- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Βαγγέλης Παπαθανασίου: Μια ζωή στους δρόμους της φωτιάς, της μουσικής και του διαστήματος
Έμελλε να γίνει γνωστός σε όλον τον κόσμο για τη μουσική και την τέχνη του μόνο με το μικρό του όνομα
Βαγγέλης Παπαθανασίου - Vangelis: Η ζωή του και η μουσική του γλώσσα. Πέθανε στις 19 Μαΐου σε ηλικία 79 ετών
«Ανάμεσα στις ευχάριστες εκπλήξεις που με περίμεναν στον Βόλο ήταν και ένα παιδάκι έξι ή εξίμισι χρονών, που ανακάλυψα προικισμένο με το θείο δώρο του ταλέντου. Ο μικρός αυτός, με τις ποδίτσες της πρώτης δημοτικού και με τα γκρίζα, γελαστά ματάκια του είναι από τώρα ένας αυτοδίδακτος μικροσκοπικός συνθέτης […] Πρέπει να δει κανείς τα μικροσκοπικά δαχτυλάκια του να αγωνίζονται να πιάσουν τις θαυμάσιες συγχορδίες που κανείς δεν του δίδαξε, πρέπει να ακούσει τους χρωματισμούς και τα χαριτωμένα ευρήματά του, για να καταλάβει το νόημα του Ευαγγελιστού που είπε: “Πνεύμα ο Θεός και όπου θέλει πίνει”». Αυτά κατέθετε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ο συγγραφέας Στρατής Μυριβήλης, πλήρως εντυπωσιασμένος από έναν μικρό πιανίστα που τον φώναζαν Βάγγο. Και ο Μυριβήλης, με τη συγγραφική του διορατικότητα και ίσως το ένστικτο που οδηγεί το καλλιτεχνικό ταλέντο να αναγνωρίζει αμέσως τον όμοιό του, είχε διαβάσει σωστά. Αυτός ο Βάγγος, αυτός ο αυτοδίδακτος, μικροσκοπικός πιανίστας με το «θείο χάρισμα» έμελλε να γίνει γνωστός σε όλον τον κόσμο για τη μουσική και την τέχνη του, πάλι μόνο με το μικρό του όνομα, το οποίο έγραψε με κεφαλαία, αν όχι χρυσά, γράμματα στο πάνθεον της παγκόσμιας μουσικής πρωτοπορίας: VANGELIS.
Ο Ευάγγελος Οδυσσέας Παπαθανασίου γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1943 στην Αγριά Βόλου και ήδη από τα τέσσερά του χρόνια έδειξε τα πρώτα σημάδια της ιδιαίτερης κλίσης του στη μουσική και του «l’enfant terrible» μέλλοντος που τον περίμενε. Σε ηλικία έξι ετών, και χωρίς να έχει μπει σε ωδείο ποτέ στη μικρή μέχρι τότε ζωή του, έδωσε την πρώτη του παράσταση σε κοινό παίζοντας δικές του συνθέσεις στο πιάνο. Ήταν αυτοδίδακτος και έτσι παρέμεινε –παρά τις πιέσεις της οικογένειάς του και των δασκάλων που είχαν και αυτοί διαγνώσει την ξεχωριστή καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του– επιλέγοντας ακούσια και εκούσια την αυτονομία και τον ξεχωριστό δρόμο που δεν περνούσε απαραίτητα μέσα από τις αίθουσες διδασκαλίας της κλασικής μουσικής και την προδιαγεγραμμένη πορεία του βιρτουοζισμού. Ο νεαρός Βαγγέλης δεν είχε ως προτεραιότητα να κάνει τη μουσική επάγγελμα, ενδιαφερόταν περισσότερο να εξερευνήσει το άπειρο των δυνατοτήτων του, να διαμορφώσει και να εξελίξει την προσωπική του γλώσσα, εξαντλώντας ει δυνατόν κάθε γνωστό και άγνωστο όριο του χώρου αλλά και του χρόνου. Οι σπουδές για εκείνον φαίνεται πως ήταν μια επιθυμία να εντρυφήσει στην τέχνη με έναν συνολικό τρόπο και γι’ αυτό επέλεξε αργότερα να σπουδάσει μουσική, ζωγραφική και σκηνοθεσία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Αυτήν την ολιστική προσέγγιση της μουσικής και της τέχνης εν γένει τη διατήρησε ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ακέραιη και την υπηρέτησε με κάθε τρόπο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και της επιεικώς μεγαλειώδους καλλιτεχνικής πορείας του. Γνώριζε σε βάθος την αρχαία ελληνική γραμματεία, την ιστορία της παγκόσμιας τέχνης και την ιστορία της Ελλάδας, με όλη αυτή τη γνώση και τη διάνοια να διοχετεύεται στο έργο του σε ανύποπτους χρόνους, αλλά παράλληλα είχε πάντα το βλέμμα και το μυαλό του στραμμένο μπροστά, σε κάτι που πιθανότατα μόνο εκείνος μπορούσε να δει, στο μέλλον του ίδιου του ήχου. To προοδευτικό μουσικό πνεύμα του έσκαψε γερά τα θεμέλια του progressive και ηλεκτρονικού μουσικού οικοδομήματος στην Ελλάδα, ενός οικοδομήματος που ξεχώρισε και έριξε τη δημιουργική σκιά του σε όλον τον κόσμο.
