- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Βαγγέλης Γερμανός: Σε νοσταλγική τροχιά
Τα «Μπαράκια» φέρνουν μαζί τους –ακόμη και μέχρι σήμερα– την αύρα των βραδινών διαδρομών στην πόλη με τα φώτα των αυτοκινήτων να διαθλώνται στη ζέστη του καλοκαιριού
Ο Βαγγέλης Γερμανός και το επιδραστικό άλμπουμ «Μπαράκια», οι πρώτες κυκλοφορίες της 4AD και οι ιστορικοί δίσκοι του Greg Sage και του Peter Hammill.
Το καλοκαίρι του 1981 ήταν το πρώτο καλοκαίρι που μπήκε στη ζωή μας η έννοια του καύσωνα. Βέβαια, μετά το βασανιστικό διάστημα των πρώτων πανελληνίων εξετάσεων και το –επιτέλους– τέλος τους, όλα φαίνονταν όμορφα. Σαράντα ένας βαθμοί, καυτό απόγευμα, ήλιος που περνάει μέσα από τις γρίλιες των παντζουριών και στο ραδιόφωνο η εκπομπή της Σοφίας Μιχαλίτση στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Καλεσμένος της ένας καινούργιος τραγουδοποιός, που είχε κυκλοφορήσει τα «Μπαράκια», τον πρώτο του δίσκο από τη Lyra, ο Βαγγέλης Γερμανός. Ένας ήρεμος, προσγειωμένος, χαμηλόφωνος, σεμνός άνθρωπος με μια κιθάρα που φαινόταν να εμπνέεται από τον Young, τον Dylan, τον Lightfoot, τον Croce, τον Denver. Δεν υπήρχαν και πολλοί τέτοιοι τότε. Δηλαδή, δεν υπήρχε κανένας. Οι –σήμερα τόσο επίκαιρες– «Μάσκες» έφερναν έναν αέρα αγγλικής folk, έτσι όπως θύμιζαν τον ήχο της κιθάρας των Traffic στο «John Barleycorn Must Die», η «Τροχιά» έφερνε στο μυαλό τα παιξίματα του Croce και ο «Διάβολος» ήταν ό,τι καλύτερο είχε παίξει το ραδιόφωνο στο ελληνικό ρεπερτόριο. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, που είχε κάνει την παραγωγή, ήταν εγγύηση για την εποχή –ακόμη και Οπισθοδρομική Κομπανία είχα αγοράσει, κι ας μη μου άρεσε τόσο το λαϊκό τραγούδι– οπότε μέσα στις επόμενες μέρες ήταν απαραίτητο να αποκτήσω το album. Και το album έλιωσε. Μέσα στα χρόνια, πρέπει να αγόρασα περισσότερα από τέσσερα «Μπαράκια» σε δίσκο, είναι σίγουρο ότι έχω δύο σε κασέτα, το επίσημο cd και μερικά ακόμα cd που βγήκαν αργότερα σε περιοδικά. Τα «Μπαράκια» φέρνουν μαζί τους –ακόμη και μέχρι σήμερα– την αύρα των βραδινών διαδρομών στην πόλη με τα φώτα των αυτοκινήτων να διαθλώνται στη ζέστη του καλοκαιριού. Ανήκουν –όπως έγραφε ο Σαββόπουλος στο σημείωμα του οπισθόφυλλου– «σ’ έναν άλλο κόσμο, ιλιγγιώδη, έγχρωμο». Αυτόν τον κόσμο που, από το καλοκαίρι του 1981 και μετά, έγινε ο κόσμος μας.
Ο πρώτος τους δίσκος ήρθε στην Ελλάδα μόνο εισαγωγής. Άρα αρκετά ακριβός και χωρίς καθόλου διαφήμιση. Ακόμη, η 4AD δεν είχε αποκτήσει την αίγλη του ήχου της αιθέριας pop. Στα πρώτα της χρόνια πηγαινοερχόταν ανάμεσα στους Modern English και τους Bauhaus (ή τους Birthday Party), κι αυτό δεν ήταν ένα διακριτό ύφος. Έτσι, το ντεμπούτο των This Mortal Coil πέρασε σχεδόν απαρατήρητο στην Ελλάδα. Όταν όμως κυκλοφόρησε το «Filigree & Shadow» τα δικαιώματα της 4AD στην Ελλάδα τα είχε η Virgin, που διηύθυνε ο Γιάννης Πετρίδης. Συνεπώς ένας τέτοιος δίσκος δεν θα περνούσε απαρατήρητος. Ένα μονό εξώφυλλο με δύο δίσκους μέσα, ένα ελλειπτικό και σκοτεινό artwork και κάτι αιθέρια τραγούδια που όταν δεν υπογράφονται από τους TMC, υπογράφονται από κάτι περίεργα ονόματα, όπως T. Buckley ή T. Rapp. Μπαίνει ο χειμώνας του 1986 κι αυτός ο δίσκος παίζει νυχθημερόν στο πικάπ κι επιπλέον ανακαλύπτεις τα μεγάλα albums του Tim Buckley και τα πολύ δυσεύρετα –ακόμη τότε– των Pearls Before Swine, στους οποίους έπαιζε ο Tom Rapp. Και προχωράς. Από τη μία, στον σκοτεινό ατμοσφαιρικό ήχο της 4AD και, από την άλλη, στη δαπανηρή νέα ενασχόληση με την ψυχεδέλεια.
Το καλοκαίρι της προηγούμενης χρονιάς, του 1985, είχαμε κάνει την υπέροχη γνωριμία με τον Greg Sage. Πριν γνωρίσουμε τον ίδιο ολομόναχο, τον είχαμε λατρέψει για τα κιθαριστικά του feedback με τους Wipers, εκείνο το post-punk/pro-grunge σχήμα, που είχε δώσει κάτι απίθανες συναυλίες στην Αθήνα των μέσων της δεκαετίας του ’80. Όμως το μεγάλο σοκ ήταν το «Straight Ahead». Εκείνος ο δίσκος που είχε στο εξώφυλλο την κρεμασμένη από ένα δέντρο κιθάρα δίπλα σ’ ένα νεκροταφείο. Ναι, αυτός ήταν ένας από τους καλύτερους δίσκους των eighties. Με τις ηλεκτρικές κιθάρες να ακούγονται σχεδόν σαν ακουστικές και με την επίμονη φωνή να τραγουδάει σχεδόν άχρωμα: «I know where I stand but I don’t want to stand alone». Πήρα πρώτα το ελληνικό βινύλιο, ύστερα το αμερικάνικο και πριν από μερικές μέρες μια εξαιρετικά ζυγισμένη επανέκδοση. Από τους δίσκους της ζωής μας.
Υ.Γ.: Την ίδια μέρα με το «Filigree And Shadow» είχα πάρει και το «And Close As This» του Peter Hammill. Too many of my yesterdays belong to these two records…