότερα τραγούδια, και το «Σπίρτο και Βενζίνη» και το «Νάνι», ήταν εκεί. Τώρα που το σκέφτομαι δεν μπορώ να πω ότι ήταν και κανένα τραγούδι το οποίο έτσι όπως γράφτηκε, από τη μαμά του, στο αρχικό demo, ξαφνικά ήταν τελείως άλλο στην τελική του φάση. Έπεσε πολλή δουλειά. Ενορχήστρωση έχω σπουδάσει και παραγωγή, αυτό είναι δηλαδή αυτό που ξέρω να κάνω, για μένα είναι και το ευχάριστο κομμάτι της διαδικασίας, είναι σαν παιχνίδι, είναι σαν να έχεις ζωγραφίσει τον πίνακα και να έρθει η ώρα να τον χρωματίσεις. Το πιο μεγάλο και το πιο δύσκολο κομμάτι για μένα ήταν να γράψω τα τραγούδια. Και να επιλέξω ποια θα ήταν αυτά τα τραγούδια που θα μπουν το ένα δίπλα στο άλλο για να πουν αυτήν την ιστορία της γέννας. Οι ηχογραφήσεις των φωνών ήρθαν στο τέλος, επειδή όλα τα πρώτα στάδια γίνονταν στον υπολογιστή, στο στούντιο, που είχα μία άλφα μορφή του τραγουδιού. Τότε ήρθαν και οι μουσικοί και ηχογράφησαν, οι Καρακωστάδες νταούλι και ζουρνά στο «Μοιρολόι», ηχογράφησε και το πολυφωνικό σχήμα Βαγγέλη Κώτσου στο «Μοιρολόι». Τώρα να σου πω τι ήθελα να εξερευνήσω και να πειραματιστώ· καταρχάς, πώς γίνεται όλα αυτά τα πράγματα που εμένα μου αρέσει να ακούω, και όλες μου τις αναφορές, να τις συνδυάσω, και να είναι ακριβώς αυτό που νιώθω ότι είμαι, χωρίς να είναι ούτε πιο πολύ ποπ, ούτε πιο πολύ λαϊκό, ούτε παραδοσιακό γιατί -μην τρελαθούμε- δεν κάνω παραδοσιακό, είναι κάτι το οποίο μου αρέσει πάρα πολύ, με συγκινεί πάρα πολύ, πλέον μόνο αυτά ακούω, αλλά δεν είναι ότι είχα αυτά τα ακούσματα από μικρή, ούτε είχα κάποιο δάσκαλο να μου τα μάθει. Η μαμά μου εντόπισε από μικρή ηλικία ότι είχα μία κλίση προς τη μουσική και με πήγε για να μάθω πιάνο από πέντε χρονών, κλασικό. Μεγαλώνοντας ανακάλυψα την τζαζ, αλλά πολύ-πολύ αργότερα συνειδητοποίησα ότι έχω αυτό το πάθος με τα παραδοσιακά. Οπότε σε καμία περίπτωση, ούτε παραδοσιακό κάνω, ούτε το γνωρίζω, αλλά είναι ο έρωτάς μου τώρα, αυτά τα χρόνια. Το challenge στ’ αλήθεια ήταν να μπορώ όλα αυτά τα στοιχεία και τις αναφορές που έχω, όχι να τα βάλω το ένα πάνω από το άλλο. Θα το πω όσο πιο απλά γίνεται, για να μπορεί να το καταλάβει και κάποιος που δεν έχει σχέση με τη μουσική, το θέμα μου δεν ήταν να πάρω ένα beat όπως κάνουν στα remixes και να πάρω μία παραδοσιακή μελωδία και να τα βάλω το ένα πάνω από το άλλο και ξαφνικά να υπάρχουν δύο παράλληλα layers και να παίζει το ένα πάνω από το άλλο. Tο θέμα ήταν να πάρω στοιχεία και από τα δύο λεξιλόγια και να φτιάξω έναν καινούργιο κόσμο… ένα άκουσμα που να μπορεί να το διαβάσει κάποιος και έτσι και αλλιώς.
