- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μίμης Πλέσσας - Λουκίλα Καρρέρ: «Μια θάλασσα ευτυχίας»
«Στο πατρικό μου "απαγορευόταν" το ελληνικό τραγούδι, αλλά όσο πιο πολύ απαγορεύεις κάτι τόσο πιο πολύ θα το έλξεις»
Μίμης Πλέσσας - Λουκίλα Καρρέρ: Ο συνθέτης των αξέχαστων επιτυχιών του ελληνικού πενταγράμμου και η σύζυγός του μιλούν στην ATHENS VOICE
Γεννημένος στις 12 Οκτωβρίου του 1924, o Μίμης Πλέσσας είναι ο συνθέτης που έγραψε τα πιο δημοφιλή ελληνικά τραγούδια, γνωστά τα περισσότερα μέσα από τις ταινίες του Γιάννη Δαλιανίδη. Έγραψε τη μουσική για πολλές ταινίες: Νόμος 4000, Ίλιγγος, Στεφανία, Στον αστερισμό της Παρθένου. Αγαπούσε τον Γιώργο Ζαμπέτα για την ευαισθησία του και τη ζεστή πενιά του. Με τον Μίκη Θεοδωράκη πολλές φορές κάθισαν στο πιάνο, παίζοντας ώρες ατελείωτες. «Έχουμε περάσει μαζί αξέχαστα απογεύματα με γέλια, πειράγματα και συγκινήσεις» θυμάται. «Ο Μίκης “κατέβασε” κατά κάποιον τρόπο την ποίηση στο πεζοδρόμιο. Ακούω συνήθως Τρίτο Πρόγραμμα. Έχω σκοπό να δημιουργώ μέχρι να πεθάνω».
Μίμης Πλέσσας - Λουκίλα Καρρέρ: Ο μεγάλος συνθέτης και η σύζυγός του μιλούν στην ATHENS VOICEα
Έχει συνεργαστεί με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Γιάννη Πουλόπουλο, τη Ζωή Κουρούκλη και τον Τόλη Βοσκόπουλο, την Ειρήνη Παπά, τη Νάνα Μούσχουρη, τον Γιάννη Δαλιανίδη, τον Κώστα Χατζή, τον Δάκη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Γιώργο Κατσαρό, τη Μαρινέλλα, τη Βίκυ Λέανδρος, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Στράτο Διονυσίου, τον Κώστα Βουτσά, τη Μάρθα Καραγιάννη, τη Χλόη Λιάσκου, τον Γιάννη Βογιατζή, τον Νίκο Κούρκουλο, ποιον να πρωτοθυμηθεί κανείς. Έχει γράψει μια… «Μια θάλασσα τραγούδια», όπως ήταν ο τίτλος συναυλίας του. Ο ίδιος, πάλι, δεν θυμάται πολλά από αυτά μέσα σε τέτοιο φορτίο έργου. «Το ρεπερτόριό μου ήταν σκόρπιο σε πολλές εταιρείες», «δικαιολογεί» τον εαυτό του.
Ο Δημήτρης Πλέσσας ανήκει σε μια γενιά που έμελλε να προδοθεί πέντε φορές. Όσα του στέρησε η δύσκολη εποχή που μεγάλωνε, όμως, του τα χάρισε σε σθένος, όντας αναγκασμένος να περάσει από πόλεμο και κατοχή. Μικρός δεν είχε σκεφτεί ποτέ να γίνει μουσικός. Δεν τολμούσε. Όταν εκμυστηρεύτηκε την κρυφή του ελπίδα κάποτε στη μητέρα του, εκείνη του είπε αυθόρμητα «παιδί μου, ευχή και κατάρα των γονιών σου, μη γίνεις μουσικάντης». Και εκείνος προτιμούσε να κόψει και τα δύο του χέρια παρά να δει τα μάτια της μάνας του θλιμμένα. Μεγάλωνε ανάμεσα σε δυο μουσικές τάσεις, τη μια από την ανατολή και την άλλη από τη δύση, το μπελκάντο του Ιονίου και τα μοναδικά ακούσματα της μονοφωνητικής παράδοσης της βυζαντινής μουσικής. Με τη βοήθεια μιας ξαδέλφης του από την Κωνσταντινούπολη, την πόλη όπου κάποτε συνέβαιναν πράγματα που έφταναν στην Ευρώπη πολύ αργότερα, ανακάλυψε το σταυροδρόμι όπου συναντιόντουσαν οι δύο τεράστιες μουσικές παραδόσεις, η δυτική αρμονία και η μονοφωνική μελωδία. Τότε ανακαλύπτει ένα νέο είδος μουσικής, την jazz.