Πάνω από σαράντα albums σε κάτι παραπάνω από σαράντα χρόνια, δεκάδες βραβεία –μεταξύ των οποίων φυσικά δικαίως ξεχωρίζει το περίφημο Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής για την ταινία Οι Δρόμοι της Φωτιάς (Chariots of Fire) το 1982– μουσική για εμβληματικές ταινίες, μουσική για εκλεκτικές τηλεοπτικές σειρές και ντοκιμαντέρ, μουσική για το θέατρο, μουσική για τη φύση, μουσική για το διάστημα. Από το Blade Runner του Ridley Scott μέχρι τον Αλέξανδρο του Oliver Stone, από το L’ Opera Sauvage του Frederic Rossif μέχρι τα ντοοκιμαντέρ του Jacques-Yves Cousteau, από την Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη στον Φρανκεστάιν των Βασιλικών Μπαλέτων του Λονδίνου, από το ηχητικό σήμα των ειδήσεων της ΕΡΤ στο soundtrack του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 2002, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου δεν γνώρισε ποτέ μουσικά όρια. Τζαζ και ροκ, ambient και πρώιμη νατουραλιστική electronica, οι κορυφαίες συυλλογές των Nemo Studios, το Phos των Socrates Drunk The Conium και οι μυσταγωγικές, φουτουριστικές ωδές και ραψωδίες με την Ειρήνη Παππά. Καθένας μπορεί να βρει στο έργο και στις ημέρες του Βαγγέλη Παπαθανασίου κάτι που θα κουβαλάει για πάντα, κάτι που έχει περάσει –ακόμα και άθελα του– στο προσωπικό DNA των αναφορών και των αναμνήσεών του.
Χορεύοντας γιάνκα με τους Forminx
Τα πρώτα του ενήλικα βήματα του Βαγγέλη Παπαθανασίου στη μουσική τη δεκαετία του 1960 θα μπορούσε να πει κανείς ότι έγιναν ανάλαφρα μέσα από τον δημοφιλέστερο, νεανικό χορό της εποχής. Το πρώτο συγκρότημα –ή κατά το ακριβέστερον της εποχής, χορευτική ορχήστρα– στο οποίο συμμετείχε ο Παπαθανασίου, οι The Forminx ήταν –με τον τρόπο τους– ένα ιδανικό εφαλτήριο της πρωτοπορίας που υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, μιας και έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της εγχώριας μουσικής σκηνής των 60s που αναδυόταν τότε βαθιά επηρεασμένη από τις διεθνείς, νέες μουσικές τάσεις εκατέρωθεν του Ατλαντικού. To «Jeronymo Janka», μια διασκευή της λαϊκής φινλανδικής μελωδίας «Jenka», έχει μείνει φυσικά στην ιστορία ως το μεγαλύτερο hit των The Forminx και ένα ολόκληρο φαινόμενο ποπ κουλτούρας για την ελληνική νεολαία της εποχής, παρασύροντας στο τρενάκι του ακόμα και τη νεολαία Λαμπράκη και τον Μίκη Θεοδωράκη. Ωστόσο οι The Forminx με τις εμφανίσεις του στην «Αργώ» στη Βουλιαγμένη και στο «Ακροπόλ Παλάς» στην Πατησίων έχτισαν μια ολόκληρη, βαθύτερη κουλτούρα μουσικής διασκέδασης και ενσωμάτωσης του διεθνούς ήχου εκείνου του «τώρα» που λίγα συγκροτήματα ίσως κατάφεραν στην πάντα ασθμαίνουσα να ακολουθήσει τις εξελίξεις Ελλάδα.