Ποια ήταν σύνδεσή σου με την παραδοσιακή μουσική; Μεγάλωσες σε ένα σπίτι με δύο παραδόσεις, δύο κουλτούρες, δύο θρησκείες…
Για μένα ως παράδοση ορίζεται αυτό που αφήνουν οι άνθρωποι πίσω τους όταν βρίσκονται μεταξύ τους και αλληλεπιδρούν και ζουν μαζί και επικοινωνούν και συνδιαλέγονται. Έτσι το βιώνω. Και ειδικά τελευταία, που και στο πλαίσιο αυτού του project ταξίδεψα αρκετά, πήγα και στην επαρχία και έκανα παρέα με ανθρώπους και με τους Καρακωστάδες που ζούνε στο Φλάμπουρο, στο χωριό…
Πώς σου φάνηκαν αυτά τα ταξίδια;
Αυτός ο τρόπος ζωής και αυτός ο τρόπος επικοινωνίας και συνύπαρξης με τους ανθρώπους, για μένα έχει μία τεράστια ελευθερία. Νιώθω έξω από το πλαίσιο της πόλης, που ο καθένας μας έχει το τάδε επάγγελμα, τον τάδε ρόλο, έχει το συγκεκριμένο προφίλ, εκεί πας και, τουλάχιστον για μένα, δεν υπάρχει αυτό. Eίμαι η Μαρίνα, ούτε η Μαρίνα η τραγουδίστρια, ούτε η Μαρίνα που έχει τις Chóres, ούτε η Μαρίνα που γράφει τραγούδια, τίποτα. Η Μαρίνα και ο Βασίλης, και ο Κώστας, και κάνεις παρέα και τρως και χορεύεις και ακούς μουσική και επικοινωνείς πολύ αγνά στη βάση της ανθρώπινης φύσης μας. Και νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που συνειδητοποιώ τελευταία ότι το είχα και εξαρχής. Εγώ ζούσα από τριών χρονών, που πηγαίναμε στο Σουδάν, με ανθρώπους διαφορετικούς, η μαμά μου, οι Άραβες, κοιτώ ξανά τις παιδικές φωτογραφίες μου και συνειδητοποιώ και λέω ότι δεν είναι τυχαίο αυτό που μου συμβαίνει αυτήν τη στιγμή. Αυτό μου έλειπε αργότερα, στα χρόνια της πόλης και αυτής της ζωής και νομίζω ότι σε αυτό ανατρέχω τώρα. Για μένα, αυτή η συνύπαρξη με τους πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, με οδήγησε να αγαπήσω και την παραδοσιακή μουσική. Νομίζω ότι πρώτα από τους ανθρώπους ξεκινά και μετά από τη μουσική. Απλώς νιώθω ότι και η μουσική αυτή μιλάει για όλα αυτά τα πιο πρωτογενή στοιχεία, ανάγκες και συναισθήματα, και μιλάει εννοώ και στον στίχο και στους ήχους. Δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι υπάρχει περίπτωση κάποιος να ακούσει ένα νταούλι και έναν ζουρνά και αν μην τον ξεσηκώσει, όσο fan και αν είναι ή να μην είναι αυτής της μουσικής, αυτό νιώθω ότι σου χτυπάει βαθιά, σωματικά, στις αισθήσεις. Σαν παιδάκι ήθελα να το παίζω cool, και τότε νομίζαμε ότι cool είναι αυτός που μοιάζει και λίγο σαν αμερικανάκι και ντύνεται σαν αμερικανάκι, και φέρεται σαν αμερικανάκι, δυτικό. Το cool στο μυαλό μου ήταν ταυτόσημο με το δυτικό τότε, άκουγα και ποπ μουσική και ραπ, αυτά που είχε τότε το MTV και που βλέπαμε και στις ταινίες. Γιατί μεγαλώσαμε με αυτά μας επηρέασαν.