Τον βαρύ χειμώνα της κατοχής του 1943 έμαθε για τα καράβια που ξεκινούσαν για να φορτώσουν τρόφιμα ενώ μετέφεραν κρυφά στα αμπάρια παλικάρια στη Μέση Ανατολή. Κάποια στιγμή με δυο φίλους του βρήκαν αυτόν που θα τους βοηθούσε να μπαρκάρουν, όμως με το που τους πήραν τα λεφτά τους την είχαν στημένη. Έτσι, παραμένοντας εδώ βοήθησε στην αντίσταση που μέρα με τη μέρα θέριευε. Τριάντα χρόνια αργότερα στη μνήμη αυτής της εμπειρίας θα έγραφε με τον Κώστα Βίρβο την «Αγία Κυριακή», το καΐκι που δούλευε στη διαφυγή. Το ’51 λαμβάνει μέρος σε ένα διεθνή διαγωνισμό στην Αμερική, όπου έρχεται πέμπτος ανάμεσα σε μεγάλους πιανίστες απ’ όλο τον κόσμο.
Στην Αμερική, μετά τη συνεργασία του με τη United artists στο «Always on Sunday» και την επιτυχία που είχε κάνει, του πρότειναν επτάχρονο συμβόλαιο και μια ταινία. Αν είχε δεχτεί, σκέφτεται, σήμερα θα ήταν ένας επιφανής Αμερικανός συνταξιούχος καλεσμένος σε διεθνή συνέδρια με συνομηλίκους του και θα περιέγραφε «περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις». Ουδέποτε θέλησε να χρησιμοποιήσει αντί του ταλέντου του τη δύναμη που θα του έδινε η θέση του διευθυντή για να κάνει τη δουλειά του και να στήσει καριέρα, να φέρει χρυσό σκελετό στα γυαλιά του, χρυσό στυλό στην τσέπη και παχυλό λογαριασμό σε δολάρια στην τράπεζα. Για αυτόν δεν πιάνουν δυάρα μπρος στη χαρά που νιώθει όταν ακούει τον απλό κόσμο να του λέει «γεια σου, μαέστρο, λεβεντιά!».
Ο Φίνος δεν τον ήθελε, όταν όμως ο Σακελλάριος τον ζήτησε για την ταινία του «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» δεν αρνήθηκε. Για τις δυσκολότερες ταινίες του τον επέλεγε σαν πρόκληση και πολλές φορές τύχαινε να δοκιμάζει πράγματα που ο Φίνος δεν καταλάβαινε όμως περίμενε να τα ολοκληρώσει, επιφυλασσόταν να τα δει παράλληλα με την εικόνα, γιατί πίστευε ότι είχε αλάθητο κριτήριο στο ταίριασμα μουσικής και εικόνας.
Ο Πλέσσας ανακάλυψε και οδήγησε στην κορυφή της καριέρας τους Έλληνες καλλιτέχνες που άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους. «Θέλω να ακούσεις την κόρη μιας φίλης από το Κουκάκι» του είπε κάποτε η δεύτερη γυναίκα του πατέρα του. Το στρουμπουλό κορίτσι με την ποδιά, που δεν ήταν άλλη από τη Νανά Μούσχουρη, με τις πρώτες νότες που τραγούδησε έδειξε το σπάνιο ταλέντο. Γράφοντας για φωνές σαν της Μούσχουρη, της Ζωής Κουρούκλη, της Τζένης Βάνου, της Γιοβάννας, καθόρισε καινούργια αισθητικά πρότυπα. «Ώρα με την ώρα, τραγούδι στο τραγούδι, κυλάει για μένα η εποχή με τα αλλιώτικα τραγούδια. Αρνιόμουν και αρνιέμαι την επανάληψη, πιστεύω πως η μανιέρα έχει ημερομηνία λήξεως και μέσα από τη θεατρική και κινηματογραφική δουλειά μου ξεκινάω με τον Κώστα Χατζή και τον Δάκη. Ένα βράδυ καλεσμένος ακούω τη Μαρινέλλα να τραγουδάει καθιστή δίπλα στον Πουλόπουλο το “Έκλαψα χθες’’ και το ίδιο βράδυ αποφασίζω και δοκιμάζω να σηκώσω στο αληθινό τους μπόι τους σπουδαίους αυτούς τραγουδιστές».
