- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι Seahorse έρχονται από τη Θεσσαλονίκη και το πατάνε τέρμα
Αν είχες καιρό να ακούσεις ροκ-εν-ρολ που σπαρταρά, κάνε το εδώ και τώρα
Ασκληπιός Ζαμπέτας, Αλέξης Αποστολάκης, Nomik: Συνέντευξη με τα μέλη της μπάντας Seahorse από τη Θεσσαλονίκη.
Καθαγιασμένο πυρ, συμμορίτικο ντου: Την αρχή έκανε το πρώτο τους cd με τίτλο Heaven is Underground (2018). Αλλά και το νέο τους e.p., που το κοινωνώ ευλαβικά, δεν πάει πίσω. Ίσως μάλιστα ο τίτλος της νέας τους δουλειάς να αποτελεί και ένα password, ας το πω, που ξεκλειδώνει το καλλιτεχνικό όραμα της μπάντας για όσους δεν πήραν χαμπάρι ποιοι είναι αυτοί, από πού εφορμούν και τι θέλουν από τη ζωή μας.
Το Swimming Backwards με τα τέσσερα τραγούδια του στα αυτιά μου ακούγεται σαν το μανιφέστο μιας θεσσαλονικιώτικης γενιάς μουσικών που, αν μετρήσεις τα χιλιόμετρα που έγραψαν σε στούντιο και λάιβ κι όλα τα σχήματα που ενεπλάκησαν κατά καιρούς, στη σούμα γράφει Θεσσαλονίκη και Keep on rocking in a free world.
Ο κιθαρίστας τους, ο Ασκληπιός Ζαμπέτας, δεν ήταν μόνο στις Τρύπες. Η κιθάρα του με τους Νάνους, τους Γκέτο και τους International Comedy σφράγισε τον ήχο του ελληνικού ροκ. Καθώς γράφω αυτό το σημείωμα για τη νέα του οικογένεια, τους Seahorse, τολμώ να σας απευθύνω μερικά λόγια πιο προσωπικά: Ο Ζαμπέτας με τους πανκογκαραζάδες The Mushrooms είναι για την προσωπική μου μυθολογία η πιο μεγάλη, αχτύπητη και άπαιχτη ελληνική πανκογκαραζόμπαντα, που έπαιξε τη σωστή στιγμή και στη σωστή πόλη. Η Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’80 ήταν μια πόλη σωστό θηριοτροφείο για όσους αλήτευαν στο Ναυαρίνο, αντί να τρώνε παγωτά στην «Ωραία», και ο νοών νοείτο. Μπορεί ο Ζαμπέτας με τους Mushrooms να μη σκόραρε την τοτεμική λατρεία του κοινού, λατρεία και δόξα λαμπρή που την έζησε με τις Τρύπες, όμως οι εκτιμητές-προσκυνητές δεν παραγνωρίζουμε τη θητεία του με τους Mushrooms. Τα Μανιτάρια χάρισαν στην πόλη ένα σάουντρακ γνήσιας ροκ-εν-ρολ αλητείας, κοντράστ με τη γλυκιά φλωριά της Τσιμισκή και τα κολεγιόπαιδα που έγλειφαν ανέμελα τα πολύχρωμα χωνάκια τους στο παγωτατζίδικο της Ωραίας. Σε εκείνη την πόλη του τότε υπήρχε έδαφος, γήπεδο και στέκια για όλες τις φυλές με ή χωρίς κονκάρδα Birthday Party στο πέτο. Νοσταλγώ; Μπορεί. Αλλά νοσταλγώ τα καλύτερα καθώς τον ακούω να παίζει στο τώρα, πάντα λεβέντικα, πάντα περήφανα, πάντα αδάμαστα.
