- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Νίκος Βουρλιώτης: Οι Goin' Through, το hip hop και η ζωή μου
O NIVO επιστρέφει με δύο νέα άλμπουμ και μιλάει στην ATHENS VOICE για όλους και όλα
Συνέντευξη: Ο Νίκος Βουρλιώτης απαντά για τους Goin' Through, το hip hop, τον NIVO, τους haters και τη ζωή του εντός κι εκτός μουσικής.
«From New York to Athens, my man, Nikos, from Goin’ Through» αφιέρωνε στο μικρόφωνο ο πρόωρα ταξιδεμένος Guru των Gang Starr το 2004 κι εγώ, αντί να πω κάτι, βαράω μια προσοχή με το που ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ. Ο Νίκος Βουρλιώτης περνά τα γραφεία της ATHENS VOICE και το μυαλό μου γυρίζει στα χαμένα μονοπάτια του 1995, που αναζητούσαμε στο σχολείο τα raps που έγραφε και όσοι δεν μπορούσαν να τα βρουν σε CD, βολεύονταν με 60άρες TDK. Έβαλε στα σπίτια χιλιάδων Αθηναίων δίσκους ως πωλητής στα Metropolis, έφερε το hip hop στο επίκεντρο των ελληνικών δισκογραφικών εταιριών, έσπασε ραδιοφωνικούς φραγμούς, κόλλησε μια Ελλάδα στο repeat με τα καλογραμμένα κουπλέ που πατούσαν πάνω στους αναλογικούς ήχους ενός Roland του Μιχάλη Παπαθανασίου. Μάζεψε όλο το «χαρτί» για πολλά πολλά χρόνια κι έκανε πολλούς να τον βρίζουν όλη μέρα. Μοιράστηκε την ίδια σκηνή με τους Cypress Hill κι έγινε εύκολος στόχος από μικρόφωνα της εγχώριας σκηνής και κομματικές εφημερίδες μέχρι trolls. Σήμερα, που ό,τι έχει φτιάξει, το έχουν κράξει και αντιγράψει, ετοιμάζει ένα προσωπικό άλμπουμ κι ένα ακόμα με τους Goin’ Through, αδιαφορώντας για τα αλγοριθμικά tricks των τάσεων στο YouTube. Του κάνω ερωτήσεις, λίγο, λίγο, λίγο, και δίνει απαντήσεις NiVo, NiVo, NiVo.
«De Niro» και «Με γάμησες». Επιστρέφεις με δύο νέα τραγούδια προσεχώς. Τι σε απασχόλησε αυτή τη φορά; Τι έχει αλλάξει από τις προηγούμενες;
Εδώ και χρόνια έχω απαλλαχθεί από το άγχος που κυριεύει τους καλλιτέχνες να αποδείξουν ποιοι είναι και τι αξίζουν. Τα νέα δεδομένα στη μουσική και τη δισκογραφία, καθώς και τα trends που διαμορφώνουν το νέο format, έχουν σίγουρα επηρεάσει όχι μόνο το κοινό αλλά κυρίως τους καλλιτέχνες και τους δημιουργούς. Αυτός είναι και ο τίτλος που κατέληξα ότι με ενδιαφέρει να κατακτήσω, του δημιουργού. Έτσι λοιπόν μπήκα σε μια διαδικασία να φτιάξω τραγούδια με ένα αυστηρά προσωπικό αισθητικό κριτήριο που δεν είναι απαραίτητο ούτε υποχρεωτικό να ταυτιστεί κανείς άλλος με το περιεχόμενό τους. Εξάλλου ποτέ δεν ήταν… Το «De Niro» είναι ένα διαφορετικό project, ένα δείγμα από το προσωπικό μου άλμπουμ «NIVO», που μαζί με το «JESUS» κι αρκετά άλλα ακόμα αποτελούν μια ωδή στις περσόνες που με ενέπνευσαν και γαλούχησαν τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσα και αντιλαμβάνομαι τη ζωή, τον κόσμο ακόμα και την ίδια την τέχνη. Στο «De Niro» περιγράφω τη ζωή μου μέσα από ταινίες του αγαπημένου μου αυτού καλλιτέχνη ενώ στο «Με Γάμησες» μαζί με τον Ισορροπιστή κάνουμε ένα ψυχογράφημα των ανθρώπινων σχέσεων, σ’ ένα τραγούδι που θα περιέχεται στο άλμπουμ των Goin’ Through και που θα χαρακτήριζα βαθιά ερωτικό.
«Κλείστε μου το στόμα». Έχεις αυτολογοκριθεί ποτέ; Πώς σου φαίνεται όλη αυτή η ιστορία της πολιτικής ορθότητας που συχνά εμφιλοχωρεί και στη rap κουλτούρα;
Το έχω ξαναπεί ότι έχω μπει πολλές φορές στη διαδικασία να αυτολογοκριθώ ή να φιλτράρω τα τραγούδια μας, σε μια προσπάθεια να προστατέψω κυρίως το περιεχόμενό τους αλλά και το κοινό από λάθος ερμηνείες ή συμπεράσματα. Προσπάθησα λοιπόν απ’ την αρχή να γίνω πιο ξεκάθαρος και συγκεκριμένος σε ό,τι λέω, όχι για να αποφύγω την κριτική ή τις παρεξηγήσεις, αλλά γιατί θέλω πάντα να είμαι συνεπής απέναντι σε ό,τι ή όποιον στοχοποιώ αποφεύγοντας τα ακούσια χτυπήματα σε τρίτους ή άσχετους. Σχετικά με το κίνημα της πολιτικής ορθότητας, που σίγουρα σε πολλές περιπτώσεις βοήθησε να αποκατασταθούν ορισμένες κοινωνικές αδικίες, αισθάνομαι πως τείνει να εξελιχθεί σε μια μορφή φονταμενταλισμού. Διαπιστώνω πως υπάρχει εκφυλισμός και εκτροπή αυτής της κίνησης προς μια μορφή ελέγχου της σκέψης που απειλεί την ελευθερία της έκφρασης, και συμμόρφωση στις απαιτήσεις της όποιας εξουσίας.
