Μουσικη

Tindersticks: Ο Stuart Staples μιλάει στην ATHENS VOICE

«Ίσως μια μέρα να έχω κι εγώ ένα γαϊδούρι, το ελπίζω»

Δημήτρης Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 818
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη Tindersticks: Ο τραγουδιστής και κιθαρίστας Stuart Staples μιλάει για τα 30 χρόνια ύπαρξης του συγκροτήματος, τη μουσική και τη ζωή του.

Το όνομά τους βγήκε σε ένα ήσυχο μέρος στην Κέρκυρα και τα τραγούδια τους ταξίδεψαν σε όλο τον πλανήτη προσπερνώντας τις μουσικές τάσεις που έρχονται και φεύγουν. Γιορτάζοντας 30 χρόνια ύπαρξης και δημιουργίας, οι Tindersticks κυκλοφορούν το άλμπουμ «Past Imperfect: The Best of Tindersticks 92-21» στις 25 Μαρτίου από τη City Slang/Rockarolla, στο οποίο περιλαμβάνεται και η νέα σύνθεση «Both Sides of the Blade», που γράφτηκε για τη νέα ταινία «Avec amour et acharnament» της Claire Denis με πρωταγωνίστρια τη Juliette Binoche. Ο Stuart Staples, τραγουδιστής και κιθαρίστας των Tindersticks, θυμάται πώς ξεκίνησαν, αποκαλύπτει τι να περιμένουμε προσεχώς και επιβεβαιώνει την κατανόηση που τρέφει για τους γαϊδάρους.

Συγχαρητήρια για το νέο σας τραγούδι «Both Sides of the Blade», είναι ποιητικό και έντονο. Πώς προέκυψε η ιδέα και τι θυμάστε από την περίοδο όπου δημιουργήθηκε;
Νομίζω ότι ήταν μια σκληρή περίοδος εξαιτίας του lockdown, όλα έπρεπε να γίνουν εξ αποστάσεως, είχαμε ελάχιστο χρόνο μαζί, οπότε όλο αυτό αφορούσε την ανταλλαγή ιδεών, αρχείων, και έτσι σταδιακά χτίσαμε κάτι. Και όταν έφτασε η ώρα, νομίζω ήταν Απρίλιος, Μάιος, βρεθήκαμε στο Λονδίνο, άνοιξαν τα στούντιο και νομίζω ότι ήμασταν η πρώτη ηχογράφηση ανάμεσα σε πολλούς μουσικούς.  Έπρεπε να ηχογραφήσουμε τα ορχηστρικά ξεχωριστά, τα τσέλο, το μπάσο, τη βιόλα, τα βιολιά, υπήρχαν τόσοι πολλοί περιορισμοί, για κάθε κομμάτι αυτού του soundtrack ήταν δυσκολότερο από ό,τι συνήθως. Από την άλλη, πράγματα σαν αυτό είναι κάποιου είδους δοκιμασία σχετικά με το πόσο πολύ επιθυμείς κάτι και πόσο πρόθυμος είσαι να προσπαθήσεις να φτάσεις αυτό που πραγματικά θέλεις. Το τραγούδι προέκυψε από το θέμα, είχα αυτή την ιδέα για την αρχή της ταινίας, και όσο δουλεύαμε, το κομμάτι έμοιαζε να είναι αυτό που ζητούσε η ταινία. Ζητούσε από εμένα να πω κάτι. Το ακολούθησα αυτό. Και είδα πού μας πήγε.

Οι ακροατές μας στον Athens Voice 102.5 το ζητούν συνεχώς. Αισθάνομαι ότι το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής σας, ακόμα και αυτή που δεν έχει γραφτεί για τον κινηματογράφο, είναι, κατά κάποιον τρόπο, κινηματογραφική. Νιώθετε κι εσείς έτσι;
Ωραία! Υποθέτω ότι πιστεύω στο κενό, τρύπες στη μουσική – αφήνεις τρύπες στον ακροατή για να ανακαλύψει τον εαυτό του και ζητάς κάτι από τη φαντασία του. Αν ακούω εντελώς γεμάτη μουσική, που είναι σαν επιφάνεια ολόκληρη μπροστά μου, απλά πρέπει να την αποδεχτώ ή όχι. Μου αρέσει η μουσική με τρύπες, με άκρες, με κενά που περνάς ενδιάμεσα και ανακαλύπτεις μόνος πώς αισθάνεσαι μέσα σε αυτό. Εξαιτίας αυτού πιστεύω ότι ο κόσμος μπορεί να αποκαλέσει τη μουσική «κινηματογραφική», γιατί ζητά κάτι από τη φαντασία σου. Νομίζω. Ελπίζω. Ελπίζω να ζητά κάτι από τη φαντασία σου. 

