Μουσικη

Σταύρος Λογαρίδης (1953 -2022): Αφιέρωμα στον rock θρύλο των Poll και των Ακρίτας

Συνίδρυσε τους Poll, έφτιαξε έναν από τους σημαντικότερους δίσκους του εγχώριου rock με τους Ακρίτας και ανανέωσε τον έντεχνο λαϊκό ήχο της δεκαετίας του 1980

Χάρης Συμβουλίδης
ΤΕΥΧΟΣ 824
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σταύρος Λογαρίδης (21 Σεπτεμβρίου 1953 - 14 Απριλίου 2022): Η ζωή του συνθέτη, τραγουδοποιού και μέλους των Poll και των Ακρίτας, το μουσικό έργο και η πορεία του.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 δεν ήμουν συχνός επισκέπτης στην Αθήνα, ούτε πολυπήγαινα σε συναυλίες όταν επέστρεφα στην πόλη, αν και ήταν εποχή με φρενήρες ενδιαφέρον για τα μουσικά πράγματα. Έτυχε όμως να βρεθώ στη γνωστή σκηνή «Χαμάμ» και να δω τον Σταύρο Λογαρίδη. Λεπτομέρειες δεν θυμάμαι πια, πάντως μου έκανε εντύπωση πώς ο rock θρύλος των Poll και των Ακρίτας έσκυβε –και έσκαβε– στη λαϊκή μας κληρονομιά. Ίσως να μη βρίσκονταν όλες οι ψηφίδες στη θέση τους, υπήρχε όμως μια «ανατολικοδυτική» αίσθηση, η οποία έμελλε να αποδειχθεί δημοφιλέστατη λίγο μετά (2000), όταν ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου οικοδόμησε τον «Βραχνό Προφήτη» του σε παρεμφερή θεμέλια. Από τις πέντε δεκαετίες της δημιουργικής του πορείας η τελευταία υπήρξε η λιγότερο ενεργή για τον Λογαρίδη, αφού μεταξύ 2011 και 2020 δεν είχε παρά σποραδική παρουσία. Όμως στην είδηση του θανάτου του φάνηκε άμεσα πόσο αγαπητός παρέμενε, με τα μουσικόφιλα προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να πλημμυρίζουν από αποχαιρετισμούς και από τραγούδια του. 

Παρότι... Είναι άβολο αυτό το «παρότι», όμως χρειάζεται να ειπωθεί. Ότι δηλαδή, παρά το ταλέντο του, παρά τη φωνή του –ήθελε να τον θυμούνται ως καλό τραγουδιστή, είχε πει κάποτε– παρά την πολυσχιδή του ματιά πάνω σε ό,τι συνιστούσε τη σύγχρονη ελληνικότητα, ο Λογαρίδης δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστός. Όχι στο πολύ ευρύ κοινό, φυσικά, αλλά στην κλίμακα εκείνη που κινείται το λεγόμενο «δικό μας rock», υπάρχοντας με εμπορικές και καλλιτεχνικές αξιώσεις κάπου στο πλάι των μεγάλων κέντρων της νυχτερινής διασκέδασης. Τα πώς και τα γιατί δεν έχουν μία και μόνο εξήγηση, συγκρότησαν πάντως ένα πλαίσιο που λιγότερο ή περισσότερο αποδείχθηκε σταθερό για την πορεία του μετά τη διάλυση των Poll.

Σταύρος Λογαρίδης: Από την Κωνσταντινούπολη στους Poll

Ξεχνιόταν συχνά ότι ο Σταύρος Λογαρίδης είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει στην Κωνσταντινούπολη. Πλέον, βέβαια, η πληροφορία κατακλύζει το εγχώριο ίντερνετ, αναγραφόμενη σε ατέλειωτες σελίδες με αποκαρδιωτικώς πανομοιότυπα κείμενα, στα οποία επαναλαμβάνεται μηχανικά ότι ο πατέρας του έπαιζε κιθάρα, η μητέρα του ακορντεόν, ο παππούς του ήταν άρχων πρωτοψάλτης στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σωστά είναι όλα αυτά, μα δεν έχουν τόση σημασία. Περισσότερη αξία έχει ότι ο Λογαρίδης βαρέθηκε να ψέλνει όταν πρωτάκουσε τους Beatles και τους Kinks και αρνήθηκε ακόμα και μηνιάτικο από το Πατριαρχείο προκειμένου να ακολουθήσει το κάλεσμά τους. Αυτός ήταν ο Λογαρίδης που έφτασε στο Παλαιό Φάληρο το 1968, όντας 15 ετών. Και δεν είναι δύσκολο να το βρει κανείς, αφού τα έχει διηγηθεί ο ίδιος.