Η μουσική ποιων περιοχών στην Ελλάδα νιώθεις να είναι πιο κοντά σε σένα;
Παρότι μεγάλωσα στην Κρήτη μπορώ να σου πω ότι πρώτα ξεκίνησα με τη μουσική της Μακεδονίας, τα Ηπειρώτικα μου άρεσαν πάρα πολύ, και τα Θρακιώτικα και δεν μιλάω για την μουσική των Σερρών που έχω τρελαθεί, μπορώ να σου πω ότι αρκετά πιο μετά άρχισα να καταλαβαίνω την κρητική μουσική γιατί όταν την άκουγα μικρή την άκουγα μέσα από ένα συγκεκριμένο πρίσμα, οπότε είναι δύσκολο να το δεις μετά αυτό αλλιώς. Το είδα αλλιώς τα Χριστούγεννα που πήγα και έκατσα σχεδόν ένα μήνα. Από τότε που τελείωσα το σχολείο και έφυγα από την Κρήτη, μπορεί και να μην έχω ξαναπάει για τόσο καιρό. Στην Κρήτη, νιώθω ότι όλη η ζωή και η κουλτούρα έχει μια έμφυτη ποιητικότητα, δηλαδή μόνο και μόνο που η κρητική διάλεκτος, αν ακούσεις πώς μιλάνε, η γλώσσα, η προφορά, το λεξιλόγιο, ο τρόπος που μιλάνε, είναι σαν να διαβάζεις Βιτσέντζο Κορνάρο. Σε αυτή την επίσκεψή μου στην Κρήτη γνώρισα μία κυρία που έγινε πολύ φίλη μου, 80 χρονών, η οποία δεν τελείωσε το δημοτικό, και αν την ακούσεις να μιλάει, η σκέψη της και ο τρόπος που χρησιμοποιούσε τη γλώσσα με συγκινούσε. Της έλεγα «πού τα έχετε μάθει όλα αυτά;» μου έλεγε «η ζωή με έμαθε». Και μου είπε πάρα πολλές ιστορίες που με συγκίνησαν. Μου είπε την ιστορία της ζωής της -ασχολείται με την τυροκομία, και μάλιστα τώρα έχουν φτιάξει και το γαλένι, ένα πολύ επιτυχημένο προϊόν που έχει βγει και εκτός των συνόρων της Κρήτης- και μου έλεγε πώς ξεκινήσανε. Ήταν πέντε αδέλφια, τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι. Και επειδή ο μπαμπάς τους ήθελε βοήθεια στα τυριά και στα πρόβατα, δεν μπορούσε να στείλει όλα τα παιδιά στο σχολείο, έπρεπε να επιλέξει να στείλει ένα παιδί. Και έστειλε το αγόρι, γιατί ήταν αγόρι. Ενώ το αγόρι δεν ήθελε να πάει στο σχολείο. Ήθελε να σκαρφαλώνει τα βουνά, να ασχολείται με τα πρόβατα, αυτό του άρεσε. Και η κυρία που γνώρισα, η φίλη μου, της άρεσαν πάρα πολύ τα γράμματα, ήταν πάρα πολύ καλή στα μαθήματα, ο δάσκαλος έλεγε στον μπαμπά της, αν «είναι να διαλέξεις ένα παιδί να πάει στο σχολείο και να μορφωθεί και να σπουδάσει, είναι αυτό το κορίτσι», και ο μπαμπάς έστειλε το αγόρι, μόνο και μόνο επειδή ήταν αγόρι. Και η μικρή ήταν στα πρόβατα και στα τυριά από μικρή. Και μου έλεγε – 80 χρονών, αλλά μιλώντας με τη φωνή της μικρής - «γιατί δεν με άφησε ο μπαμπάς μου να πάω στο σχολείο; Εμένα μου άρεσαν τα γράμματα, ήθελα να σπουδάσω, ήξερα ότι μου ταίριαζε, και ο αδελφός μου που πήγε τελικά στο σχολείο δεν ήθελε να το κάνει και πήγε με το ζόρι». Και έλεγα, «θεέ μου, συγκινούμαι βαθιά». Είχε έναν τόσο απλό, αλλά ποιητικό τρόπο να μιλάει και συνειδητοποίησα ότι η Κρήτη έχει αυτήν την ποιητικότητα. Και η μουσική, αλλά και οι άνθρωποι, και η ζωή, και ο τρόπος που μιλάνε, και ο τρόπος που χορεύουν, οι μαντινάδες. Έχει μια «σκοτεινιά» - το λέω με τρόπο γοητευτικό.