Τα παιδιά της Αφροδίτης
Όπως ήταν αναμενόμενο από ένα τέτοιο αεικίνητο πνεύμα, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου δεν θα συγκρατούταν για πολύ εντός των στενών γεωγραφικών και καλλιτεχνικών ορίων της Ελλάδας. Το 1968, με την Ελλάδα ήδη στο σκοτάδι της δικτατορίας, γυρίζει πια για τα καλά τη σελίδα και αναχωρεί με απώτερο προορισμό το Λονδίνο, αλλά καταλήγοντας εν τέλει –λόγω γραφειοκρατικών περιπετειών– στο Παρίσι, όπου μέλλεται να διευρύνει όχι μόνο τον δικό του ορίζοντα αλλά και της χώρας του, την οποία συνεχίζει τρόπον τινά να κουβαλάει μαζί του. Μαζί με τον –επίσης ήδη γνωστό από το έτερο δημοφιλές νεανικό συγκρότημα της εποχής, Idols– Ντέμη Ρούσο και τον Λουκά Σιδερά (ήδη συνεργάτες και συνοδοιπόρους του στο άτυπο σχήμα «Papathanassiou Set») υπογράφουν στη δισκογραφική εταιρεία Mercury, σχηματίζοντας τους Aphrodite’s Child, το progressive rock σχήμα που κατάφερε να γίνει η πιο επιδραστική μπάντα της Ευρώπης της εποχής. Το πρώτο single της μπάντας «Rain and Tears», βασισμένο στον Κανόνα του Pachelbel, γίνεται ακαριαία χρυσή επιτυχία στη Γαλλία, σημαδεύοντας και παίζοντας ασταμάτητα στο φόντο των φοιτητικών εξεγέρσεων του Μάη του 1968 – η ταραχώδης αυτή περίοδος θα σημαδέψει κι αυτή με τη σειρά της τον Παπαθανασίου, ο οποίος μερικά χρόνια αργότερα θα γράψει το album Fais Que Ton Rêve Soit Plus Long Que la Nuit, ένα εξαιρετικά πρωτότυπο για την εποχή ηχητικό μουσικό ντοκιμαντέρ για τις μέρες εκείνες που ο συνθέτης βίωσε από πρώτο χέρι, που συνδυάζει εκκλησιαστική, ονειρική μουσική με ηχητικά ντοκουμέντα από τις διαδηλώσεις και τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της εξέγερσης.
Με το κεφάλαιο των Aphrodite’s Child εγκαινιάζεται και επισήμως η πορεία της καλλιτεχνικής εκτόξευσης του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Το ντεμπούτο της μπάντας ακολουθεί το album It’s Five O’ Clock, ηχογραφημένο στα Trident Studios του Λονδίνου, ενώ ο θρύλος των Aprhodite’s Child σφραγίζεται με το διπλό magnus opus και κύκνειο άσμα του συγκροτήματος, 666 –μια conceptual, μεγαλειώδης σύλληψη του Vangelis και του Κώστα Φέρη– που βάζει πια τον Παπαθανασίου στην τροχιά της λαμπρής διεθνούς καριέρας που τον περιμένει.
Ο Vangelis της μικρής και της μεγάλης οθόνης
Εν μέσω ηχογραφήσεων και περιοδειών με τους Aphrodite’s Child o Βαγγέλης Παπαθανασίου έκανε ήδη το 1971 και τα πρώτα του ολοκληρωμένα βήματα στη σύνθεση μουσικής επένδυσης, με μια από τις σημαντικότερες και πιο ιδιαίτερες συνεργασίες της καριέρας του, αυτήν με τον Γάλλο σκηνοθέτη Frederic Rossif, για τη σειρά τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ άγριας ζωής, L'Apocalypse des Animaux. Το soundtrack αυτό ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία για τον Vangelis να αναπτύξει νέες δημιουργικές ιδέες, εισάγοντας τους πρώτους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς του, και να αποδείξει τις δυνατότητες του στη σύνθεση μουσικής για οπτικοακουστικά έργα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1975, σε μια ακόμα συνεργασία με τον Frederic Rossif σε ένα ακόμα ντοκιμαντέρ άγριας ζωής, το La Fête Sauvage, o Vangelis θα παραδώσει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πονήματα της scoring πορείας του, με ένα soundtrack προπομπό της «μουσικής του κόσμου», έναν πρωτοπόρο συνδυασμό της παραδοσιακής αφρικανικής μουσικής με τον σύγχρονο, δυτικό ήχο. Μέσα από τη συνεργασία με τον Rossif αναδείχθηκε σε απροσδόκητο εύρος η εκφραστική και ιδιάζουσα δυναμική της μουσικής του Παπαθανασίου, η οποία αξιοποιήθηκε μετέπειτα στα γνωστότερα soundtracks τα οποία υπέγραψε, αποσπώντας μερικές από τις πιο σημαντικές διακρίσεις για έναν κινηματογραφικό συνθέτη.