Συναυλία των Poll στον Λυκαβηττό, 1982

Ο έφηβος Λογαρίδης μπήκε στη δισκογραφία με τους Stew And Nick (1970). Το μοναδικό τους single ήταν ανεπιτυχές, άνοιξε όμως την πόρτα για τη γνωριμία του με τον Κώστα Τουρνά, τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς και τον Κώστα Παπαϊωάννου, που πυροδότησε την ίδρυση των Poll στις αρχές του 1971. Η ιστορία τους έχει γραφτεί με ποικίλες αφορμές και πάντα με χρυσά γράμματα. Για τα εδώ ζητούμενα αρκεί μάλλον να υπογραμμιστεί ότι εκπροσώπησαν ένα καθοριστικό πάντρεμα της ελληνικής γλώσσας με τις δυτικές pop, rock και folk rock ανησυχίες των ύστερων 60s, το οποίο εκφράστηκε με σπουδαία τραγούδια σαν το «Άνθρωπε αγάπα». Μεγάλο μέρος της αναγνωρισιμότητας του Λογαρίδη οφείλεται λοιπόν στο ότι υπήρξε κομμάτι αυτού του μύθου. Άλλωστε εκεί φάνηκε τόσο η ικανότητά του στο τραγούδι όσο και το συνθετικό και στιχουργικό του ταλέντο, που έδωσε στιγμές όπως τα «Γέρος» και «Ψάχνω να βρω τον φίλο μου». Το γεγονός όμως ότι ήταν νέα παιδιά υπό διαμόρφωση, με διαφορετικές προσωπικότητες (ενδεχομένως και στοχεύσεις), οδήγησε σε γρήγορο τέλος. Μια διαφωνία για τη συμμετοχή τους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1972 προξένησε ρήγμα, που τότε τους φάνηκε αγεφύρωτο. Αποτιμώντας τους Poll το 2017, ο Λογαρίδης δήλωσε στον Θανάση Κρεκούκια ότι εκεί βρίσκονταν οι ρίζες του: «Αισθάνομαι σαν ένας ποδοσφαιριστής που έχει παίξει στον Ολυμπιακό και πήρε και το νταμπλ. Κάτι καλύτερο δεν θα μπορούσε να συμβεί σε μένα, ειδικά σε εκείνη την ηλικία». Άλλωστε ο χρόνος απάλυνε τις όποιες διενέξεις, δίνοντας έτσι λαβή για δύο σύντομα reunions (1982 και 1991), που απέφεραν και αντίστοιχους δίσκους, ζωντανά ηχογραφημένους στον Λυκαβηττό. Για τον δεύτερο, μάλιστα, ο Λογαρίδης έγραψε και το «Εμείς που αγαπάμε», που ο Τουρνάς εξακολούθησε να λέει μέχρι και στις πολύ πρόσφατες εμφανίσεις του.

Ο Σταύρος Λογαρίδης και το συγκρότημα Ακρίτας

Το επόμενο μεγάλο κεφάλαιο γράφτηκε αμέσως μετά τη διάλυση των Poll στα τέλη του 1972, όταν ο Λογαρίδης αναδείχθηκε σε κινητήρια δύναμη του συγκροτήματος Ακρίτας. Με τη σημαντική επισήμανση, όμως, ότι ως «μεγάλο» κρίθηκε αργότερα και όχι τότε. Ένα πρώτο single 45 στροφών ήταν γερό, μα δεν προϊδέαζε για το ομώνυμο άλμπουμ «Ακρίτας». Το οποίο εμφανίστηκε τον Νοέμβριο του 1973 ως μια πραγματικά δυσθεόρατη κατάθεση, που ακόμα εντυπωσιάζει με το εύρος και το βάθος της, παρά τα τόσα που έχουμε ακούσει στο μεταξύ.  Μόλις στα 20 του, ο Λογαρίδης καταπιάνεται εδώ με τα συνθεσάιζερ και δείχνει να έχει αφομοιώσει τα πολυσχιδή οράματα του progressive rock των Yes και των Emerson, Lake & Palmer, μεταποιώντας τα σε μουσική με προσωπικότητα, που χαρίζει οικουμενικές διαστάσεις στην ελληνικότητα των στίχων του Κώστα Φέρρη. Τον οποίον οι περισσότεροι ξέρουν ως σκηνοθέτη χάρη στο «Ρεμπέτικο» (1983), μα είχε δράσει με πολλές ακόμα ιδιότητες. Οι πιο υποψιασμένοι θυμούνται ασφαλώς ότι πριν τον Ακρίτα υπέγραψε στιχουργικά και το «666» – το αριστούργημα των Aphrodite’s Child.  Σήμερα ο «Ακρίτας» βρίσκεται σε κάθε σοβαρή λίστα με κορυφές του ελληνικού rock, ενώ η πρωτότυπη έκδοση αλλάζει χέρια για (τουλάχιστον) 200 ευρώ στο Discogs. Πίσω στο 1973, όμως, δεν βρήκε καμία απήχηση. Ορισμένοι το αποδίδουν στη συγκυρία –κυκλοφόρησε πράγματι πάνω στα γεγονότα του Πολυτεχνείου– αλλά προσωπικά νομίζω ότι ήταν μια φύσει δύσκολη δουλειά, από εκείνες που μόνο εν καιρώ συναντιούνται τελικά με το κοινό.