Μέσα από τη συνεργασία του με το Λευτέρη Παπαδόπουλο γνώρισε τη Ρένα Κουμιώτη που έγινε από την πρώτη στιγμή «Πλεσσόπουλο», οι κατοπινές της μεγάλες επιτυχίες είναι δικές του συνθέσεις. «Ένα βράδυ μού λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος: “Μήτσο, θα σε πάω σε μεγάλο μαγαζί, και με πάει σε ένα μαγαζί που έκοβες τον καπνό με τον σουγιά για να μπορέσεις να δεις το σχήμα της Ανθούλας Αλιφραγκή. Στο πάλκο, σε μια καρέκλα, με μία κιθάρα στο χέρι ήταν ένας σεμνός νέος με φωνή που η αλήθεια της με γέμισε και με αποζημίωσε για τα μαρτύρια που περνούσα στριμωγμένος ανάμεσα στη λουλουδού, στον λαχειοπώλη και τα φιλότιμα γκαρσόνια που σέρβιραν πάνω από το κεφάλι μου όλο το βράδυ. Δεν ξέχασα αυτή τη φωνή. Έψαξα και βρήκα τον Στράτο Διονυσίου για να μου τραγουδήσει με την αυθεντική λαϊκή του φωνή το “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου’’ αμέσως μετά... Με τον Τόλη Βοσκόπουλο υπάρχει έντιμη φιλιά βαθύς σεβασμός πολλές συνεργασίες επί σκηνής. Στον Τόλη έδωσα δεκαέξι τραγούδια και μου χάρισε δεκαέξι τεράστιες διαχρονικές επιτυχίες».
«Εκείνη τη θρυλική δεκαετία του ’60 η Ελλάδα σάρωνε τους διεθνείς μουσικούς διαγωνισμούς», θα πει η Λουκίλα. «Τότε κέρδιζαν όμορφα τραγούδια και όχι σόου τέτοια όπως στη Eurovision, δεν πληρώναμε υπερπαραγωγές αλλά συμμετείχαν ταπεινά οι ταλαντούχοι και χωρίς χορηγούς καλλιτέχνες και, το σπουδαιότερο, κερδίζαμε τραγουδώντας στα ελληνικά και όχι στα αγγλικά. Τώρα ισοπεδώθηκαν όλα». Μετά τη νίκη, γυρνώντας πίσω στην Ελλάδα «έψαξε να βρει στις εφημερίδες τον απόηχο της ταπεινής μας νίκης, τα ονόματα των δημιουργών αναφέρονταν με μικρά γράμματα. Ευτυχώς αναφερόταν πρώτη η Ελλάς! Αυτό τον έμαθε να αρκείται στην ατομική του ανάταση και να μην περιμένει να βρει στην έκφραση των άλλων την αναγνώριση». Όταν για πρώτη φορά θα χρησιμοποιούσε μπουζούκι σε ηχοληψία, ένας συνάδελφός του τού είπε ότι θα του στείλει δύο καλά μπουζούκια. «Όταν κατάλαβε πως επρόκειτο για τον Ζαμπέτα ντράπηκε να καθίσει στο πιάνο και να του πει τι να παίξει. Όμως οι λαϊκοί δεξιοτέχνες δεν διαβάζουν νότες. Ο Γιώργος έπαιξε κάθε φράση του Μίμη με τρομακτική ευκολία και όταν ήρθε η ώρα να τον ευχαριστήσει, από τη ζεστή χειραψία και χαμόγελο ξεκίνησε μια συνεργασία και μια φιλία που κράτησε μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του Γιώργου. Πολλές φορές δείχνοντας του μία φωτογραφία ξετυλίγει μνήμες και συναισθήματα, ενώ εγώ τον ηχογραφώ».
