Μουσικη

Ο Moby μιλάει στην ATHENS VOICE

Μια συζήτηση με τον άνθρωπο που άλλαξε την ηλεκτρονική μουσική, για το άλμπουμ «Reprise» και τον τρόπο που ζει και δημιουργεί

Δημήτρης Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 791
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη: Ο Moby μιλάει στην ATHENS VOICE για το νέο του άλμπουμ «Reprise», τη μουσική και τη ζωή του.

Έχουμε τραγουδήσει κι έχουμε χορέψει ξέφρενα μαζί του. Έχουμε τη χαρά να έχει σχεδιάσει το καλοκαίρι του 2009 το εξώφυλλο της ATHENS VOICE, ζωγραφίζοντας έναν μικρό απορημένο εξωγήινο που βρέθηκε στον πλανήτη Αθήνα. Έχουμε το νέο άλμπουμ του Moby που πλημμυρίζει με συναισθήματα και ήχους το καλοκαίρι του 2021. Ο πολυσχιδής δημιουργός, πολυοργανίστας και ακτιβιστής, ο άνθρωπος που βλέπει τον κόσμο ανάποδα, μας μιλάει για τη ζωή του, αλλά και για την απόφασή του να μας παρουσιάσει μερικές από τις πιο σημαντικές του συνθέσεις με τη συνοδεία της Budapest Art Orchestra και πολλούς εκλεκτούς μουσικούς.

Συγχαρητήρια για το άλμπουμ «Reprise», το οποίο ακούω επανειλημμένα. Πείτε μας για την έμπνευσή σας, πώς ακριβώς το είχατε σκεφτεί;
Υπήρξαν δύο πράγματα που με παρακίνησαν και με ενέπνευσαν να κάνω αυτό το άλμπουμ. Το πρώτο ίσως δεν έχει τόσο ενδιαφέρον για τους άλλους, έχει να κάνει με τον τρόπο που δουλεύω. Σε κανονικές συνθήκες, όταν δουλεύω επάνω στη μουσική είμαστε μόνο ο εαυτός μου και το στούντιο, είναι κάτι που αγγίζει τα όρια της μοναστικής εμπειρίας. Θα έλεγα ότι το 99% της μουσικής που έχω δημιουργήσει το έχω κάνει μόνος μου, και πραγματικά λάτρεψα την ιδέα ότι το συγκεκριμένο άλμπουμ θα περιλάμβανε ορχήστρα, κουαρτέτα εγχόρδων, τμήμα με χάλκινα όργανα, γκόσπελ χορωδία, και τόσους διαφορετικούς ανθρώπους. Από την άλλη, ο σημαντικότερος λόγος που θέλησα να κάνω αυτό το άλμπουμ, ήταν συναισθηματικής φύσης. Η προσπάθεια δημιουργίας μουσικής χρησιμοποιώντας μόνο ακουστικά στοιχεία, με απώτερο στόχο να δημιουργηθεί κάτι συγκινητικό. Από τη δική μου οπτική, ο σκοπός της μουσικής είναι να επικοινωνείται το συναίσθημα. 

Είχατε σκεφτεί ποτέ να δουλέψετε με πλήρη ορχήστρα;
Είναι λίγο αστείο, πολύς κόσμος έχει αυτή την ιδέα για εμένα ότι κάνω ηλεκτρονική μουσική. Η αλήθεια είναι ότι αγαπάω την ηλεκτρονική μουσική, ωστόσο από εννέα χρονών σπούδαζα θεωρία της μουσικής και έπαιζα κλασική μουσική. Δεν μου περνούσε από το μυαλό ότι θα μπορούσα να δουλέψω με ορχήστρα, ωστόσο το παρελθόν μου περιέχει δουλειά γύρω από τον κόσμο της κλασικής μουσικής.

Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε δουλεύοντας τα μουσικά θέματα;
Ένα από τα πιο απαιτητικά τραγούδια ήταν το «Go». Ήταν το πρώτο που είχα κυκλοφορήσει τριάντα χρόνια πριν, πάει πολύς καιρός, και ο λόγος που ήταν τόσο απαιτητικό είναι επειδή απουσιάζουν τα φωνητικά. Είναι ένα χορευτικό κομμάτι με ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Υπάρχουν πολλά άλλα τραγούδια στο άλμπουμ που «συστήνονται» με μουσική, στίχους, ρεφρέν, πολυφωνία. Για το «Go», όμως, έπρεπε να σχεδιάσω την ενορχήστρωσή του διαφορετικά. Είχα να σκεφτώ περισσότερο τα συγκρουσιακά στοιχεία, να τα αφήσω να αναμιχθούν δυνατότερα, να ξεχωρίσουν περισσότερο και, να γίνουν, εντέλει, ενδιαφέροντα, επειδή απουσίαζε η παραδοσιακή δομή σε αυτό το τραγούδι.