«Πόσο μαλάκας είσαι», «Vendetta» και πάει λέγοντας. Τελικά τι έγινε στο Club 22; Πώς είναι να έχεις γράψει τα πιο γνωστά diss;
Καταρχήν το τραγούδι αυτό δεν γράφτηκε μέσα στο στενό «φιλοσοφικό» πλαίσιο ενός συνηθισμένου hip hop diss. Είχε από την αρχή «πανανθρώπινο» χαρακτήρα (χαχά). Το «Πόσο μαλάκας είσαι» γράφτηκε για να εκφράσει τον σύγχρονο μέσο Έλληνα και να γίνει ο ύμνος για αυτόν που αποφασίζει να εκφραστεί απέναντι στην ελληνική πραγματικότητα. Το πιο λυρικό του όπλο σε μια μάχη με το κουτσομπολιό και όλα όσα τον αφορούν και τον επηρεάζουν. Αυτά τα κουτσομπολιά, οι ανυπόστατες πληροφορίες και κάποιοι αστικοί μύθοι τάιζαν πάντα το αχόρταγο hip hop κοινό και το έκαναν να παίρνει θέση στα πράγματα διαμορφώνοντας πολλές φορές το τοπίο. Κάποια στιγμή η προσωπική μου «κόντρα» με τον Πάνο από τους ΖΝ (Μηδενιστή) έφερε πολλά φανταστικά σενάρια προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού. Σ’ ένα από αυτά, κάποιοι διαπληκτίστηκαν «παίζοντάς τες» με ένα συνεργάτη των Goin’ Through στο Club 22, ξεκινώντας με αυτό τον τρόπο ένα γαϊτανάκι από φήμες που έλεγαν ότι με χτύπησαν και άλλα τέτοια ευφάνταστα θέλοντας προφανώς να πλήξουν το γόητρό μου. Δεν μπήκα ποτέ σε αυτό το παιχνίδι των εντυπώσεων. Κατάλαβα από νωρίς ότι αυτό είναι αναπόφευκτο και κυρίως ότι εξυπηρετεί μόνο τους άλλους.
Γυρνάμε τον χρόνο στο 1999; Στο «Θέλω να γυρίσω» με τον Γιώργο Μαζωνάκη, την πρώτη μεγάλη συνεργασία ενός hip hop καλλιτέχνη με έναν λαϊκό τραγουδιστή, που άφησε πίσω της ένα γνώριμο πια τραγούδι στη εγχώρια δισκογραφία. Πολλοί σας έκραξαν, ακόμα περισσότεροι σας μιμήθηκαν αργότερα έχω την αίσθηση. Τι θυμάσαι;
Δεν άφησε μόνο ένα γνώριμο τραγούδι στην ελληνική δισκογραφία. Άλλαξε τον δισκογραφικό χάρτη και τα δεδομένα μιας ολόκληρης αγοράς. Έκανε το μουσικό αυτό είδος mainstream, βάζοντάς το στα μαγαζιά και ανοίγοντας τις πόρτες των δισκογραφικών εταιρειών και των labels σε πολλά νέα παιδιά και συγκροτήματα. Παράλληλα απενοχοποίησε όχι μόνο τους καλλιτέχνες κάνοντάς τους πιο τολμηρούς, αλλά και όλες τις δυτικές συνοικίες που μέχρι εκείνη την εποχή ζούσαν στη σκιά της καχυποψίας και της απόρριψης. Έγινε μέχρι και σίριαλ στην ελληνική τηλεόραση με τη Σταυροπούλου και τον Γεωργούλη. Μα το πιο σπουδαίο από όλα είναι πως δημιούργησε συναισθήματα. Αυτός δεν είναι ο προορισμός ενός τραγουδιού; Αυτό δεν οφείλει να επιδιώκει κάθε τραγούδι; Αυτή δεν είναι η «αποστολή» του; Ένα απλό τραγούδι που ταξίδεψε μέχρι την άλλη άκρη του Ατλαντικού κι άπλωσε το χέρι σε Έλληνες μετανάστες που... θέλουν να γυρίσουν στα παλιά. Δεν είναι λίγο πράγμα αυτό. Φυσικά, μαζί με όλα τα παραπάνω, δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερο χάσμα με πολλούς «συναδέλφους» που θεώρησαν αυτή τη συνεργασία «πλήγμα» για το κύρος του ελληνικού hip hop. Ένα «πλήγμα» που πάνω σε αυτό, όμως, στηρίχτηκαν πολλοί για να κάνουν καριέρα.