Είστε ένας άνθρωπος που έχει επηρεάσει πολλούς άλλους· έχετε εμπνεύσει ανθρώπους να γίνουν μουσικοί. Πώς ορίζετε την επιτυχία;
Πιστεύω πως η επιτυχία είναι κάτι φευγαλέο. Από τη μία πλευρά, αισθάνομαι ότι επιτυχία είναι να σκέφτομαι το ξεκίνημά μου και το πώς κατάφερα να διαχειριστώ αυτά για τα οποία ενδιαφέρομαι εδώ και 30 χρόνια. Για μένα είναι ένα είδος επιτυχίας. Άλλοι μπορούν να πουν γι’ αυτό ότι είναι ένα είδος αποτυχίας, επειδή δεν κινείσαι ακριβώς εμπορικά. Η δημιουργικότητα είναι αυτή που σε κάνει να συνεχίζεις. Το να γραφτεί ένα κομμάτι όπως το «Both Sides of the Blade» για μένα είναι επιτυχία από μόνο του. Ένιωσα ακριβώς το ίδιο όταν έγραψα το «Willow» για το «High Life», γιατί αυτά τα κομμάτια που ξεπηδούν από τα soundtracks είναι τόσο εξευγενισμένα από κάτι που ζητά τόσα πολλά, αλλά τελικά βρίσκονται στο κατάλληλο σημείο, προσγειώνονται με το σωστό ιδανικό σχήμα. Το να ολοκληρώνεις κομμάτια όπως το «Pinky in the Daylight» ή το «Trees Fall» του τελευταίου άλμπουμ είναι για μένα ο ορισμός της επιτυχίας. Είναι αυτό που σε κάνει να θέλεις να συνεχίσεις, να ανακαλύψεις, να φύγεις από το σημείο όπου είσαι για να δεις τι υπάρχει παρακάτω.  

© Suzanne Osborne/Steve Gullick/Christoph Agou

Το 2022 σηματοδοτεί 30 χρόνια από την ίδρυση των Tindersticks. Από το 1992 μέχρι σήμερα τι έχει αλλάξει για εσάς;
Κατά κάποιον τρόπο, οι Tindersticks ξεκίνησαν 10 χρόνια νωρίτερα. Σχετικά με τον ρόλο μου στην μπάντα, ήμουν 12 χρονών το 1977, και τότε ανακάλυπτα τη μουσική η οποία άλλαζε ολοκληρωτικά και παραδινόταν σε ανθρώπους σαν εμένα, ανθρώπους από ταπεινά υπόβαθρα οι οποίοι δεν είχαν κανέναν πραγματικό δρόμο μπροστά τους για να δουν την πιθανότητα να γίνουν μουσικοί. Αυτό που συνέβη με τη μουσική στα τέλη της δεκαετίας του 1970 άνοιξε τον δρόμο σε μένα, αλλά και στους ανθρώπους που με επηρέασαν, τον Ian Kurtis, τον Mark Almond, τον Kevin Rowland – αυτοί οι άνθρωποι προέρχονται από την εργατική τάξη, και τους επιτράπηκε να εκφραστούν χωρίς να είναι βιρτουόζοι, χωρίς να είναι Elton John, απλώς κάτι υπήρχε εντός τους, είχαν την ανάγκη να το βγάλουν και, για καλή μου τύχη, εγώ το εισέπραξα. Και αυτό με άλλαξε. Η μπάντα είναι προϊόν της εποχής της. Δεν θα μπορούσαμε, πιστεύω, να κάνουμε μουσική αν δεν είχαμε βρεθεί σε εκείνη τη στιγμή στον χρόνο. Οι επιρροές που δεχτήκαμε μαζί με ένα είδος ενθάρρυνσης που πρόσφερε η ίδια η μουσική, οι Cabaret Voltaire, άνθρωποι που ήθελαν να εκφραστούν ερχόμενοι από μέρη που δεν παρείχαν κανένα είδος ενθάρρυνσης για κάτι τέτοιο. Από εκεί που κατάγομαι κανένας, μα κανένας δεν σε ενθαρρύνει για να εκφραστείς.