Η πιο σημαντική από αυτές τις διακρίσεις, το Όσκαρ για την Καλύτερη Πρωτότυπη Μουσική για την ταινία Οι Δρόμοι της Φωτιάς των Hugh Hudson και David Puttnam είναι εν πολλοίς μια ιστορία αντίστροφής επιτυχίας καθώς ένα low budget βρετανικό φιλμ για δύο νεαρούς Βρετανούς δρομείς που έλαβαν μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 πήρε κυριολεκτικά ζωή από το εμπνευσμένο, επικό score του Παπαθανασίου που λες και έβαζε φτερά στα πόδια των πρωταγωνιστών, εκφράζοντας στον απόλυτο βαθμό το ολυμπιακό ιδεώδες και οδηγώντας την ταινία στο βάθρο του κλασσικού και στην παγκόσμια επιτυχία.
Το 1982 όμως, εκτός από την απονομή του Όσκαρ που αποτέλεσε την πρώτη, αδιαμφισβήτητη αναγνώριση της μουσικής ιδιοφυίας του Vangelis και της παγκόσμιας συνθετικής κλάσης του, χαρακτηρίστηκε από ένα ακόμα μεγάλο –έστω εκ των υστέρων κρινόμενο και αναγνωρισμένο– μουσικό κινηματογραφικό εγχείρημα του Παπαθανασίου σε ένα εναλλακτικό, εντελώς διαφορετικό κινηματογραφικό ιδίωμα, αυτό της επιστημονικής φαντασίας. Η μουσική που έγραψε ο συνθέτης για το φιλμ Blade Runner του Ridley Scott, μια ελεύθερη προσαρμογή του μυθιστορήματος «Do Androids Dream of Electric Sheep» του διεθνούς φήμης αμερικανού συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Philip K Dick, παραμένει μέχρι και σήμερα ένα υποδειγματικό soundtrack οργανικής ενσωμάτωσης του ακουστικού και ηχητικού βραχίονα στο σκηνοθετικό όραμα.
Έκτοτε ο Βαγγέλης Παπαθανασίου συνέθεσε μουσική για αρκετές ακόμα ταινίες –κάθε μίας σημαντικής και ενδιαφέρουσας με τον τρόπο της– διαμορφώνοντας μια νέα κινηματογραφική μουσική γλώσσα, πλούσια και δυναμική, έναν χαμαιλέοντα ήχων και αισθήσεων που κατάφερνε να ενσωματώνεται πάντα από αρμονικά έως ιδανικά στην εκάστοτε συνθήκη, επικοινωνώντας όμως πάντοτε με αδιαμφισβήτητο τρόπο το αποτύπωμα του συνθέτη της. Από τον Αγνοούμενο του Κώστα Γαβρά και την Ανταρσία του Μπάουντυ μέχρι τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα του Ρομάν Πολάνσκι και τον Καβάφη του Γιάννη Σμαραγδή, ο Vangelis θεωρείται ένας από τους πιο επιτυχημένους κινηματογραφικούς συνθέτες παγκοσμίως, συνώνυμο της επιτυχίας για οποιοδήποτε soundtrack υπέγραφε. Όλη αυτή η επιτυχία, ωστόσο, η εμπορικότητα και η μαζική αποδοχή ουδέποτε τον εμπόδισε ή του έθεσε τον οποιοδήποτε περισπασμό από την άοκνη εξερεύνηση και διεύρυνση του προσωπικού του ήχου, από την ασταμάτητη πορεία προς τα μπρος και προς τα πάνω, όσο πιο μακριά έφτασε ποτέ του ο άνθρωπος, από τη γη μέχρι το διάστημα.
