Μουσικη

Το δροσερό χάδι της Μαρίνας Σπανού

Η ταλαντούχα Μαρίνα Σπανού συστήνεται και μας συστήνει την πρώτη της δουλειά, η οποία προέκυψε ως αντίδοτο στο σκοτάδι της καραντίνας.

Δημήτρης Παπαδόπουλος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Μαρίνα Σπανού μιλάει για τη μουσική της και τον πρώτο της δίσκο με τίτλο «Κι αν ποτέ μαραθεί».

Εσύ τι έκανες στην καραντίνα; Το αερικό με το όνομα Μαρίνα Σπανού, πήρε την κιθάρα, τον ενισχυτή, τους στίχους και τις μελωδίες της και ξεκίνησε να τραγουδάει στην Ακρόπολη. Στο πλακόστρωτο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Πήρε θάρρος, πήρε δύναμη και από το λαρύγγι της και τα τάστα της παίρναν κουράγιο ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι που μέσα από τα καλέσματα της από τα social media, έστελναν μήνυμα στο 6: για ψυχική ανάταση περισσότερο από σωματική άσκηση. Κόρη του ηθοποιού Χρήστου Σπανού, μόλις 18, ενηλικιώθηκε ανάμεσα στις καραντίνες, τις εξετάσεις τις Πανελλαδικές και για τη σχολή του Εθνικού Θέατρου και την αγωνία. Στους στίχους της, ο έρωτας βολτάρει στις πόλεις κι είναι ευκαιρία να κάνουμε και τα δύο: να ερωτευτούμε και να σουλατσάρουμε.

Μόλις κυκλοφόρησε η ιστορία σου σε έξι στάσεις: Ομόνοια, Παγκράτι, Ψυρρή, Κυψέλη, Πλάκα, Κουκάκι. Πώς προέκυψε αυτή η δουλειά;
Ερωτεύτηκα την πόλη μου όταν άρχισα να ερωτεύομαι μέσα σε αυτή. Πέρασα πολλές ώρες πέρυσι το καλοκαίρι να την περπατώ, να τη μυρίζομαι και να τη βιώνω. Είχα μια ανάγκη να προσεγγίσω και να επικοινωνήσω τα δικά μου σημεία αναμονής, τη δική μου διαδρομή που όλο προχωρά και όλο δεν ολοκληρώνεται. Μέσα σε αυτούς τους σταθμούς ήθελα να προστατεύσω τις ιστορίες μου για να κρατήσουν ακριβώς τα ίδια χρώματα με τότε και βέβαια να πάρουν το δρόμο τους παράλληλα προς άλλες. Μπορείς όμως να πεις ότι ο πρώτος μου δίσκος, «Κι αν ποτέ μαραθεί», είναι και μια προσπάθεια αποτύπωσης του ρομαντισμού της Αθήνας, των παραλίγο και των άνω τελειών.

Από την πρώτη επαφή με το πιάνο στα 4 μέχρι τη δημιουργία τραγουδιών: περίγραψέ μου αυτό το ταξίδι.
Είναι αστείο το πως ξεκίνησε αυτό το ταξίδι. Η μητέρα μου (Μελίνα Παιονίδου) είναι μουσικός και είχα οικειοποιηθεί την εικόνα της στο πιάνο. Αλλά όταν την είδα πρώτη φορά να παίζει μπροστά σε κόσμο θόλωσαν τα μάτια μου. Νόμιζα πως μπορούσα κι εγώ να εντυπωσιάσω και οριακά με κράτησαν να μην ανέβω. Γύρισα στο σπίτι εμφανώς απογοητευμένη, στρώθηκα περήφανη στο πιάνο του σπιτιού κι άρχισα να δίνω το δικό μου προσωπικό κονσέρτο στο σαλόνι πεπεισμένη πως ξέρω ακριβώς τι κάνω. Ο μπαμπάς (Χρήστος Σπανός), όταν είδε την ορμή μου, με πλησίασε και μου είπε πως αν θέλω να βρεθώ κι εγώ στη σκηνή θα πρέπει πρώτα να κάνω μαθήματα. Ξεκίνησα να πηγαίνω στο ωδείο, έμπλεξα με κλασικές μουσικές, με θεωρίες, αρμονίες, ντικτέ και όλα τα συναφή. Όμως αποστρατούσα συχνά για να γράψω κανένα γλυκανάλατο στιχάκι με μια ποπ μελωδία. Κάπου στο γυμνάσιο βρήκα μια κιθάρα στην αποθήκη. Μετά από 23 αγκυλώσεις και κάτι tutorials έμαθα να παίζω κάποιες συγχορδίες. Η κάψα μου για δημιουργία μεγάλωνε. Είχα αγοράσει κι έναν στοιχειώδη εξοπλισμό και ηχογραφούσα στο δωμάτιο μου ό,τι φανταζόμουν. Όσο περνούσε ο καιρός, περνούσα κι εγώ περισσότερο χρόνο κλεισμένη να πειραματίζομαι με όργανα, ήχους, φωνές και στίχους. Μέχρι που μας βρήκε η καραντίνα κι εμένα μου έλειπε η πόλη μου, τα μετρό, οι συναντήσεις, τα ειδύλλια μου. Ξεκίνησα να γράφω την «Ομόνοια» την οποία ολοκλήρωσα και ανέβασα τον Ιούνιο του ‘20. Ήταν σαν να άνοιξαν οι αισθητήρες μου και πλέον παρατηρούσα τον κόσμο ή μάλλον τον έφτιαχνα έτσι όπως θα χωρούσε σε κουπλέ-ρεφρέν, έπαιρνα μαζί μου ένα μπλοκάκι και προχωρούσα.

