Μουσικη

Η αναζωπύρωση της κασέτας εν μέσω πανδημίας

Μια νοσταλγική λάμψη από ένα παρελθόν χωρίς COVID, σχεδόν 60 χρόνια μετά το ντεμπούτο της στο Βερολίνο

Ελένη Χελιώτη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

H ιστορία της κασέτας, η εικονική της μορφή και η αναβίωσή της από καλλιτέχνες και λάτρεις της μουσικής μέσα στην πανδημία

Το Berlin Radio Show, το οποίο θεωρείται από κάποιους η μεγαλύτερη έκθεση τεχνολογίας στην Ευρώπη, έχει μεγάλη ιστορία στο να εκθέτει τα τελευταία και πιο δημοφιλή καταναλωτικά ηλεκτρονικά. Το 1963 το προϊόν αυτό αυτή ήταν η κασέτα ήχου, η οποία παρουσιάστηκε τότε από τον δημιουργό της, τον αείμνηστο Ολλανδό μηχανικό Lou Ottens, ο οποίος πέθανε στις αρχές Μαρτίου.

Κατά τη διάρκεια της ζωής του Ottens, οι κασέτες επαναπροσδιόρισαν τις συνήθειες ακρόασης, οι οποίες μέχρι τότε περιορίζονταν στο πολύ πιο «δύσκολο» δίσκο βινυλίου. Τα στερεοφωνικά του αυτοκινήτου και το εμβληματικό Sony Walkman κατέστησαν ξαφνικά δυνατή την ατομική εμπειρία ακρόασης έξω από το σπίτι. Η φύση δε της κασέτας, την οποία μπορούσες να γράψεις ξανά και ξανά, βοήθησε τους λάτρεις της μουσικής να φτιάχνουν και να κυκλοφορούν τα δικά τους mixtapes. Στο αποκορύφωμά της, το 1989, πωλούνταν 83 εκατομμύρια μονάδες ετησίως μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Παρότι αντικαταστάθηκε, από άποψη λειτουργικότητας, πρώτα από το CD (Compact Disc) και μετά το ψηφιακό αρχείο (mp3 και mp4), η κασέτα ήχου διατηρεί μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της τεχνολογίας ήχου, με τα mixtapes να είναι ένας «πρόγονος» των τωρινών playlist και το Walkman o «πρόγονος» του iPod.

Και παρά το γεγονός ότι θεωρείται αισθητικά και υλικά κατώτερη από το βινύλιο το οποίο προϋπήρχε, η κασέτα βιώνει αυτή τη στιγμή μια αναζωπύρωση εν μέρει για συναισθηματικούς λόγους, αλλά επίσης επειδή, με τις ακυρώσεις συναυλιών κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, είναι ένας έξυπνος τρόπος για τους λιγότερο διάσημους καλλιτέχνες να βγάλουν χρήματα.

© Mayte Wisniewski / Unsplash

Στο πλαίσιο μιας πανδημίας που έχει κάνει τεράστια ζημιά στη μουσική βιομηχανία, το 2020 θα μπορούσε εύλογα να χαρακτηριστεί το έτος της κασέτας. Σύμφωνα με στοιχεία της Βρετανικής Φωνογραφικής Βιομηχανίας (British Phonographic Industry), 156.542 κασέτες πωλήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο πέρυσι, ο υψηλότερος αριθμός από το 2003 και αύξηση 94,7% στις πωλήσεις του 2019. Φαινομενικά από το πουθενά, παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνες της pop μουσικής όπως η Lady Gaga και η Dua Lipa έβγαλαν τις νέες κυκλοφορίες τους σε κασέτα και ήδη ξεπουλούν.

Για εμάς που είμαστε αρκετά μεγάλοι για να θυμόμαστε την κασέτα ως μια κοινή μορφή κατανάλωσης μουσικής, η αναβίωσή τους είναι κάπως παράξενη γιατί, μεταξύ μας, ακόμη και στα χάι τους ήταν πάντα λίγο «κακές», μας λέει ο Iain Taylor. Δεν είχαν την αισθητική γοητεία και το ρομαντισμό του βινυλίου LP, όπως δεν είχαν και τη χρηστικότητα, τη «λάμψη» και την ηχητική πιστότητα του CD. Και δεν υπάρχει ζωντανός λάτρης της μουσικής άνω των 35 ετών που δεν έχει μια ιστορία τρόμου να πει για ένα αγαπημένο άλμπουμ ή mixtape το οποίο «μάσησε» ένα κακόβουλο στερεοφωνικό αυτοκινήτου ή φορητό boombox.

Ο ίδιος ο Ottens ήταν αρνητικός ως προς  την «ανόητη» αναζωπύρωση της κασέτας, λέγοντας στην ολλανδική εφημερίδα NRC Handelsblad ότι «τίποτα δεν μπορεί να φτάσει τον ήχο του CD», στου οποίου την εξέλιξη έπαιξε επίσης βασικό ρόλο. Για τον Ottens, ο απώτερος στόχος οποιουδήποτε μέσου είναι η ακρίβεια του ήχου. Ωστόσο, παραδέχτηκε ότι «οι άνθρωποι ακούν κυρίως αυτό που θέλουν να ακούσουν».