...το κατά τ’ άλλα φιλελεύθερο hip hop, δεν μπορεί να ανεχτεί καμία διαφορετικότητα. Δεν το βρίσκετε λίγο υποκριτικό όλο αυτό;
«Ευρώ». Οι Goin’ Through έζησαν μια πρωτοφανή δημοφιλία στα 00s. Τι απαντάς στις κατηγορίες πως το «ξεπουλήσατε» και «δεν το κρατήσατε αληθινό»; Ότι παραμορφώσατε την ταυτότητα του hip hop με την κουλτούρα των ελληνάδικων και της πίστας;
Δεν νιώθω ότι η διαφορετικότητά μας θα πρέπει να καταγραφεί σαν «ξεπούλημα» ή παράβαση του κώδικα. Ούτε καν ως συμβιβασμός. Εννοείται πως συμβιβαστήκαμε μέσα σε σχέσεις, συμβόλαια, υποχρεώσεις και σε συμπεριφορές σε μια αγορά που διαμορφώνεται συνέχεια τα τελευταία χρόνια. Κάναμε πάντα αυτό που θέλαμε, κρατώντας «αληθινό» το πιο σημαντικό πράγμα για μας που είναι η προσωπικότητά μας ως άνθρωποι. Δεν ξέρω γιατί αυτό θα πρέπει να είναι παρεξηγήσιμο. Στις αρχές των 00s, γνώρισα τον θρυλικό Guru από τους Gang Starr. Αυτή η γνωριμία ήταν και η αφορμή για τη μετέπειτα συνεργασία μας στο άλμπουμ «La Sagrada Familia». Ο Guru μου έλεγε πάντα... «Γάμα τους κώδικες. Μετάφρασε το hip hop στη γλώσσα σου. Προσάρμοσέ το στην ελληνική πραγματικότητα. Βάλε κλαρίνα και μπουζούκια, αν χρειαστεί, για να σε ακούσουν ακόμα περισσότεροι... φέρε τον κόσμο κοντά στη μουσική μας!» Αυτό ακριβώς έκανα κι ας μη μπερδεύουμε τα πράγματα. Μπορώ να μιλάω ώρες για τις επιλογές μου και για τη θετική τους πλευρά. Και προσέξτε τι λέω, «τις επιλογές μου», τις δικές μου επιλογές! Πήρα την τέχνη μου και την πήγα εκεί που συχνάζει ο κόσμος παρουσιάζοντάς την με τον δικό μου τρόπο και τη δική μου αισθητική. Έδωσα σε πολλούς την ευκαιρία να ακούσουν διαφορετικά αυτή τη μουσική πριν την απορρίψουν, όπως έκαναν συνήθως. Απενοχοποίησα το είδος κι έφτιαξα συνθήκες δουλειάς και «νυχτοκάματα» για πολλούς από αυτούς που σταθερά και παθιασμένα με κατηγορούσαν για... «προδοσία». Στην αρχή με κατηγόρησαν επειδή έβαλα τη μουσική μου στα clubs. Ήταν, βλέπεις, πολύ τολμηρό, σχεδόν υποτιμητικό για κάποιους να ακούγεται το ελληνικό hip hop στο ίδιο playlist με τραγούδια από την υπόλοιπη ελληνική ή διεθνή δισκογραφία. Εγώ ποτέ δεν το είδα έτσι. Ήξερα ότι υπάρχει πολύς κόσμος εκεί έξω με ετερόκλητα γούστα που του αρέσουν αρκετά και διαφορετικά πράγματα. Μετά με κατηγόρησαν για τις συνεργασίες, τους χορηγούς, τις εκπομπές στο MAD, το στιλ και το ντύσιμο, τα φράγκα, την γκλαμουριά, την «αμερικανιά», τον Ολυμπιακό... τα πάντα! Μα στην ουσία δεν με κατηγορούσαν για τίποτα από όλα αυτά, αλλά για εκείνο που εντόπισα από την αρχή της κουβέντας μας... Τη διαφορετικότητα και, φυσικά, την επιτυχία!
«Λόγια πολλά» έχεις ακούσει πολλά. Πώς αντιμετώπισες τις επιθέσεις που δέχτηκες στο παρελθόν; Πώς σου φαίνεται η ρητορική του μίσους που γίνεται εργαλείο στα χέρια των λαϊκιστών;
Ξέρω πολύ καλά ποιοι είναι οι κώδικες που θεωρητικά καταπάτησα. Και γνωρίζω καλύτερα απ’ τον καθένα πόσο μεγάλο δίλημμα ήταν αν θα αποφασίσω τελικά να υπηρετήσω αυτούς τους κώδικες εις βάρος της προσωπικότητάς μου. Αν θα πρέπει να αλλάξω τον εαυτό μου για να αρέσω σε κάποιους. Ήμουν από την αρχή ειλικρινής με το κοινό και οι μη φανατισμένοι του είδους το κατάλαβαν και το εκτίμησαν αμέσως. Αυτό με βοήθησε πολύ γιατί δημιούργησα αληθινές σχέσεις με το κοινό, σχέσεις ουσιαστικές με ποιότητα και διάρκεια. Έμαθα από νωρίς να απαντάω με τραγούδια, γράφοντας όλα όσα νιώθω και κάνοντάς τα δίσκους που το μίσος και ο λαϊκισμός τούς έφερνε πάντα με μεγάλη ταχύτυτα στην κορυφή, δίνοντας τους χρώμα, άλλοτε χρυσό κι άλλοτε πλατινένιο. Στα «ψιλά» γράμματα αυτής της συνθήκης είναι ότι αυτό που μόλις περιγράψαμε οργανώνεται και εκτελείται από ανθρώπους που υποτίθεται πως υποστηρίζουν μέσα από τη μουσική τους το δικαίωμα στην έκφραση και στη διαφορετικότητα βάλλοντας με πάθος κατά των κοινωνικών διακρίσεων. Με λίγα λόγια, το κατά τ’ άλλα φιλελεύθερο hip hop, δεν μπορεί να ανεχτεί καμία διαφορετικότητα. Δεν το βρίσκετε λίγο υποκριτικό όλο αυτό;