Έχετε ζήσει στο Νότιγχαμ, στο Λονδίνο, στην κεντρική Γαλλία…  Ποιες διαφορές εντοπίζετε σε αυτά τα μέρη; Πώς σας επηρέασαν ως καλλιτέχνη;
Είμαι από το Νότιγχαμ, μεγάλωσα εκεί τη δεκαετία του 1970 και πιστεύω ότι είναι ένα σκληρό μέρος. Μία σκληρή εργατική περιοχή. Αυτό ήταν το περιβάλλον όπου ο David, ο Neil και εγώ μεγαλώσαμε, αν και δεν γνωριζόμασταν τότε. Το να είσαι 25 και να μαζεύεις όλο το κουράγιο σου για να μετακομίσεις στο Λονδίνο ήταν μια ευκαιρία να εγκαταλείψεις όλο αυτό, μία ευκαιρία για επανεκκίνηση. Είναι αυτό που προσφέρουν οι μεγάλες πόλεις – είμαι βέβαιος ότι και η Αθήνα αυτό κάνει, αν έρχεσαι από ένα μέρος όπως η Πάτρα, δίνει την ευκαιρία να απελευθερωθείς από τον άνθρωπο που οι άλλοι νομίζουν ότι είσαι στην πόλη σου. Είναι η ευκαιρία να είσαι αληθινός απέναντι στον εαυτό σου και καθόλου δέσμιος του παρελθόντος σου. Το Λονδίνο μου έδωσε μια τρομακτική αίσθηση ελευθερίας, μια απελευθέρωση από τα δεσμά της περιοχής στην οποία μεγάλωσα, όπου όλοι είχαν πολύ συγκεκριμένη ιδέα για το ποιος είσαι. Το Λονδίνο μου έδωσε τη δυνατότητα να ξεκινήσω από την αρχή. Η μετακίνηση από το Λονδίνο, 18 χρόνια αργότερα, ήταν το δυσκολότερο πράγμα για εκείνη την εποχή, ήταν πιο δύσκολο να αφήσω το Λονδίνο από το να φτάσω κάπου αλλού, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Το πρόβλημα ήταν η αναχώρηση, και έγραψα κι ένα άλμπουμ γι’ αυτό. Μένω κάπου πιο απομονωμένα τώρα, αισθάνομαι πάλι ελευθερία, δουλεύω εδώ, είναι ο χώρος μου, δεν προσδιορίζεται από τίποτα, είμαι μόνο εγώ, είναι σαν να αιωρείται κάπου, δεν πιστεύω ότι είμαι στη Γαλλία ή κάπου αλλού, βρίσκομαι σε αυτόν τον χώρο που είναι απαλλαγμένος από προκαταλήψεις ή οτιδήποτε άλλο.

Έχω διαβάσει ότι έχετε μεγάλη αγάπη για τους γαϊδάρους, σωστά; Τι σας συγκινεί σε αυτά τα πλάσματα; Τι τα κάνει ξεχωριστά στα δικά σας μάτια; Και πώς συνδεθήκατε μαζί τους;
Δεν πρόκειται τόσο για μεγάλη αγάπη, περισσότερο αφορά την κατανόηση. Φτάνουν στον προορισμό τους, κατά κάποιον τρόπο. Νιώθω μια συγγένεια με αυτού του είδους τον βηματισμό, υποθέτω. Ίσως μια μέρα να έχω κι εγώ ένα γαϊδούρι, το ελπίζω.

Οι Tindersticks σας έδωσαν τη δυνατότητα να ταξιδέψετε σε πολλά μέρη στον κόσμο. Ποιο είναι το πιο όμορφο μέρος που έχουν δει τα μάτια σας;
Θα έλεγα κάπου στην όμορφη χώρα σας, το Ιόνιο ίσως, η Ιθάκη.

Έχετε μια εκφραστική φωνή που αγγίζει τους ανθρώπους. Επιλέγετε τις φωνητικές σας προσεγγίσεις όπως ένας ηθοποιός τον ρόλο του;
Χωρίς προσποιήσεις, πιστεύω ότι υπάρχει ένα τέτοιο στοιχείο, κάνω πολλά πράγματα σε ό,τι αφορά τη δημιουργία ενός τραγουδιού. Το γράφω, το ενορχηστρώνω, κάνω την παραγωγή· όμως συνειδητοποίησα ότι δουλεύω για να δημιουργώ μουσικούς χώρους και μετά βρίσκω τρόπους να τραγουδήσω εντός αυτών των χώρων, πιστεύω στην προσαρμογή εντός αυτών των χώρων. Δεν είναι μια ευθεία όλο αυτό, ίσως 20 χρόνια πριν να περίμενα όλα να λειτουργούν γύρω από τη φωνή μου, τώρα αισθάνομαι ότι ο χώρος βρίσκεται πριν από όσα νιώθω ότι θέλω να δω.