Πάω παρακάτω: στα τύμπανα και τα σαμπλ των Ιππόκαμπων μπαγκετάρει ο Αλέξης Αποστολάκης. Τη δεκαετία του ’80, πάντα στην αλτένατιβ Σαλόνικα, το συγκρότημα που είχε με τον μέγιστο αδελφό του Γιώργη Μπαντούκ, οι Noise Promotion Company, έπαιξαν μουσική new wave ευρωπαϊκής κλάσης. Οι Noise αν αντί για τον ελληνικό βορρά ζούσαν στον Μαντσεστεριανό, θα είχαν στο ακροατήριό τους να τους επευφημούν οι Buzzcocks και ο Τζόνι Μαρ· πιστέψτε με, τα αγόρια έπαιζαν διαστημικά. Ο Αλέξης Αποστολάκης συνέχισε με τους Blues Wire. Το καλύτερο τύμπανο από την Πλατεία Αριστοτέλους ως τον Μισισιπή και από τον Μύλο της δυτικής όχθης της πόλης μέχρι τη Λουιζιάννα, θεωρώ πως είναι ένας ντράμερ που ο όγκος, η δύναμη και η τεχνική του ήχου του μπορεί να υποστηρίξει οποιοδήποτε είδος μουσικής κληθεί να υπηρετήσει. Συνεχίζοντας με τους Λαϊκεδέλικα χάρισε στον Θανάση Παπακωνσταντίνου έναν ρυθμό μοναδικά στακάτο και ένα ιδανικά στιβαρό μπάκγκραουντ για να αυτοσχεδιάσουν όλοι οι υπόλοιποι της παρέας από τον Κίσσαβο.
Στο μπάσο των Seahorse το κλειδί το γυρνάει ο Bill Vassillo. Από τους αμετανόητους σπιντάτους Johnny Carbonaras που σερφάρουν και ροκαμπιλάρουν ασύστολα, μέχρι τους στοχαστικούς ρόκερ Super Stereo, και για τον Μπίλι μια από τα ίδια κονγκράτς. Aτακαριστά και αντάμα με τον Αποστολάκη, χτίζουν ένα ηχητικό χαλί-τείχος που χαρίζει στο συγκρότημα τους καλούμπα, για να αμολυθεί ο χαρταετός τους ψηλά στον ουρανό.
Oι τρεις παραπάνω παράγουν μια εκλυόμενη ενέργεια και έναν πολυοργασμικό ήχο που αλέθει όλες τις ετικέτες και τις λανσάρει σαν μοναδικά δικό τους υπερχαρμάνι. Tο e.p Swimming Backwards κροσάρει από τα σίξτις και τα σέβεντις στα έιτις και τα νάιντις, παράγοντας από μπλουζ μέταλ και ποστ πανκ μέχρι ελέκτρο ροκ-εν-ρολ τέρμα θορυβώδες.
Κράτησα τον τραγουδιστή τους Nomik για το τέλος. Aπό τους λατρεμένους τέκνοχεντς Universal Trilogy μέχρι τους ψυχελικούς Sleeping Pillow που το Ανατολή-Δύση και το παράδοση-μοντερνισμός το πήγαν τρένο, ο Nomik δεν είναι ένας σκέτα γαμάτος τραγουδιστής που είτε στα ελληνικά είτε στα αγγλικά έχει την γκάμα δράμα-διονυσιασμός στο τσεπάκι του. Ο Nomik είναι ποιητής. Και δεν το λέω αυτό γιατί έχω στο σπίτι μου πέρα από τους δίσκους όλων των παραπάνω και τις δυο ποιητικές συλλογές που έχει εκδόσει (προσεχώς εκτενής παρουσίαση) αλλά και γιατί ο Κίμωνας (το Nomik προκύπτει από τον αναγραμματισμό του μικρού του ονόματος) υπηρετεί μια στιχουργική με την οποία οι Seahorse παίρνουν κεφάλι σε σύγκριση με άλλες ωραίες ελληνικές και ξένες μπάντες, που όμως τα lyrics τους δεν ισοποστάρουν με τον μεγαλειώδη ήχο τους.
Άκουσα πολλές φορές τα τέσσερα τραγούδια των Seahorse, για την ακρίβεια ακούω στο ριπίτ τα τέσσερα τρακ του Swimming Backwards, όπως και τον πρώτο δίσκο τους Heaven is Underground. Εντυπωσιακός ήχος, ακομπλεξάριστα ελεύθερος αλλά και συμπαγής ταυτοχρόνως, αφού τα παιδιά έχουν και την πιστοποίηση και τα αρχίδια και τον επαγγελματισμό που χρειάζεται για να μπαίνουν στο στούντιο και να μας παραδίδουν ένα γνήσιο συναίσθημα και μια οργιαστική τραγουδοποιία που τιμά την προσωπική ιστορία του καθενός τους αλλά και όλο το ροκ-εν-ρολ που μας έκαψε όταν έπρεπε και συνεχίζει να μας καίει ακόμα. Ειδικά αυτές τις μέρες, το καλό κάψιμο των Seahorse με τραγούδια που σπαρταρούν και επιζητούν να συνδεθούν με τα κορμιά και τις ψυχές μας ίσως να είναι και ό,τι έχουμε ανάγκη όλοι εμείς που ακόμα στη μουσική ψάχνουμε να βρούμε μια αφορμή να ανταμώσουμε στα γήινα κι όχι μόνο στις οθόνες. Αυτά από την Αθήνα, οπότε ήρθε και η στιγμή να συνδεθώ με Θεσσαλονίκη, καταθέτοντας το σέβας, την αγάπη, τη φιλία και τις ερωτήσεις μου...