Το «Δεν αντέχω» ήταν ένα ringtone για πολλές «σειρές» στον ελληνικό στρατό. Ποια είναι η γνώμη σου για τη στρατιωτική θητεία και τι θυμάσαι από τη δική σου;
Στο «Κλείστε μου το στόμα» γράφω... «Για του λόγου τ' αληθές αν παράδειγμα θες / Μεταθέσεις απ’ τον Έβρο κατευθείαν στο Γ.Ε.Σ. / Μ’ ένα ντριν το ρουσφέτι αποκτά υπόσταση / Κι απ' το σπίτι στο στρατόπεδο μικραίνει η απόσταση». Η αλήθεια είναι πως η γνώμη μου για τη στρατιωτική θητεία ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με αυτήν που έχω και για τις υπόλοιπες δομές της ελληνικής πολιτείας. Σχεδόν τα πάντα σε αυτόν τον τόπο είναι φτιαγμένα και δομημένα με τρόπο που να εξυπηρετούν πρώτα την εικόνα και μετά την ουσία. Και φυσικά λιγότερους από αυτούς που «προβλέπεται». Κι εδώ, όπως παντού, συναντάς τα ίδια χαρακτηριστικά με πιο βασικό αυτό της αναξιοκρατίας, με τεράστιες ελλείψεις και αδυναμίες σε διοικητικές δεξιότητες, σε σχεδιασμό και στοχοποίηση. Δεν είμαι ειδικός και δεν γνωρίζω πόσο «καλό» στρατό έχουμε. Ούτε είμαι σε θέση να ξέρω πού υστερούμε ή υπερτερούμε. Έχω όμως μια βαθιά πεποίθηση πως ο ελληνικός στρατός, ως δομή, θα πρέπει να επανεξετάσει πολλά πράγματα, δίνοντας περισσότερο βάρος στην ουσία συγκριτικά με τα υπόλοιπα.
Ζούμε την απόλυτη κυριαρχία του «φαίνεσθαι»
«Μπαμπά» αλλά και «Παιδί χωρισμένων γονιών» σε μια συνεργασία με τον Στάθη Δρογώση. Τι άλλαξε στη ζωή σου η πατρότητα;
Για πολλά χρόνια η ανδρική ταυτότητα διαµορφωνόταν και συμβάδιζε µε τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, αντανακλώντας ταυτόχρονα τις κυρίαρχες αντιλήψεις περί ανδρισµού, ενώ σχεδόν πάντα ήταν συνυφασμένη µε χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη σωματική δύναμη, την επιβολή ελέγχου και εξουσίας, τη φιλοδοξία, τη σκληράδα και τον ανταγωνισμό. Η συναισθηματική πλευρά του άνδρα, σε σχέση µε τον πατρικό του ρόλο δυστυχώς αποσιωπάται και εξαντλείται στην έννοια του «χορηγού» υλικών αγαθών, διατηρώντας σε µεγάλο βαθµό την έλλειψη επικοινωνίας και συναισθηµατικής εγγύτητας µε τα παιδιά. Τα τελευταία χρόνια πολλά δείχνουν να αλλάζουν. Η έννοια της πατρότητας µοιάζει να επαναπροσδιορίζεται και να εξελίσσεται σαν µια συνθήκη ιδιαίτερα σημαντική αλλά και απαραίτητη για την καλή ψυχοσυναισθηματική υγεία ολόκληρου του οικογενειακού συστήματος, του οποίου μέρος είναι και ο ίδιος ο άνδρας. Εκεί ακριβώς βρίσκομαι αυτή τη στιγμή έχοντας αναλάβει τον σπουδαιότερο ρόλο της ζωής μου, έχοντας αλλάξει σχεδόν τα πάντα, με κυριότερο, τον τρόπο που βλέπω πια τη ζωή. Σε ένα νέο, συναισθηματικά παραγωγικό ρόλο που με κάνει να αυτοβελτιώνομαι και να επαναπροσδιορίζω τις προτεραιότητές μου.
Σε όλη αυτή την «Αναζήτηση» από το 1995 μέχρι σήμερα τι θεωρείς πως συνεισέφερες στην εγχώρια hip hop σκηνή, στο ελληνικό τραγούδι; Τι θα άλλαζες αν μπορούσες να γυρίσεις πίσω τον χρόνο;
Τα περισσότερα τα ανέφερα παραπάνω μιλώντας για τη σημασία της διαφορετικότητας. Θα επιμείνω σ’ αυτό, γιατί αυτή η διαφορετικότητα δημιούργησε τάσεις αλλά και κόντρες που ήταν η αφορμή να γίνουν πολλά τραγούδια που έμειναν κλασικά για το είδος. Με αυτόν τον τρόπο πολλαπλασιάστηκε το περιεχόμενο αυτής της μουσικής, μπήκαν ακόμα περισσότερα παιδιά στη φάση μεγαλώνοντας το urban κοινό, δίνοντας στη hip hop κουλτούρα βάθος και υπόσταση. Παράλληλα αναπτύχθηκαν και τα υπόλοιπα στοιχεία του hip hop, όπως το breakdance, το djing και το graffiti με πιο ώριμο, σοβαρό και οργανωμένο τρόπο. Αν γύριζα τον χρόνο πίσω και άλλαζα κάτι, τότε αυτό θα ήταν σίγουρα ο τρόπος διαχείρισης στη δουλειά και στις σχέσεις μου. Παρόλο που το «Family» ήταν από την αρχή μια κανονική εταιρεία, ένα κανονικό ΑΦΜ κι όχι απλά ένα crew ή ένα όνομα, δεν λειτούργησα ποτέ, ούτε εγώ ούτε ο Μιχάλης, ως δισκογραφικό label αλλά ως «φιλαράκι». Κι αυτό δυστυχώς παρερμηνεύτηκε από πολλούς. Το βλέπει ο άλλος ως αδυναμία, ή ως φιλική υποχρέωση. Έτσι χαλάνε οι ισορροπίες και οι σχέσεις βουλιάζουν και χάνονται στα κενά του καθενός.
