- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μάκης Χριστοδουλόπουλος: Δεν κοιμάμαι τώρα πια τα βράδια
Ιστορίες θρυλικών ελληνικών τραγουδιών στη νέα στήλη «Παραπαραγωγικά» του athensvoice.gr
Ο Άγγελος Σφακιανάκης θυμάται την ιστορία του τραγουδιού «Δεν κοιμάμαι τώρα πια τα βράδια» που ερμήνευσε ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος κι έγινε λαϊκή επιτυχία.
Όλοι στην κομπανία ήμασταν fans του Μάκη. Τον είχαμε δει 2-3 φορές live σε κέντρα και επιδιώκαμε να τον βλέπουμε και στα πανηγύρια. Θαυμάζαμε την πηγαία μουσικότητα, την ευστροφία του λαρυγγιού του, τη γνώση και την χρήση των δρόμων, τον οίστρο και τον χορευτικό παλμό που μετέδιδε.
Και έφθασε η στιγμή για την πρώτη συνεργασία μου με τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο το 1989 στον δίσκο «Μαραμένη μου γαρδένια». Με σύστησε ο Κυριάκος Μαραβέλιας, ότι θα είμαι ο παραγωγός του. Τότε ο Μάκης είχε ένα επιτελείο έμπειρων συνεργατών. Ο Ανδρέας Σπυρόπουλος που ήταν ο στιχουργός όλου του δίσκου και μαζί στήνανε τα τραγούδια. Και ακολουθούσε ο βετεράνος ενορχηστρωτής Νάκης Πετρίδης. Είχα κλείσει στο Sierra με τον Μπάμπη Μπίρη ηχολήπτη.
Ο ρόλος μου ήταν σχεδόν εκπαιδευόμενου. Η ομάδα τα έκανε όλα. Εγώ σημείωνα απλώς τις ώρες. Ήταν σαν να μην υπήρχα. Μέχρι που κάποια στιγμή επενέβην και παρατήρησα πως κάτι ήταν ξεκούρδιστο. Το διαπιστώνει με την υπόδειξή μου και ο μαέστρος. Το εξετίμησε. Με είδαν με άλλα μάτια. Α αυτός ακούει! Έκτοτε ζητούσαν και τη γνώμη μου.
Τότε δοκίμαζα κι εγώ αν μπορούσα να την κάνω αυτήν την δουλειά. Αλλιώς είναι να δουλεύεις με τα φιλαράκια σου κι αλλιώς να βουτάς στον ανταγωνισμό της αγοράς. Είχα στα αυτιά μου μια πατρική διαπίστωση - συμβουλή που μου έδωσε ο Κυριάκος Μαραβέλιας. «Αυτή η δουλειά είναι αχάριστη! Η επιτυχία είναι του καλλιτέχνη, η αποτυχία δικιά σου».
Την επόμενη χρονιά πώς τα έφερε η μοίρα και το επιτελείο ήμουν μόνο εγώ.
Όταν μαζέψαμε το υλικό για τον επόμενο δίσκο του, «Φτάνει να γυρίσεις», και αισθανόταν μια σιγουριά, μου λέει στο καμαρίνι, ενώ έδενε τα κορδόνια του, «Άγγελε, όποτε θέλεις να κάνω ένα πανηγύρι για το χωριό σου να μου πεις». «Εγώ δεν έχω χωριό Μάκη, είμαι Αιγυπτιώτης, Έλληνας πρόσφυγας από την Αίγυπτο» του απάντησα. Έμεινε για λίγο αποσβολωμένος. Σηκώθηκε και με αγκάλιασε. «Γι’ αυτό μας καταλαβαίνεις». Από τότε κολλήσαμε.
Εκεί γύρω στο 1992 ο Μάκης πήρε την πρωτοβουλία και ετοίμαζε τον δίσκο του Γιώργου, του γιού του. Του πήγαν τραγούδια απευθείας τραγουδοποιοί και έκανε αυτός την επιλογή για τον Γιώργο. Εγώ δεν είχα ιδέα. Με παρακαλεί να πάω να βοηθήσω γιατί δεν προχωράει η παραγωγή. Είναι ένα χρόνο στο στούντιο. Πάω στο 111 στο Μοσχάτο. Η κατάσταση είναι δύσκολη. Έφαγαν χρόνο να γραφτούν τα τραγούδια. Οι γραμμένες ορχήστρες ήταν πολύ μοντέρνες και το παιδί δεν είχε πού να πατήσει. Η πρώτη επαφή με το στούντιο, για κάθε τραγουδιστή, ιδιαίτερα η προσαρμογή να ακούς με τα ακουστικά θέλει κάποια εξοικείωση. Προσπαθώ να βελτιώσω τις συνθήκες για να τραγουδήσει ο Γιώργος. Χρειάζεται χρόνο.
Όμως στα ηχογραφημένα τραγούδια, ακούω και το «Δεν κοιμάμαι τώρα πια τα βράδια». Μου εντυπώνεται. Ποιος το έγραψε; Στέφανος Κυπριώτης μουσική, Πίτσα Τσιάλτα στίχοι. Παράλληλα έχουμε ξεκινήσει με τον Μάκη να μαζεύουμε τραγούδια για τον επόμενο του δίσκο. Σε ανύποπτη στιγμή του λέω «Υπάρχει ένα πολύ δυνατό κομμάτι στη δουλειά του Γιώργου». Δεν ρωτάει για ποιο μιλάω Το προσπερνάει. Δεν θέλει να το συζητήσει…
Εντωμεταξύ μπαίνουμε στο στούντιο για τον Μάκη. Γράφουμε στο «Ν» του Νικολόπουλου με ηχολήπτη τον ανερχόμενο τότε Γιάννη Παξεβάνη που μιλάει σε όλους στον πληθυντικό και αισθανόμαστε πολλοί. Ενορχήστρωση ο άλλος βετεράνος μαέστρος ο Δημήτρης Μηλιός.