Πόσο υποστηρικτικοί ήταν οι γονείς σου στην ενασχόλησή σου με την μουσική;
Η μαμά μου από μικρή εντόπισε ότι είχα αυτή την καλλιτεχνική κλίση, με τη μουσική, με την υποκριτική και με τον χορό. Έκανα πολλές χειροτεχνίες από μικρή και ζωγράφιζα, μου άρεσε πολύ, ίσως και γι’ αυτό αργότερα, όταν μου πρότειναν να σπουδάσω Αρχιτεκτονική μου άρεσε αυτή η ιδέα. Διάβασα, συγκεντρώθηκα και πέρασα εδώ στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα, στην Αρχιτεκτονική. Εντάξει, να σου πω την αλήθεια; Μου έλεγε για τα 2-3 πρώτα χρόνια «ωραία όλα αυτά που κάνεις με τα μουσικά, αλλά στην Αρχιτεκτονική να πηγαίνεις, να μην αφήσεις τη σχολή». Της έλεγα εγώ «ναι, ναι, ναι», μετά από λίγο είδε και εκείνη ότι προχωρούσε το πράγμα, ότι μου άρεσε, ότι υπήρχε ένα αντίκρισμα. Να σου πω κι εγώ τώρα πώς το βλέπω; Ποια δουλειά έχει σιγουριά; Και ποια δουλειά είναι εύκολη; Καμία δουλειά δεν είναι εύκολη. Η μόνη δουλειά που μπορεί να γίνει λίγο πιο εύκολη, είναι αυτή που έχεις πάθος να την κάνεις και λόγο και ενθουσιασμό για να ξυπνάς κάθε πρωί και να την κάνεις. Κατά τα άλλα, οποιαδήποτε δουλειά και να κάνεις, άμα δεν σου αρέσει, θα υποφέρεις και θα είναι δύσκολη. Δεν έχω κάνει κάτι άλλο εκτός από μουσική και θέατρο και σύνθεση, δηλαδή να γράφω μουσική. Όχι απαραίτητα να τραγουδάω, έτσι; Να διδάσκω, είχα αυτή την τύχη, και αρκετά νωρίς, με το που ήρθα στην Αθήνα, στο πρώτο εξάμηνο βρήκα την πρώτη μου δουλειά στο θέατρο και μετά και άλλες, και άλλες δουλειές, και μπάντες, και στούντιο, και ηχογραφήσεις. Το ένα έφερε το άλλο. Όταν έχουμε μάθει να είμαστε κάτι συγκεκριμένο μεγαλώνοντας, είναι πολύ δύσκολο να σπάσεις αυτή την εικόνα που έχεις για τον εαυτό σου και να προσπαθήσεις να την χτίσεις από την αρχή. Πήγα στα ωδεία από μικρή, σπούδασα κλασική μουσική, μετά πήρα δίπλωμα στο κλασικό τραγούδι, πήγα σπούδασα Αρχιτεκτονική, πήρα υποτροφία, σεβόμουν πάρα πολύ τους δασκάλους μου, τους τιμούσα, και αργότερα δουλεύοντας και με τους μαέστρους ένιωθα αυτόν τον ανυπέρβλητο σεβασμό, και τους σκηνοθέτες, δεν τους έβλεπα τότε ως συνεργάτες, τους έβλεπα όλους σαν δασκάλους. Και ακόμα, να σου πω την αλήθεια, το βλέπω αυτό, το νιώθω λίγο αυτό. Οπότε ήταν δύσκολο να σπάσω αυτόν τον καθωσπρεπισμό και να πω ότι «ναι, εγώ έχω σπουδάσει στα ωδεία κλασική μουσική, αλλά ακούω τσιφτετέλια και μου αρέσουν πάρα πολύ». Μεγαλώνοντας άκουγα «μα τα καλά κορίτσια δεν κάνουν…» και λες «κάτσε τώρα, εγώ κάνω αυτό που νομίζουν οι γύρω μου ότι πρέπει να κάνουν τα καλά και τα σπουδασμένα κορίτσια ή θα κάνω αυτό που είναι η δική μου αλήθεια, που είμαι εγώ στ’ αλήθεια; Και τι είμαι εγώ στ’ αλήθεια;» Αυτά άρχισα να τα πρωτοσκέφτομαι όταν πήγα στην Αμερική. Που ξαφνικά ήμουν σε ένα πλαίσιο που δεν υπήρχαν προσδοκίες γύρω μου. Όσο πιο μακριά πας από το σπίτι σου και από εκεί που νιώθεις ασφαλής, τόσο πιο εύκολο είναι καμιά φορά να ξαναγνωρίσεις τον εαυτό σου.
Μιλώντας για την Αμερική, ήθελα να σε ρωτήσω τι άλλαξε για εσένα από την εποχή που τραγουδούσες στον «Σταυρό του Νότου», σε εκείνη που σπούδασες στις ΗΠΑ.
