Μουσικη

Ο Vivaldi και ο Bach δεν κατοικούν εδώ; #4

H Αthens Voice ανοίγει τη συζήτηση «Κλασική μουσική στην Αθήνα», μιλώντας με σημαντικούς εκπροσώπους της, και εντοπίζει όλα τα στέκια των φίλων της κλασικής μουσικής στην πόλη

Λήδα Καρανικολού
ΤΕΥΧΟΣ 272
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κλασική μουσική στην Αθήνα: Οι ειδικοί σχολιάζουν το μουσικό είδος και την πορεία του

Τρίτο Πρόγραμμα  Brahms με 190.000 Αθηναίους ακροατές τη βδομάδα!

«Ναι, από αύριο θα αρχίσουν οι τακτικές καθημερινές εκπομπές του Τρίτου Προγράμματος. Πρώτοι και καλύτεροι θα βρουν πλήρη ικανοποίηση οι θιασώτες και φίλοι της σοβαρής κλασικής μουσικής». Με τη δήλωση αυτή στο περιοδικό «Ραδιοπρόγραμμα», στις 18/9/1954, παρουσίαζε ο Ανδρέας Καραντώνης την έναρξη του Τρίτου, ενός ραδιοσταθμού που θα μετέδιδε αποκλειστικά κλασική μουσική.

Εν έτει 2009, το Τρίτο Πρόγραμμα συνεχίζει να εκπέμπει κλασική μουσική, χωρίς να αποκλείει άλλα μουσικά είδη, όπως avant garde, τζαζ και ροκ, όπερα, αλλά και εκπομπές για το θέατρο, την ποίηση, τη λογοτεχνία και την ιστορία.

Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος, μίλησε στην A.V.

Tι ακροαματικότητα έχει το Τρίτο Πρόγραμμα σήμερα;

Περίπου 3,4% τις καθημερινές και 2,8% το Σαββατοκύριακο. Αυτό είναι καλό σημάδι για τη  σύγχρονη ελληνικη κοινωνία.

Πώς κινείται η ακροαματικότητά του τα τελευταία πέντε χρόνια;

Ξεκινήσαμε με 0,25%. Φτάσαμε σε λίγους μήνες στο 0,5%, που ήταν το διεθνές στάνταρ ενός κλασικού Τρίτου, και σε ένα χρόνο αγγίξαμε το 1%. Από τότε ανεβαίνουμε σταθερά 0,3-0,5% το χρόνο. Σύμφωνα με το διευθυντή της ΕΒU κ. Τribolet, είμαστε ευρωπαϊκά το πρώτο κλασικό ραδιόφωνο, με δεύτερο το κρατικό γερμανικό με 2%! Στην Ευρώπη, βέβαια, σε κάθε χώρα υπάρχουν και κάποιοι ιδιωτικοί κλασικοί σταθμοί που ανταγωνίζονται τα κρατικά.

Ποιο είναι το προφίλ των ακροατών του Τρίτου Προγράμματος;

Η είσοδος ακροατών νέας ή και πολύ νεαρής ηλικίας είναι ένα μεγάλο για μας γεγονός. Το 10% ειναι νέοι έως 20 ετών και το 15% 20-35 ετών. Κάτι πρωτόγνωρο για το Τρίτο!

Με ποια κριτήρια γίνεται ο  προγραμματισμός του;

Το ελληνικό Τρίτο δεν είναι μόνο ένα κλασικό ραδιόφωνο. Είναι ένας υψηλών στόχων ελληνικός τρόπος ζωής, με ό,τι καλύτερο έχουν η μουσική, η λογοτεχνία αλλά και οι άλλες τέχνες να προσφέρουν. Όσον αφορά στον προγραμματισμό, έχουμε γλιτώσει από τη δικτατορία των αφελών charts και τις όποιες εμπορικές-διαφημιστικές κατηγοριοποιήσεις. Φανταστείτε διευθυντή να παρατηρεί ότι πουλάει η «Πέμπτη» του Μπετόβεν και η «Λίμνη των Κύκνων» περισσότερο από την «Τρίτη» του Μπραμς!