Ραντεβού στο «Bellagio» με ένα από πολύ glam clip. Ποιο είναι το πιο όμορφο μέρος που έχουν δει τα μάτια σου; Πώς σου φαίνεται το attitude ευζωίας των rappers και των trappers σήμερα; Μοιάζει σαν κάποιοι να σκέφτονται πρώτα το βιντεοκλίπ και μετά το τραγούδι για να ξεχωρίσουν…
Έχω όντως ταξιδέψει σε πολλά και διαφορετικά μέρη του κόσμου και θα σου πω με απόλυτη σιγουριά ότι το πιο όμορφο μέρος στη γη είναι αυτό που βρίσκεσαι με καλή παρέα. Ξεχωρίζω την Ελλάδα ως τόπο μοναδικό κι ευλογημένο. Κάθε γωνιά αυτής της γης κρύβει μυστικά, ομορφιά κι ασύγκριτη ενέργεια που ίδια δεν θα βρεις πουθενά. Το Λας Βέγκας είναι εντυπωσιακό! Όλα στον υπερθετικό βαθμό. Ταιριάζει πολύ στην υπερβολή της rap και της trap μουσικής. Ανέκαθεν αυτή η μουσική είχε ένα κινηματογραφικό τρόπο να λέει αυτό που θέλει, χρησιμοποιώντας την υπερβολή ως ένα μαγικό συστατικό να ξεχωρίσει το προϊόν της από τα υπόλοιπα. «Το μόνο πράγμα που δεν χορταίνει ο κόσμος είναι οι υπερβολές», έλεγε ο Νταλί. Τα τελευταία χρόνια αυτό το συστατικό ξεχείλισε μες στη συνταγή κι έγινε το ίδιο το προϊόν. Η υπερβολή έγινε η βάση της μουσικής αυτής και οι πρωταγωνιστές της συνεχίζουν να παίζουν τον ρόλο της μυθοπλασίας ακόμα και όταν κλείσουν οι κάμερες. Είναι το γνήσιο υποσύνολο μιας κοινωνίας που αντιλαμβάνεται τη ζωή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, σαν video game ή μέσα από μια εφαρμογή κι ένα φίλτρο στο Ιnstagram. Ζούμε την απόλυτη κυριαρχία του «φαίνεσθαι».
Ο αγαπημένος «δρόμος που ζεις» είναι…
Ο δρόμος της αλήθειας και της διαφάνειας. Με κουράζουν πια αφάνταστα τα backstories. Aρνούμαι κατηγορηματικά να σπαταλήσω ενέργεια σε οτιδήποτε δεν στέκεται έντιμα και «καθαρά» απέναντί μου. Δεν έχει κανένα νόημα να είσαι κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είσαι… είναι τόσο απλό.
Η «Αθήνα» αγάπησε τους Goin’ Through και χόρεψε μαζί τους σε πολλά πάρτι. Τι αγαπάς σε αυτή την πόλη; Τι πιστεύεις πως την κάνει μοναδική;
Οι γειτονιές της. Οι άνθρωποι και η ιστορία τους. Η αγάπη τους για εξωστρέφεια, παρέες και φίλους. Την αγαπώ γιατί κατάφερα μέσα από αυτά τα πάρτι να μάθω τα μυστικά της, να ακούσω τους παλμούς της, το πώς χτυπάει η καρδιά της κι αυτό με έφερε ακόμα πιο κοντά της. Μέχρι τραγούδι την έκανα 17 χρόνια πριν από τον Αργυρό (χαχά). Παρουσιάζοντας μέσα από τις ατέλειές της τη μοναδικότητα και την ομορφιά της. Και το δικό μου «Αθήνα» λέει... «Η Αθήνα είναι πλάνη, είναι πλεχτάνη, είναι χαρμάνι / Ρώσοι, Αλβανοί, Βούλγαροι, Πόντιοι, Ρουμάνοι / βάζελοι, χανούμια, γαύροι κάτω στο λιμάνι / ροκάδες, κυριλέδες και χιπ χοπ βετεράνοι…/ Μες στον τεκέ αυτής της πόλης που έχω μάθει να ζω / Να καταπίνω ό,τι με πνίγει και να λέω ευχαριστώ / Ψάχνω άλλα λόγια να βρω, μα δεν μπορώ να τα βρω / Γι’ αυτό έχω μάθει στο κρασί μου να του ρίχνω νερό».