Έφυγα Τετάρτη 26 Αυγούστου, πέταξα από την Αθήνα για Ατλάντα και από την Ατλάντα ανταπόκριση στη Βοστώνη. Και με το που προσγειώνομαι στην Ατλάντα, και είδα το αεροδρόμιο, ένιωθα σαν να είμαι σε ταινία. Και είπα «ουάου». Με το που προσγειώθηκα στη Βοστώνη, μπήκα στο αυτοκίνητο που θα με πήγαινε στο σπίτι που θα έμενα την πρώτη βραδιά και χάζευα από το παράθυρο τους ουρανοξύστες, την πόλη, τα φώτα, μάλιστα πέρασα και έξω από το Berklee εκείνη τη βραδιά για να πάω στο σπίτι που θα με φιλοξενούσε. Σκεφτόμουν «αυτή θα γίνει η γειτονιά μου». Έκατσα τρία χρόνια στην Αμερική και πραγματικά νιώθω ότι επέστρεψα διαφορετική βρίσκοντας πολλά στοιχεία του εαυτού μου που ήταν μάλλον κρυμμένα και καταπιεσμένα…
Ποια στοιχεία ήταν αυτά;
Ήμουν πιο δύσκολη μικρή. Όταν κάποιος μου έλεγε τι να κάνω, είχα πάντα την τάση να κάνω το ανάποδο. Ήμουν λίγο αντιδραστικό παιδάκι. Ένιωθα λίγο δυσκολία να ενταχθώ, πάντα κάτι μου ταίριαζε ή δεν μου ταίριαζε, ήταν δύσκολο να ενταχθώ σε ένα πλαίσιο, και αργότερα γι’ αυτό νομίζω ότι είπα ότι θα φτιάξω τη δική μου μουσική έτσι όπως την πιστεύω, θα φτιάξω τις Chóres, έτσι όπως το νιώθω, και στην πορεία όντως βρέθηκαν άνθρωποι που ταυτίστηκαν με αυτό. Ξέρεις, είμαι πολύ υπέρ του αν δεν σου ταιριάζει ένα πλαίσιο, φτιάξε το δικό σου. Πριν πάω στην Αμερική άκουγα ποπ ή ραπ μουσική ή ήξερα τα ελληνικά τραγούδια ή ήξερα τα αραβικά τραγούδια ή είχα σπουδάσει κλασική μουσική και είχα σπουδάσει και τζαζ μουσική. Αλλά ξαφνικά, εκεί, είχα ένα γκρουπ που παίζαμε world jazz μουσική και ξαφνικά άρχισα να ακούω πώς συνδυάζονται τα ακούσματα της παράδοσης, παίζαμε τραγούδια βραζιλιάνικα και αραβικά, από τα Βαλκάνια, ακόμα και ελληνικά τραγούδια είχα πάει εγώ. Ήταν ένας μπασίστας από το Iσραήλ, ένας που έπαιζε κανονάκι από την Παλαιστίνη, εγώ, ένας Τούρκος πιανίστας, μία Αμερικανοκορεάτισσα που έπαιζε σαξόφωνο, ένας Αμερικανός που έπαιζε κρουστά και ινδική μουσική, ένας άλλος ιρλανδός ντράμερ που μεγάλωσε με αφρικανικά και ο ένατος ήταν από το Πουέρτο Ρίκο κι έπαιζε κρουστά. Ξαφνικά έβλεπες ότι η μουσική δεν είναι σε κουτάκια και ότι δεν είσαι υποχρεωμένη να διαλέξεις αν θα κάνεις ποπ ή αν θα κάνεις τζαζ ή αν θα κάνεις ροκ ή αν θα κάνεις κλασική μουσική. Ξαφνικά άρχισα βρίσκω το ρίσκο και τον πειραματισμό. Τα λεξιλόγια και τους κόσμους που μπορούν να μπλέκονται. Και μουσικά και πολιτισμικά, το ζούσαμε στην πράξη. Ένας πολύ καλός φίλος από τη Μαλαισία μου μάθαινε ξαφνικά την ασιατική κουλτούρα - που δεν ήξερα στη ζωή μου. Εκεί φτιάξαμε κι ένα πολυφωνικό γυναικείο γκρουπ τραγουδώντας Βουλγάρικα, ένας πειραματισμός που οδήγησε αργότερα στο να δημιουργηθούν οι Fonés.
Έχεις κρατήσει επαφή με τους συμφοιτητές σου; Τι σου είπανε για το πρώτο σου άλμπουμ;
Χαίρονται, μου δίνουν συγχαρητήρια, τώρα πρόσφατα μου έγραψε και ένας … χαίρονται, γιατί από τότε είχα κάνει τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, και γι’ αυτούς είναι σαν να βλέπουν να ολοκληρώνεται -τίποτα δεν ολοκληρώνεται, στην αρχή είμαστε ακόμα - αλλά να πήρε μορφή όλο αυτό το πράγμα το οποίο είχα στο μυαλό μου από τότε.