Ξόδεψε έξι χρόνια από τη ζωή του και όλες του τις γνώσεις για να γίνει το πρώτο μεγάλο studio στα Μελίσσια, το στούντιο Άλφα, όπου εκεί γυρίστηκε η διεθνής κινηματογραφική παραγωγή «Οργισμένοι λόφοι» με πρωταγωνιστές τον Ρόμπερτ Μίτσαμ και τον Πίτερ Ουστίνοφ, και αμέσως μετά ο Ζυλ Ντασέν γύρισε το «Ποτέ την Κυριακή» και ο Μάνος Χατζιδάκις ηχογράφησε τα θρυλικά «Παιδιά του Πειραιά». Στην προσπάθεια να ολοκληρώσει το μεγαλεπήβολο σχέδιο της δημιουργίας ενός αξιόπιστου τεχνολογικά στούντιο δεν φρόντισε να κατοχυρώσει κάποια συμφωνία γραπτώς. Αν και αναφέρθηκε το δικαίωμα αμοιβών, μετά από χρόνια προετοιμασίας αμελήθηκε συστηματικά. Το ποσό που δεν του δόθηκε για την πολύτιμη συνεισφορά του, του στέρησε αγαθά από την οικογένειά του. Αυτή η πικρή εμπειρία τον οδηγεί στο να πάρει την απόφαση να ασχοληθεί αποκλειστικά με μουσική. Από τότε η μουσική θα γινόταν το μόνο του μέλημα. Με τη συμμέτοχη του στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού με το «Ξέρω κάποιο αστέρι» έγινε και επίσημα η αποδοχή του ως ο πρώτος συνθέτης ελαφράς μουσικής και οι παραγωγοί άρχισαν να βλέπουν την πιθανότητα συνεργασίας με τον «φίλο» Μίμη που έγραφε και «νόστιμα» τραγούδια.
Κάποια στιγμή συνεργάστηκε με τον Νίκο Γούναρη. Μέσα στη χορωδία ξεχώρισε ένα μαυροτσούκαλο κοριτσάκι που τραγούδησε ολόσωστα με μια φωνή κρυστάλλινη. Συναντήθηκαν τυχαία ξανά, όταν η κοπέλα προσπαθούσε να συμπληρώσει το χαρτζιλίκι της. Πλησίασε τον Μίμη και του είπε ότι είναι η Ευγενία από εκείνη τη χορωδία, ότι σπούδαζε μαθηματικά και ότι ήθελε κάποια μέρα να την ακούσει να τραγουδάει. «Κοίτα τις σπουδές σου, κορίτσι μου, και μην ξελογιάζεσαι με τα τραγούδια» της απάντησε αυστηρά. Ένα βράδυ σε πρόβα η Ευγενία μπήκε φουριόζα στο στούντιο και επιμένοντας του είπε «Θα σας πω ένα τραγούδι να με ακούσετε». Την επόμενη μέρα έκλεισαν ραντεβού στο στούντιο της Columbia. Ήταν η Τζένη Βάνου και αυτό ήταν το ντεμπούτο μιας μεγάλης καριέρας. Τη βραδιά στον ιππόδρομο του Φαλήρου, στο Δεύτερο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού, τη στιγμή που αντηχούσαν από την υπέροχη φωνή της οι πρώτες νότες της εισαγωγής του «Αυτό το βράδυ, αγάπη μου», θυμάται πως με την άκρη του ματιού του παρακολουθούσε την άκρη από το φουρό της που μαρτυρούσε την τρεμούλα και το τρακ της, που κράτησε μέχρι τα ψηλά σκαλοπάτια της καριέρας της.
«Η συνήθεια των ακροάσεων», θυμάται η Λουκίλα, «κράτησε πολλά χρόνια. Υπήρξαν στιγμές που το σπίτι μας είχε γίνει κέντρο διερχομένων. Έζησα για χρόνια μία ατέρμονη σειρά από επισκέψεις επίδοξων ταλέντων στο σπίτι. Ένα απόγευμα γυρίζοντας από τη βόλτα μας με την κόρη μας κατευθυνόμενη στην κουζίνα με τα ψώνια του σούπερ μάρκετ, ξαφνικά πετάγεται ένας από αυτούς που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους σαν να ήταν σε αίθουσα αναμονής ιατρείου και μου φωνάζει εκνευρισμένος “Ε… μαντάμ, είμαστε και εμείς εδώ από δω είναι η σειρά!’’ Μέσα από αυτές τις ακροάσεις πέρασε ο αξέχαστος καλός φίλος του Μίμη, ο Μάνος Λοΐζος, πέρασε ο Στέφανος Κορκολής και άλλοι από τους σολίστες που κοσμούν το ελληνικό πεντάγραμμο».