Ο Σταύρος Λογαρίδης live

Μεταπολίτευση και Αλλαγή

Η διάλυση των Ακρίτας δεν πτόησε τον Λογαρίδη, ο οποίος συνέχισε να αποκαλύπτει δείγματα θαυμαστής δημιουργικότητας. Όμως οι ανησυχίες του δεν φαίνονταν να γίνονται αντιληπτές, ενώ οι βασισμένες στα synths δουλειές του έδειχναν εκτός του κλίματος που διαμόρφωσε πρώτα η πτώση της Χούντας και ύστερα η πολιτική άνοδος του ΠΑΣΟΚ – γεγονότα που επηρέασαν και τον ρου της δισκογραφίας, όπως είναι φυσικό. Η τελευταία κρατούσε μεν τις πόρτες της ανοιχτές, μα δεν είχε μηχανισμούς ικανούς να τον αξιοποιήσουν αποτελεσματικά. Κάπως έτσι, το καταπληκτικό του soundtrack για τη «Φόνισσα» του Κώστα Φέρρη (1974) ακόμα περιμένει να βγει στην ολότητά του, ενώ αντίστοιχα υποφωτισμένη παραμένει και η δουλειά του για την τηλεοπτική σειρά «Μενεξεδένια πολιτεία» (1975) και για τους «Απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου (1981). Από την άλλη, το score για το σίριαλ «Οικογένεια Ζαρντή» (1983) ευτύχησε μεν να κυκλοφορήσει, όχι όμως και να διακριθεί – είναι στα πιο πρόσφατα χρόνια που άρχισε να επανεκτιμάται χάρη στο «Saigon» και στο «Είναι κόλαση η αγάπη». Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα όσα ποίησε συνεργαζόμενος με τους Γερμανούς Elephant στις αρχές της δεκαετίας του 1980: ένα τραγούδι ονόματι «The Only One», με krautrock αναφορές μα και AOR απολήξεις, δεν εμφανίστηκε παρά το 2021, σε μια ειδική έκδοση της Veego για τη Record Store Day. Η εικόνα είναι καλύτερη όσον αφορά την αναγνωρισιμότητα του άλμπουμ Σταύρος Λογαρίδης (1978), όπου συνεργάστηκε και με τον Μανώλη Ρασούλη («Το πρώτο τραγούδι»). Εδώ βρίσκεται επίσης το ορχηστρικό «Σνιφ Σνιφ», που οι παλιότεροι ξέρουν ως σήμα της ιστορικής τηλεοπτικής εκπομπής «Μουσικόραμα». Ωραίες στιγμές περιείχε και ο δίσκος «Σε Άλλη Γη» (1980), ο οποίος διατήρησε rock στοχεύσεις, με την παραγωγή να υπογράφεται από τον Λουκά Σιδερά των Aphrodite’s Child. Κάπου μέσα σε όλα αυτά, όμως, δούλεψε παράλληλα και το πολύπλευρο μουσικό αισθητήριο που διέκρινε τον Σταύρο Λογαρίδη. Κι έτσι βρέθηκε σε έναν μη αναμενόμενο ρόλο για όσους τον παρακολουθούσαν από τα χρόνια των Poll: ανέλαβε παραγωγός, ενορχηστρωτής μα και βασικός τραγουδιστής (δίπλα του στάθηκε η Ελευθερία Αρβανιτάκη) στο άλμπουμ «Με τα φεγγάρια χάνομαι», με το οποίο έγινε το ντεμπούτο του συνθέτη και στιχουργού Γιώργου Ζήκα στη δισκογραφία (1985).  Η συμβολή του υπήρξε καταλυτική, γιατί πότε με υπέροχους ερμηνευτικούς τρόπους, πότε χάρη στην εξοικείωσή του με τα synths, έφερε μια πραγματικά φρέσκια πνοή. Διαμόρφωσε έτσι μια πρόταση με βαρύτητα σε μια περίοδο κούρασης για το έντεχνο/λαϊκό ρεπερτόριο, το οποίο αποζητούσε το νήμα της συνέχειας μετά τα μεγάλα επιτεύγματα των προηγούμενων δεκαετιών, σε μια εποχή που τελούνταν σημαντικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί, άμεσα συνδεδεμένοι με την ανάδυση μιας νέας λαϊκότητας. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να αποτιμηθεί και η διασκευή του στα «Ηλιοβασιλέματα» του Μανώλη Χιώτη, σε παραγωγή Θοδωρή Μανίκα (1986). Αλλά εκεί που έδειχνε έτοιμος για ένα νέο κεφάλαιο, ο Λογαρίδης αντιμετώπισε σοβαρά θέματα εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες, ενώ ξοδεύτηκε και σε μια νομική διαμάχη διεθνών διαστάσεων με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, κατηγορώντας τον ότι βάσισε το βραβευμένο με Oscar θέμα του για την ταινία «Chariots Of Fire» (1981) σε δική του σύνθεση για τη «Μενεξεδένια Πολιτεία». Δεν είναι εδώ η κατάλληλη περίσταση για περαιτέρω σχόλια, οπωσδήποτε όμως οι ιστορίες αυτές τον πήγαν πολύ πίσω, πάνω ακριβώς που είχε προκύψει μια σπουδαία καλλιτεχνική ευκαιρία.

