Μουσικη

Πίτσα Παπαδοπούλου, «ο θηλυκός Καζαντζίδης»

Έμαθε να κάνει τον πόνο των άλλων δικό της δράμα. Λόγια που μας πόναγαν και δεν τα λέγαμε, τα είπε εκείνη. Τα τραγούδησε και με την ομολογία της απάλυνε τον πόνο τον δικό μας

Άγγελος Σφακιανάκης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πίτσα Παπαδοπούλου: Από τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης, στη μουσική σκηνή της Αθήνας. Πώς ξεκίνησε το τραγούδι, οι συνεργασίες και η επιτυχία των τραγουδιών της

Πλατεία Κολιάτσου, γύρω στο 1970. Μικρά ημιυπόγεια κομμωτήρια. Ψιλικατζίδικα με βερεσέ που σου μπαλώνανε και τις κάλτσες. «ΕΒΓΑ» και «Παπασπύρου» να ανταγωνίζονται στις πυλωτές. Ραφτάδικα. Μονόχωρα σουβλατζίδικα. Υπόγεια μπιλιάρδα. Καφενεία με τσίπουρα και κονιάκ. Εργολάβοι και αντιπαροχές. Ένας κόσμος που αλλάζει. Ένα χωνευτήρι εσωτερικής μετανάστευσης. Κυριαρχούν οι Ναξιώτες και ακολουθούν οι Κορίνθιοι. Λίγο παρακάτω, πάνω στην Πατησίων ανοίγει ένα μανάβικο. Είναι μια αεικίνητη ζωντοχήρα από τη Φλώρινα. Ξένο σώμα με τη γειτονιά. Τη συμπαθεί η μάνα μου. Στέλνει εμένα για τα ψώνια. «Να πεις στην κυρία Ιουλία "μου είπε η μαμά μου"». Έχει στο μανάβικο, μαζί με τους αγίους, τη φωτογραφία του Καζαντζίδη. Τη φωνή των φτωχών. Σαν να είναι ο μουσικός «Γκάντι» της Ελλάδας. Πολύ αργότερα θα μάθω πως η κυρία Ιουλία Γεωργιάδου ήταν η μητέρα της Πίτσας. Της Πίτσας Παπαδοπούλου.

Της χτύπαγε το θυροτηλέφωνο ο Καζαντζίδης κι έλεγε «Κυρία Ιουλία, ήρθα για έναν τραχανά κι έναν αμανέ». Η Ιουλία τραγουδούσε υπέροχα. Είχε κρυστάλλινη φωνή. Μαγείρευε άριστα κι έλεγε αμανέδες, αυτοσχέδιους και παραδοσιακούς. Με παράπονο. Χωρίς κλάμα. Έτσι έμαθε η Πίτσα να τραγουδάει. Στη σκιά της μάνας της. Λέγανε «ξέρεις ποιανής είναι αυτή; Αυτής που τραγούδησε και μας τρέλανε της προάλλες στο γλέντι».

Κατέβηκε η Πίτσα 16 χρόνων απ’ τη Θεσσαλονίκη να δει τη μάνα και τον αδερφό της στην Κολιάτσου. Ο αδελφός, που είχε δικτυωθεί, την πήρε στον μαέστρο της Columbia, τον Στέλιο Χρυσίνη. Ο Χρυσίνης είναι τυφλός αλλά «ακούει» το μέλλον. Αυτός είναι που πρωτοβοήθησε τον Καζαντζίδη. Την στέλνει στον Παγιουμτζή και ο Παγιουμτζής στον Ζαμπέτα. Ο Ζαμπέτας την παίρνει το ίδιο βράδυ κοντά του, στο κέντρο. «Ξημερώματα». Ζαμπέτας - Μοσχολιού, τέρμα Πατησίων, τρεις στάσεις μετά την Κολιάτσου. Μικρό κορίτσι και στους τρεις είπε «Τα ξένα χέρια», το αριστούργημα του Τσιτσάνη, και τους κατέπληξε. Και το βράδυ «Τα ξένα χέρια» θα πει. Με ρούχα δανεικά ανέβηκε στο πάλκο. Από τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης με τα ξεκλείδωτα τα σπίτια κατεβαίνει στην Αθήνα. Γίνεται επαγγελματίας τραγουδίστρια «εν μια νυκτί» και κλαίει για τρία χρόνια μέχρι να καταλάβει την καινούργια της ζωή. Ηθοποιός ήθελε να γίνει.