Το ποσοστό των Ελλήνων που ακούει κλασική μουσική, σε σχέση με τους Ευρωπαίους, είναι χαμηλό;

Ραδιοφωνικά σήμερα δεν εκφράζεται κάτι τέτοιο. Κοινωνικά ίσως να υπάρχει μια τέτοια εντύπωση. Είναι λογικό να υπερέχει η συμφωνική μουσική παιδεία σε λαούς όπου ήταν υποχρεωτική στη γενική παιδεία η εκμάθηση της κλασικής μουσικής, π.χ. στα πρώην ολοκληρωτικά καθεστώτα. Επίσης, είναι λογικό να υπερέχουν στην κατανόηση καταρχήν οι λαοί που παρήγαγαν κλασική μουσική, που είναι πάντα γραμμένη στη γερμανική, γαλλική, ιταλική αλλά σχεδον ποτέ στην ελληνική μουσική γλώσσα. Σε αυτό προστίθεται και η ξενόγλωσση μουσική γραφή. Γιατί οι λαοί έχουν τη δική τους μουσική γλώσσα, που θέλει εξοικείωση από τον ακροατή – και μην ακούτε την κενολογία ότι η μουσική είναι μια διεθνής γλώσσα. Ειναι τόσο διεθνής όσο και τα ιδεογράμματα του πήλινου δίσκου της Φαιστού!

Επικρατεί η άποψη ότι η κλασική μουσική θεωρείται ακόμη δυσνόητη, δύσκολη και «ξένη» στην Ελλάδα. Η ικανότητα των Ελλήνων στην εκμάθηση ξένων γλωσσών επεκτείνεται και στη μουσική ξενογλωσσία. Πολλοί μάθαμε γερμανικά για χάρη του Μπετόβεν, του Μπραμς και του Σούμπερτ, και ρωσικά για τον Τσαϊκόφσκι. Μένει κάποτε να μάθουμε και τα νέα ελληνικά της σοβαρής μουσικής. Υπάρχουν πολλοί λόγοι –αποδεκτοί ή και μη– για να ακούει κανείς ή να λέει ότι ακούει κλασική μουσική πέραν της βαθιάς της κατανόησης, κάτι που ανήκει πραγματικά σε υποσύνολο του όλου των ακροατών. Στην Ελλάδα δε οι μη μουσικοί λόγοι είναι και λίγο περισσότεροι. Εμάς μας ενδιαφέρει οι ακροατές να ακούσουν για την ψυχή τους και μόνο.

Γιατί, εκτός από το Τρίτο πρόγραμμα, δεν βρίσκουμε εκπομπές κλασικής μουσικής σε κανέναν άλλο ραδιοφωνικό σταθμό, εκτός από τον Αθήνα 9.84 ή το ραδιόφωνο της Εκκλησίας;

Γιατί δεν είναι θέμα απλής απόφασης να ρίξεις και μια κλασική ώρα μέσα σε ένα άσχετο μουσικά πρόγραμμα. Η κλασική μουσική είναι κάτι παραπάνω από ηχητικό αποσμητικό σπρέι.

Ποιοί τρόποι υπάρχουν ώστε να γίνει πιο ελκυστική η κλασική μουσική στην Αθήνα;

Μα η ελκυστικότητα είναι δεδομένη σε αυτήν. Ήδη έχουμε ένα 25% του κοινού μας σε ηλικίες νέες, έως 35 ετών. Σε πανελλαδικό επίπεδο είναι περίπου 60.000 νέοι άνθρωποι. Αυτό είναι έως και ύποπτο! Η ηθική στάση, η γνώση του αντικειμένου και το να μη «γλείφεις» το νέο ακροατή, είναι ο τρόπος να πείσεις. Ένας στρατός 190.000 ακροατών την εβδομάδα, μόνο στην Αθήνα, μας ακούει και καλλιεργεί ένα καλύτερο αύριο, υποστηρίζει τα θέατρα και τα βιβλία, γεμίζει τις καλές ορχήστρες, τις καλές ταινίες, τις εκθέσεις εικαστικών τεχνών. Αυτή είναι μια νίκη, όπου το Τρίτο τα τελευταία χρόνια έχει σίγουρα μεγάλη συμμετοχή.

ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ  Το ιστορικό μουσικό σχήμα με τις καινοτόμες προτάσεις

Φέτος συμπληρώνει 50 χρόνια παρουσίας στα μουσικά δρώμενα. H KOΘ ιδρύθηκε από το μουσουργό Σόλωνα Μιχαηλίδη και κρατικοποιήθηκε το 1969. Στην πολυετή πορεία της έχει συμπράξει με ισχυρά διεθνή ονόματα, όπως P. Domingo, L. Pavarotti, A. Khatchaturian, M. Rostropovich, Λ. Καβάκο, V. Ashkenazy, Δ. Σγούρο κ.ά.

O αρχιμουσικός της ορχήστρας, κ. Μύρων Μιχαηλίδης, που έχει συμβάλει σημαντικά στην «εξωστρέφεια» της ορχήστρας με συναυλίες στο εξωτερικό και διεθνείς δισκογραφικές παραγωγές, μιλάει στην A.V.

Τι κοινό παρακολουθεί τις συναυλίες της Kρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης;

Η ΚΟΘ έχει διεισδύσει σε καινούργιο –όχι μόνο σε νεανικό– κοινό. Οι καινοτόμες προτάσεις της, όπως αυτές του βωβού κινηματογράφου, του συμφωνικού ροκ, των υπαίθριων συναυλιών, σε συνδυασμό πάντα με την καλλιέργεια υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου, βρήκαν μεγάλη απήχηση. Μας χαροποιεί ιδιαίτερα η προσέλευση νέων στις «παραδοσιακού» τύπου συναυλίες. Σε αυτό διευκολύνουν και τα ευέλικτα συνδρομητικά πακέτα μας.

Τι ρόλο παίζει στην προσέλευση το κοινού το κόστος του εισιτηρίου ή ο χώρος διεξαγωγής των συναυλιών;

Η ΚΟΘ έχει σταθερή πολιτική χαμηλών τιμών στα εισιτήρια. Υπάρχουν προσφορές για την οικογένεια, για τους φοιτητές και ομαδικό εισιτήριο. Οι καλαίσθητοι ή οι “in” πολιτιστικοί χώροι είναι το ένα κρατούμενο. Όμως, σημαντικότερο ρόλο διαδραματίζουν η καλλιτεχνική πρόταση (πρόγραμμα, συντελεστές), η προβολή του γεγονότος και, τέλος, η επιβεβαίωση των προσδοκιών του επισκέπτη της συναυλίας.

Γιατί οι Ελληνες δείχνουν να μην αγαπούν την κλασική μουσική;

Υπάρχουν καταρχήν αρκετοί Έλληνες που αγαπούν την κλασική μουσική, πολύ περισσότεροι που θα μπορούσαν να την αγαπήσουν, αν τη γνώριζαν, και ακόμη περισσότεροι φίλοι της «ποιότητας». Είναι λοιπόν αμφίδρομη η σχέση: από τη μία οι σχετικοί καλλιτεχνικοί φορείς οφείλουμε να μη διαπραγματευόμαστε την ποιότητα και, από την άλλη, η ποιότητα πρέπει να διαφημίζεται συστηματικά και επαρκώς.

Γιατί η κλασική μουσική θεωρείται ακόμη δυσνόητη, δύσκολη και «ξένη» στην Ελλάδα; 

Πρέπει να επενδυθούν πολλά στη συμπόρευση του οικονομικού με το πολιτιστικό επίπεδο. Για παράδειγμα, ο σεβασμός στο περιβάλλον προϋποθέτει το σεβασμό στο συμπολίτη, αλλά συνεπάγεται και πολλούς άλλους σεβασμούς! Ένας από αυτούς είναι ο σεβασμός στο περιβάλλον των ήχων, όχι μόνο με την έννοια της ποσοτικής αλλά κυρίως της ποιοτικής ηχορρύπανσης!