Η Μυθωδία του Διαστήματος
«Η μυθολογία, η επιστήμη και η εξερεύνηση του διαστήματος είναι αντικείμενα που με συνέπαιρναν από τα πρώτα παιδικά χρόνια μου. Και πάντα ήταν συνδεδεμένα με κάποιον τρόπο με τη μουσική που γράφω», δήλωνε ο ίδιος ο Βαγγέλης Παπαθανασίου στην Ευρωπαϊκή με αφορμή της σύνθεσής του στην τριλογία Rosetta το 2013, στη δεύτερη συνεργασία του με τη NASA, το βίντεο από την αποστολή Ήρα (Τζούνο), που απεικονίζει συγχρόνως την κίνηση της Γης και της σελήνης μαζί για πρώτη φορά. Το βίντεο απαθανατίστηκε κατά τη διάρκεια της αποστολής καθ' οδόν για το σύστημα του πλανήτη Δία.
Καμία έκπληξη, το πάθος του Παπαθανασίου για την εξερεύνηση του διαστήματος ήταν, ήδη, καλλιτεχνικά έκδηλο από το 1980, όταν επένδυσε μουσικά τη βραβευμένη αμερικανική τηλεοπτική σειρά Cosmos: Α Personal Voyage του Carl Sagan, που είχε ως κύριο θέμα τη θέση του ανθρώπου στο σύμπαν και την ύπαρξη εξωγήινης ζωής. Είκοσι χρόνια, το 2001 αργότερα ο Βαγγέλης Παπαθανασίου παρουσίασε σε παγκόσμια τηλεοπτική μετάδοση, στις Στήλες του Ολυμπίου Διός, σε μια φαντασμαγορική παράσταση, τη δικιά του μουσική Οδύσσεια του Διαστήματος, το έργο Μυθωδία, που γράφτηκε για να συνοδεύσει τη διαστημική αποστολή της NASA, 2001: Οδύσσεια στον Άρη. Μετά το τέλος της μουσικής παράστασης, η γαλλική κυβέρνηση, την οποία εκπροσώπησε ο υπουργός Πολιτισμού Jack Lang, απένειμε στον Βαγγέλη Παπαθανασίου τον τίτλο του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής – ο συνθέτης πια ήταν ένας κανονικός ιππότης του διαστήματος.
Αν κάτι ίσως προκύπτει με ασφάλεια από την όποια απόπειρα συμπερίληψης της ζωής, του έργου και του κόσμου Βαγγέλη Παπαθανασίου σε μερικούς τίτλους και λίγες χιλιάδες λέξεις είναι το πόσο φτωχοί είναι αυτοί οι τίτλοι, πόσο λίγες οι λέξεις – σε όσες χιλιάδες και αν καταφέρουν να πολλαπλασιαστούν. Ο τρόπος που ο Vangelis είδε και διαμόρφωσε το παρόν και το μέλλον του ήχου διακλαδώνεται μέσα από την ιστορία της σύγχρονης μουσικής τείνοντας, ίσως, προς το άπειρο. Όπως και αν ήρθε κανείς για πρώτη φορά σε επαφή με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, είτε ως παιδί των 80s κολλημένο μπροστά στην κρατική τηλεόραση να ακούει σε λούπα το σήμα ειδήσεων, είτε ως έφηβος που αφέθηκε να απορροφηθεί σε κάποια σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα από τη sci - fi δυστοπία του Blade Runner, είτε βλέποντας σε ζωντανή μετάδοση αγώνες ποδοσφαίρου στο Μουντιάλ Ιαπωνίας - Κορέας στις αρχές της χιλιετίας είτε ξεθάβοντας ντοκιμαντέρ του Coustaeu, με τους Socrates, με το Earth ή με το Spiral, κοιτώντας το κόκκινο εξώφυλλο του 666 στη βιτρίνα κάποιου δισκοπωλείου ή τη φωτογραφία του στο synth βασίλειο των Nemo Studios, το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια επαφή που αφήνει σημάδι, ένα σημάδι που θα συνεχίσει να ανθίζει και να δίνει τους καρπούς του στο μυαλό και το ταλέντο των επόμενων γενεών. Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ένας άνθρωπος που κοίταξε εκεί που πήγε και πήγε εκεί που κοίταξε, είναι ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους συνθέτες όλων των εποχών –και το να μπορεί να αρθρωθεί αυτή η φράση, χωρίς κανείς να μπορεί να τη μεμφθεί για την παραμικρή υπερβολή– είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της σημασίας και της κληρονομιάς του.