Πραγματικά θέλω να μάθω πού το πάτε, και το λέω με την καλύτερη των προθέσεων: ο ήχος σας και στο νέο E.P αλλά και στην προηγούμενη «Heaven is underground» δουλειά σας, μου βγάζει μια αδέσποτη, ροκ, ποστ πανκ, γκρούβι, στόουνερ, μπλούζι, χαρντ ροκ κλάσικ και εκλεκτικιστική μεταλιζέ αληταρία.
Nomik: Βασικά δεν έχει όνομα αυτό που συμβαίνει όμως έχει ρίζες και ταυτότητα και πάει μπροστά. Οι αναφορές είναι εκεί σαν κοινή αφετηρία για να μιλήσουμε, να επικοινωνήσουμε και τελικά ίσως να δημιουργήσουμε. Όλο το φάσμα της ροκ διέπεται από αγάπη κι επανάσταση, είναι βασικές μας αρχές.
Άλεξ: Δεν το πάμε εμείς, μόνο του πάει. Εμείς παίζουμε κάτι που μας αρέσει σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Τώρα το πώς το προσλαμβάνει το κάθε αυτί είναι προσωπικό ζήτημα του κατόχου του. Το «εκλεκτικιστική αληταρία» μου αρέσει πάντως.
Ασκληπιός: Θα έλεγα ότι μάλλον αφήνουμε να μας πάει «αυτό» όπου είναι να μας πάει. Όταν λέω «αυτό» εννοώ αυτή την ωραία παρέα που ζυμώνει όλες τις ατομικές επιρροές του καθενός και μας οδηγεί σε ένα ταξίδι που κανένας μας δεν ξέρει ακριβώς. Το μόνο που ξέρω είναι ότι είναι συναρπαστικό.
Πώς γράφετε; Με κάποιαν ιδέα πρωταρχικά δουλεμένη από κάποιον, που στην πορεία εμπλουτίζεται, ή όλοι μαζί με εξερευνητικό τζαμάρισμα στο στούντιο που προοδευτικά εξελίσσεται σε τελικό τραγούδι;
Nomik: Έχουμε ακολουθήσει κατά καιρούς όλους τους δρόμους. Ένας αυτοσχεδιασμός, μια ιδέα ή μια ολοκληρωμένη πρόταση, και γίνονται θαύματα. Υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ μας και, όταν κάποιος έχει μια ιδέα, οι υπόλοιποι αποδέχονται την πρόσκληση.
Άλεξ: Και με τους δύο αυτούς τρόπους. Φερειπείν, για τον πρώτο δίσκο είχα μαζεμένα κάποια beat που μου άρεσαν πολύ και τα χρησιμοποίησα στα πρώτα οργιώδη τζαμ με τον Ασκληπιό.
Ασκληπιός: Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο. Είναι όλα αυτά που ανέφερες. Άλλες φορές ξεκινάει από ένα riff που φέρνει κάποιος και το εμπλουτίζουν οι υπόλοιποι, άλλες τζαμάροντας πάνω σε ένα beat. Άλλοτε κάποιος φέρνει ένα κομμάτι στην πρόβα και οι υπόλοιποι συμπληρώνουν ή αλλάζουν κάποια μέρη. Γενικά γίνεται συλλογική δουλειά, κάτι που για μένα είναι πολύ σημαντικό. Νομίζω έτσι πρέπει να λειτουργεί μια μπάντα. Το βασικό είναι να δημιουργήσει μια αισθητική που να εκφράζει κάθε μέλος της.