«Δεν καταλαβαίνω τι λένε» τραγούδησες το 2010. Τι έχεις καταλάβει από την ενασχόλησή σου με τα κοινά;
Ο τίτλος από μόνος του επικοινωνεί ακριβώς αυτό που έχω καταλάβει. Δυστυχώς «δεν καταλαβαίνουμε τι λένε» όσοι έχουν θέσεις εξουσίας και κατά συνέπεια τη ζωή μας στα χέρια τους. Φοβόμαστε την ευθύνη, φοβόμαστε αυτό που μας αναλογεί απέναντι στην κατάσταση. Προτιμάμε να καταναλώσουμε την ενέργειά μας σε αυτό που λατρεύουμε να κάνουμε – να γκρινιάζουμε για τη θέση μας, αλλά να μην κάνουμε τίποτα για να αλλάξει. Ούτε καν να μάθουμε τι συμβαίνει γύρω μας. Έχω όμως την αίσθηση πως αυτό αρχίζει και αλλάζει τα τελευταία χρόνια. Αρχίζουμε να ανοίγουμε τα μάτια μας και να αντιλαμβανόμαστε πως η συλλογική αλλαγή είναι παιδί της ατομικής δουλειάς. Θα δανειστώ από τον μεγάλο Καζαντζάκη μια τεράστια φράση: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω». Είναι ένας από τους λόγους που επέλεξα να ασχοληθώ με τα κοινά. Το κομμάτι ευθύνης που μου αναλογεί απέναντι σε ό,τι θα παραδώσουμε στις επόμενες γεννιές.
«Λένε είναι οι ψυχές που μένουν» είχατε τραγουδήσει μαζί με την Άλκηστις Πρωτοψάλτη. Τι θα ήθελες να μείνει για τον NiVo, όταν δεν θα βρίσκεται σε αυτό τον πλανήτη;
Δυστυχώς και να ήθελα να «κρυφτώ» η Google θα έχει πάντα διαφορετική γνώμη (χαχά). Αν λοιπόν το αποτύπωμά μας βρίσκεται κάπου εκεί μέσα, θα προτιμούσα να με έχει πρώτα ως ένα μεγάλο πλατύ κι αληθινό χαμόγελο κι ύστερα ως στίχο ή τραγούδι. Όσο περίεργο κι αν σου φανεί, χωρίς δεύτερη σκέψη, αυτός είναι ο τρόπος που θέλω να με θυμούνται. Αυτό θέλω να είναι το αποτύπωμά μου στη ζωή και στην τέχνη. Χαρούμενο, ζεστό, αληθινά ικανοποιημένο για αυτά που έχω πει κι έχω κάνει. Μια επιβεβαίωση πως η ζωή έχει πάντα το πρόσωπό σου. Αυτό που βλέπεις στον καθρέφτη της.
Η «Κλειδαρότρυπα» ήταν ένα από τα πλέον σχολιογραφικά τραγούδια για τη show biz κι ακούγεται εξίσου επίκαιρη και σήμερα. Έχοντας γνωρίσει τι θα πει υπερ-έκθεση, ένιωσες ποτέ ότι έγινες «μαϊντανός» χωρίς λόγo, απλά για να κερδίσουν κάποιοι λίγα κλικ;
Η «Κλειδαρότρυπα» έκανε ίσως το πιο τολμηρό για την εποχή βήμα για την αποδόμηση της εγχώριας show biz, που σχεδόν πάντα αντιμετώπιζε με την ίδια ελαφρότητα πρόσωπα και γεγονότα. Χωρίς να το καταλάβουμε βρεθήκαμε όλοι να παίζουμε στο ίδιο ριάλιτι και το χειρότερο από όλα ήταν ότι κάνεις από εμάς δεν το ήξερε... Έγινα πρωταγωνιστής σ’ ένα «Truman Shown» σαν αυτό που έγραψε ο Andrew Niccol για την Paramount. Συνεντεύξεις και κόντρα συνεντεύξεις που τις περισσότερες φορές δεν είχαν σκοπό να σε ακούσουν, αλλά να έχουν άλλοθι γι’ αυτό που σκοπεύουν να γράψουν για σένα, πάντα με ευφάνταστους τίτλους που ήταν έτοιμοι πριν καν ανοίξει το κασετοφωνάκι (!). Σύντομα σ’ αυτό το «παιχνίδι» απέκτησα τον τίτλο του «κακού παιδιού», αφού τα μέσα με εξίσωσαν με τους international hip hop stars που ρίχνανε και καμιά πιστολιά στην «καθισιά» τους (χαχά). Γιατί η show biz προκειμένου να φέρει τον τίτλο «biz» είχε την τάση και τη μέθοδο να μεγενθύνει τα πρόσωπα που προβάλλει, για να φαίνονται καλύτερα ακόμα και «διά γυμνού οφθαλμού». Πέρασε αρκετός καιρός για να καταλάβω ότι το περιεχόμενο αυτής της «προβολής» ή υπερ-έκθεσης δεν έχει καμία σχέση με εμένα και την τέχνη μου και καμία διαφορά από την ίδια λέξη που η διαφορά της είναι ένα σίγμα ανάμεσα στο όμικρον και το βήτα: προ-σ-βολή.