© Richard Dumas/Suzanne Osborne

Έχετε εργαστεί στο δισκοπωλείο Rough Trade στο Λονδίνο; Τι θυμάστε;
Ισχύει, δούλεψα εκεί όταν μετακόμισα στο Λονδίνο. Έψαξα για δουλειά εκεί, ναι. Ήταν μια εποχή που ήμουν σαν σφουγγάρι. Βρισκόμουν στο Νότιγχαμ, δούλευα σε δισκοπωλεία, όμως το να εργαστώ για το Rough Trade συγκεκριμένα με επηρέασε. Βίωσα την ύπαρξη καθημερινού ενθουσιασμού για μένα, είτε ανακαλύπτοντας νέα μουσική ή μαθαίνοντας νέα είδη μουσικής ή νέα είδη συμπεριφοράς προς τη μουσική. Είχε τεράστια επιρροή επάνω μου, συνειδητοποίησα την ενέργεια των ανθρώπων που έκαναν τους δικούς τους δίσκους, τα δικά τους επτάιντσα – μέχρι τότε έφτιαχνα κασέτες με demo και τις έστελνα στην Island Records ή στη Warner και εκλιπαρούσα να έρθουν να μας δουν, οπότε ήταν τελείως διαφορετική στάση να βλέπεις στο Λονδίνο αυτή την ενέργεια των ανθρώπων που έφτιαχναν τους δικούς τους δίσκους και τους πουλούσαν, ήταν σαν να έχτιζαν δικούς τους κόσμους και δεν είχαν να κάνουν με κανέναν άλλον. Μόλις μπορέσαμε να συνδεθούμε κι εμείς με αυτή τη λογική, όλα άλλαξαν για εμάς. Μόλις σταματήσαμε να προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε κόσμο, να ζητάμε να εμπλακούν μαζί μας, τότε έγινε η αλλαγή. Τότε γίναμε άλλοι. 

Θυμάστε τον πρώτο δίσκο που αγοράσατε;
Θυμάμαι να αγοράζω έναν ποπ δίσκο – ήμουν πολύ νέος. Η πιο έντονη ανάμνησή μου είναι να αγοράζω δίσκους, έκανα διανομή εφημερίδων όταν ήμουν 12-13 χρονών, πληρωνόμουν κάθε Παρασκευή, έπαιρνα ας πούμε 2 λίρες, πήγαινα στο δισκοπωλείο και περίμενα το νέο σινγκλ των Buzzcocks. Βρισκόμουν εκεί ακριβώς μόλις πληρωνόμουν από τη διανομή εφημερίδων, η μουσική καταλάμβανε πάντοτε μεγάλο μέρος της ζωής μου.

Οι ζωντανές εμφανίσεις στη Βιέννη ξεκινούν στις 22 Απριλίου. Ποια είναι η πιο έντονη συναυλία που έχετε δώσει ως μπάντα; Και ποια είναι η πιο έντονη που έχετε βιώσει ως θεατής;
Ως θεατής… έχω δει τόσες συναυλίες όταν ήμουν νέος, έχω νιώσει πολλά… Παρακολούθησα πρόσφατα τον Nile Rodgers με τους Chic, σε έναν πολύ μικρό χώρο, πήρα τον γιο μου μαζί που ήξερε, όπως όλοι, τα «Le Freak» και «Good Times», ήταν μια επιβεβαίωση της πίστης στη μουσική που μας έδωσαν αυτοί οι τύποι, συγκινήθηκα βαθύτατα από αυτό. Αυτό ήταν το πιο πρόσφατο, είχα να βρεθώ –όπως όλοι μας– σε συναυλία εδώ και δύο χρόνια… Όσο για εμάς, όταν παίξαμε στο Ηρώδειο ήταν εντελώς συγκλονιστικό. Πολλά κομμάτια αυτής της συναυλίας ήταν συγκλονιστικά και δεν αναφέρομαι στο ότι παίξαμε σε αυτόν τον χώρο, που ήταν υπέροχο, αναφέρομαι στην τοποθεσία που είναι πολύ ιδιαίτερη, έχει όλο το βάρος της Ιστορίας, αλλά και η σύνδεση με το κοινό ήταν πολύ ειδική.