Το 2020 ήταν μια δύσκολη χρονιά για όλους. Για σένα ήταν μια χρονιά διπλής επιτυχίας καθώς πέρασες στη Φιλοσοφική και στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πώς αισθάνεσαι γι' αυτό;
Ο χρόνος του εγκλεισμού ήταν και ο χρόνος της ενηλικίωσης μου που ήρθε λίγο σαν σφαλιάρα. Είμαι σίγουρα πολύ χαρούμενη που έκλεισε ένας κύκλος. Έχω την ευκαιρία πλέον να απασχολούμαι σχεδόν αποκλειστικά με αντικείμενα που με χαροποιούν Παρόλα αυτά, όσο σκληρό και να ήταν το ‘20, για μένα ήταν μια περίοδος πολύ δημιουργική. Είμαι περήφανη.

Φαντάζομαι και οι γονείς σου. Το γεγονός ότι μεγάλωσες σ' ένα καλλιτεχνικό σπίτι διαμόρφωσε τα ταλέντα ή τις προτιμήσεις σου;
Δύσκολο να ξεφύγει κανείς όταν γεύεται αυτή τη μεριά της τέχνης. Ήταν και είναι ο πιο όμορφος μονόδρομος για μένα. Μεγάλωσα στις κουίντες των θεάτρων, τις μετά-παραστασιακές μαζώξεις, τις περιοδείες και τους θιάσους. Οι βιβλιοθήκες του σπιτιού ήταν γεμάτες με κείμενα σε σπιράλ, έργα θεατρικά, παρτιτούρες, σονάτες, θεοδωρακικά και χατζιδακικά και υπήρχε ένα πιάνο το οποίο όταν ήμουν μικρή έμοιαζε να απλώνεται σε όλα τα τετραγωνικά του σαλονιού. Έβλεπα τη μαμά να σολάρει και τον μπαμπά να μονολογεί στην άλλη γωνία -εντάξει, όχι τόσο κινηματογραφικά, αλλά θα μπορούσε.

Μουσική - θέατρο. Τι κερδίζει, αν κερδίζει κάτι;
Η μουσική ενέχει το θέατρο και το θέατρο είναι μουσική. Τα τραγούδια έχουν ερμηνευτική υπόσταση και η σκηνή έχει ρυθμό. Αν δεν πατώ το ένα πόδι δεξιά και το άλλο αριστερά νιώθω πως δε μπορώ να ισορροπήσω. Γι’ αυτό συνυπάρχουν ισότιμα στη ζωή μου και εύχομαι να συνεχίσουν.

Τι σημαίνει καραντίνα για έναν νέο άνθρωπο;
Η καραντίνα νιώθω ότι είναι σαν ένα φίλτρο slow motion στο οποίο εισχωρεί ένας δρομέας με την ορμή του νέου. Αν με ρωτούσες πριν ένα χρόνο θα σου έλεγα ότι ήταν μια περίοδος παύσης που είχαμε την ευκαιρία να πιάσουμε συχνότητα εαυτού και να δημιουργούμε αναίμακτα. Κάπως αναθεώρησα μετά την δεύτερη καραντίνα χαχαχα.