Ο Μίμης και η Λουκίλα γνωρίστηκαν το 1986. Ο ίδιος θυμάται με αγάπη και συγκίνηση την εποχή της γνωριμίας του με τη σύντροφο της ζωής του, τη Λουκίλα Καρρέρ Πλέσσα, το βράδυ του Δεκεμβρίου του 1986 στο «Μισέλ» στην οδό Φιλελλήνων, το παλιό Argentina, όπου με τον Γιώργο Κατσαρό έπαιζε από τις 9 το βράδυ ως τις 4:30 το πρωί. «Εκείνο το βράδυ είχαμε βγει με τους γονείς μου και με την αδερφή μου, τη Ναλίτα, για να γιορτάσουμε την ονομαστική μου εορτή» συμπληρώνει η Λουκίλα.
«Συχνά ο κόσμος νομίζει ότι τα ξέρει όλα, τη συνταγή της ευτυχίας και της δυστυχίας. Όταν όμως έχεις χτίσει μία σχέση με πολλή αγάπη δύσκολα την γκρεμίζεις, οι σχέσεις που γκρεμίζονται εύκολα με το πρώτο ταρακούνημα είναι αυτές που χτίζονται στην άμμο, σχέσεις αντιπαροχής. Τα δικά μας υλικά ήταν η αληθινή αγάπη. Η εκτίμηση, ο σεβασμός…»
Της ζητώ να μας γυρίσει πίσω σε εκείνη την εποχή.
«Η Ειρήνη Παπά ήταν εκείνη που με βοήθησε να πάρω τις δύο πιο σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μου. Η πρώτη ήταν να πω το “Ναι” και να παντρευτούμε με τον Μίμη. Στα ταξίδια που κάναμε παρέα σε διάφορες πόλεις της Ισπανίας και της Ιταλίας είχαμε ατελείωτες συζητήσεις. Αφού σας ζω και σας βλέπω να είστε τόσο καλά μαζί, προχωρήστε, είστε ο ένας για τον άλλον, έλεγε και ξανάλεγε, ώσπου παντρευτήκαμε. Από τότε με φώναζε κουμπάρα και ας μη μας πάντρεψε, μια και επιλέξαμε κλειστό γάμο σε ένα εξωκλήσι μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, βάφτισε όμως την κόρη μας Ελεάνα (Ελένη - Αναστασία), οπότε κουμπαριάσαμε... Αποφασίσαμε να αψηφήσουμε τα κουτσομπολιά, τον πόλεμο και τα βόλια που έπεφταν τριγύρω μας. Όταν έφυγα από το πατρικό μου σπίτι και τις ανέσεις μου για να ενώσω τη ζωή μου με τη ζωή του Μίμη, εκείνος έμενε μόνος σε μια “καμαρούλα μια σταλιά δύο επί τρία”, μ’ ένα στρώμα στο πάτωμα σε ένα χαμηλοτάβανο παταράκι που από αποθήκη το είχε κάνει κρεβατοκάμαρα. Το μικρό μπανάκι το είχε μετατρέψει με μία αυτοσχέδια κατασκευή σε λουτρό. Ένα μικρό ψυγειάκι και δύο ηλεκτρικά μάτια ήταν η κουζίνα. Εκεί έμαθα την τεράστια διαφορά που έχει η λέξη σπίτι από τη λέξη σπιτικό. Δεν χρειάζεται πολλά τετραγωνικά και πολυτέλεια».