Θα ήθελα να σας ρωτήσω ποια ήταν η καλύτερη απόφαση που πήρατε ποτέ για τους Tindersticks και ποιο το μεγαλύτερο λάθος που κάνατε, αν νομίζετε ότι συνέβη κάτι τέτοιο.
Δεν ξέρω αν είναι απόφαση, αλλά ξεκινήσαμε ως μπάντα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έχοντας μια υπόγεια σύνδεση μεταξύ μας, διανύσαμε 5 υπέροχα χρόνια δημιουργώντας μουσική και μετά άρχισε σταδιακά να χάνεται η μεταξύ μας σύνδεση και φτάσαμε στο σημείο να σταματήσει το 2003. Είχε πάρα πολύ να κάνει με τους David Boulter και Neil Fraser, ήθελαν να δουν τι θα γίνει, να προσπαθήσουμε ξανά, και το μόνο πράγμα που είχα να πω είναι πως, αν γίνουμε μπάντα ξανά, δεν ενδιαφέρομαι να κοιτάξω πίσω. Δεν θέλω να είμαι μία μπάντα που παίζει το παρελθόν. Δεν ενδιαφέρομαι. Θα προτιμούσα να παίζω μόνος μου, να κάνω νέα μουσική και να δω πού θα με φτάσει. Συμφωνήσαμε όλοι με αυτό. Το 2007-2008 κάναμε το «Hungry Saw», περιοδεύσαμε και παίξαμε νέα κομμάτια. Αυτό ήταν, και αυτό κάνουμε από τότε. Είναι ωραίο πού και πού να παίζεις για τον κόσμο το «Tiny Tears», αλλά πρέπει να θεωρούμε ότι είμαστε μια προοδευτική μπάντα. Αν δεν το κάνουμε αυτό, δεν θα μπορέσουμε να λειτουργήσουμε. Βρισκόμαστε για να κάνουμε μουσική, αναζητούμε κάτι που θα μας ενθουσιάσει, κάτι καινούργιο, και αυτό είναι πολύ, πολύ σημαντικό. Αν δεν επιμέναμε σε αυτό, δεν θα ήμασταν εδώ τώρα. Και δεν θα είχαμε τον ενθουσιασμό για το τι θα κάνουμε στη συνέχεια. Το πιο αξιοσημείωτο για αυτή την μπάντα είναι ότι έβγαλε δύο υπέροχες εκδοχές του εαυτού της – ίσως θα έπρεπε να είχε τελειώσει το 2003, αλλά δεν συνέβη. Αυτό έγινε γιατί βρεθήκαμε από τύχη, o Dan McKinna, που παίζει μπάσο και πιάνο, ο Earl Harvin, που είναι ένας εκπληκτικός ντράμερ επίσης. Έγιναν τόσο αφοσιωμένα μέλη της μπάντας. Αυτό δεν θα μπορούσα να το είχα προβλέψει ότι θα γίνει. Από το 2012 περιστοιχίζομαι από μία σπουδαία μπάντα. Παίζουμε μουσική μαζί, και ποτέ μου δεν το περίμενα αυτό, θεωρούσα ότι ελαφρώς θα σκεφτόμασταν το παρελθόν. Αλλά δεν υπάρχουν τέτοιες σκέψεις. 

© Richard Dumas/Suzanne Osborne
    

Ακολουθείτε κάποιο συγκεκριμένο τελετουργικό πριν βγείτε στη σκηνή; Έχετε αντιμετωπίσει ποτέ άγχος στη σκηνή;
Υπάρχουν άνθρωποι που από νεαρή ηλικία θέλουν να βρεθούν στη σκηνή. Αυτό τους οδηγεί στο να βρουν τον τρόπο για να είναι εκεί επάνω. Όσο για μένα, έχω ανάγκη να κάνω πράγματα. Έπρεπε να μάθω να υπάρχω στη σκηνή, γιατί χρειαζόμουν να δώσω στον κόσμο αυτά τα πράγματα. Αυτό είναι ένα ολόκληρο ταξίδι από μόνο του. Πάντοτε έχω άγχος για την είσοδό μου στη σκηνή. Πριν προχωρήσω, κοιτάζω γύρω μου και, όταν δω τα υπόλοιπα μέλη, σκέφτομαι ότι όλα θα πάνε καλά. Εμπιστεύομαι αυτούς τους τύπους, και αυτό είναι το σημαντικότερο για μένα. Να είμαι με αυτούς που γνωρίζω. Με αυτούς που δεν θα με απογοητεύσουν ποτέ.