Σταύρος Λογαρίδης: Από βαρύ ζεϊμπέκικο μέχρι σκληρό ροκάκι 

Με το τέλος των δικαστηρίων με τον Παπαθανασίου και την επιτυχημένη του απεξάρτηση από τα ναρκωτικά, ο Σταύρος Λογαρίδης μπόρεσε να γυρίσει σελίδα στη ζωή του. Δυστυχώς, όμως, όχι και στην καριέρα του. Ο Λογαρίδης, βέβαια, παρέμεινε αξία όσον αφορά τις ζωντανές εμφανίσεις –η τελευταία ήταν το 2016, στο Babel– ενώ έδειξε και μεγαλύτερη εξωστρέφεια, είτε με το δεύτερο reunion των Poll το 1991, είτε συνεργαζόμενος με τους Πυξ Λαξ, τον Νίκο Πορτοκάλογλου ή τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι δεν έχασε τη συνολική του ματιά πάνω στο ελληνικό τραγούδι, εκφράζοντας και στην πράξη εκείνο το «Από βαρύ ζεϊμπέκικο μέχρι σκληρό ροκάκι» που τραγούδησε στον δίσκο με τον Ζήκα: δεν δίστασε να συμπράξει λ.χ. με τον Χρήστο Κυριαζή, ακόμα και με τον Γιάννη Πλούταρχο. Γενικότερα, όμως, εάν θέλουμε να τον τιμήσουμε δίχως εξωραϊσμούς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980 δεν ξαναπροέκυψε η δυνατότητα να αξιοποιήσει πλήρως τις δημιουργικές του δυνάμεις. Έτσι είναι, έστω κι αν αληθεύει ότι πάντα έβρισκες κάτι στους δίσκους που παρουσίασε έκτοτε. Στο «Μανούλα Ελλάς» (1989), ας πούμε, υπήρχαν τα «Χρόνια που έχασες» με τον Κυριαζή· στις «Ονειρεμένες Πολιτείες» (1996) ορισμένα αξιόλογα τραγούδια της Βάσως Αλαγιάννη σε πιο έντεχνο ύφος· το ίδιο και στο «Μια βουτιά στην αγάπη» (2002), όπου είπε και το ομώνυμο κομμάτι ντουέτο με την Ελένη Τσαλιγοπούλου. Το δε «Ξαφνικά καλοκαίρι» (2007) ήταν το πιο ενδιαφέρον από τα ύστερα άλμπουμ του.

Το πορτρέτο του Σταύρου Λογαρίδη αυτής της περιόδου συμπληρώνεται από το διάστημα που έμεινε στην Τήνο, από το κοσμηματοπωλείο που άνοιξε στο Παλαιό Φάληρο –είχε αποκτήσει γνώσεις χρυσοχόου όσο ζούσε στην Κωνσταντινούπολη– και από τη σταθερή του αναζήτηση για τον Θεό, η οποία λανθασμένα αποδίδεται σε μεταγενέστερα ενδιαφέροντα: έχει μιλήσει γι' αυτήν ήδη από το 1983, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Φίλιππο Χρυσόπουλο. Κυρίως, όμως, συμπληρώνεται από όσους τον γνώρισαν και διηγήθηκαν πόσο δύσκολος άνθρωπος μπορούσε να γίνει, μα και πόσο δοτικός κι ευαίσθητος ήταν την ίδια στιγμή ή πόσο αδιάφορος για το star system και τη δίχως λόγο δημοσιότητα. Το απέδειξε άλλωστε και με τη διακριτικότητα με την οποία αντιπάλεψε τον καρκίνο τα τελευταία χρόνια. Προτιμώντας να φύγει αθόρυβα και όχι ως φίρμα. 


Ευχαριστούμε τον δημοσιογράφο και συλλέκτη Γιάννη Αλεξίου για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού. Το βιβλίο του «Πρωτοπόροι του Ελληνικού Rock» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Όγδοο.