Το σχολείο δεν το τέλειωσε. Σπούδασε όμως στη «μεγάλη του Γένους σχολή». Τη σχολή τραγουδίσματος του Στέλιου Καζαντζίδη. Την τέλειωσε με άριστα. Της το αναγνώρισε ο Στέλιος ο ίδιος. Θα πει «τι φωνή, Θεέ μου!»

Πήρε αυτήν την τεχνική της ταύτισης. Έμαθε να κάνει τον πόνο των άλλων δικό της δράμα. Υπόθεση προσωπική. Λόγια που μας πόναγαν και δεν τα λέγαμε, τα είπε εκείνη. Τα τραγούδησε και με την ομολογία της απάλυνε τον πόνο τον δικό μας. Έτσι έκαναν κι άλλοι παλαιότεροι τραγουδιστές, αλλά ο Καζαντζίδης αυτό το έκανε αποστολή. Αυτό έκανε και η Πίτσα.

«Τη δουλειά μου έκανα και τίποτα άλλο» λέει και η ίδια. «Πρώτη πήγαινα, τελευταία έφευγα». Και βρέθηκε από τις πρώτες στο «περίφημο συρτάρι του Μάτσα». Οι μεγάλες εταιρείες είχαν λαγωνικά κι ό,τι πήγαινε να ξεχωρίσει το δέσμευαν. Οι δεσμεύσεις βέβαια ήταν μονομερείς. Λαχτάρες κι ελπίδες έβγαλαν ρυτίδες στην αναμονή. Τα ποτάμια της έκφρασης φράκαραν στις διώρυγες. Είχε δοκιμάσει με «σαρανταπεντάρια» πρώτες και δεύτερες φωνές.

Όμως η χαρά που δίνει η δουλειά την κάνει να ξεχνάει. Συνεργασίες με τους καλύτερους στα καλύτερα. Ζαμπέτας, Χιώτης, Βοσκόπουλος, Πόλυ Πάνου, Διονυσίου, Ρίτα Σακελλαρίου, Τζένη Βάνου. Στα μεγάλα μαγαζιά, οι νέες τραγουδίστριες λένε δυο με τρία τραγούδια και κάνουν σεγόντα. Δεύτερες φωνές. Άλλοτε φανερά, άλλοτε από την κουίντα. Οι αόρατες φωνές.

Πίτσα Παπαδοπούλου και Τόλης Βοσκόπουλος

Το 1980 χάνει την έναρξη της χειμερινής σεζόν για λόγους υγείας. Ο Καρουσάκης, που τότε ανέρχεται ραγδαία με τραγούδια του Μουσαφίρη, της λέει «Έλα μαζί μου και δεν θα χάσεις». Τότε προβάδισμα έπαιρνε όποιος είχε δισκογραφία. Σε καινούργιο μαγαζί στην Πατησίων. «VIPS». Απέναντί τους είναι η «Φαντασία» με τον Μενιδιάτη. Η Πατησίων έχει γίνει «Οφ Μπρόντγουεη». Της δίνει, αν και «αδισκογράφητη», τον ρόλο της πρωταγωνίστριας. Εκεί γνωρίζει τον Τάκη Μουσαφίρη, σαν μαέστρο και σαν τραγουδοποιό. Ένα σπάνιο ταλέντο που γράφει στίχο και μουσική, ένα ολοζώντανο κύτταρο της λαϊκής μουσικής. Ο Τάκης σημειώνει στα πακέτα απ' τα τσιγάρα τις καθημερινές κουβέντες που ακούει και τις κάνει τραγούδια. Εμπνέεται από την επικαιρότητα. Της κάνει τον πρώτο δίσκο που θα τον εκδώσει η Venus. Το δισκάδικο της Τζίνας που έχει μεταφερθεί στην Πανεπιστημίου 57. Κτίριον Πάνθεον. «Ο ήχος της Ομόνοιας» απλώνεται στην Πανεπιστημίου.

Η καλλιτεχνική τους συνάντηση στέφεται με επιτυχία και δίνει κάθε χρόνο και νέες επιτυχίες. Την ακούς στα τρανζιστοράκια, στα ΚΤΕΛ, στις ταβέρνες, στα χειμωνιάτικα τα μπαρ. Γίνεται σύμβολο γυναικείας χειραφέτησης. «Θα τα βροντήξω όλα κάτω και θα φύγω». Το 1984 την προσεγγίζει ο Τάσος Φαληρέας, ο «Pop 11», και υπογράφει στην Columbia που έχει «καταληφθεί» από νεότερη και τολμηρή διοίκηση. Την αναλαμβάνει ο Τάσος και τα «Γκρεμίζουν» όλα με το «Γκρέμισ' τα».