Πώς αισθανθήκατε όταν ακούσατε ένα από τα τραγούδια σας στο ραδιόφωνο;
Θυμάμαι, νομίζω ήταν στον John Peel το πρώτο μας σινγκλ. Τότε κάναμε lo-fi δίσκους, και έμοιαζε σαν να σταμάτησε το ραδιόφωνο για 4 εκατομμύρια (γέλια). Που νομίζω ότι είναι αρκετά ωραίο, αλλά επίσης νομίζω ότι οι δίσκοι μας στην αρχή ήταν τόσο lo-fi, που το ραδιόφωνο μοιάζει κάπως λαμπερό, και σίγουρα τότε κάναμε κι εμείς λαμπερή μουσική, οπότε έμοιαζε λες και το ραδιόφωνο σταμάτησε και ξεκίνησε από την αρχή. Υπάρχει κάτι στη δημιουργία μουσικής με μία ομάδα ανθρώπων που δουλεύουν μαζί, είναι σαν έναν ονειρόκοσμο, σαν να πρέπει να ζεις ένα συγκεκριμένο είδος πραγματικότητας. Αν έχεις πολλή πραγματικότητα, δεν μπορείς να λειτουργήσεις. Η ηχογραφημένη μουσική δημιουργεί αυτό το είδος αφηρημένου κόσμου όπου, ακόμα και στο άκουσμα από το ραδιόφωνο, δεν υπάρχει συζήτηση με τον κόσμο, οπότε δεν γνωρίζεις εάν οι άνθρωποι το αποδέχονται, όπως αναφέρατε για το «Both Sides Οf Τhe Blade». Γνωρίζω ανθρώπους που το ακούνε, αλλά δεν γνωρίζω πώς αισθάνονται σχετικά με αυτό που έβαλα μέσα. Αυτό γίνεται μόνο όταν το τραγουδήσω μπροστά σε κόσμο, τον Απρίλιο, τον Μάιο, τότε θα το νιώσω. Είναι η μοναδική αλήθεια, η μόνη συζήτηση ανάμεσα σε κάποιον που δημιουργεί, σε κάποιον που εισπράττει και αισθάνεται κάτι από αυτό – τα υπόλοιπα είναι αφηρημένα. Γι’ αυτό, ακόμα κι αν είναι το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο το να παίζεις live, είναι ταυτόχρονα και το πιο σημαντικό. Γιατί χωρίς αυτό, απλά ασχολείσαι με ιδέες. Όταν κάνεις μια συναυλία παίζεις ένα κομμάτι, το κοινό αισθάνεται κάτι, υπάρχει ένας σκοπός. Με την ηχογραφημένη μουσική είσαι μόνος, μέσα στις σκέψεις σου. Είναι πολύ δύσκολο να πάρεις πληροφορία μέσα από αυτό.

Από τα εφηβικά σας χρόνια, όταν αγοράζατε δίσκους από τα καταστήματα, στη σημερινή ψηφιακή εποχή, βλέπετε αλλαγές στη μουσική βιομηχανία; Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στη μουσική βιομηχανία, τι θα ήταν αυτό;
Από τη μία πλευρά, ως κάποιος που έχει 4 παιδιά, νομίζω ότι το Spotify είναι ένα σπουδαίο προϊόν. Πληρώνω κάποια χρήματα, και όλα μου τα παιδιά ανακαλύπτουν όλη αυτή τη μουσική, μπορούμε να ανταλλάξουμε μουσική και να ακούσει ο ένας αυτά που στέλνει ο άλλος – έμαθα μέσα από τα παιδιά μου μουσική που με επηρέασε αρκετά, οπότε πιστεύω ότι είναι υπέροχο προϊόν. Αλλά –και δεν το εννοώ εγωιστικά γιατί ακόμα κι εμείς είμαστε μια μπάντα, μια οντότητα που τα καταφέρνει οικονομικά– προσπαθούμε να τα βγάλουμε πέρα, όμως είμαστε σε πολύ καλύτερη κατάσταση από νέους μουσικούς, και ανησυχώ γι’ αυτό το μοντέλο θεμελιωδώς που δεν ενθαρρύνει τους νέους μουσικούς να παίζουν. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι δημιουργικοί. Αν είναι δημιουργικοί, ψάχνουν τρόπους έκφρασης. Όταν ήμουν νέος, η μουσική ήταν η διέξοδος, η διαφυγή. Ξεπερνάμε κάτι παίζοντας μουσική, βρίσκουμε νέο χώρο ύπαρξης. Τώρα δεν υπάρχει ενθάρρυνση για τους νέους, δεν υπάρχει ο χρόνος για να εξελιχθούν στη μουσική. Υπάρχει ελάχιστη οικονομική ανταπόδοση από τη δημιουργία μουσικής. Νομίζω ότι όλο το σύστημα είναι γύρω από τη μεταπώληση «κλασικής» μουσικής. Όλη αυτή η μουσική ανήκει στις μεγάλες εταιρείες και στο τέλος πρέπει να ακούμε το «Rumors» ξανά και ξανά και ξανά. Θέλω να ακούσω κάτι νέο και θέλω οι νέοι άνθρωποι να με διδάξουν κάτι, να μου δείξουν κάτι, αυτό για μένα είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου για τη μουσική στις μέρες μας. Η πρόσβαση, η ανακάλυψη, η ανταμοιβή που δεν υπάρχει.