Όταν η Λουκίλα τελείωνε τις σπουδές της στις οικονομικές επιστήμες, παρά το φόρτο του διαβάσματος, δεν έπαυε να ασχολείται με τη μεγάλη της αγάπη, το ελληνικό τραγούδι. Ήταν γραφτό αυτή η αγάπη να μετατραπεί σε επαγγελματική συνεργασία η οποία κρατάει έως σήμερα. Είχε και έχει πάντα την επιμέλεια και τη φροντίδα της δισκογραφίας του στην τηλεόραση και στις εμφανίσεις του, ενώ διαχειρίζεται με τον καλύτερο τρόπο όλο του το ρεπερτόριο και το αρχείο. «Όταν τα ενδιαφέροντα δύο ανθρώπων είναι κοινά και οι προτιμήσεις τους ταιριάζουν τότε οι καθημερινές χαρές, προσπάθειες, λύπες, αγωνίες μοιράζονται. Η φιλία και η συνεργασία μας, όμως, ήταν μόνο η αρχή. Η κατασταλαγμένη ήρεμη πείρα του, που του επέτρεπε να χρησιμοποιεί τις ευκολίες του για να απολαύσει όσα κατάφερε, και από την άλλη η φλόγα, το πάθος, η δίψα για καινούργια ανοίγματα, ο ενθουσιασμός του δίπλα σε μια νεαρή σύντροφο για μια ακόμα καριέρα, διεύρυναν τα περιθώρια για καινούργιες προσπάθειες. Η γνωριμία, ο ενθουσιασμός που οδηγεί στον έρωτα και στην ουσιαστική του μετατροπή σε αγάπη, τρυφερότητα, στοργή και ευγνωμοσύνη απέναντι στο σύντροφό μου για το δώρο της αιώνιας άνοιξης και του ομορφότερου λουλουδιού της, τη μονάκριβή μας Ελεάνα».
«Στο πατρικό μου "απαγορευόταν" το ελληνικό τραγούδι, αλλά όσο πιο πολύ απαγορεύεις κάτι τόσο πιο πολύ θα το έλξεις. Ενώ οι φίλοι μου πήγαιναν στα πάρτι εγώ επέλεγα να μείνω κάποια σαββατόβραδα στο σπίτι. Βρισκόμουν στον παράδεισο βλέποντας μια ελληνική ταινία, ακούγοντας τα τραγούδια της, ό,τι ήταν απαγορευμένο δηλαδή. Ο Μίμης Πλέσσας είναι χειμαρρώδης, διαθέτει μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Θα γράψει το “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου’’ ή το τρυφερό “Ποιος το ξέρει’’ δεν θα πει τώρα είμαι στα ελαφριά μου. Του έλεγα “Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Τη μία μέρα να βρίσκεσαι στο Ηρώδειο να διευθύνεις μία Συμφωνική, την προηγούμενη ένα σόλο πιάνο και την προπροηγούμενη μια συναυλία’’. Η φύση του όμως είναι έτσι, δεν μπορούσε να καθίσει ποτέ, έκανε χιλιάδες πράγματα την ίδια εποχή και δεν επιδίωκε να μπει σε κανένα κλίμα γιατί δεν χρειαζόταν. Δεν ξεχώριζε "Σήμερα κάνω Jazz, αύριο Συμφωνική". Αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο κόσμος για τη διαφορά ηλικίας μας, αυτός ήταν πάντα αεικίνητος, εγώ ήμουν που τραβιόμουν πίσω. Πόσα ταξίδια δεν πήγαμε, που μετανιώνω σήμερα, γιατί ήθελα να μένω σπίτι μου με το παιδί μου. Δεν μπορώ να σας πω ότι έχω συνειδητοποιήσει το βάρος των επιτευγμάτων μου, λειτουργώ σύμφωνα με τις αξίες μου και με ειλικρίνεια πορεύτηκα τον δρόμο που πίστεψα. Υπήρχαν κάποια τραγούδια που έπρεπε να καταγράφουν την πορεία του Μίμη. Δεν καθόμουνα να πω πόσοι τα άκουσαν, αν έγιναν μεγάλη επιτυχία, πόσα cd πούλησε. Πίστευα όλη μου τη ζωή ότι πρέπει να δώσω στα τραγούδια μία δεύτερη ευκαιρία».