Ρε γαμώτο, ακούγεται κλισέ, αλλά θα το ρισκάρω: Όλοι σας με τέτοιο παρελθόν σε γκρουπ που σημάδεψαν την πόλη από τη δεκαετία του ’80, του ’90, μέχρι σήμερα, δικαιούστε τον τίτλο της All star μπάντας. Πώς όμως, με τόσο διαφορετικές ταυτότητες και καλλιτεχνικά ένσημα και εύσημα, μπορείτε να υπερβείτε τους μουσικούς χαρακτήρες σας συνθέτοντας ένα τόσο ομοιογενές σχήμα;
Ασκληπιός: Γιατί, όπως είπες, έχοντας περάσει από διάφορα σχήματα των 80s και 90s ξέρουμε ότι το ωραίο είναι να δημιουργήσουμε μια συλλογικότητα που ξεπερνά τον καθένα μας ξεχωριστά. Νομίζω ότι στα 80s και τα 90s αυτό είναι χαρακτηριστικό. Η μουσική γεννιόταν από παρέες που βρίσκονταν και αλληλεπιδρούσαν, όχι από τον καθένα μόνο του μπροστά από ένα κομπιούτερ!
Nomik: Είναι η αγάπη για τη μουσική πάνω απ' τα εγώ μας. Η εμπιστοσύνη πάλι εδώ και η πίστη παίζουν σπουδαίο ρόλο στο τι και πώς συμβαίνει στο στούντιο και στη σκηνή. Υπάρχει κατανόηση και σεβασμός. Από την άλλη, γνωριζόμαστε αρκετά καλά για να αποφεύγονται οι κακοτοπιές, οι παρεξηγήσεις, κι έτσι τις οποίες διαφωνίες τις περνάμε ανώδυνα.
Άλεξ: Για μένα ούτε ο Ασκληπιός ούτε ο Nomik ήταν άγνωστοι σαν μουσικοί. Τον πρώτο τον ήξερα από την εποχή των Mushrooms, ενώ με τον δεύτερο είχαμε παίξει μαζί στους Universal Trilogy. Από τότε είχα πει στον εαυτό μου πως μόλις φτιάξω μια αγγλόφωνη μπάντα, θα του ζητήσω να είναι μέρος της. Άρα, στην περίπτωσή μου, δεν πρόκειται για υπέρβαση, αλλά μάλλον για ταίριασμα. Το σημαντικότερο όλων πάντως, είναι να έχεις κοινά σημεία με αυτόν ή αυτήν με τον οποίο θα μοιραστείς το πάλκο, ειδικά αν πρόκειται για original δουλειά.
Φλασμπάκ: Πώς βρεθήκατε και αποφασίσατε να φτιάξετε τους Seahorse; Στη Θεσσαλονίκη, που πάντα όλοι θα είναι μια παρέα, υποθέτω πως είναι εύκολες τέτοιες συνευρέσεις- ανταμώματα, αφού όλοι μιλάνε με όλους. Όμως ρωτώ πιο συγκεκριμένα: γιατί στο παρόν πλήρωμα του χρόνου και όχι παλαιότερα;
Άλεξ: Χριστούγεννα 2015 προς 2016, βρεθήκαμε τυχαία με τον Ασκληπιό σε ένα πάρτι με μπουφέ (σοβαρός λόγος να παρίσταμαι) στο τότε Uranya στα Άνω Λαδάδικα. Η ίδια ιδέα μάς χτύπησε την ίδια στιγμή. «Ρε συ, γνωριζόμαστε δεκαετίες και δεν έχουμε ποτέ τζαμάρει μαζί, ας το κάνουμε!» Από την πρώτη κιόλας φορά που βρεθήκαμε, εντυπωσιαστήκαμε από το πόσο δέναμε. Πήγαινε κάπου ο ένας με το παίξιμό του και ο άλλος ακολουθούσε άμεσα, και το κυριότερο, αβίαστα. Αυτά τα τζαμ κράτησαν σχεδόν ένα χρόνο μέχρι που είχαμε τον σκελετό για 8-9 κομμάτια. Μετά έγινε η πρόταση στον Nomik και τελευταίος στο σχήμα ήρθε ο Μπίλης, μια και το πρώτο demo μας, που κυκλοφόρησε το 2018 στη Record Store Day από τον Λωτό, δεν έχει μπάσο. Όπως βλέπεις, έγινε όταν έγινε από τύχη.