Αν μπορούσατε να ταξιδέψετε πίσω στον χρόνο και να δώσετε στον 20χρονο εαυτό σας μια συμβουλή, ποια θα ήταν αυτή; Ποια πράγματα θα ευχόσασταν να γνωρίζατε νωρίτερα στην καριέρα σας, στο μουσικό σας ταξίδι;
Είναι λίγο ζόρικη έννοια… Δεν σκέφτομαι καν τα λάθη, αλλά την εμπειρία από την οποία μαθαίνεις, κάθε τραγούδι που γράφεις, κάθε τραγούδι που ηχογραφείς, κάθε κιθάρα, κάτι μαθαίνεις που σε πηγαίνει στο επόμενο σημείο, στο επόμενο πράγμα με το οποίο θα ασχοληθείς. Είναι όλα μέρος αυτής της κιβωτού και δεν κοιτάζω πίσω. Το μόνο για το οποίο μετανιώνω είναι οι υπογραφές συμβολαίων με αφελή τρόπο, που στην ουσία σημαίνει ότι δεν θα είναι ποτέ δική μου η μουσική που δημιούργησα. Αυτό με λυπεί, γιατί σκέφτομαι ότι ανήκει σε κάποιους που δεν δίνουν δεκάρα γι’ αυτήν. Υπογράφεις ένα συμβόλαιο, και η μεγάλη εταιρεία κατέχει τη μουσική σου για πάντα. Αυτό είναι σκληρό για μένα. Όταν αρχίζω να το σκέφτομαι, γίνεται… Οπότε, αν έδινα στον εαυτό μου συμβουλή, θα ήταν «διασφάλισε ότι σου ανήκουν όσα  δημιουργείς, γιατί αργότερα θα πονέσει». Παρασύρεσαι από την ανάγκη δισκογραφικού συμβολαίων, από την ανάγκη ευρείας διανομής, από την ανάγκη ενθάρρυνσης, αλλά η πίσω πλευρά αυτής της ιστορίας και η συμφωνία με τη δισκογραφική είναι μακρόχρονα επιζήμιες.

Τα τελευταία, σχεδόν, δύο χρόνια της πανδημίας έχουν αλλάξει πολλά στον κόσμο, έχουν αλλάξει πολλά στον κόσμο της μουσικής. Ποιες είναι οι κύριες σκέψεις σας για τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη εντός αυτού του κόσμου, αυτού του περιβάλλοντος, σε σχέση με όσα έχουν συμβεί;
Με την πανδημία, τα βασικότερα πράγματα που ένιωσα πραγματικά αφορούν τους νέους ανθρώπους. Εγώ μπορούσα να είμαι εδώ, στο στούντιό μου, μπορούσα να δουλέψω, να δημιουργήσω μουσική, έφτιαξα ακόμα και το soundtrack για την Claire Denis, έμεινα κλειδωμένος στο μέρος που έφτιαξα για να δουλεύω. Όμως για τους νέους, αν έπρεπε να φανταστώ τον 19χρονο εαυτό μου τα τελευταία δύο χρόνια ή αν είχα έναν 19χρονο γιο τα τελευταία δύο χρόνια, γίνομαι βλοσυρός. Πρόκειται για χρόνια στα οποία ανακαλύπτεις τον εαυτό σου, είναι δύσκολο να γυρίσει αυτή η περίοδος πίσω. Οπότε οι περισσότερες σκέψεις μου για την πανδημία έγιναν για τους νέους. Αυτοί υπέφεραν περισσότερο, για μένα.