Πώς σκεφτήκατε να φέρετε στο ίδιο κομμάτι, το «The Lonely Night», τον Mark Lanegan και τον Kris Kristofferson;
Πολλά από όσα προκύπτουν, συμβαίνουν επειδή λατρεύω κάποιες φωνές, τις βρίσκω αξιοθαύμαστες. Μερικές μπάντες, όπως οι Beatles, είχαν τέσσερις τραγουδιστές, οι Fleetwood Mac τρεις, οι περισσότερες τείνουν στον έναν. Η δική μου προσέγγιση στη μουσική είναι να ψάξω να βρω όσο περισσότερες αξιοσημείωτες φωνές μπορώ, είτε αυτό αφορά φωνητικά δείγματα, είτε άλλους τραγουδιστές. Έχω ξοδέψει δεκαετίες αναζητώντας ενδιαφέρουσες, δυναμικές, συναισθηματικές φωνές, κι αυτό που αναζητώ δεν είναι η τελειότητα, αλλά το να έχουν μία ποιότητα που να τις κάνει ξεχωριστές. Ο Mark Lanegan και ο Kris Kristofferson έχουν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Σκοπεύετε να ερμηνεύσετε το «Reprise» στη σκηνή χρησιμοποιώντας ορχήστρα και καλεσμένους;
Δεν το ξέρω. Υπάρχει η απρόβλετη μεταβλητή της πανδημίας. Ξέρω ότι λέω το προφανές, αλλά το να προσπαθείς να προγραμματίσεις αυτή τη στιγμή μεγάλη συναυλία live με ορχήστρα δεν είναι εφικτό. Ίσως να είναι σε έξι μήνες από τώρα, ή σε έναν χρόνο, όμως υπό τις παρούσες συνθήκες δεν υπάρχει τίποτα πιο επισφαλές από μία ορχήστρα με χορωδία γκόσπελ! Φανταστείτε 140 ανθρώπους να αναπνέουν ο ένας δίπλα στον άλλον. Κι όχι μόνο να αναπνέουν, αλλά και να τραγουδούν. Οπότε θα πρέπει να σκεφτούμε πολύ καλά πώς θα οργανωθεί όλο αυτό και ελπίζουμε ότι με το εμβόλιο ο ιός θα περιοριστεί όσο το δυνατόν συντομότερα, τουλάχιστον σταυρώνουμε δάχτυλα ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί. 

Αισθάνεστε ότι ο τρόπος που συνθέτετε έχει αλλάξει μετά τη συνεργασία σας με την ορχήστρα;
Οι ορχηστρικές συνθέσεις τείνουν να μοιάζουν πολύπλοκες, τουλάχιστον στο μυαλό των περισσοτέρων. Αυτό που έμαθα εγώ είναι ότι μερικές φορές μπορούν να είναι πολύ απλές, τουλάχιστον αρκούντως απλές. Έμαθα επίσης, μέσα από αυτό το άλμπουμ, ότι δεν χρειάζομαι περιττή πολυπλοκότητα στις ορχηστρικές διασκευές μου. Είχα μία συζήτηση με τον Γκουστάβο Ντουνταμέλ, τον μαέστρο της Φιλαρμονικής του Λος Άντζελες, κι ήταν αυτός που μου έδωσε την «άδεια», ή την ελευθερία, να κάνω τις διασκευές μου όσο το δυνατόν λιγότερο πολύπλοκες. Υπήρχε κάτι απελευθερωτικό σε αυτό, γιατί ο στόχος είναι η δημιουργία ομορφιάς και όχι κάτι αχρείαστα πολύπλοκο.

Ποιο είναι το πιο όμορφο μέρος που έχετε αντικρίσει;
Πολύ ωραία ερώτηση, και με κάνει να σκεφτώ πολλά όμορφα μέρη. Αλλά αν πρέπει αν διαλέξω, η πιο ιδιαίτερη τοποθεσία, νομίζω, που έχω δει είναι το μέσον του Εθνικού Πάρκου Ρέντγουντ στην Καλιφόρνια. Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη φορά που πήγα, ήταν έξω από το Σαν Φρανσίσκο. Δεν είχα βρεθεί ξανά σε τέτοιο περιβάλλον. Περιτριγυρισμένος από δέντρα ύψους εκατό μέτρων, ηλικίας άνω των χιλίων ετών, το συναίσθημα ήταν βαθύ και έντονο, σχεδόν θρησκευτικό. Έχω δει πολλά όμορφα μέρη, όμως η αίσθηση σε αυτό ήταν πολύ ξεχωριστή.

Τι κάνετε για να φορτίσετε τις δημιουργικές σας μπαταρίες;
Θα ακουστεί αστείο, όμως, στη μέχρι τώρα ζωή μου, δεν έχει χρειαστεί να τις φορτίσω. Σχεδόν τίποτα δεν με κάνει πιο ευτυχισμένο από το να δουλεύω δημιουργικά. Οπότε ο ευκολότερος δρόμος να φορτίσω αυτές τις μπαταρίες είναι απλώς να πάω στο στούντιό μου, να βάλω μπροστά τα μηχανήματα και να εργαστώ με τη μουσική. Υπάρχει ενθουσιασμός και διάθεση για όλα τα projects, ποτέ δεν καίγομαι, ποτέ δεν κουράζομαι. Αυτό που με κουράζει είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε, η κίνηση στους δρόμους... τέτοια πράγματα. Όχι η μουσική.

