- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Miles Kane μιλάει στην ATHENS VOICE
Ο indie superstar που δεν μοιάζει με κανέναν άλλον εξηγεί πώς γεννήθηκε το «Change The Show»
Ο Miles Kane μιλάει για το νέο του άλμπουμ «Change The Show» στην ATHENS VOICE, πριν ξεκινήσει την περιοδεία του.
Γοητευτικά αυθεντικός, ο Miles Kane, όταν δεν μοιράζεται τη σκηνή και τις ιδέες του μαζί με τον Alex Turner των Arctic Monkeys στο supergroup The Last Shadow Puppets, διανύει τις δικές του μουσικές διαδρομές. Αφήνοντας πίσω του την ηλιόλουστη Καλιφόρνια για να επιστρέψει στο βροχερό Λονδίνο, δημιούργησε τον πρώτο μεγάλο pop δίσκο του 2022, ο οποίος προέκυψε ύστερα από μια έντονη περίοδο αυτοστοχασμού τους μήνες της πανδημίας. Χωρίς να λείπουν οι συνήθεις επιρροές του από την κλασική και την glam rock μουσική, στα καινούργια του τραγούδια η μουσική παράδοση της Motown συναντά Northern Soul ήχους, για να αφηγηθεί μουσικές ιστορίες για τις καλές και άσχημες στιγμές, τις ονειροπολήσεις, τους αληθινούς φίλους και τα βαθιά συναισθήματα. Λίγο πριν βρεθεί ξανά στον δρόμο για τη νέα περιοδεία του μίλησε στην ATHENS VOICE.
Με ποιον τρόπο στήσατε τη διαδικασία ηχογράφησης και ενορχήστρωσης;
Λοιπόν, ήταν κάπως απλό. Ήμουν μόνο εγώ στην κιθάρα, ο Dave στο μπάσο, ο Oscar στα ντραμς και ο φίλος μας ο Jual στα πλήκτρα, το ηχογραφήσαμε ζωντανά, και μετά ηχογραφήσαμε πρόχειρα τα φωνητικά σε 3 ή 4 κομμάτια. Ύστερα προσπαθήσαμε να μην το παρακάνουμε με πρόσθετους ήχους, προσθέσαμε τα σαξόφωνα και τα πνευστά –αυτό έγινε από τον Jual επίσης– μπήκαν κι αυτά στο layering και στη συνέχεια οι αρμονίες και άλλα, και με αυτό τον τρόπο ακουγόταν σαν να έχουμε ένα συγκρότημα πνευστών με 12 όργανα. Έτσι, έγινε φανταστική δουλειά και, έχοντας δουλέψει τις αρμονίες και τα φωνητικά μαζί, στη συνέχεια συνεργαστήκαμε με μια καταπληκτική τραγουδίστρια που έβαλε όλη την ψυχή της, και αυτό ήταν πραγματικά το κερασάκι στην τούρτα.
Ποιο τραγούδι σάς δυσκόλεψε περισσότερο στο στούντιο και γιατί;
Νομίζω ότι το πιο δύσκολο ίσως –με όρους στιλ– να ήταν το τραγούδι που λέγεται «Coming of Age». Θυμάμαι ότι ήταν λίγο πιο γρήγορο, ίσως λίγο πιο indie ή κάτι τέτοιο – πιστεύω ότι κάπως το κάναμε πιο λιτό, κάτι σαν ταινία του Ντέιβιντ Λιντς, σχεδόν σαν σουρεαλιστικό ποπ τραγούδι, τραγούδι κινουμένων σχεδίων –που είναι πιο cool– και σχεδόν λίγο σαν το «Anna» των Beatles, οπότε υποθέτω ότι χρειάστηκε περίπου ένα λεπτό για να το καταλάβω, αλλά δεν ήταν πολύ επίπονο.
Πώς σκεφτήκατε τον τίτλο «Change The Show»;
Το «Change The Show» γεννήθηκε ένα πρωί. Ήμουν στο σπίτι, έπινα καφέ στον καναπέ και έβλεπα ειδήσεις – ήταν τότε που ο Τραμπ και ο Μπάιντεν διαφωνούσαν και, ξέρετε, ήταν η πανδημία και όλα αυτά, έβρεχε έξω, ένιωσα ότι ήταν πολύ καταθλιπτική εποχή και πήρα την ακουστική κιθάρα και άρχισα να γράφω αυτούς τους στίχους σχετικά με το χτύπημα των κεφαλιών μεταξύ τους, για όσα έμοιαζαν να μην πηγαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση και υπήρχε μια απογοήτευση, σχεδόν ακουγόταν σαν μια άσχημη ομοιοκαταληξία. Μετά έκλεισα την τηλεόραση, σαν να έλεγα «άλλαξε την εκπομπή», και απλώς φαίνεται σαν αυτός ο στίχος να ήταν ένα είδος ύμνου wo-wo-wo στο ρεφρέν όταν μπήκαμε στο στούντιο, ήταν λίγο σαν Arcade Fire. Έτσι έγινε το πιο υμνητικό τραγούδι σε αυτόν τον δίσκο. Επίσης ήταν το τελευταίο τραγούδι που γράφτηκε, αλλά και αυτό που χρειαζόμουν πραγματικά, χρειαζόμουν μια στιγμή σαν αυτή για να τραγουδήσω για ένα μεγάλο θέμα.