© Richard Dumas

Ποιος μουσικός που έχετε συναντήσει σας εξέπληξε περισσότερο;
Έχω συναντήσει ελάχιστους, γιατί δεν βγαίνω να συναντήσω ανθρώπους, πιστεύω ότι, αν αισθανθείς κάτι δυνατό για τη μουσική κάποιου, αυτό μπορεί να έχει μεγάλη επιρροή και δεν συμβαίνει συχνά, ίσως, μάλιστα όλο και λιγότερο. Τα αγόρια μου μού έμαθαν τον Kendrick Lamar την περίοδο του «Good Kid, M.A.A.D City», και αυτό είχε επιρροή επάνω μου, ήταν μια εποχή που ίσως έχανα την πίστη μου στη μουσική, έχανα την πίστη μου γύρω από το τι δημιουργούν οι νέοι, το ότι συνδέθηκα με τη μουσική αυτού του τύπου μού χάρισε τόση πίστη για τη δημιουργία και τους νέους. Με άλλαξε αρκετά. Μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο τώρα, δεν με νοιάζει αν είναι νέοι ή μεγαλύτεροι, αλλά κάτι να έρθει και να με εμπνεύσει ολοκληρωτικά, μοιάζει σαν να πέρασε πολύς καιρός που κάποια μουσική με επηρέασε βαθιά. Νέα μουσική, νέες ιδέες.

Η τελευταία μου ερώτηση είναι πότε ήταν η τελευταία φορά που αλλάξατε γνώμη για κάτι;
Δεν αισθάνομαι ότι τρέχει κάτι με το να αλλάξω γνώμη. Δεν νιώθω παγιωμένος, και νομίζω ότι η μπάντα και οι άνθρωποι που δουλεύω μαζί είναι άτομα που προκαλούν ο ένας τον άλλον. Έχω πιστεύω, αλλά θεμελιωδώς αυτό που πιστεύω ότι κάνω με τη μουσική είναι αυτό που αισθάνομαι από αυτό που ακούω. Αυτό το εμπιστεύομαι περισσότερο από καθετί άλλο. Αν έχω μια ιδέα σχετικά με το πώς μπορεί να λειτουργήσει κάτι και αμφισβητηθεί από την μπάντα, είμαι αρκετά χαρούμενος αν αποδειχτεί ότι έχω λάθος. Με τη σύνθεση τραγουδιών έχω μάθει ότι, αν έχω ένα κομμάτι εντός μου, ένα συναίσθημα, θέλω να το αφήσω όσο περισσότερο ανοιχτό γίνεται για τους άλλους, για να το ανακαλύψουν. Συνήθιζα να εμφανίζομαι στις πρόβες και να λέω «αυτός είναι ο ρυθμός, αυτά είναι τα ντραμς, αυτές είναι οι κιθάρες» και όλοι έλεγαν «ναι…», αλλά κατάλαβα ότι αυτόματα χάνεις το πώς νιώθουν οι άνθρωποι για το τραγούδι. Ένα από τα πράγματα που προσπάθησα πολύ να κάνω τα τελευταία δέκα χρόνια είναι να βρίσκω πώς να παρουσιάσω μια ιδέα για τραγούδι στην μπάντα με τέτοιο τρόπο που να αφήνει χώρο σε όλους για να ανακαλύψουν περί τίνος πρόκειται. Μερικές φορές, αφήνω κάτω την κιθάρα μου, χτυπάω παλαμάκια, τραγουδώ, μιλώ για το πώς νιώθω για το συγκεκριμένο τραγούδι και αφήνω τους άλλους να ανακαλύψουν πώς νιώθουν κι εκείνοι. Πιστεύω ότι αυτή η ασάφεια, η διαφωνία δημιουργεί σχήματα, όταν ένα άτομο οραματίζεται κάτι, ταιριάζει τα πάντα μαζί για να χωρέσουν όλα κατάλληλα. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι που με ενθουσιάζει.

Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας, ανυπομονώ να σας δω live ξανά. Σας εύχομαι ό,τι καλύτερο.
Ελπίζω ότι γύρω στον Οκτώβριο θα είμαστε στην Ελλάδα, το δουλεύουμε τώρα αυτό. Ανυπομονώ κι εγώ να έρθω. Καλή τύχη και σε εσάς!