Τι αναμνήσεις έχετε από το πρώτο σας ταξίδι στην Ελλάδα; Θυμάστε κάποια συγκεκριμένη συναυλία;
Είναι δύσκολο να θυμηθώ ακριβώς, αλλά νομίζω ότι μία από τις πρώτες φορές που ήμουν στην Ελλάδα ήταν για ένα φεστιβάλ εκεί γύρω στις αρχές, ίσως και στα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Ήταν το 1996, στο «Rock Of Gods»…
Ήμασταν μαζί με τον Iggy Pop. Αυτή ήταν η πρώτη φορά, αλλιώς όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Animal Rights»... Θυμάμαι πάντως να παίζω δύο σόλο συναυλίες στην Αθήνα, και το εκπληκτικό σε αυτό ήταν ότι ο κόσμος γνώριζε το τραγούδι «That’s When I Reach For My Revolver», το οποίο δεν είχε ακουστεί ξανά πουθενά στον κόσμο εκτός από τη Μασαχουσέτη.

Ακολουθείτε ένα συγκεκριμένο «τελετουργικό», πριν βγείτε στη σκηνή;
Αν πρόκειται για μεγάλο σόου, επειδή είμαι και μεσήλικας, κάνω κάποιες βασικές διατάσεις. Επίσης, επειδή δεν είμαι σπουδαίος τραγουδιστής, πρέπει να κάνω κάποια βασικά ζεστάματα για να σιγουρέψω ότι δεν θα καταστρέψω τη φωνή μου. Έχω ακούσει ιστορίες τραγουδιστών που χρειάζονται 90 λεπτά πριν τη συναυλία για να διαλογιστούν, να κάνουν διάφορα τελετουργικά πριν βγουν να τραγουδήσουν. Εμένα μου αρκεί να σταθώ στην άκρη της σκηνής και να τεντώσω τα πόδια μου.

Ποιος είναι ο καταλύτης για να ξεκινήσετε έναν δίσκο;
Μου έχει συμβεί να διαβάσω συνεντεύξεις μουσικών όπου μιλάνε για μία δομημένη προσέγγιση στον τρόπο που φτιάχνουν δίσκους. Πολλοί πηγαίνουν περιοδεία, μετά την περιοδεία πηγαίνουν διακοπές, μετά τις διακοπές ξεκινάνε να γράφουν για τον επόμενο δίσκο... Η αλήθεια είναι ότι εγώ προσωπικά δεν σταματάω να γράφω. Ξεκίνησα να δουλεύω με τους δίσκους όταν ήμουν δεκαέξι χρονών, και από τότε απλά δεν έχω σταματήσει ποτέ.

Με τι ασχολείστε τώρα;
Με το δεύτερο άλμπουμ «Reprise». Καλώς εχόντων των πραγμάτων ξεκινάω μια δισκογραφική εταιρία, και παράλληλα δουλεύουμε κι ένα παράξενο project που λέγεται «The Void Pacific Choir». Έχω επίσης μία κινηματογραφική/τηλεοπτική εταιρία παραγωγής, κι εκεί έχουμε καταπιαστεί με έξι ή επτά διαφορετικά πράγματα. Προσπαθώ να γράψω επίσης δύο βιβλία – όπως ίσως θα προσέξατε, μου αρέσει πάρα πολύ να δουλεύω. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, δεν παίρνω ποτέ ρεπό. Εργάζομαι επτά ημέρες την εβδομάδα, 365 ημέρες τον χρόνο, αυτό με κάνει ευτυχισμένο.



Ποιος ή τι σας ενέπνευσε να επιλέξετε να γίνετε vegan και τι θα σας άρεσε να βλέπατε να κάνουν οι ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ζώων ή οι οργανώσεις;
Είμαι vegan εδώ και 34 χρόνια. Από τον Αϊνστάιν και τον Τολστόι, μέχρι τον Ντα Βίντσι και τον Γκάντι, είναι πολλοί οι άνθρωποι που με ενέπνευσαν να ενεργοποιηθώ για τα δικαιώματα των ζώων. Η συμβουλή μου στους ακτιβιστές θα ήταν να διασφαλίσουν ότι σέβονται τους συνομιλητές τους – ακόμα κι όταν υπάρχει διαφωνία να εξακολουθούν να τους αντιμετωπίζουν με σεβασμό. Κάτι ακόμα που θα ήθελα να τους πω είναι να μιλήσουν για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις από την εκτροφή των ζώων, και για τις πανδημίες. Είναι τόσα τα θέματα που προκύπτουν που είναι πολύ σημαντικό, νομίζω, να τα αναδεικνύουν όσο το δυνατόν περισσότερο.