«Υπήρξαν περίοδοι όπως τη δεκαετία του '90 που τα είχαμε όλα. Ο πλούτος όμως διαφέρει από το χρήμα. Εγώ στοχεύω πάντοτε στο πρώτο. Ήθελα να έχω την υγεία μου, τους φίλους μου, την παρέα μου, τη μουσική μου. Ήξερα ότι άλλο πλούσιος και ικανοποιημένος κι άλλο ευκατάστατος. Υπήρξαν περίοδοι που χάθηκαν οι αξίες, υπήρξε μία απληστία, ο στόχος ήταν Σαββατοκύριακα στο Παρίσι ή στην Πράγα ή κάποιο διακοποδάνειο. Πόσο πιο όμορφα όμως είναι να είσαι με τους δικούς σου ανθρώπους με αυτά που σε γεμίζουν! Εάν δεν μάθεις να προσαρμόζεσαι με όλους τους καιρούς δεν θα γίνεις ποτέ ευτυχισμένος. Εμένα προσωπικά δεν με χάλασε καθόλου η καραντίνα, έκανα τόσα πράγματα που είχα αφήσει πίσω με τα ατελείωτα ταξίδια, τις συναναστροφές. Βρήκα ευκαιρία και οργάνωσα το σπίτι, ψηφιοποίησα το αρχείο μας, πράγματα που δεν θα έκανα ποτέ υπό άλλες συνθήκες, επικοινώνησα με φίλους γιατί ήταν όλοι σπίτια τους. Ο Μίμης σε αυτόν τον εγκλεισμό δεν είναι ευτυχής, έχει μάθει να τρέχει, να ανεβαίνει από τη μία σκηνή στην άλλη, δεν αντέχει να κάθεται».
«Η Ελεάνα μας βαδίζει σ’ άλλους δρόμους, είναι φυσικό όταν κουβαλάει το βαρύ όνομα του πατέρα της. Διαθέτει μια άλλη οπτική για την τέχνη. Είναι σκηνοθέτρια, παίζει μπάσο και κιθάρα, ζωγραφίζει, φτιάχνει γλυπτά... έχει πολλά ταλέντα. Μου θυμίζει τον πατέρα της. Της έχω εμπιστοσύνη ότι θα βρει τον δρόμο της. Είμαστε αρωγοί, τη στηρίζουμε και της ευχόμαστε ολόψυχα καλή επιτυχία».
«Οι δισκογραφικές πλέον δημιουργούν κατά εντολή σύνθετες. Ο Πλέσσας έκανε 2.000 τεράστιες επιτυχίες χωρίς να τις σπρώξει, που ακούγονται σήμερα μετά από πενήντα και εξήντα χρόνια. Δεν έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος των επιτυχιών του, όταν του έφερα πρόσφατα κάποιους δίσκους σε βινύλιο συλλεκτικούς απλά χαμογέλασε, αντί να πει “Τι ωραία, 60 ετών δίσκοι ξαναβγαίνουν στο βινύλιο’’! Στο Ηρώδειο όταν έμπαινε ο Πλέσσας σηκωνόταν το κοινό όρθιο. Αλίμονο σε αυτόν που κοκορεύεται και φλυαρεί με το είδωλό του, ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ταπεινός, δεν επιβάλλει τη παρουσία του με επίπλαστα και φτηνά τεχνάσματα».
«Το σύστημα κάνει τα πάντα για να μην υπάρξουν διαχρονικά τραγούδια, αυτό το είχα συνειδητοποιήσει εδώ και χρόνια. Έβλεπα την καταστροφή της δισκογραφίας. Παλιά υπήρχαν οι Έλληνες “δισκάδες”, η Λύρα, η Columbia, η Minos, που ήθελαν να επικρατήσουν στην αγορά όχι μόνον για να πουλήσουν τους δίσκους τους αλλά για να είναι και οι ίδιοι δημιουργοί. Σήμερα όλες οι δισκογραφίες είναι παραμάγαζα μεγάλων πολυεθνικών. Άδειασαν οι αποθήκες στις συμφωνίες με τις εφημερίδες, κυκλοφόρησαν πολύ φθηνές εκδόσεις που δεν αξίζει να τις έχεις στο σπίτι σου. Χρόνια έχουμε να ακούσουμε ελληνικό τραγούδι στη Eurovision. Το ’63 και το ’64 ο Πλέσσας στα διεθνή φεστιβάλ συμμετείχε με τραγούδια που στηρίζονταν στη γλώσσα μας. Σε ένα πνεύμα παγκοσμιοποίησης δεν ενδιαφέρει το τραγούδι, ενδιαφέρει το σώμα, το πόσο καλά θα χορέψει η ερμηνεύτρια ή το μπαλέτο».