Περνούν οι μέρες και επανέρχομαι. «Είναι ένα πολύ δυνατό τραγούδι στο 111 που σου πάει». «Δεν τον χαλάω τον μικρό» μου λέει.
Προσπαθώ να γίνω σαφής. Δεν πρόκειται για χάλασμα αλλά για χτίσιμο. Το τραγούδι είναι δραματικό. Μεγαλύτερο βάρος έχει όταν το λέει ένας ώριμος άνδρας από ένα νέο παλικάρι. Επίσης άλλη μεταδοτικότητα έχει μια αναγνωρισμένη και αγαπημένη φωνή.
Η απάντηση είναι η ίδια. «Δεν τον χαλάω εγώ τον μικρό». Η θέση μου είναι δύσκολη. Δεν θέλω να ταράξω τις οικογενειακές σχέσεις. Με τρώει όμως και το σαράκι. Το τραγούδι είναι για τον Μάκη. Την εποχή εκείνη χρειαζόταν μια γερή ένεση. Από τις ταμπέλες της παραλιακής εκείνο τον χειμώνα ήταν στην Πατησίων στο ABC.
«Μάκη, αν εκδοθεί έχουν την δυνατότητα να το πουν και άλλοι σαν επανεκτέλεση». «Δεν το χαλάω το παιδί». Στην τελική μου προσπάθεια για να τον πείσω τον ρωτάω «Μάκη, ποιος φέρνει τα λεφτά στο σπίτι;». «Αφού ξέρεις, τι ρωτάς;» μου απαντάει. «Ξέρω πόσο αγαπάς τον Γιώργο, αλλά αν το πεις εσύ το τραγούδι θα φέρεις μεγάλη χαρά στο σπίτι και θα βρεις άλλο τρόπο να βοηθήσεις το παιδί». Τον έπεισα.
Το γράψαμε και το είπε με τον μοναδικό του τρόπο.
Ο Μάκης είναι από τους τραγουδιστές που έχουν ένα άναρχο και αυτοσχεδιαστικό τρόπο τραγουδίσματος. Κάθε φορά σε ξαφνιάζει με τις διαφορετικές παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Ίσως το κλαρίνο τον βοήθησε να είναι ελεύθερος.
Λειτούργησα σαν product manager δηλαδή, τα της έκδοσης περάσανε όλα από τα χέρια μου. Τηλεφωνώ στον εξαιρετικό σκηνοθέτη Δημήτρη Σώτα. Θα κάνουμε Mega Star και θέλουμε 4 clips. Συγχρονισμός προβολής με την κυκλοφορία. Μου φέρνει μια φωτό για το κλίμα του «Δεν κοιμάμαι». Με εμπνέει με την εύστοχη άποψή του. Το σκηνικό είναι επαρχιώτης στην Ομόνοια. Νεορεαλισμός. Τρία γυρίσματα Ταβέρνα. Ξενοδοχείο στην Ομόνοια. Προκυμαία στον Πειραιά. Ο Μάκης με παλτό ριχτό στους ώμους λες και έχει γίνει μόνο γι’ αυτόν ο ρόλος. Στο γύρισμα της ταβέρνας του φέρνω τους μουσικούς τον θρυλικό Σταματάκη με τα μαύρα γυαλιά –τον ακορντεονίστα του Καζαντζίδη- τον Νικηφόρο τον μπουζουξή του Μάκη με μουστακάκι με το τρίχορδό μου, τον Κιούση από τους Ρεμπέτ Ασκέρ, τον συνάδελφο Γιώργο Τζοβανάκη στην κιθάρα, έναν κομπάρσο με τον μπαγλαμά μου. Είμαι συνέχεια κοντά. Τελειώνουμε 5-6 η ώρα το πρωί σε μια προκυμαία στον Πειραιά. Είναι μια ταινία μικρού μήκους.
Πάμε για κυκλοφορία με τίτλο δίσκου «Αν με χρειαστείς» και τραβιέμαι στα δικαστήρια με ανταγωνιστική εταιρεία που επιμένει και βγάζει αλαζονικά το ίδιο τραγούδι πριν από μας, με άλλον τραγουδιστή, παρ’ όλον ότι το έχω δεσμεύσει με συμφωνητικό από τους δημιουργούς του.
Κερδίζω τα ασφαλιστικά και τους σταματώ τον δίσκο. Πρέπει να εξαιρεθεί το «Αν με χρειαστείς» από την έκδοσή τους. Είναι πιο επιτήδειοι και σπρώχνουν στην αγορά 10.000 κομάτια πριν να βγει η απόφαση.
Με μία αγορά μπερδεμένη και αναστατωμένη κυκλοφορούμε. Ο Χριστοδουλόπουλος όμως έχει άσσο στο μανίκι του. Ο Μάκης που ως τα τότε δεν είχε κάνει σουξέ ζεϊμπέκικο, με το «Δεν κοιμάμαι» σπάει ταμεία. Το τραγούδι παίζεται παντού, σε αεροπλάνα και βαπόρια, σε ταξί, πούλμαν και φορτηγά. Το καλοκαίρι ο Μάκης επιστρέφει στην παραλιακή με φωτεινή ταμπέλα στο BIO BIO.