Σπουδές κλασικής μουσικής: κάθε γειτονιά και ωδείο

Είναι πραγματικά παράδοξο: Από τη μία άδειες αίθουσες συναυλιών και από την άλλη δεν υπάρχει γειτονιά χωρίς ωδείο ή μουσική σχολή στην Αθήνα. Σκεφτείτε πόσοι από εμάς έχουμε περάσει τη φάση «γαλλικά και πιάνο», ή λίγο κιθάρα, μαζί με τα αγγλικά και το στίβο! Πτυχίο μπορεί να μην πήραμε ή να μη γίναμε σολίστ, αλλά η εξοικείωση με το κλειδί του Σολ και την κλίμακα του Ντο δεν βοήθησε να γίνουμε τουλάχιστον ακροατές συναυλιών κλασικής μουσικής;

To Ωδείο Αθηνών είναι το αρχαιότερο μουσικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ελλάδας. Ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1871 και λειτουργεί χωρίς διακοπή μέχρι σήμερα. Δημιουργεί δέος να σκεφτεί κανείς ότι στα  σκαλιά του ανέβαιναν καθημερινά ως μαθητές οι Μαρία Κάλλας, Δημήτρης Μητρόπουλος, Τζίνα Μπαχάουερ, Νίκος Σκαλκώτας, Αλεξάνδρα Τριάντη, Μίκης Θεοδωράκης κ.ά.

Ο ΄Αρης Γαρουφαλής, πρόεδρος του Ωδείου Αθηνών, μίλησε στην A.V.

Ποιος είναι ο αριθμός των μαθητών του ωδείου σήμερα;

Σήμερα το ωδείο έχει 885 μαθητές. Ο αριθμός αυτός είναι ο υψηλότερος της τελευταίας δεκαετίας, γεγονός που μας κάνει να αισοδοξούμε. Είναι γεγονός ότι η σημερινή κρίση έχει επηρεάσει και τα ωδεία, όμως, πέρα από αυτό, πρέπει να επισημάνουμε τη λειτουργία ενός τεράστιου σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας αριθμού ωδείων και μουσικών σχολών.

Tι ποσοστό των μαθητών ολοκληρώνει τις σπουδές; Πόσοι από αυτούς απορροφώνται στην αγορά εργασίας ως μουσικοί;

Το 3% των μαθητών αποφοιτούν με πτυχίο ή δίπλωμα. Για να ακολουθήσει ο νέος το επάγγεμα του μουσικού πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές και τα κίνητρα που θα του επιτρέψουν να επιβιώσει. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει επαγγελματική ζήτηση (κρατικές ορχήστρες, όπερες κ.λπ.), φυσικό επακόλουθο είναι οι ταλαντούχοι νέοι να προτιμούν τη φυγή και τη σταδιοδρομία στο εξωτερικό.

Με τόσα ωδεία στην Αθήνα, γιατί η κλασική μουσική θεωρείται ακόμη «δύσκολη» στους Αθηναίους; 

Είναι γεγονός ότι οι νέοι μας δεν γεμίζουν τους χώρους συναυλιών κλασικής μουσικής. Δεν θα μπορούσε όμως να περιμένει κάτι διαφορετικό σε μια χώρα που κατακλύεται κυριολεκτικά από μουσική κάθε είδους και ποιότητας εκτός από την κλασική μουσική, η οποία εξακολουθεί να θεωρείται από πολλούς κατάλληλη μόνο για ημέρες πένθους ή καταστροφών!

Τι θα μπορούσε να γίνει για να αλλάξει αυτή η κατάσταση;

Είναι θέμα παιδείας και η δυνατότητα αλλαγής βρίσκεται καθαρά στα χέρια της πολιτείας. Η άποψη ότι στην παρούσα φάση η ίδρυση και η λειτουργία μιας μουσικής Ακαδημίας θα εξαφάνιζε ως διά μαγείας την κακοδαιμονία της μουσικής μας παιδείας, μου φαίνεται τουλάχιστον ανεδαφική. Σε καμία χώρα του κόσμου δεν ανοίγουν πανεπιστήμιο όταν δεν μπορούν να λειτουργήσουν σωστά τα Δηματοικά σχολεία και τα Γυμνάσια!