Το τραγούδι «Adios Ta-ra Ta-ra» είναι μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές αυτού του δίσκου. Ποια είναι η ιστορία πίσω από αυτό;
Το «Adios Ta-ra Ta-ra» ένιωσα ότι ήταν –θέλω να πω ο τρόπος που τελειώνει, οι εικόνες που είχα στο μυαλό μου– σαν να απομακρυνόμουν και αυτό να σβήνει, ένιωσα ότι ήταν ένας τέλειος τρόπος για να τελειώσει ο δίσκος. Είναι σαν μια καρτ ποστάλ σχετική με το πού ήμουν και σαν να έφευγα μακριά. Eίναι το μόνο που μπορώ να πω, πραγματικά, δεν ξέρω μεν πού πάω, αλλά γνωρίζω πού φτάνω και στιχουργικά λέει αρκετά αυτή η μελωδία, ο τίτλος που έχει «Ta-ra Ta-ra» είναι σαν να λέμε με έναν τρόπο αντίο ένα εκατομμύριο φορές όταν φεύγουμε από κάπου, λέμε αντίο, αντίο Ta-ra Ta-ra, υποθέτω ότι υπάρχει λίγο χιούμορ στον τίτλο, το οποίο, νομίζω, είναι καλό πράγμα.
Έχω την αίσθηση ότι πολλοί ήχοι από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 διατρέχουν αυτό το άλμπουμ. Ποιο είναι το πιο συναρπαστικό πράγμα που βρίσκετε σε αυτές τις εποχές και τη μουσική τους;
Δεν ξέρω, ήταν ένα είδος σημείου αναφοράς για μένα, σίγουρα με επηρέασε πολύ, υπάρχει κάτι σε αυτό το στιλ των τραγουδιών που αγαπώ πραγματικά και στον ήχο τους. Είναι απλά σαν ζωντανά όργανα, και υποθέτω έτσι κάπως έχουν καθιερωθεί στις μέρες μας, κάπως ρετρό – στο μυαλό μου είναι απλώς μια βασική μορφή δημιουργίας μουσικής, κάποια σπουδαία τέχνη που βγαίνει από εκείνη την εποχή, υπήρχαν κιθαρίστες όπως ο Link Wray ή τραγουδιστές soul όπως η Diana Ross, τόσο πολύ εξαιρετικό υλικό να δανειστεί κανείς, σίγουρα είναι εκεί που νιώθω άνετα.
Συναντηθήκατε ξανά καλλιτεχνικά με την Corinne Bailey Rae για το τραγούδι «Nothing's Ever Gonna Be Good Enough». Ποια ήταν η πρόκληση για αυτό το ντουέτο; Τι έφερε η Corinne Bailey Rae στο τραγούδι;
Στέλναμε ο ένας στον άλλο μουσική για περίπου έναν χρόνο πέρα-δώθε, με demos και ιδέες, και το τραγούδι «Nothing's Ever Gonna Be Good Enough» της είχε κολλήσει, οπότε μου είπε «Δεν μπορώ να βγάλω αυτό το τραγούδι από το μυαλό μου, τα παιδιά το παίζουν συνέχεια και χορεύουν τριγύρω», θέλαμε να πούμε μια ιστορία και νομίζω ότι και οι δύο το πετύχαμε. Είναι μια φανταστική μελωδία και μπορούμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον όταν τραγουδάμε, μπορούμε να παίξουμε ο ένας με τον άλλον, οπότε το να παίξουμε ζωντανά, να βρεθούμε μαζί, ήταν φανταστικό και το να το μοιραστούμε πιο πολύ θα είναι σαν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα.
Έχετε ζήσει στο Λονδίνο και στο Λος Άντζελες. Τι διαφορές εντοπίζετε ανάμεσα στις δύο πόλεις; Τι σας αρέσει περισσότερο στην κάθε μία; Και πώς σας επηρέασαν ως καλλιτέχνη;
Και οι δύο πόλεις είναι υπέροχες, είναι διαφορετικοί κόσμοι από πολλές απόψεις, και οι δύο έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, αλλά το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι εδώ όπου βρίσκομαι αυτή τη στιγμή και μένω, η νοοτροπία που μου έχει χαρίσει με κάνει να νιώθω λίγο πιο δημιουργικά. Δεν ξέρω αν αυτό θα αλλάξει, αλλά, όπως είναι αυτό το διάστημα, όλα είναι καλά.
Παίζετε κιθάρα, μπάσο, σαξόφωνο και πιάνο. Υπάρχει κάποιο μουσικό όργανο που σας αρέσει πολύ και γιατί;
Ναι, σας ευχαριστώ πάρα πολύ, αλλά δεν μπορώ να παίξω καθόλου καλά κανένα από αυτά τα όργανα, ίσως το σαξόφωνο. Είναι κάτι που όταν ήμουν παιδί το έπαιζα λίγο και πιστεύω θα έπρεπε να κινηθώ γρήγορα και να το επαναφέρω, γιατί μπορεί να είναι κάτι ωραίο, σε μια συναυλία ή κάτι τέτοιο – ναι, ίσως το σαξόφωνο πρέπει να ξαναζωντανέψει.
Θυμάστε το πρώτο άλμπουμ που αγοράσατε;
Λοιπόν… το πρώτο άλμπουμ που αγόρασα ποτέ… Δεν ξέρω, είχα εμμονή με το «What's the story Morning Glory» των Oasis. Ήμουν περίπου 10, το βίντεό του και αυτά που έκαναν ήταν σαν συναυλία, υποθέτω ότι αυτός ήταν ο πρώτος, δεδομένης της εποχής και της στιγμής, σίγουρα αυτός ήταν ο πρώτος δίσκος με τον οποίο είχα εμμονή.
Τι κάνετε για να φορτίσετε τις δημιουργικές σας μπαταρίες;
Παρακολουθώ πολλή πάλη και πυγμαχία, παίζω Playstation και μασουλάω Haribo.