Nomik: Ευνόησαν σίγουρα οι συνθήκες. Και οι τρεις μας κλείσαμε παλιούς κύκλους τρόπον τινά τα τελευταία χρόνια κι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Στη Θεσσαλονίκη, αν έχεις διάθεση, είναι εύκολο το ένα να φέρει το άλλο.
Ασκληπιός: Πραγματικά δεν ξέρω γιατί αυτό έγινε τώρα. Με τα παιδιά ήμασταν όλα αυτά τα χρόνια στους ίδιους χώρους, στις ίδιες παρέες. Ο καθένας μας γούσταρε και εκτιμούσε τους άλλους σαν μουσικούς, σαν άτομα. Έτσι κάποια παραμονή πρωτοχρονιάς βρέθηκα με τον Αλέξη σ' ένα μπαρ και πάνω στα ποτά και στο τσακίρ κέφι του λέω: «Ρε φίλε, τόσα χρόνια παίζουμε σε σχήματα και μπάντες που έχουν παράλληλες πορείες, πάμε καμιά μέρα να τζαμάρουμε;» Η συνέχεια είναι θεσσαλονικιώτικη. Ήρθαν στις πρόβες και ο Κίμωνας και ο Βασίλης και δώσαμε στην παρέα ένα όνομα μπάντας.
Πόσο η Θεσσαλονίκη είναι έμπνευση και πόσο τροχοπέδη; Η πόλη έχει τα καλά της αλλά έχει και τα αφόρητά της. Μήτρα που γεννά αιώνια νέα πράγματα και καταστάσεις αλλά συνάμα και βαριά πολιτικοκοινωνική συντήρηση-πνιγηρή ακινησία. Όχι πως στην Αθήνα είναι διαφορετικά βέβαια, απλά στην Αθήνα υπάρχει περισσότερος χώρος για το διαφορετικό.
Nomik: Κάθε τόπος είναι αρχή και ταξίδι και προορισμός. Αγαπάμε την πόλη μας, όμως δεν την ξεχωρίζουμε. Είμαστε δημιουργικοί όπου νιώθουμε καλά, είμαστε χαρούμενοι όπου είμαστε ευπρόσδεκτοι. Τα στέκια, οι άνθρωποι και οι ιστορίες της πόλης πάντα είναι τροφή για σκέψη για τραγούδια, για περιπέτεια.
Ασκληπιός: Πράγματι και εγώ νομίζω ότι η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μητρόπολη με τα καλά και τα άσχημα που αυτό συνεπάγεται. Η Θεσσαλονίκη έχει ακόμα τον χαρακτήρα μιας μικρής επαρχιακής πόλης, αν και δεν είναι τόσο μικρή τελικά. Πραγματικά δεν ξέρω πού οφείλεται αυτή η συνεχής παραγωγή καινούργιων τάσεων και ιδεών. Ίσως οφείλεται στα άτομα της πόλης, ίσως στο ότι πολλές φορές νιώθεις ότι σε πνίγει αυτή η επαρχιακότητα, ίσως να λέμε «ωπ παραχαλαρώσαμε εδώ, ας κάνουμε κάτι να ξεμουδιάσουμε».
Άλεξ: Για μένα δεν είναι ούτε έμπνευση ούτε τροχοπέδη. Είναι μια πόλη που ευνοεί την επαφή λόγω αποστάσεων, αλλά ως εκεί. Η επαρχιώτικη και συμπλεγματική νοοτροπία είναι θέμα ανθρώπων και όχι τόσο ονόματος πόλης. Οταν καταλάβουμε ότι ζούμε σε μια χώρα όπου ο κάθε τράγος θεωρεί δικαίωμά του να βάζει την πίστη του πάνω από την επιστήμη, όπου οι εννέα στους δέκα από αυτούς που αποκαλούμε «γενικό κοινό» θεωρούν καλλιτέχνη τον κάθε σκυλοπόπ κάγκουρα, όπου η συνήθης ερώτηση σε μια παρέα όταν πεις ότι είσαι μουσικός και παίζεις σε μπάντες εόναι «και πού τραγουδάτε;», τότε ίσως αυτοπροσδιοριστούμε καλύτερα. Ναι, η Αθήνα ευνοεί την πολυφωνία λόγω μεγέθους, αλλά οι παθογένειες καλά κρατούν σε όλη τη χώρα. Το λέω εδώ και χρόνια. Εμείς ζούμε ανάμεσά τους, όχι το αντίθετο.