«Αυτή τη ζωή» συνεχίζεις να κάνεις; Τι σου δίνει κίνητρο να μην τα παρατάς;
Ο Πικάσο έλεγε... «Ο καλλιτέχνης είναι αποδέκτης συναισθημάτων που προέρχονται από οπουδήποτε: από τον ουρανό, τη γη, από ένα κομμάτι χαρτί, από μια μορφή, από έναν ιστό αράχνης». Εγώ πάλι θα συμπληρώσω πως δεν χρειάζεται πάντα κίνητρο για να δημιουργήσεις. Δεν είναι απαραίτητα αυτό που ενεργοποεί την έμπνευση ή την ανάγκη να γράψεις. Είναι στα «settings» ενός καλλιτέχνη να δημιουργεί, να δουλεύει, να παράγει, να εμπνέεται και να εμπνέει, όπως ένα λουλούδι φωτοσυνθέτει. Όπως κάποιος αναπνέει, σκέφτεται και ονειρεύεται.
Αρχίζουμε να ανοίγουμε τα μάτια μας και να αντιλαμβανόμαστε πως η συλλογική αλλαγή είναι παιδί της ατομικής δουλειάς
«12 παρά» και οι καιροί έχουν αλλάξει, αφού από τις εποχές των χρυσών δίσκων έχουμε περάσει σε αυτές των streams και των views. Μοιάζει να απέχετε από αυτό το παιχνίδι. Είναι συνειδητή η απόφασή σας;
Εν μέρει ναι... Πολύ συνειδητοποιημένα και με πλήρη συναίσθηση για τις συνέπειες, αποφασίσαμε από κοινού με τον Μιχάλη (Παπαθανασίου) να μείνουμε μακριά από το νέο trend, αφού κατά κοινή ομολογία είμαστε πολύ διαφορετικοί σαν άνθρωποι για να «υπηρετήσουμε» θεματολογικά ή στιχουργικά κάτι τέτοιο. Αυτή είναι μια πολύ εύκολη απόφαση όταν είσαι «χορτασμένος» αλλά και όταν έχεις διαμορφώσει μετά από σχεδόν 30 χρόνια στη δισκογραφία μια ταυτότητα κι έναν ήχο. Το νέο format είναι πολύ συγκεκριμένο, έχει κανόνες και θέλει και συγκεκριμένα πράγματα από εσένα. Δεν έχεις να κάνεις πια με έναν απλό μηχανισμό αλλά με ένα σύνθετο αλγόριθμο που θέλει να το τροφοδοτείς συνέχεια με content, πράγμα το οποίο ήταν πάντα πολύ μακριά από τη δική μας δισκογραφική λογική. Όταν είχαμε να πούμε κάτι μπαίναμε στούντιο και γράφαμε τραγούδια. Μπορεί να μεσολαβούσαν και δύο χρόνια από δίσκο σε δίσκο. Η νέα συνθήκη θέλει άλλη αντίληψη και πολύ διαφορετική διαχείριση.
«Only Time Will Tell» αλλά τι λες εσύ για τη μουσική σου συνύπαρξη με τον Μιχάλη Παπαθανασίου;
Ο Μιχάλης είναι το είδωλό μου. Για πολλά χρόνια προσπαθούσαμε όντας άνθρωποι διαφορετικής μουσικής κουλτούρας κι αισθητικής να «συναντηθούμε» και να συνυπάρξουμε μέσα στους δίσκους με εκατέρωθεν υποχωρήσεις. Δυστυχώς γι’ αυτόν, η στενή, σχεδόν περιοριστική φόρμα του hip hop δεν του επέτρεψε ποτέ να δείξει το τεράστιο μουσικό του ταλέντο μες στα τραγούδια μας. Παρόλα αυτά κατάφερε να κάνει μια ολόκληρη δισκογραφία να τον αναγνωρίσει ως έναν από τους κορυφαίους, όχι μόνο στο είδος του, αλλά γενικότερα στον χώρο αυτό, καινοτόμο και νεωτεριστή, συνεπή και εργατικό όσο κανείς άλλος. Η αλήθεια είναι πως από το/τα studios του Μιχάλη πέρασαν όλα τα κορυφαία μηχανήματα (αναλογικά - ψηφιακά) σε εποχές που οι ίδιες οι αντιπροσωπείες δεν ήξεραν καλά καλά τον κατάλογο των προϊόντων τους. Χωρίς να το γνωρίζει κανένας, ήταν ο πρώτος «ιδιώτης» με απευθείας επαφές στο εξωτερικό (σε δραχμές και με επικοινωνία μέσω fax!). Γι’ αυτό κιόλας λόγω αυτής της ιδιαίτερης συμπεριφοράς, ενώ δεν του αρέσει να «φαίνεται» ή να «διεκδικεί», όποια πέτρα και να σηκώσεις, δεν είναι παράξενο ότι κάπου από κάτω θα υπάρχει η συμμετοχή. Ο ήχος του Παπαθανασίου είναι αυτός που χαρακτήρισε τα 00s κι έκανε τους Goin’ Through σημείο αναφοράς για τη δισκογραφία και ολόκληρη τη δισκογραφική αγορά. Η σημερινή εγχώρια μουσική εικόνα, κακά τα ψέματα, είναι copy paste μιας ευρύτερης διεθνούς εικόνας χωρίς πρωτότυπες μουσικές ιδέες και προτάσεις. Το «Καλημέρα Ελλάδα» ήταν μια αυθεντική μουσική πρόταση της γενιάς μου.