Για δίσκους κλασικής μουσικής... στη «Λέσχη του Δίσκου» Το internet και τα soundtracks στυλοβάτες της κλασικής μουσικής

Πάνω από 40 χρόνια τώρα, η «Λέσχη του Δίσκου»  είναι αναμφίβολα το στέκι όλων των φίλων της κλασικής μουσικής. Το πιο ενημερωμένο δισκάδικο του είδους έχει την έδρα του από το 1966 στη Στοά της Όπερας (Ακαδημίας 57) κι ένα μικρό παράρτημα μέσα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Εδώ θα ανακαλύψετε την πιο σπάνια ηχογράφηση, την πιο «ψαγμένη» εκτέλεση κάθε κλασικού έργου!

Εκτός από Chopin, Shubert και Bach, στα ράφια του θα βρει κανείς επίσης τζαζ, μουσική του 20ού και 21ου αιώνα, εκδόσεις αλλά και τα πιο οικονομικά άλμπουμ κλασικής μουσικής «Νάξος» που έφερε στην Ελλάδα η εταιρεία.

Η Έλση Σαράτση, που το 1966 μαζί με το Λάζαρο Γεωργιάδη ίδρυσε τη «Λέσχη του Δίσκου» και εξακολουθεί να τη διευθύνει, μας είπε: «Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία που δείχνουν τα τελευταία χρόνια πτώση των πωλήσεων CD με κλασική μουσική σε όλο τον κόσμο (υπάρχουν χώρες με αξιοσημείωτη σταθερότητα, αν όχι αύξηση, όπως η Αγγλία, η Γερμανία και ειδικά η Ιαπωνία). Στην Ελλάδα, η κρίση  αυτή παίρνει οικονομική και μόνο μορφή, που σχετίζεται επίσης με τις σαρωτικές αλλαγές στη δομή της λιανικής πώλησης (όλο και περισσότερες αλυσίδες καταστημάτων υιοθετούν ομοιόμορφη, αγοραία νοοτροπία, που προκρίνει την τρίμηνη παραμονή των προϊόντων στο ράφι)».

Τι αυξάνει τις πωλήσεις δίσκων κλασικής μουσικής στην Αθήνα;

Τα soundtracks! Mέσα από αυτά έγινε στην Ελλάδα γνωστός ο Erik Satie, ενώ το soundtrack «Όλα τα πρωινά του κόσμου», της ομώνυμης ταινίας του 1992, έχει πουλήσει διεθνώς μέχρι σήμερα πάνω από 1 εκ. αντίτυπα, φέρνοντας πολύ κόσμο σε επαφή με ένα είδος μουσικής που αλλιώς δεν θα γνώριζε ποτέ!

Το internet, που έχει μπει δυναμικά στη ζωή των Αθηναίων, ενισχύει την κλασική μας κουλτούρα;

Παρά τις αρχικές εκτιμήσεις ότι το μοναχικό «ξεφόρτωμα» μουσικής από τον υπολογιστή θα υπερφαλαγγίσει σε χρόνο μηδέν τις πωλήσεις CD μέσω δισκοπωλείων, τα ποσοστά «ξεφορτωμένης» μουσικής που καταγράφονται έναντι του συνόλου των πωλήσεων μουσικής σε CD παραμένουν  αξιοσημείωτα χαμηλά. Αυτή τη στιγμή επικρατεί ένα γενικό κλίμα αποδοχής του internet ως ενός ακόμα μέσου να γνωστοποιήσει κανείς στο ευρύ κοινό το μουσικό πλούτο. Εν συνεχεία ο ακροατής έχει την επιλογή να αγοράσει το CD, που θα απολαύσει ήρεμα στο σπίτι του.

Ποιος ο ρόλος των ΜΜΕ;

Στην Αγγλία, CD με ρεσιτάλ της Αμερικανίδας σοπράνο Κριστίν Μπρούερ πρωταγωνιστεί στις ειδικές δισκογραφικές στήλες των 7 μεγαλύτερων αγγλόφωνων εντύπων σχεδόν ταυτόχρονα. Στην Ελλάδα, όπου αυτές οι στήλες έχουν εξαφανιστεί, η κρίση μοιάζει να είναι περισσότερο κρίση των μέσων ενημέρωσης παρά της δισκογραφίας, που εξάλλου ως βιομηχανία δεν παίζει οργανικό ρόλο στην εγχώρια απολιτισμική οικονομία.