Επιστρέφω στον δίσκο: μυρίζει από χιλιόμετρα αφάνταστη πρόβα και δουλειά μέχρι την ηχογράφηση. Πόσο εύκολα και γρήγορα δεθήκατε, αλήθεια;
Άλεξ: Αυτό που ακούς είναι συλλογική πείρα και χιλιόμετρα. Εκεί οφείλεται και ο ήχος της μπάντας. Σήμερα είναι πολύ εύκολο άνθρωποι που δεν μπορούν να πάρουν τα χέρια τους πάνω στα όργανα να βγουν από το στούντιο με μια δουλειά που ακούγεται πολύ καλύτερα από όσο πραγματικά παίζουν, χάρη στο software που υπάρχει (replacements, autotune κλπ). Ε, με μας αυτό δεν υπάρχει. Ό,τι ακούς είναι αυτό που παίχτηκε.
Ασκληπιός: Το δέσιμο ήταν λες και υπήρχε από χρόνια. Από την πρώτη στιγμή παίζαμε λες και ήμασταν χρόνια μαζί. Ήταν μεγάλη έκπληξη και πολύ ευχάριστη θα έλεγα!
Nomik: Δέσαμε και δεθήκαμε σχετικά αυθόρμητα. Η χημεία κι όλα τα ξόρκια και η μαγεία και όλα τα ερωτικά στοιχεία ήταν εκεί απ' την αρχή. Γελάμε πολύ, περνάμε ωραία στις πρόβες, είναι το σημαντικότερο να μπαίνεις στο στούντιο και να χαμογελάς, να ξεγυμνώνεσαι, να μην υπάρχουν σκιές και δεύτερες σκέψεις.
Οι στίχοι; Γνωρίζω την ποιητική του Κίμωνα, που υποθέτω πως επιμερίζεται λίγο παραπάνω τις λέξεις, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Ποιος κάνει τη «βρόμικη δουλειά»;
Nomik: Έχω ένα βίτσιο με τα στιχάκια, όλοι όμως μπορούμε να γράψουμε. Ξέρω ότι μιλάμε λίγο πολύ την ίδια γλώσσα με τα παιδιά και νιώθω ελεύθερος να πω τις ιστορίες μας όπως τις σκέφτομαι, όπως τις νιώθω.
Άλεξ: Βασικά ο Nomik, αν και δεν λείπουν οι μικροπαρεμβάσεις στο έργο του.
Ασκληπιός: Τη βρόμικη δουλειά κάνει κυρίως ο Κίμωνας. Οι υπόλοιποι απλώς εγκρίνουμε και προσπαθούμε να βοηθήσουμε όπως μπορούμε.
Καλή τύχη, καλή συνέχεια, ραντεβού το συντομότερο σε μια ζωντανή σκηνή. Αλήθεια, πόσο αμήχανα, άβολα ή όχι νιώσατε στο λάιβ του Κήπου αλλά και πιθανόν θα νιώσετε και σε επόμενα με την «καθιστική» συνθήκη;
Ασκληπιός: Ευχαριστούμε και μακάρι να τα πούμε σύντομα σε κάποιο live. Το live στο Θέατρο Κήπου ήταν περίεργο. Εντάξει, πάντα είναι η μουσική που τα ξεπλένει όλα και αυτή η αίσθηση της παρέας όταν είσαι με την μπάντα, αλλά και η επαφή με τον κόσμο που συμμετέχει και δεν είναι απλός θεατής είναι οξυγόνο απαραίτητο για να πάρει φωτιέ ένα live. Ας ελπίσουμε αυτός ο εφιάλτης να τελειώσει γρήγορα.
Άλεξ: Πολύ περίεργο το παίξιμο αυστηρά για καθήμενους. Η εικόνα που μου έμεινε ήταν δυο κορίτσια που χόρευαν στις κερκίδες, σαν να λέγανε «έτσι γίνεται».
Nomik: Ήταν άβολα, μαγικά, μυσταγωγικά, ασυνήθιστα, ήσυχα. Όπως και να έχει, το χαρήκαμε και αναμένουμε τα επόμενα.