O Taylor όμως προσθέτει ότι, ως μελετητής της δημοφιλής μουσικής και του υλικού πολιτισμού, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί αν αυτή η αυστηρή οπτική του Ottens χάνει ή παραβλέπει το βαθύτερο νόημα όσον αφορά στην κασέτα και την πρόσφατη αναβίωσή της ως μέσου στην ποπ κουλτούρα.

Σε τελική ανάλυση, η πολιτιστική απόλαυση της μουσικής ξεπερνά κατά πολύ περιορισμένης αντίληψης συζητήσεις σχετικά με την ποιότητα του ήχου. Η απόλαυσh της μουσικής και οι πολιτιστικές «ιεροτελεστίες» που περιβάλλουν αυτήν την απόλαυση είναι μία πολύπλοκη και βαθιά κοινωνική διαδικασία που «εμπλέκει» κάτι περισσότερο από τα αυτιά μας.

Η συνεχιζόμενη αναβίωση του βινυλίου, για παράδειγμα, μερικές φορές εξηγείται ως επιστροφή στον ανώτερο ήχο του. Αλλά θεωρείται εξίσου συχνά ως πολιτιστική επιστροφή σε ένα εικονικό μέσο, πλούσιο σε μουσική ιστορία, το οποίο οι άνθρωποι μπορούν να αισθανθούν, να χειριστούν και να βιώνουν πιο άμεσα – σε αντίθεση με ένα ψηφιακό αρχείο. Παρόλο που μπορεί να είναι λιγότερο εικονικές, οι κασέτες αντιπροσωπεύουν επίσης πολιτιστικές στιγμές ιδιαίτερης σημασίας για τους λάτρεις της μουσικής.

© Jon Tyson / Unsplash

Στα μέσα της δεκαετίας του 2010 ο Taylor διερεύνησε τα πρώτα σημάδια αυτής της επανεμφάνισης των κασετών στις σκηνές indie και punk της Γλασκόβης ως μέρος του διδακτορικού του, μιλώντας με μουσικούς, δισκογραφικές εταιρίες και θαυμαστές σχετικά με την επανεμφάνιση κασετών. Σε αυτές τις συνομιλίες, η ουσία αυτών των αντικειμένων –η φυσική, απτή παρουσία τους– επισημαίνεται συχνά ως παρακινητικός παράγοντας. Όπως του είπε ένας θαυμαστής: «Μου αρέσει να έχω πράγματα. Έχουν όλα αρχίσει να γίνονται απαρχαιωμένα, αλλά μου αρέσει να έχω κάτι. Αυτό είναι το χόμπι μου, η μουσική είναι το χόμπι μου και έτσι ξοδεύω τα χρήματά μου».

Υπάρχει επίσης και μια οικονομική πτυχή στην επανεμφάνιση της κασέτας. Με έντονες συζητήσεις να γίνονται σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι υπηρεσίες streaming μουσικής πρέπει να πληρώνουν καλλιτέχνες, κάποιοι ανεξάρτητοι καλλιτέχνες έχουν στραφεί, εδώ και λίγο καιρό, στην πώληση φυσικών προϊόντων και εμπορευμάτων ως πηγή εισοδήματος.

Για τις indie και punk μπάντες της Γλασκώβης, όπως και για τους ανεξάρτητους καλλιτέχνες σήμερα, οι κασέτες αντιπροσώπευαν ένα οικονομικά αποδοτικό μέσο παροχής φυσικού προϊόντος, πολύ φθηνότερο από ένα βινύλιο. Όπως το έθεσε ένας ιδιοκτήτης μιας δισκογραφικής εταιρίας, «τείνουμε να κυκλοφορούμε σε κασέτα επειδή είναι φθηνή στην κατασκευή και εξοικονομεί χρήματα ώστε να πάρουν κάτι και τα συγκροτήματα».

Οι πρακτικές αυτών των μικρών, ανεξάρτητων καλλιτεχνών έχουν αναμφισβήτητα τις ρίζες τους στην επιθυμία για αναλογικά προϊόντα που μπορούμε να αγγίξουμε σε έναν ολοένα και πιο ψηφιακό κόσμο που διαμεσολαβείται μέσω οθονών. Πολλοί άνθρωποι ανέφεραν συναισθήματα ψηφιακής απόσπασης και αποξένωσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και ως εκ τούτου δεν ακούγεται παράλογο να υποδηλώνουμε ότι η επιθυμία για κάτι που μπορούμε πραγματικά να αγγίξουμε, «στολισμένο» με μια νοσταλγική λάμψη από ένα παρελθόν χωρίς COVID, μπορεί επίσης να εξηγήσει την αναβίωση της κασέτας, σχεδόν 60 χρόνια μετά το ντεμπούτο της στο Βερολίνο.


*Με στοιχεία από The Conversation