Μίλησέ μου για τα gigs στην πόλη: πώς ξεκίνησαν, τι τραγούδια έλεγες, πώς σταδιακά ανταποκρινόταν ο κόσμος;
Ήταν επιτακτικό να μοιραστώ αυτό που είχα να πω και ο δρόμος είναι το πιο άμεσο μέρος να συμβεί αυτό. Πηγμένη από τις πανελλήνιες, είχα πάρει ένα βράδυ του Ιουνίου την Αποστόλου Παύλου και άκουσα κάποιον να τραγουδά το «Πάμε Μια Βόλτα στο Φεγγάρι», το οποίο ήταν το πρώτο τραγούδι που έμαθα από τη μητέρα μου αλλά και εν γένει. Πήρα μια μπύρα από το περίπτερο και ένιωσα πως εκείνη τη μέρα θα άκουγα κάτι που έπρεπε να ακούσω. Στάθηκα απέναντι και με γοήτευσε τόσο πολύ η αύρα αυτή που αποφάσισα πως αυτό ήταν. Δύο μέρες μετά έδωσα το τελευταίο μου μάθημα και έτρεξα μέχρι τον Πειραιά να πάρω το τελευταίο ηχείο που είχε μείνει στο μαγαζί. Γύρισα σπίτι, συγκέντρωσα μερικά τραγούδια που ήξερα, κυρίως ελληνόφωνη μουσική που άκουγα, και την ίδια βδομάδα βγήκα στον πεζόδρομο. Ξεκίνησα τα λάιβ μου με 6 περαστικούς, την παρέα μου και τους γονείς μου. Ο κόσμος σταματούσε όλο και περισσότερο. Εγώ δημοσίευα στο προφίλ μου την ώρα και το σημείο συνάντησης και πλέον έρχονταν άνθρωποι αποκλειστικά και μόνο για να ακούσουν μουσική και ρομάντζα κάτω από την Ακρόπολη.
Κάθε λάιβ είναι μια μικρογραφία μιας σχέσης, έτσι αισθάνομαι και το κοινό άλλωστε. Από το αναγνωριστικό στάδιο, που μυριζόμαστε μεταξύ μας, προχωράμε στα γέλια, τα λικνίσματα, τις φωνές, μετά στις συγκινήσεις και τις νοσταλγίες, μετά ξανά πίσω στα τζέρτζελα και ύστερα σε ένα είδος αποχωρισμού. Στο τέλος της συναυλίας νομίζω πως έχω γνωρίσει και με έχουν γνωρίσει σε ένα διαφορετικό επίπεδο.

Ποια είναι η πιο έντονη στιγμή που θυμάσαι;
Η πρώτη φορά που άκουσα να τραγουδάει το κοινό την Ομόνοια. Βρισκόμουν σε ένα σημείο λίγο πιο κάτω από το συνηθισμένο μου το οποίο ήταν πιο σκοτεινό. Παίζοντας το πρώτο κουπλέ άνοιξαν φακοί από τα κινητά και ακούστηκαν μερικές διστακτικές συνοδείες. Έκλεισα τα μάτια μου και με τον στίχο «κι έψαχνα να σε βρω» συνειδητοποίησα πως οι φωνές του κοινού ήταν πολύ πιο δυνατά από το ηχείο μου. Άνοιξα τα μάτια μου και τους είδα όλους βουτηγμένους σε αυτό, να βιώνουν μαζί μου και να με αγκαλιάζουν με τα φώτα. Κρατάω όλα τα χειροκροτήματα, τα σημειώματα, τα λουλούδια, τα χαμόγελα, τα παιδάκια που έρχονται να χορέψουν στο κέντρο, τους ανθρώπους που μου δίνουν μερίδιο της αγάπης τους, όλα όλα με συγκινούν βαθιά.

Πώς φαντάζεσαι το μέλλον σου;
Θέλω σίγουρα να γράφω πολύ και να παίζω άλλο τόσο. Έχω τρέλα με τη σκηνή και θα ‘θελα ταπεινά στο μέλλον η σχέση μας να είναι αμοιβαία. Αυτή είναι η μόνη καθαρή εικόνα που έχω κολλήσει στο ψυγείο με το to-do list μου. Σε προσωπικό επίπεδο τώρα ελπίζω κάποια στιγμή να σταματήσω να τρέχω τόσο για να προλάβω κάτι.