«Με το ευρύ και διαχρονικό έργο του άγγιξε τις ψυχές των Ελλήνων. Δεν ξεχώρισε ποτέ αριστερούς ή δεξιούς, αστούς ή λαϊκούς, ώσπου οι Έλληνες άρχισαν σιγά-σιγά να συνειδητοποιούν ότι πίσω από τα περισσότερα αγαπημένα και βιωμένα ακούσματα του κινηματογράφου κρύβεται ο Πλέσσας. Όταν το ’80 όλα τα ραδιόφωνα έπαιζαν Χαριτοδιπλωμένο ή την Πωλίνα να τραγουδάει “Πάμε για τρέλες στις Σεϋχέλλες" εγώ έπαιζα το ξεχασμένο “Θα πιω απόψε το φεγγάρι" ή το 45άρι “Τόσα καλοκαίρια’’ με τον αγαπημένο μου Δάκη. Νοσταλγία και ρετρό που τελικά έδωσαν τη θέση τους στη διαχρονικότητα».
«Μία μέρα μετά τη γέννηση της Ελεάνας μας, θυμάμαι τον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη να μπαίνει στο δωμάτιο και να φωνάζει “επιτέλους και ένα γνήσιο Πλεσσόπουλο, να το αγγίξω όχι μόνο μέσα από τη μεγάλη οθόνη όπως όλα τα άλλα μέχρι σήμερα". Ο ίδιος δεν είχε ποτέ συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρεία ώστε να αναδείξει το σύνολο του έργου του, ούτε μάνατζερ να του κλείνει δουλειές για να φαίνεται ότι πίσω από τόσα αγαπημένα μας τραγούδια υπάρχει η υπογραφή του. Οι εταιρείες είχαν αποφασίσει να παραγκωνίζουν πλήρως τους δημιουργούς και να προωθούν τους ερμηνευτές. Μάζευαν τραγούδια από διάφορους σύνθετες και στιχουργούς, τις περισσότερες φορές εύπεπτα σουξεδάκια που κρατούσαν το πολύ έξι μήνες και μετά δεν τα θυμόταν κάνεις», λέει με παράπονο η Λουκίλα. «Από το 1986 που τον γνώρισα μέχρι σήμερα πέρασαν τρεισήμισι ολόκληρες δεκαετίες αλλά τώρα παρατηρώ μια αλλαγή στη συμπεριφορά του κόσμου, από το “Κύριε Πλέσσα, τι όμορφα τραγούδια έχετε γράψει” μέχρι το χειροφίλημα και την ευχή “Να σας έχει ο Θεός καλά, σας έχουμε ανάγκη”. Μετά από τρεισήμισι δεκαετίες δρόμου και επτά δεκαετίες δημιουργίας αυτή είναι η επιβράβευση για τη στάση ζωής του».
«Στις 26 Σεπτεμβρίου του 2019 ο Μίμης με τη Νανά Μούσχουρη βγήκαν μαζί στο Ηρώδειο πιασμένοι χέρι-χέρι. Στη συναυλία τη βραδιά εκείνη μίλησε για όσα έκρυβε στην καρδιά της για τον Μίμη, εξήντα ολόκληρα χρόνια κατά τα οποία τράβηξαν χωριστούς δρόμους, την ευχαριστώ για πάντα για τη συγκίνηση που χάρισε στον Μίμη μου. Από τις θρυλικές βραδιές στον Ζυγό έχουμε στις αποσκευές μας αμέτρητες φωτογραφίες, την παράσταση ηχογραφημένη σε δύο άλμπουμ με τίτλο “Σινεμά ο δικός μας Παράδεισος" και επιτέλους τον Μίμη να έχει πειστεί ότι το έργο του “δεν το ξέρει μόνο η Λουκίλα και οι φίλες της", όπως συνήθιζε να λέει, αλλά να διαπιστώνει ότι έχει ριζώσει βαθιά στις καρδιές όλων των Ελλήνων».
Λουκίλα Καρρέρ «Ποιος το ξέρει...», εκδ. Μίνωας
Μάκης Δελαπόρτας «Μίμης Πλέσσας: ένας δρόμος, χίλιες νότες», εκδ. Άγκυρα