Τι σημαίνει για σένα επιτυχία; Έχεις ζήσει την «Πτώση»;
Κάθε χρόνο, αναθεωρώ τη σημασία της λέξης. Βλέπεις, «επιτυχία» μπορεί τελικά να είναι πολλά διαφορετικά πράγματα. Στην Αμερική, ας πούμε, τη μετράνε κυρίως με χρήμα: πόσα λεφτά έχεις κάνει ή πόσα κάνεις. Η επιτυχία των καλλιτεχνών δεν περιγράφεται ούτε οριοθετείται μόνο μέσα από τις θέσεις των charts αλλά πλέον από τη θέση τους στο Forbes. Μπορεί επίσης να είναι η απόκτηση ενός πολυπόθητου επάθλου ή ενός βραβείου. Για μένα μπορεί να είναι μια απλή διαδρομή που είχα χαράξει στο μυαλό μου και κατάφερα να τη βγάλω πέρα. Απλά, τόσο απλά! Μια θέση στη συνείδηση του κοινού! Ένα μεγάλο και παρατεταμένο χειροκρότημα! Το χαμόγελο της κόρης μου! Αναφορικά με την «Πτώση», πιστεύω ότι έρχεται σχεδόν πάντα και νομοτελειακά μαζί με την αλαζονεία. Αυτή η μαγική ορμόνη που παράγει μια αίσθηση υπεροχής και σε κάνει να νιώθεις ανίκητος, άτρωτος, υπεράνθρωπος... θεός! Εκεί ξεκινάει παράλληλα και η «Πτώση», γιατί απλά παύεις να ελέγχεις εσύ ο ίδιος τα πράγματα, αλλά μια σκοτεινή πλευρά σου. Δεν κάνεις κουμάντο εσύ αλλά ο εγωισμός σου και η εικόνα σου. Θέλει πολλά κότσια για να διαχειριστείς μια τέτοια κατάσταση. Κότσια και καλούς φίλους. Εκεί είναι που τα λόγια και τα τραγούδια μπορούν να φανούν σωτήρια, να σε εμπνεύσουν, να σε καθοδηγήσουν ή να σου δώσουν λύσεις. Έχοντας κάνει διατριβή τα λόγια του Αρτέμη στο τραγούδι μας, τίποτα και ποτέ δεν κατάφερε να με κάνει να τη νιώσω «κρύα κι αχαλίνωτη». Τίποτα δεν κατάφερε να με βουλιάξει ψυχολογικά γιατί πάντα… άνοιγα τα μάτια μου. Μάζευα κι ένωνα τα κομμάτια μου… έβαζα σε μια σειρά τα πράγματα μέσα στο κεφάλι μου. Και πίστευα στις δυνάμεις μου. Πίστευα πως… εγώ είμαι ο μόνος που μπορεί να με σώσει... να δώσω ένα τέρμα σ’ αυτή την καταραμένη πτώση!
Από τα «party του ’98» στα κορωνοπάρτι, τι έχει αλλάξει; Τι χρειάζεται να έχει ένα πάρτι για να είναι πετυχημένο;
Πολλά και καλοφτιαγμένα «stories» χρειάζονται (χαχά). Κακά τα ψέματα... Οι εποχές έχουν αλλάξει. Το βασικό στοιχείο που έχει αλλάξει είναι η μουσική. Παρόλα αυτά δεν το θεωρώ λογικό να συγκρίνεις τέτοια πράγματα μεταξύ τους όταν αφορούν κυρίως διαφορετικές εποχές. Δεν μπορείς να συγκρίνεις τα 80s με το Woodstock, ούτε το hip hop στα 90s με το trap. Η επιτυχία πάντοτε περιείχε ως βασικό συστατικό και προϋπόθεση την αυθεντικότητα. Παρτάραμε γιατί θέλαμε να επικοινωνήσουμε, να διασκεδάσουμε και να γουστάρουμε. Γιατί θέλαμε να δώσουμε στιλ στην καθημερινότητά μας και να νιώσουμε πως η ζωή μας ανήκει έστω και για ένα βράδυ. Το Folie, το Interni, το Venue, το Ακρωτήρι και το Balux φιλοξένησαν τα πιο επιτυχημένα hip hop και R&B πάρτι της Αθήνας. Τους μάθαμε πώς γίνεται. Δημιουργήσαμε την τάση. Τους κάναμε να μας αγαπήσουν πολύ και να μας μισήσουν θανάσιμα. Τους αναγκάσαμε να μας παραδεχτούν κοπιάροντάς μας.
Ένιωσες πως «Χάθηκες» ποτέ; Πού θέλεις να φτάσεις;
Η αλήθεια είναι πως δεν ένιωσα ποτέ πως χάθηκα. Είχα γερό πάτημα από μικρός στα πόδια μου, ήξερα πως τα όνειρά μου είναι δική μου δουλειά και πάντα όδευα προς τον εκάστοτε στόχο. Μπορεί κάποιες φορές να νόμιζα πως «έκοψα δρόμο» και τελικά να έφτασα λίγο πιο αργά, αλλά πάντα έφτανα. Αν το δούμε από μια άλλη οπτική γωνία όμως, χάνομαι στη μουσική από τότε που με θυμάμαι και γενικά στις τέχνες. Έχουν τη μαγική ιδιότητα να σε ταξιδεύουν χωρίς να υπάρχει Ιθάκη... μόνο ταξίδι! Σε αυτές τις περιπτώσεις χάνομαι συνέχεια και νιώθω ευλογημένος γι’ αυτό. Δεν είναι πάντα αρνητική συνθήκη το να χαθείς. Όσο για το πού θέλω να φτάσω, δεν νομίζω πως έχω σαφή προορισμό. Αν ήμουν κάποιος Οδυσσέας –αφού ανέφερα και την Ιθάκη– νομίζω δεν θα γυρνούσα ποτέ.