Είναι η δεκαετία που η ελληνική βιομηχανία της δισκογραφίας έχει ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη. Η Πίτσα ακούγεται στους αστικούς ιστούς αλλά και σε όλα τα πανηγύρια. Η επιτυχία της είναι πανελλαδική. Συνεργασίες με Σούκα, με Ρεπάνη, με Βαρδή, με Καμπουρίδη.

Στην Columbia γίνεται αποπομπή της διοίκησης και έρχεται Εγγλέζος να διορθώσει τα πράγματα. Η Πίτσα πάει στην «Ακτή».

Όλοι την αποκαλούν «ο θηλυκός Καζαντζίδης». Το λαϊκό κοινό την ανακαλύπτει και την ακολουθεί. Εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Καζαντζίδης playback στην τηλεόραση και είναι η Πίτσα στο πλευρό του. Τη φιλοξενεί και τραγουδάει στους δίσκους του.

Η συνεργασία της με τον Κώστα Χατζή θα της διευρύνει τον ορίζοντα.

Το 2009 ο Παναγιώτης Στεργίου μου φέρνει τον δίσκο «Σόλο» με συνθέσεις δικές του. Εξαιρετικά δεξιοτεχνικά ορχηστρικά. Τον εκδίδω στον Μικρό Ήρωα. Ο Στεργίου με τον Καραντίνη πήγανε το μπουζούκι πέρα από τα όριά του και αναβαθμίσανε τον όρο «μπουζουξής». O Παναγιώτης ήταν για ένα μεγάλο διάστημα το μπουζούκι της Πίτσας. Της έχει γράψει πολλές επιτυχίες.

Του εκφράζω τον θαυμασμό μου και την εκτίμησή μου για την Πίτσα. Μας φέρνει σε επαφή και θα συμφωνήσουμε και οι τρεις να κάνουμε τον δίσκο «Να 'χε καρδιά η μοναξιά».

Υποκλίνομαι στην καλοσύνη, τη γλυκύτητα και την ταπεινότητά της. Τραγουδάει την «Καθ’ ημάς Ανατολή» κι ας μην το διατυμπανίζει. Έρχεται διαβασμένη στο στούντιο, τα λέει όλα με τη μία. Βλέπω από κοντά να αναβλύζει το πάθος της. Πώς κάνει σπαρακτικές τις λέξεις. Τραγουδάει τις σχέσεις των ανθρώπων κι εγώ ακούω ονόματα. Βλέπω πρόσωπα. Προσωποποιεί ό,τι λέει. Σαν να είναι συγγενείς της. Δίνει μια δικιά της αλήθεια στα λαϊκά τραγούδια. Μου δίνει άδεια ο Πορτοκάλογλου και λέει το «Δεν είναι αργά». Οι «έντεχνοι» που αγαπάνε το λαϊκό, η Αλλαγιάννη, ο Περίδης, ο Γιάννης Χριστοδουλόπουλος, ο Σεβίλογλου θα σταθούν κοντά στους παλαίμαχους του λαϊκού, Στεργίου, Κορδατζής, Κωστόπουλος. Εκτός από το ομώνυμο, τη συγκινεί βαθιά το «Τι σου έκανα αγάπη» του Στεργίου σε στίχους του ηθοποιού Γιάννη Μανιού.

Ένα δραματικό ζεϊμπέκικο εσωτερικής καύσης. Το λέει «εκ βαθέων». Θα κάνει με αυτό το τραγούδι, ήσυχα και ταπεινά, «ζημιά». Θα κάψει καρδιές. Σιγά σιγά θα ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες που βάζει το νέο καθεστώς των ιδιωτικών ραδιοφώνων.

Το αναπαράγουν τραγουδίστριες και τραγουδιστές. Το παίζουν τα αφτεράδικα. Το αναπαράγουν οι ευαίσθητοι και οι αισθηματίες παλαιάς κοπής.

Δεν έχει πάει ποτέ της διακοπές. Δεν έχει κάνει ποτέ της διάλειμμα. Αναρωτιέται αν άξιζαν αυτές οι μικρές Θυσίες. Γιατί δεν βλέπει μέλλον στο λαϊκό τραγούδι. Ακούει «κοινωνικά» τραγούδια. Αλλά δεν ακούει εκείνο το τραγούδι που υπηρέτησε. Που είχε στο βάθος κήπο. Που είχε «Δόξα τω Θεώ».