Σου λείπει κάτι από την Αμερική;
Η δυσκολία όταν επέστρεψα στην Ελλάδα ήταν να βρω, πώς όλο αυτό που είχα γίνει, μπορούσε να βρει χώρο εδώ και να υπάρξει. Όλοι οι φοιτητές πάνω-κάτω μέναμε στην ίδια γειτονιά γύρω από το πανεπιστήμιο, στο Back Bay. Και να μην πήγαινες να μελετήσεις, και να μην είχες μάθημα, μόνο το Σαββατοκύριακο που καθόσουν στην καφετέρια και περπατούσες στον δρόμο, άκουγες από τα παράθυρα ήχους από παιδιά να μελετάνε. Καθόσουν στην καφετέρια και όλο και κάποιος περνούσε, και μόνος σου να πήγαινες, μετά από μία ώρα θα κατέληγες να είσαι με μία παρέα δέκα ατόμων. Και σου έλεγαν για καινούργια μουσική, «έχεις ακούσει αυτό;». Ένιωθες ότι βελτιωνόσουν μόνο που υπήρχες σε αυτό το πλαίσιο. Και όταν ξαφνικά εγώ γύρισα και έμενα στου Γκύζη, σε αυτή τη γειτονιά, ένιωθα ότι είμαι μόνη μου και δεν έχω αυτό το πλαίσιο στο οποίο να υπάρχω, να βελτιώνομαι, να σε εξελίσσει, ήταν πολύ δύσκολη φάση. Θα σου πω κάτι που το εξομολογήθηκα και στην τελευταία περιοδεία που κάναμε, που ξεκινήσαμε τον Μάιο, και στα κορίτσια που τραγουδάμε μαζί στην μπάντα, στην Έλενα και στην Ερασμία. Τους λέω «παιδιά, δεν καταλαβαίνετε πόσο χαίρομαι και πόσο περήφανη είμαι, που είμαι από την Ελλάδα». H ζωή στην Ελλάδα είναι ωραία ζωή. Είναι αυτά τα κλισέ που άκουγα να λένε οι μεγάλοι, και έλεγα «τι βλακείες λένε», ο καιρός, το φαγητό, οι άνθρωποι. Την Πρωτομαγιά, είχα πάει σε ένα πανηγύρι στην Πελοπόννησο και πήρα κάτι φίλους μου Γάλλους που τους φιλοξενούσα. Με άκουγαν τόσο καιρό που τους έλεγα «η Ελλάδα, η παράδοση, τα πανηγύρια, δεν υπάρχει αυτό που συμβαίνει εκεί», τους είπα «είναι Πρωτομαγιά, είστε εδώ, θα πάμε εκεί να σας δείξω». Τι συναίσθημα!
Ποιο είναι το ωραιότερο πανηγύρι που έχεις πάει;
Δεν θέλω να συγκρίνω, αλλά υπάρχει κακό πανηγύρι; Δεν υπάρχει. Είναι όντως πολύ δύσκολο να το απαντήσω αυτό, πες, τώρα ότι πας σε ένα Κρητικό γλέντι, τρώω το καλύτερο φαγητό στον κόσμο, θυμάμαι που είχα πάει στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας στις Σέρρες. Ακούς νταούλια και ζουρνά, δεν υπάρχει αυτή η φάση. Δεν μπορώ να σου πω καλύτερο, το ωραίο, που είμαι και πολύ περήφανη γι αυτό, είναι ότι η Ελλάδα, σε όποιο μέρος και να πας, ανάλογα με το πού πας, είναι τελείως άλλος και ο ήχος της μουσικής, αλλά και πολύ διαφορετική η παράδοση, στην Πελοπόννησο παίζουν κλαρίνο, στην Κρήτη, λύρα… όλα αυτά που σου λέω εγώ τα νιώθω με το ένστικτό μου και τα καταλαβαίνω στο σώμα μου.
Τι σημαίνει «μαγκιά» για εσένα;
Να είσαι ελεύθερος, να ζεις τη ζωή που εσύ θες, να φτιάξεις το δικό σου πλαίσιο, να μη συμβιβάζεσαι, να αντιστέκεσαι όταν κάτι δεν σου αρέσει και να ψάχνεις να βρεις τι είναι αυτό που σου αρέσει και σου ταιριάζει, και τέλος πάντων, τι είναι αυτό που είσαι στ’ αλήθεια. Αυτό είναι για μένα η μαγκιά.