Ποια είναι η πιο αγαπημένη σου γειτονιά; Τι δεν αντέχεις;
Τώρα περνάνε από μπροστά μου τα μπαρ και οι πολυκατοικίες του Παγκρατίου, οι πεζόδρομοι της Πλάκας και του Κουκακίου, τα στενά και τα μπαλκόνια της Κυψέλης, τα σοκάκια και τα ρακάδικα των Εξαρχείων, τα λουλούδια του Μετς, οι τετράπλατοι δρόμοι του Μεγάρου Μουσικής, οι στοές της Πανεπιστημίου, τα θερινά σινεμά στο Λυκαβηττό και στου Ψυρρή, οι πλανόδιοι του Μοναστηρακίου, οι μουσικοί της Αρεοπαγίτου, οι κράχτες που σε μπερδεύουν με τουρίστα στα Αναφιώτικα. Δε μπορώ να επιλέξω από το ποτ πουρί. Ωστόσο, η κίνηση και τα μέσα θα ήταν πράγματα που θα έβγαζα από το πλάνο.

Αγαπημένο βιβλίο, ταινία, μουσική, καλλιτέχνης;
Μπορώ να σου πω αγαπημένη μου ποιητική συλλογή, τα «Κρυμμένα» του Καβάφη, ταινία αμφιταλαντεύομαι μεταξύ της «Amelie» και του «Brief Encounter» και οι πλέιλιστ μου ξεκινάνε με The Boy, Παυλίδη, Nalyssa Green, Κ.Βήτα, στρίβει σε Πυξ Λαξ, Υπόγεια Ρεύματα, Λοκομόντο, Σιδηρόπουλο, Jolly Roger, μετά σε Ζαμάνη, Παπακωνσταντίνου, Χαρούλη, Usurum, Παραδοσιακά, Ιωαννίδη, Χατζιδάκη, Θεοδωράκη και φτάνει σε Μαραβέγια, Δεληβοριά, Δρογώση, Γιώργο Ρους, Μαρίζα Ρίζου, Imam Baildi, Χιώτη-Μαίρη Λίντα, Βέμπο, Αρλέτα, Βάνου και δε συμμαζεύεται. Εννοείται πως έχω και κάτι παρεμβαλλόμενα τραγούδια αγγλόφωνης μουσικής αλλά λέω να ολοκληρώσω την διακριτική παράγραφο εδώ χαχαχα.

Τι σου γράφει στο ραβασάκι του βίντεο κλιπ;
Έχω προσπαθήσει αρκετές φορές να ελιχθώ σε αυτή την ερώτηση! Είναι όχημα για την ιστορία του άλμπουμ. Αν ακούσει κανείς όλο τον δίσκο −προτείνω με τη σειρά− εύκολα θα φανταστεί τι γράφει, αν έχουν ξαναβρεθεί αυτοί οι δύο άνθρωποι, αν έχει χαθεί κάτι που έρχεται ξανά τώρα. Θα το αφήσω εκεί και θα συνεχίσω να ελίσσομαι!

Πώς παραμένει ρομαντική μια γενιά που μεγάλωσε μέσα στην οικονομική κρίση, captial controls, Covid και social media;
Είναι θέμα επιβίωσης στην ωμότητα της εποχής. Ασφαλίζω τη φούσκα στην οποία έχω μεγαλώσει, η οποία ακόμα κι αν είναι see-through: ακόμα κι αν σπάει ορισμένες φορές, με κρατάει καλά. Πιστεύω πως ο ρομαντισμός απλώς έχει μετατοπιστεί και δεν τον έχουμε ανιχνεύσει συνολικά. Τον βλέπω ανάμεσα στα ακροδάχτυλα που μπλέκονται στις θέσεις των βαγονιών, στις μοναχικές περιπλανόμενες περατζάδες, στα πληγωμένα σώματα σε παγκάκια, στα σημειώματα που κρατά κανείς διστακτικά στο πίσω μέρος της παλάμης, στο λουλούδι που φύλαξε κάποιος ανάμεσα στις σελίδες του, στο σκυμμένο κεφάλι του μπροστινού μου προς τον ώμο του διπλανού του στο σινεμά, στο αμάξι που έχει σταματήσει στη γωνία και ακούει δυνατά την αγαπημένη του πλέιλιστ, στους σελιδοδείκτες με αφιερώσεις στα βιβλία, το βλέπω στα μάτια των ανθρώπων όταν διασταυρώνονται τα βλέμματα μας στα λάιβ της Αρεοπαγίτου. Είναι ανάγκη. 


Βρείτε τη Μαρίνα Σπανού σε Instagram, Facebook, Spotify, Youtube