Τι πίεση σου δημιούργησε η δημόσια έκθεση και η επιτυχία;
Δεν νιώθω ότι έχει αλλάξει κάτι. Ήταν πρωτόγνωρο για μένα όλο αυτό, η έκθεση, έμπαινα και διάβαζα για μένα, ή είχε ο κόσμος άποψη χωρίς να με γνωρίζει στ’ αλήθεια. Είναι πολύ εύκολο στην εποχή της εικόνας να βγαίνουν συμπεράσματα. Δεν είχα συνηθίσει πέραν των φίλων μου να μιλάει κάποιος άλλος για μένα, και δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ, στεναχωριόμουν, τα έπαιρνα προσωπικά αυτά που διάβαζα, ένιωθα ότι έπρεπε να μπω σε αυτόν τον διάλογο και να… στεναχωριόμουν. Έλεγα «γιατί, αφού δεν με ξέρουν, γιατί να το γράψουν αυτό για μένα; Δεν ισχύει αυτό». Αυτό το έχω μάθει τώρα, ότι δεν μπαίνεις σε αυτό. Εγώ είμαι εδώ που είμαι στο σπίτι μου, γράφω τα τραγούδια μου, κάνω αυτό που νιώθω, που αισθάνομαι, και χαίρομαι αν έχει και κάτι να πει αυτό που αισθάνομαι και δημιουργώ και σε κάποιους άλλους ανθρώπους, μέχρι εκεί. Από εκεί και πέρα, ούτε να μπαίνω να διαβάζω, ούτε να ακούω, ούτε τίποτα. Ούτε η ζωή μου έχει αλλάξει, και μου αρέσει να βγαίνω, να πίνω καφέ και να μου μιλάει ο κόσμος, γιατί αλλιώς δεν είναι διάλογος. Δηλαδή το να κάθομαι εγώ σπίτι μου να γράφω τραγούδια, γράφω, έτσι κι αλλιώς. Τα βγάζω και τα μοιράζομαι γιατί νιώθω μία ανάγκη να επικοινωνήσω και να συνδιαλλαγώ με τον κόσμο. Και ο τρόπος για να ακούσεις κι εσύ πίσω από τον κόσμο, όχι μόνο εκείνοι από εσένα -δεν είναι μονόπλευρη αυτή η επικοινωνία- είναι να έρθουν σε συναυλίες, να σου μιλήσουν. Το να περπατώ στον δρόμο και να έρθει να μου πει κάποιος «άκουσα αυτό το τραγούδι», μου αρέσει αυτό το πράγμα και έρχεται και σαν συνέχεια αυτού αυτής της σχέσης και της σύνδεσης με τους ανθρώπους και του κοινωνικού κομματιού που με ενδιαφέρει, των ανθρώπων που έρχονται κοντά και γιορτάζουν και αγαπιούνται.
Μιλώντας για τους ανθρώπους τώρα, υπήρξαν φωνές που άλλαξαν τον τρόπο σκέψης σου;
Που με επηρέασαν, ναι, Που με άλλαξαν, όχι. Νιώθω ότι αντιστάθηκα αρκετά. Και κάθε φορά που άκουγα πράγματα που μπορεί και να με μπέρδευαν, πάντα έπαιρνα τον χρόνο να φιλτράρω τι κρατάω και τι δεν κρατάω. Εννοείται ότι υπήρχαν προσδοκίες, εννοείται. Τα γνωστά, «εσύ, τώρα, που έκανες την “Μάντισσα” και πρέπει να κάνεις κάτι για να διατηρήσεις αυτή την επιτυχία», «τώρα που έχει αρχίσει να σε μαθαίνει ο κόσμος»… και λέω «τι να κάνω δηλαδή»; Άμα βγω στον δρόμο γυμνή και με τραβήξει κάποιος φωτογραφία, ο κόσμος θα μιλάει για μένα. Το θέμα είναι να μιλάει για μένα ή για ποιο λόγο θα μιλάει για μένα; Εγώ ήθελα να είναι για τον σωστό λόγο. Και γι’ αυτό μου λένε συνέχεια ότι δεν κάνω πολλές συνεντεύξεις και δεν πάω στην τηλεόραση. Μα τι να πάω να πω; Τώρα έχω φτιάξει αυτήν τη δουλειά…
Οι Fonés και οι Chóres είναι αυτοδύναμα σχήματα. Τι σε συναρπάζει σε αυτή την όσμωση;
Μαθαίνω από εκείνες, μαθαίνουν εκείνες από εμένα, εμπνέουμε η μία την άλλη, δεν νιώθω μόνη, κατάλαβες; Είναι όλες νέες, γυναίκες που αγαπάνε τη μουσική, αγαπάνε το τραγούδι, που θέλω να πιστεύω ότι θέλουν να εξελιχθούν και να μεγαλώσουν μέσα από όλο αυτό, και βρίσκονται σε μία κοινότητα που εμπνέονται, καταλαβαίνουν ότι οι δυσκολίες που έχουν δεν συμβαίνουν μόνο σε αυτές, ότι είναι μέρος της διαδικασίας. τουλάχιστον για μένα, σπουδάζοντας και μεγαλώνοντας μόνη μου προσπαθούσα να βρω τον δρόμο μου, και πήγα στο ωδείο, δοκίμασα αυτό, δοκίμασα και το άλλο, και μετά αργότερα κατάλαβα ότι υπάρχει και το θέατρο, και μετά αργότερα κατάλαβα πόσο πολύ με βοήθησε το θέατρο στη μουσική, και πόσο πολύ με βοήθησε και ο χορός αργότερα στη μουσική. Ή η Αρχιτεκτονική. Λέω, ρε παιδί μου, να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο, να μιλήσουμε, να συζητήσουμε, να μελετήσουμε μουσική, να μελετήσουμε τραγούδι, και όλα αυτά τα πράγματα τα οποία εγώ συνειδητοποίησα αργότερα, αρκετά αργότερα, να δημιουργηθεί το πλαίσιο να δοκιμάσουν τα κορίτσια… γιατί είναι εκπαιδευτική, εκτός από το performance κομμάτι, η φύση αυτής της χορωδίας. Μελετάνε πολυφωνικό τραγούδι και εκτός από τη χορωδία κάνουν και χορό και υποκριτική. Έχουν την ευκαιρία τα κορίτσια με σεβασμό και με σοβαρότητα να μπουν σε μία ομάδα και να διατηρήσουν μια σχέση με τη μουσική, ή με το τραγούδι και τις Τέχνες γενικότερα. Και μου αρέσει πολύ γιατί κάνουμε και κοινωνικές δράσεις και πέραν του πολύ ενδιαφέροντος κοινωνικού κομματιού που αναπτύσσεται μέσα στη χορωδία ανάμεσα στα μέλη και στις χορωδούς, κάνουμε και αρκετές δράσεις. Συνεργαζόμαστε με το «Άλμα Ζωής» στην καμπάνια «Είσαι γυναίκα, είσαι δύναμη» για τις γυναίκες με καρκίνο του μαστού, προετοιμάζουμε μία συναυλία με τις Chóres στην Τεχνόπολη, στις 29 Ιουνίου, πάλι σε συνεργασία με το «Άλμα Ζωής» και τα έσοδα θα διατεθούν στο «Άλμα Ζωής» για να ενισχυθεί η δράση τους. Είναι πολύ ωραία οικογένεια.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ο θρύλος των Wu-Tang Clan ζωντανά στην Αθήνα
Το συγκρότημα που ένωσε ραπ, ροκ και μέταλ κοινό στις συναυλίες θα εμφανιστεί στο Terra Vibe στη Μαλακάσα
Πριν από 63 χρόνια, δηλαδή!
Μωρά στη Φωτιά, Κωνσταντίνος Βήτα, Ghostface Killah, Eden Party αλλά και Φεστιβάλ Μπαρόκ μουσικής
Η σεζόν ξεκινά με τα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα του Μπαχ
Μιλήσαμε με τον αγαπημένο ερμηνευτή για τα 20 χρόνια καριέρας και τις συναυλίες στο Παλλάς και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης
Για τρίτη φορά μέσα σε μία δεκαετία στη λίστα ο διακεκριμένος Έλληνας βιολονίστας
«Ένα ιερό τέρας του γαλλικού τραγουδιού» - Η καριέρα του απογειώθηκε όταν έπεισε τη ντίβα να ερμηνεύσει συνθέσεις του
Πώς το καλλιτεχνικό του ένστικτο τον έφερε σε επαφή με σπουδαίους δημιουργούς
Νέα εκτέλεση του κλασικού '80s τραγουδιού για τη σειρά «Bad Sisters» του Apple TV+
Στο σόου της μπορείτε να τραγουδήσετε, ακόμα και να χορέψετε αν θέλετε, το σηκώνει το πρόγραμμα…
«Έχω παίξει το παιχνίδι από το level 1» - Κυκλοφόρησε το trailer του φιλμ
Στις 29 Ιανουαρίου ο Εθνικός Τελικός
Μιλήσαμε με τον τραγουδοποιό, μουσικό παραγωγό και γιατρό, Βασίλη Παπαζώτο, για τις πετυχημένες διασκευές στο project Μουσικό Μπαλκόνι και την αγάπη του για τη μουσική και ιατρική
Μερικά από τα καλύτερα νέα ονόματα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής του καιρού μας, σε μια πολυσυλλεκτική βραδιά
Ο μαέστρος μοιράζεται την εμπειρία του στο Κάρνεγκι Χολ και μιλάει για τον επόμενο σταθμό στο Λονδίνο
Διέγραψε σημαντική πορεία στη ροκ σκηνή της δεκαετίας του 1990 και του 2000 - Οι σπουδαίες συνεργασίες του
Ο μεγάλος τζαζίστας Monty Alexanadrer, ο Γιώργος Παπαγεωργίου με τους Polkar και η Βιολέτα Ίκαρη
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.